ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ - J.P.MIGNE - ΒΕΠΕΣ
Η συλλογή εκδόθηκε σε δύο σειρές. Η πρώτη σειρά περιείχε μόνο τη μετάφραση των ελληνικών κειμένων στα Λατινικά σε 81 τόμους (1856-61), ενώ η δεύτερη σειρά, η οποία εκδόθηκε στη συνέχεια, το ελληνικό κείμενο με λατινική μετάφραση σε 166 τόμους (1857-66). Αυτή η δεύτερη σειρά είναι και η γνωστότερη. Περιλαμβάνει τα έργα που γράφτηκαν στα Ελληνικά, είτε προέρχονται από εκκλησιαστικούς συγγραφείς της Ανατολής είτε της Δύσης, από τον 1ο έως και τον 15ο αιώνα.
Το έργο ανατυπώθηκε πολλές φορές στην Ευρώπη, με πρώτες αυτές του εκδοτικού οίκου των Αδελφών Garnier στο Παρίσι (ήδη από το 1880), ενώ στην Ελλάδα ξεκίνησε ν' ανατυπώνεται τη δεκαετία του 1980, από τις "Εκδόσεις Ωφελίμου Βιβλίου".
Η συλλογή στηρίζεται σε ανατυπώσεις προγενέστερων εκδόσεων, οι οποίες συχνά περιέχουν λάθη, ενώ και η ποιότητα της εκτύπωσης είναι από μέτρια έως κακή. Παρ' όλα αυτά, είναι η μοναδική έκδοση η οποία εμπεριέχει τόσο μεγάλο αριθμό έργων, μερικά από τα οποία δεν είναι διαθέσιμα αλλού, και γι' αυτό αποτελεί σημείο αναφοράς, κυρίως για όσους μελετούν τη Μεσαιωνική Γραμματεία.
Στην ελληνική έκδοση δεν υπάρχει, σε αντίθεση με την Patrologia Latina, παράρτημα με συνολικό πίνακα ελληνικών περιεχομένων, έλλειψη που αναπλήρωσε ο πρώην μητροπολίτης Λαρίσσης Δωρόθεος Σχολάριος, ο Θεσσαλός, με τα έργα του Κλεὶς Πατρολογίας καὶ Βυζαντινῶν Συγγραφέων που περιλαμβάνει τα περιεχόμενα κατά τόμο, με αναλυτική αναγραφή όλων των βιβλίων και των περιεχομένων τους (α' έκδοση 1879, β' έκδοση 1980) και Ταμεῖον Πατρολογίας που περιέχει λήμματα, κατ' αλφαβητική σειρά, τα οποία αναπτύσσονται από τους Πατέρες και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, με αντίστοιχες παραπομπές στα έργα τους (εκδόθηκαν μόνον οι τόμοι με τα γράμματα Α-Γ• ολόκληρο το έργο σε χειρόγραφα υπάρχει στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος).
Σημείωση Συντακτικής Ομάδας: Ευρισκόμεθα είς τήν ευχάριστη θέση να πληροφορήσουμε τούς Αναγνώστες τής ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ότι έχουμε πρόσβαση και στην διάθεση μας όλην την ύλη τής συλλογής των συγγραμμάτων Πατέρων τής Ελληνικής Πατρολογίας" Patrologia Greacae Cursus Completus J.P.Migne" από τό:
ΠΑΝΕΠΗΣΤΗΜΙΟΝ ΑΙΓΑΙΟΥ - ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Μεταβάλαμε την ατολμία σε τόλμη με επίγνωση του δύσκολου έργου για να ανεβάσουμε όσον το δυνατόν περισσότερα έργα, (το σύνολο εί δυνατόν ) με ομιλίες ,διδαχές των Αγίων Θεοφόρων Θεόπνευστων Πατέρων με θερμή προσευχή , διότι μάς ενισχύει ο λόγος του αγίου Γρηγορίου του θεολόγου : «Πλην και Θεώ φίλον το κατά δύναμιν» (Λόγος 43 Εις τον Μέγα Βασίλειον επιτάφιος 82 PG 36,640D) , αλλά και το κατά δύναμη είναι αγαπητό από τον Θεό, Ο Θεός εκτιμά ότι κάνει ο άνθρωπος κατά δύναμη.
Σημείωμα Συντακτικής Ομάδας:
H Patrologia Graeca, Ελληνική Πατρολογία, συντομογραφία PG ή όπως είναι ο πλήρης τίτλος της Patrologiae Graecae Cursus Completus, είναι η δεύτερη συλλογή του κλασικού έργου του Ζακ Πολ Μιν (Jacques Paul Migne) Patrologiae cursus completus, η οποία περιλαμβάνει έργα χριστιανών πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων που έγραψαν στα Ελληνικά.
Η συλλογή εκδόθηκε σε δύο σειρές. Η πρώτη σειρά περιείχε μόνο τη μετάφραση των ελληνικών κειμένων στα Λατινικά σε 81 τόμους (1856-61), ενώ η δεύτερη σειρά, η οποία εκδόθηκε στη συνέχεια, το ελληνικό κείμενο με λατινική μετάφραση σε 166 τόμους (1857-66). Αυτή η δεύτερη σειρά είναι και η γνωστότερη. Περιλαμβάνει τα έργα που γράφτηκαν στα Ελληνικά, είτε προέρχονται από εκκλησιαστικούς συγγραφείς της Ανατολής είτε της Δύσης, από τον 1ο έως και τον 15ο αιώνα.
Το κείμενο είναι τυπωμένο και αριθμημένο σε στήλες, μία από τις οποίες είναι γραμμένη στα Ελληνικά, ενώ στην άλλη υπάρχει η λατινική της μετάφραση. Η αρίθμηση των τόμων σταματά στο 161, όμως το σύνολό τους είναι 166, καθώς οι τόμοι 16 και 87 έχουν τρία μέρη και ο τόμος 86 δύο. Ένας ακόμη τόμος που ήταν υπό έκδοσιν, δεν εκδόθηκε ποτέ, αφού οι τυπογραφικές μήτρες του καταστράφηκαν από φωτιά στο τυπογραφείο (1868).
Η συλλογή στηρίζεται σε ανατυπώσεις προγενέστερων εκδόσεων, οι οποίες συχνά περιέχουν λάθη, ενώ και η ποιότητα της εκτύπωσης είναι από μέτρια έως κακή. Παρ' όλα αυτά, είναι η μοναδική έκδοση η οποία εμπεριέχει τόσο μεγάλο αριθμό έργων, μερικά από τα οποία δεν είναι διαθέσιμα αλλού, και γι' αυτό αποτελεί σημείο αναφοράς, κυρίως για όσους μελετούν τη Μεσαιωνική Γραμματεία.
Στην ελληνική έκδοση δεν υπάρχει, σε αντίθεση με την Patrologia Latina, παράρτημα με συνολικό πίνακα ελληνικών περιεχομένων, έλλειψη που αναπλήρωσε ο πρώην μητροπολίτης Λαρίσσης Δωρόθεος Σχολάριος, ο Θεσσαλός, με τα έργα του Κλεὶς Πατρολογίας καὶ Βυζαντινῶν Συγγραφέων που περιλαμβάνει τα περιεχόμενα κατά τόμο, με αναλυτική αναγραφή όλων των βιβλίων και των περιεχομένων τους (α' έκδοση 1879, β' έκδοση 1980) και Ταμεῖον Πατρολογίας που περιέχει λήμματα, κατ' αλφαβητική σειρά, τα οποία αναπτύσσονται από τους Πατέρες και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, με αντίστοιχες παραπομπές στα έργα τους (εκδόθηκαν μόνον οι τόμοι με τα γράμματα Α-Γ• ολόκληρο το έργο σε χειρόγραφα υπάρχει στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος).
Σημείωση Συντακτικής Ομάδας: Ευρισκόμεθα είς τήν ευχάριστη θέση να πληροφορήσουμε τούς Αναγνώστες τής ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ότι έχουμε πρόσβαση και στην διάθεση μας όλην την ύλη τής συλλογής των συγγραμμάτων Πατέρων τής Ελληνικής Πατρολογίας" Patrologia Greacae Cursus Completus J.P.Migne" από τό:
ΠΑΝΕΠΗΣΤΗΜΙΟΝ ΑΙΓΑΙΟΥ - ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Μεταβάλαμε την ατολμία σε τόλμη με επίγνωση του δύσκολου έργου για να ανεβάσουμε όσον το δυνατόν περισσότερα έργα, (το σύνολο εί δυνατόν ) με ομιλίες ,διδαχές των Αγίων Θεοφόρων Θεόπνευστων Πατέρων με θερμή προσευχή , διότι μάς ενισχύει ο λόγος του αγίου Γρηγορίου του θεολόγου : «Πλην και Θεώ φίλον το κατά δύναμιν» (Λόγος 43 Εις τον Μέγα Βασίλειον επιτάφιος 82 PG 36,640D) , αλλά και το κατά δύναμη είναι αγαπητό από τον Θεό, Ο Θεός εκτιμά ότι κάνει ο άνθρωπος κατά δύναμη.
Σημείωμα Συντακτικής Ομάδας:
Ό αριθμός που βρίσκεται μέσα σέ παρένθεση (#) δεικνύει το αριθμό των αναρτήσεων τής κάθε ετικέτας (label). Καταβάλουμε προσπάθεια για να συμπληρώσουμε τούς δεσμούς (links) των μεμονομένων αναρτήσεων που λείπουνε
Το έργο των Πατέρων και Διδασκάλων συντελέσθηκε στις καίριες και πρωτότυπες στιγμές του με ιδιαίτερη χάρη κι ενέργεια του αγίου Πνεύματος. Γι' αυτό και η Εκκλησία στις καίριες αυτές στιγμές της πατερικής θεολογίας, που έγιναν Παράδοσή της, αποδίδει κύρος και σημασία ίση μ' εκείνη που δίδει στήν αγία Γραφή. Όπως οι Προφήτες και Απόστολοι, έτσι και οι «Ποιμένες (=Πατέρες) και Διδάσκαλοι» «ελάλησαν» διά Πνεύματος αγίου κατά τον Ιωάννη Δαμασκηνό (Εκδ. ορθοδ. πίστεως 90). Στα κείμενα των Πατέρων εκφράζεται πολύ συχνά -αν όχι σε κάθε βήμα- η εσωτερική βεβαιότης ότι είσοδος εις την αλήθεια, αναγωγή σ' αυτή, γίνεται μόνο με τη βοήθεια ή το φωτισμό του αγ. Πνεύματος. Σ' αυτό οφείλονται «αποκαλύψεων δωρεαί». Αυτό, προκειμένου περί θείας αληθείας, κινεί τα νοήματά μας και προάγει το λόγο μας. Χωρίς να δεχθούμε την έλλαμψη του Πνεύματος δε μπορούμε να εισέλθωμε στον «αληθή νου» της Γραφής:
4. Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΙΣΤΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Η αλήθεια, που ταυτίζεται με τη θεία πραγματικότητα, δόθηκε και δίδεται στον άνθρωπο με τρόπο αποκαλυπτικό. Η αλήθεια, ο Τριαδικός δηλαδή Θεός και το έργο του για τη σωτηρία του ανθρώπου, φανερώθηκε προοδευτικά: Νόμος, Προφητεία, Ευαγγέλιο, Πεντηκοστή και εξής. Την πρόοδο αυτή ο Γρηγόριος Θεολόγος χαρακτηρίζει «μεταθέσεις βίων» και «σεισμούς». Tο τελευταίο στάδιο αρχίζει με την Πεντηκοστή, που συνεχίζεται στο χώρο της Εκκλησίας (Χρυσόστ., PG 50, 454 εξ). Θεωρείται μάλιστα το στάδιο τούτο, η οδηγητική δηλ. και φωτιστική δράση του αγ. Πνεύματος στην Εκκλησία, σαν «ελπίδος συμπλήρωσις» (Γρηγόριος Θεολόγος, PG 36, 456ΑΒ), διότι «θαυματουργεί και την τελείαν εισάγει γνώσιν» (Χρυσόστομος, PG 59, 424). Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας μάλιστα εκφράζεται σαφέστερα επάνω στο θέμα και γράφει ότι «ου κατέληξεν αποκαλύπτων ημίν ο Μονογενής» (PG 74, 576), επεξηγώντας φυσικά στη συνέχεια ότι το φωτιστικό έργο του Πνεύματος είναι και του Κυρίου. Την ίδια Παράδοση και θεολογική γραμμή ακολουθούν και οι μεταγενέστεροι Πατέρες, όπως π.χ. ο ιερός Φώτιος (+891), που ερμηνεύουν το καίριο θεολογικό έργο των Πατέρων σαν αποτέλεσμα της φωτιστικής δράσεως του αγ.Πνεύματος. Διαφορετικά ούτε ιδιαίτερη αξία θα είχε η θεολογία αυτή, ούτε και θα μπορούσε να θεωρήται στην Εκκλησία ισόκυρη προς τη Γραφή:
5. ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, ΓΝΗΣΙΟΤΗΣ ΚΑΙ ΚΥΡΟΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Η Εκκλησία δέχθηκε την παρουσία των Πατέρων στους κόλπους της κι έζησε με τη διδαχή και το φρόνημά τους, το οποίο θεώρησε πάντοτε γνήσιο και ορθόδοξο. Στη συνείδησή της οι Πατέρες και Διδ. ήσαν η συνέχεια και η προέκταση των Αποστόλων. Οι δώδεκα Απόστολοι παρέδωσαν την προσωπική τους διακονία, που ήταν το να διδάσκουν, στους Πατέρες (Eιρηναίου, Έλεγχος Γ3, 1). Το άγιο Πνεύμα, που φώτιζε τους Αποστόλους, φωτίζει και τους Πατέρες:
6. ΔΙΑΔΟΧΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ
Αν πρέπει να δώσωμε για λόγους πρακτικούς κεντρικά σημεία της εσώτατης θεολογικής πορείας του Πατρός και διδασκάλου, τότε θα μπορούσαμε να διακρίνωμε σ' αυτή τρεις κυρίως σταθμούς:
7. ΤΟ ΘΥΡΑΘΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ (ΔΟΜΗ, ΜΟΡΦΗ, ΑΛΗΘΕΙΑ)
Οι Πατέρες δεν έζησαν ούτε κι έδρασαν ερήμην του πνευματικού κλίματος της εποχής τους. Το έργο τους αποτελεί ως ένα βαθμό καθρέπτη των συγχρόνων τους φιλοσοφικών ρευμάτων, των θρησκευτικών πεποιθήσεων, των κοσμολογικών αντιλήψεων και των πολιτειακών ή πολιτικών προτιμήσεων. Οι παράγοντες που προσδιώριζαν το πνευματικό κλίμα των πρώτων αιώνων του βίου της Εκκλησίας ήσαν ο Ιουδαϊσμός, ο Ελληνισμός, ο Γνωστικισμός, οι θρησκείες και η Πολιτεία. Ο ποικίλος και δυναμικός αυτός κόσμος αποτέλεσε μέγα πρόβλημα αλλά και όργανο για τους θεολόγους της Εκκλησίας. Το πρόβλημα: Εάν ο θεολόγος δεν εκφραζόταν μέσω του πνευματικού αυτού κόσμου θα κινδύνευε να μείνη απόλυτα ξένος για τους ανθρώπους της εποχής, που φυσικά είχαν μάθη να σκέπτωνται μόνο με τις δομές του κόσμου εκείνου.
8. ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ
Συχνά οι ερευνητές και αποτιμητές της πνευματικής προσφοράς των φιλοσόφων και των Πατέρων δημιουργούν παρεξηγήσεις που οδηγούν σε απαράδεκτη υποτίμηση των Πατέρων και του έργου τους. Tο συνηθέστερο πρίσμα, κάτω από το οποίο θεωρείται συγκριτικά το πρόβλημα, είναι το εξής: Οι Πατέρες, υποχρεωμένοι να είναι παραδοσιακοί, γίνονται φορείς και μόνον ερμηνευτές της αληθείας, την οποία μάλιστα δεν απέκτησαν με ζήτηση επίπονη, αλλά έλαβαν από την Εκκλησία ή την αποκάλυψη του Θεού. Με τους φιλοσόφους συμβαίνει το αντίθετο. Οι φιλόσοφοι αναζητούν με άπειρη αγωνία την αλήθεια, που οι Πατέρες έχουν έτοιμη. Στο έργο λοιπόν του φιλοσόφου έχομε την πρωτοτυπία, η οποία λείπει από το έργο του Πατρός. Kαι η τελική αξιολόγηση του Πατρός και του φιλοσόφου εξαρτάται από την πρωτοτυπία. Όλα όμως αυτά δεν είναι παρά μία σχολαστική θεώρηση του θέματος, που προδίδει άγνοια και ανεπίτρεπτη αφέλεια εκείνου που την επιχειρεί και την αποδέχεται.
9. ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
α. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και μάλιστα οι επιφανέστεροι από αυτούς είχαν πλατειά και βαθειά παιδεία. Από τον Ιγνάτιο, τον Ιουστίνο και τον Ειρηναίο οι Πατέρες εμφανίζονται από άριστοι έως καλοί γνώστες του ιουδαϊσμού, των ποικίλων θρησκειών, του γνωστικισμού και του ελληνισμού, των θρησκευτικών και πολιτιστικών δηλ. μορφών που κυριαρχούσαν κατά τους αιώνες που δημιούργησαν το έργο τους. Η τελεία γνώση ή τουλάχιστον η σχετικά καλή σπουδή των πνευματικών αυτών μεγεθών δήλωνε το μορφωμένο άνθρωπο. Kαι δεν έχομε σημαντικό εκκλησ. συγγραφέα άγευστο των μεγεθών αυτών.
10. ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Το έργο των Πατέρων και Διδ. της Εκκλησίας ευρίσκεται σε άμεση σχέση προς το έργο των Συνόδων, είτε αυτές είναι Οικουμενικές είτε τοπικές. Η σχέση αυτή παραμένει εν τούτοις αδιασάφητη και αδιόριστη ως ένα σημείο. Οι περισσότερες φερ' ειπείν οικουμενικές Σύνοδοι εργάσθηκαν χωρίς την παρουσία ως μελών κατ' εξοχήν μεγάλων Πατέρων και Διδασκάλων. Αλλά τούτο δε σημαίνει ότι κινήθηκε η θεολογική διεργασία της Συνόδου ερήμην της θεολογικής προσφοράς ενός ή περισσοτέρων μεγάλων Πατέρων. Στην Α' οικουμ. Σύνοδο ο Μ. Αθανάσιος επέδρασε βαθύτατα και αποφασιστικά χωρίς να είναι σύνεδρο μέλος. Κατά την Β' οικ. Σύνοδο ο μεν Βασίλειος είχε πεθάνει, ο δε Γρηγόριος Θεολόγος απουσίαζε. Η θεολογία όμως της Συνόδου αυτής εκφράζει τη θεολογία των δύο μεγάλων ανδρών, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ο χώρος της Συνόδου δεν είναι χώρος, όπου κατ' εξοχήν δίδεται η λύση των μεγάλων προβλημάτων με το φωτισμό του Πνεύματος.
11. ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Η θέση των Πατέρων στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος και στην καθόλου γραμματεία δεν έχει ακόμη αποτιμηθή και εκτιμηθή όσο πρέπει. Και μολονότι το πρόβλημα τούτο είναι θέμα που φυσικά ξεπερνά τα όρια πατρολογικού εγχειριδίου, θεωρούμε αναγκαίο να υπογραμμίσωμε σχετικά τα εξής:
12. ΤΟ ΠΩΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΕΩΣ ΚΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Η πραγματικότης του Πατρός και Διδασκάλου της Εκκλησίας αποτελεί γνόφο, χώρο άγιο, προβληματικό και αληθινό, διάσταση θεληματική και υπαρξιακή. Είναι γνόφος διότι συνιστά πνευματικό γεγονός απρόσιτο κι αδιαπέραστο για όποιον δε ζη τη θεία χάρη που το δημιούργησε. Αλλά και για τον πιστό ή θεολόγο δεν παύει ο Πατήρ να είναι γνόφος, εντός του οποίου θά εισέλθη μόνο με πολύ αγώνα και πλούσια θεία χάρη. Πρόκειται για πραγματικότητα, η οποία, ενώ βρίσκεται σε απόλυτη σχέση με τον κόσμο, είναι κάτι άλλο, είναι το άγιο, το ξεχωριστό από το σύνηθες και φυσικό, διότι αντιπροσωπεύει τη δυναμική μεταστοιχείωση του τραγικού ανθρώπου σε πρόσωπο αληθινό, σε ον δηλ. που συνυπάρχει με την αλήθεια, μετέχει σ' αυτή, ζη με αυτή και γι' αυτή.
13. ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ (γιατί σπουδάζομε τους Πατέρες)
Αφήσαμε στο τέλος το πρόβλημα της σημασίας των Πατέρων για το σύγχρονο πιστό και μάλιστα το θεολόγο. Παρ' όλα όσα σημειώσαμε μέχρις εδώ για την αξία και το μεγαλείο των Πατέρων, η σημασία τους για την εποχή μας δεν είναι αυτονόητη για τον εξής λόγο: Υποτίθεται πως η καίρια και γνήσια θεολογική προσφορά όλων των Πατέρων υφίσταται, εμπεριέχεται, στην Παράδοση της Εκκλησίας. Η διδασκαλία και το φρόνημα των Πατέρων επομένως είναι διδασκαλία και φρόνημά μας ή τουλάχιστον πρέπει να είναι· και αν θέλωμε να τα επισημάνωμε γνωρίζομε πώς και πού να τα εύρωμε. Διότι όχι μόνον οι τελευταίοι από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς έχουν περιλάβει στο έργο τους την θεολογική πείρα των προγενεστέρων τους, αλλά και στα εγχειρίδια δογματικής μπορεί κανείς άκοπα σχεδόν να πληροφορηθή την πατερική διδασκαλία συνεπτυγμένη και συστηματοποιημένη. Προς τι λοιπόν η σπουδή των Πατέρων; Ποία η δικαίωση του μόχθου για τους Πατέρες; Στο κρίσιμο πρόβλημα η απάντηση είναι φυσικά δύσκολη, μα όχι αδύνατη για όσους αναγνωρίζουν την πρωταρχική σημασία των Πατέρων στην Εκκλησία κι έχουν εμπιστοσύνη σ' αυτούς.
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ (μακαριστός)
1. Ο ΟΡΟΣ ΠΑΤΗΡ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
Μεγάλος αριθμός εκλεκτών μελών της Εκκλησίας χαρακτηρίζονται πατέρες ή άγιοι πατέρες ή όσιοι πατέρες. Αυτοί είναι όσοι διακρίθηκαν σε αγιότητα, οσιότητα, διαποίμανση των πιστών, αλλά και όσοι απλώς είναι κληρικοί, όσοι δηλαδή πάντοτε -και σήμερα- αναλαμβάνουν την ευθύνη της πνευματικής προκοπής των πιστών. Η Εκκλησία διέκρινε (ξεχώρισε) λίγους από τους πολλούς πατέρες και τουι ωνόμασε τιμητικά Πατέρες και Διδασκάλους. Με τον όρο αυτό ένωσε δύο εξαιρετικής σημασίας λειτουργήματα σ' ένα πρόσωπο, το οποίο έτσι έλαβε την πρώτη θέση στους κόλπους της. Τά λειτουργήματα αυτά είναι: α) του ποιμένα, που αναγεννά και κατευθύνει πνευματικά τους πιστούς, που συνδέει αυτούς με το Σωτήρα Χριστό διά του αγίου Πνεύματος, που κηρύττει το Ευαγγέλιο, που τελεί τα μυστήρια της Εκκλησίας και που καλείται για όλ' αύτά «πατήρ». β) του διδασκάλου, που έχει το ειδικό χάρισμα και άρα το ειδικό προνόμιο και την ειδική ευθύνη να διδάσκη και να ερμηνεύη στους πιστούς την αλήθεια του Θεού, καθώς και να αντιμετωπίζη αυτός κατ' εξοχήν τα μεγάλα προβλήματα και τις ισχυρές θεολογικές κρίσεις στην Εκκλησία.
2. ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΦΟΡΜΕΣ ΤΟΥ
Οι εκκλησιαστικοί γενικά συγγραφείς θεολόγησαν, έγραψαν τα έργα τους, από τις εξής κυρίως αφορμές και ανάγκες:
α) Του κηρύγματος. Ασκώντας το έργο τούτο σε ποικίλες μορφές, θεολογούσαν κατ' ανάγκην, αφού εξηγούσαν το λόγο του Θεού, ερμήνευαν το πρόσωπο και το έργο του Χριστού, διαφώτιζαν το αγιαστικό και φωτιστικό έργο του αγίου Πνεύματος και πολλές φορές υπομνημάτιζαν τις Γραφές, ώστε να γνωρίζουν οι πιστοί την αλήθεια και να προκόπτουν πνευματικά.
3. ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝ ΜΕ ΦΩΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΑΓ. ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ (μακαριστός)
1. Ο ΟΡΟΣ ΠΑΤΗΡ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
Μεγάλος αριθμός εκλεκτών μελών της Εκκλησίας χαρακτηρίζονται πατέρες ή άγιοι πατέρες ή όσιοι πατέρες. Αυτοί είναι όσοι διακρίθηκαν σε αγιότητα, οσιότητα, διαποίμανση των πιστών, αλλά και όσοι απλώς είναι κληρικοί, όσοι δηλαδή πάντοτε -και σήμερα- αναλαμβάνουν την ευθύνη της πνευματικής προκοπής των πιστών. Η Εκκλησία διέκρινε (ξεχώρισε) λίγους από τους πολλούς πατέρες και τουι ωνόμασε τιμητικά Πατέρες και Διδασκάλους. Με τον όρο αυτό ένωσε δύο εξαιρετικής σημασίας λειτουργήματα σ' ένα πρόσωπο, το οποίο έτσι έλαβε την πρώτη θέση στους κόλπους της. Τά λειτουργήματα αυτά είναι: α) του ποιμένα, που αναγεννά και κατευθύνει πνευματικά τους πιστούς, που συνδέει αυτούς με το Σωτήρα Χριστό διά του αγίου Πνεύματος, που κηρύττει το Ευαγγέλιο, που τελεί τα μυστήρια της Εκκλησίας και που καλείται για όλ' αύτά «πατήρ». β) του διδασκάλου, που έχει το ειδικό χάρισμα και άρα το ειδικό προνόμιο και την ειδική ευθύνη να διδάσκη και να ερμηνεύη στους πιστούς την αλήθεια του Θεού, καθώς και να αντιμετωπίζη αυτός κατ' εξοχήν τα μεγάλα προβλήματα και τις ισχυρές θεολογικές κρίσεις στην Εκκλησία.
2. ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΦΟΡΜΕΣ ΤΟΥ
Οι εκκλησιαστικοί γενικά συγγραφείς θεολόγησαν, έγραψαν τα έργα τους, από τις εξής κυρίως αφορμές και ανάγκες:
α) Του κηρύγματος. Ασκώντας το έργο τούτο σε ποικίλες μορφές, θεολογούσαν κατ' ανάγκην, αφού εξηγούσαν το λόγο του Θεού, ερμήνευαν το πρόσωπο και το έργο του Χριστού, διαφώτιζαν το αγιαστικό και φωτιστικό έργο του αγίου Πνεύματος και πολλές φορές υπομνημάτιζαν τις Γραφές, ώστε να γνωρίζουν οι πιστοί την αλήθεια και να προκόπτουν πνευματικά.
3. ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝ ΜΕ ΦΩΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΑΓ. ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Το έργο των Πατέρων και Διδασκάλων συντελέσθηκε στις καίριες και πρωτότυπες στιγμές του με ιδιαίτερη χάρη κι ενέργεια του αγίου Πνεύματος. Γι' αυτό και η Εκκλησία στις καίριες αυτές στιγμές της πατερικής θεολογίας, που έγιναν Παράδοσή της, αποδίδει κύρος και σημασία ίση μ' εκείνη που δίδει στήν αγία Γραφή. Όπως οι Προφήτες και Απόστολοι, έτσι και οι «Ποιμένες (=Πατέρες) και Διδάσκαλοι» «ελάλησαν» διά Πνεύματος αγίου κατά τον Ιωάννη Δαμασκηνό (Εκδ. ορθοδ. πίστεως 90). Στα κείμενα των Πατέρων εκφράζεται πολύ συχνά -αν όχι σε κάθε βήμα- η εσωτερική βεβαιότης ότι είσοδος εις την αλήθεια, αναγωγή σ' αυτή, γίνεται μόνο με τη βοήθεια ή το φωτισμό του αγ. Πνεύματος. Σ' αυτό οφείλονται «αποκαλύψεων δωρεαί». Αυτό, προκειμένου περί θείας αληθείας, κινεί τα νοήματά μας και προάγει το λόγο μας. Χωρίς να δεχθούμε την έλλαμψη του Πνεύματος δε μπορούμε να εισέλθωμε στον «αληθή νου» της Γραφής:
4. Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΙΣΤΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Η αλήθεια, που ταυτίζεται με τη θεία πραγματικότητα, δόθηκε και δίδεται στον άνθρωπο με τρόπο αποκαλυπτικό. Η αλήθεια, ο Τριαδικός δηλαδή Θεός και το έργο του για τη σωτηρία του ανθρώπου, φανερώθηκε προοδευτικά: Νόμος, Προφητεία, Ευαγγέλιο, Πεντηκοστή και εξής. Την πρόοδο αυτή ο Γρηγόριος Θεολόγος χαρακτηρίζει «μεταθέσεις βίων» και «σεισμούς». Tο τελευταίο στάδιο αρχίζει με την Πεντηκοστή, που συνεχίζεται στο χώρο της Εκκλησίας (Χρυσόστ., PG 50, 454 εξ). Θεωρείται μάλιστα το στάδιο τούτο, η οδηγητική δηλ. και φωτιστική δράση του αγ. Πνεύματος στην Εκκλησία, σαν «ελπίδος συμπλήρωσις» (Γρηγόριος Θεολόγος, PG 36, 456ΑΒ), διότι «θαυματουργεί και την τελείαν εισάγει γνώσιν» (Χρυσόστομος, PG 59, 424). Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας μάλιστα εκφράζεται σαφέστερα επάνω στο θέμα και γράφει ότι «ου κατέληξεν αποκαλύπτων ημίν ο Μονογενής» (PG 74, 576), επεξηγώντας φυσικά στη συνέχεια ότι το φωτιστικό έργο του Πνεύματος είναι και του Κυρίου. Την ίδια Παράδοση και θεολογική γραμμή ακολουθούν και οι μεταγενέστεροι Πατέρες, όπως π.χ. ο ιερός Φώτιος (+891), που ερμηνεύουν το καίριο θεολογικό έργο των Πατέρων σαν αποτέλεσμα της φωτιστικής δράσεως του αγ.Πνεύματος. Διαφορετικά ούτε ιδιαίτερη αξία θα είχε η θεολογία αυτή, ούτε και θα μπορούσε να θεωρήται στην Εκκλησία ισόκυρη προς τη Γραφή:
5. ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, ΓΝΗΣΙΟΤΗΣ ΚΑΙ ΚΥΡΟΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Η Εκκλησία δέχθηκε την παρουσία των Πατέρων στους κόλπους της κι έζησε με τη διδαχή και το φρόνημά τους, το οποίο θεώρησε πάντοτε γνήσιο και ορθόδοξο. Στη συνείδησή της οι Πατέρες και Διδ. ήσαν η συνέχεια και η προέκταση των Αποστόλων. Οι δώδεκα Απόστολοι παρέδωσαν την προσωπική τους διακονία, που ήταν το να διδάσκουν, στους Πατέρες (Eιρηναίου, Έλεγχος Γ3, 1). Το άγιο Πνεύμα, που φώτιζε τους Αποστόλους, φωτίζει και τους Πατέρες:
6. ΔΙΑΔΟΧΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ
Αν πρέπει να δώσωμε για λόγους πρακτικούς κεντρικά σημεία της εσώτατης θεολογικής πορείας του Πατρός και διδασκάλου, τότε θα μπορούσαμε να διακρίνωμε σ' αυτή τρεις κυρίως σταθμούς:
7. ΤΟ ΘΥΡΑΘΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ (ΔΟΜΗ, ΜΟΡΦΗ, ΑΛΗΘΕΙΑ)
Οι Πατέρες δεν έζησαν ούτε κι έδρασαν ερήμην του πνευματικού κλίματος της εποχής τους. Το έργο τους αποτελεί ως ένα βαθμό καθρέπτη των συγχρόνων τους φιλοσοφικών ρευμάτων, των θρησκευτικών πεποιθήσεων, των κοσμολογικών αντιλήψεων και των πολιτειακών ή πολιτικών προτιμήσεων. Οι παράγοντες που προσδιώριζαν το πνευματικό κλίμα των πρώτων αιώνων του βίου της Εκκλησίας ήσαν ο Ιουδαϊσμός, ο Ελληνισμός, ο Γνωστικισμός, οι θρησκείες και η Πολιτεία. Ο ποικίλος και δυναμικός αυτός κόσμος αποτέλεσε μέγα πρόβλημα αλλά και όργανο για τους θεολόγους της Εκκλησίας. Το πρόβλημα: Εάν ο θεολόγος δεν εκφραζόταν μέσω του πνευματικού αυτού κόσμου θα κινδύνευε να μείνη απόλυτα ξένος για τους ανθρώπους της εποχής, που φυσικά είχαν μάθη να σκέπτωνται μόνο με τις δομές του κόσμου εκείνου.
8. ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ
Συχνά οι ερευνητές και αποτιμητές της πνευματικής προσφοράς των φιλοσόφων και των Πατέρων δημιουργούν παρεξηγήσεις που οδηγούν σε απαράδεκτη υποτίμηση των Πατέρων και του έργου τους. Tο συνηθέστερο πρίσμα, κάτω από το οποίο θεωρείται συγκριτικά το πρόβλημα, είναι το εξής: Οι Πατέρες, υποχρεωμένοι να είναι παραδοσιακοί, γίνονται φορείς και μόνον ερμηνευτές της αληθείας, την οποία μάλιστα δεν απέκτησαν με ζήτηση επίπονη, αλλά έλαβαν από την Εκκλησία ή την αποκάλυψη του Θεού. Με τους φιλοσόφους συμβαίνει το αντίθετο. Οι φιλόσοφοι αναζητούν με άπειρη αγωνία την αλήθεια, που οι Πατέρες έχουν έτοιμη. Στο έργο λοιπόν του φιλοσόφου έχομε την πρωτοτυπία, η οποία λείπει από το έργο του Πατρός. Kαι η τελική αξιολόγηση του Πατρός και του φιλοσόφου εξαρτάται από την πρωτοτυπία. Όλα όμως αυτά δεν είναι παρά μία σχολαστική θεώρηση του θέματος, που προδίδει άγνοια και ανεπίτρεπτη αφέλεια εκείνου που την επιχειρεί και την αποδέχεται.
9. ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
α. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και μάλιστα οι επιφανέστεροι από αυτούς είχαν πλατειά και βαθειά παιδεία. Από τον Ιγνάτιο, τον Ιουστίνο και τον Ειρηναίο οι Πατέρες εμφανίζονται από άριστοι έως καλοί γνώστες του ιουδαϊσμού, των ποικίλων θρησκειών, του γνωστικισμού και του ελληνισμού, των θρησκευτικών και πολιτιστικών δηλ. μορφών που κυριαρχούσαν κατά τους αιώνες που δημιούργησαν το έργο τους. Η τελεία γνώση ή τουλάχιστον η σχετικά καλή σπουδή των πνευματικών αυτών μεγεθών δήλωνε το μορφωμένο άνθρωπο. Kαι δεν έχομε σημαντικό εκκλησ. συγγραφέα άγευστο των μεγεθών αυτών.
10. ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Το έργο των Πατέρων και Διδ. της Εκκλησίας ευρίσκεται σε άμεση σχέση προς το έργο των Συνόδων, είτε αυτές είναι Οικουμενικές είτε τοπικές. Η σχέση αυτή παραμένει εν τούτοις αδιασάφητη και αδιόριστη ως ένα σημείο. Οι περισσότερες φερ' ειπείν οικουμενικές Σύνοδοι εργάσθηκαν χωρίς την παρουσία ως μελών κατ' εξοχήν μεγάλων Πατέρων και Διδασκάλων. Αλλά τούτο δε σημαίνει ότι κινήθηκε η θεολογική διεργασία της Συνόδου ερήμην της θεολογικής προσφοράς ενός ή περισσοτέρων μεγάλων Πατέρων. Στην Α' οικουμ. Σύνοδο ο Μ. Αθανάσιος επέδρασε βαθύτατα και αποφασιστικά χωρίς να είναι σύνεδρο μέλος. Κατά την Β' οικ. Σύνοδο ο μεν Βασίλειος είχε πεθάνει, ο δε Γρηγόριος Θεολόγος απουσίαζε. Η θεολογία όμως της Συνόδου αυτής εκφράζει τη θεολογία των δύο μεγάλων ανδρών, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ο χώρος της Συνόδου δεν είναι χώρος, όπου κατ' εξοχήν δίδεται η λύση των μεγάλων προβλημάτων με το φωτισμό του Πνεύματος.
11. ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Η θέση των Πατέρων στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος και στην καθόλου γραμματεία δεν έχει ακόμη αποτιμηθή και εκτιμηθή όσο πρέπει. Και μολονότι το πρόβλημα τούτο είναι θέμα που φυσικά ξεπερνά τα όρια πατρολογικού εγχειριδίου, θεωρούμε αναγκαίο να υπογραμμίσωμε σχετικά τα εξής:
12. ΤΟ ΠΩΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΕΩΣ ΚΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Η πραγματικότης του Πατρός και Διδασκάλου της Εκκλησίας αποτελεί γνόφο, χώρο άγιο, προβληματικό και αληθινό, διάσταση θεληματική και υπαρξιακή. Είναι γνόφος διότι συνιστά πνευματικό γεγονός απρόσιτο κι αδιαπέραστο για όποιον δε ζη τη θεία χάρη που το δημιούργησε. Αλλά και για τον πιστό ή θεολόγο δεν παύει ο Πατήρ να είναι γνόφος, εντός του οποίου θά εισέλθη μόνο με πολύ αγώνα και πλούσια θεία χάρη. Πρόκειται για πραγματικότητα, η οποία, ενώ βρίσκεται σε απόλυτη σχέση με τον κόσμο, είναι κάτι άλλο, είναι το άγιο, το ξεχωριστό από το σύνηθες και φυσικό, διότι αντιπροσωπεύει τη δυναμική μεταστοιχείωση του τραγικού ανθρώπου σε πρόσωπο αληθινό, σε ον δηλ. που συνυπάρχει με την αλήθεια, μετέχει σ' αυτή, ζη με αυτή και γι' αυτή.
13. ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ (γιατί σπουδάζομε τους Πατέρες)
Αφήσαμε στο τέλος το πρόβλημα της σημασίας των Πατέρων για το σύγχρονο πιστό και μάλιστα το θεολόγο. Παρ' όλα όσα σημειώσαμε μέχρις εδώ για την αξία και το μεγαλείο των Πατέρων, η σημασία τους για την εποχή μας δεν είναι αυτονόητη για τον εξής λόγο: Υποτίθεται πως η καίρια και γνήσια θεολογική προσφορά όλων των Πατέρων υφίσταται, εμπεριέχεται, στην Παράδοση της Εκκλησίας. Η διδασκαλία και το φρόνημα των Πατέρων επομένως είναι διδασκαλία και φρόνημά μας ή τουλάχιστον πρέπει να είναι· και αν θέλωμε να τα επισημάνωμε γνωρίζομε πώς και πού να τα εύρωμε. Διότι όχι μόνον οι τελευταίοι από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς έχουν περιλάβει στο έργο τους την θεολογική πείρα των προγενεστέρων τους, αλλά και στα εγχειρίδια δογματικής μπορεί κανείς άκοπα σχεδόν να πληροφορηθή την πατερική διδασκαλία συνεπτυγμένη και συστηματοποιημένη. Προς τι λοιπόν η σπουδή των Πατέρων; Ποία η δικαίωση του μόχθου για τους Πατέρες; Στο κρίσιμο πρόβλημα η απάντηση είναι φυσικά δύσκολη, μα όχι αδύνατη για όσους αναγνωρίζουν την πρωταρχική σημασία των Πατέρων στην Εκκλησία κι έχουν εμπιστοσύνη σ' αυτούς.
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ