Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

"Θεόπτης Μωυσής και θεοπτία" του Γεωργίου Μαντζαρίδη


Το θέμα της θεοπτίας ή της θέας του Θεού παρουσιάζεται στην Αγία Γραφή με δύο διαφορετικές μορφές, που η μία φαίνεται να αποκλείει την άλλη. Ορισμένα χωρία χαρακτηρίζουν την θεοπτία ως αδύνατη. Έτσι στο βιβλίο της Εξόδου ο Θεός λέει στον Μωυσή: «Ου δυνήση ιδείν το πρόσωπον μου· ου γαρ μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται». Και ο Ψαλμωδός σημειώνει ότι ο Θεός «εθετο σκότος αποκρυφήν αυτού» Έξαλλου στην Καινή Διαθήκη ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε», ή «Θεόν ουδείς πώποτε τεθέαται». Και ο Απόστολος Παύλος προσθέτει ότι ο Θεός είναι εκείνος, «ον είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται». Αλλά και από την άλλη πλευρά στην Αγία Γραφή αναφέρεται πλήθος θεοφανειών. Έτσι ο Ιακώβ λέει: «Είδον Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον, και εσώθη μου η ψυχή». Και για τον Μωυσή σημειώνεται: «Και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν ενώπιος ενωπίω, ως ει τις λαλήσει προς τον εαυτού φίλον».
Το απρόσιτο του Θεού δεν αποκλείει τη θεοπτία. Και η θεοπτία ή η θέα του Θεού δεν αναιρεί το απρόσιτο της θείας ουσίας. Ο Μωυσης, που ως κτίσμα αδυνατεί να δει το πρόσωπο του άκτιστου Θεού, τοποθετείται «εις οπήν της πέτρας», σκεπάζεται με το χέρι του Θεού, όσο παρέρχεται η δόξα του, και υστέρα βλέπει τα οπίσω του. Και ο Προφήτης Ηλίας, μόλις αισθάνεται την παρουσία του Θεού, καλύπτει με τη μηλωτή του το πρόσωπό του. Αλλά και κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού οι παρευρισκόμενοι Απόστολοι φοβήθηκαν πολύ και «έπεσαν επί το πρόσωπον αυτών».

Κάθε θεοφάνεια της Παλαιάς Διαθήκης, ως άσαρκη φανέρωση του Λόγου του Θεού, δεν αποβλέπει μόνο στο πρόσωπο του θεόπτη, αλλά εντάσσεται στην προοπτική της θείας οικονομίας και προετοιμάζει την ένσαρκη έλευσή του.

Ο Μωυσής δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε βέβαια και ο μόνος θεόπτης της Παλαιάς Διαθήκης. Ο ίδιος ο Θεός απευθυνόμενος προς τον Μωυσή λέει: «Εγώ Κύριος και ώφθην προς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, Θεός ων αυτών, και το όνομά μου ουκ εδήλωσα αυτοίς». Γι’ αυτό και κατά την πρώτη φανέρωσή του προς τον Μωυσή ο Θεός παρουσιάζεται ως Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Κατά τη φανέρωση αύτη, που πραγματοποιήθηκε με τη μορφή του πυρός στη βάτο, ο Μωυσής εντυπωσιάσθηκε και θέλησε να πλησιάσει. Μόλις όμως άκουσε τη φωνή του Θεού από τη βάτο, έστρεψε το πρόσωπό του αλλού, γιατί φοβήθηκε .Όταν ο Θεός ανακοίνωσε στον Μωυσή ότι θα τον αποστείλει ως ελευθερωτή του λαού του από την Αίγυπτο, εκείνος ζήτησε να του αποκαλύψει το όνομά του, με το οποίο θα παρουσιασθεί στους Ισραηλίτες. Τότε ο Θεός απήντησε: «Εγώ ειμί ο ων,.. ούτως ερείς τοις υιοίς Ισραήλ ο ων απέσταλκέ με προς υμάς».Έτσι ο Μωυσής γίνεται ο πρώτος θεόπτης, στον οποίο ο Θεός αποκαλύφθηκε ως ο Ων, δηλαδή ως είναι και ως πρόσωπο ή υπόσταση. Άλλες θεοφάνειες προς τον Μωυσή έγιναν κατά τη νομοδοσία στο Σινά, αλλά και κατά τη διάρκεια της πορείας του προς τη γη της επαγγελίας. Άλλωστε η προσωπική συμπόρευση του Θεού αποτελούσε το κατεξοχήν στήριγμα του Μωυσή καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς πορείας του. Τέλος ο Μωυσής παρουσιάζεται ως θεόπτης και κατά την περίοδο της Καινής Διαθήκης, εφόσον μαζί με τον Προφήτη Ηλία παρέστησαν στην Μεταμόρφωση του Κυρίου. Όπως μάλιστα προσφυώς σημειώνεται, ο ίδιος εμφανίζεται ως εκπρόσωπος των νεκρών και ο Ηλίας ως εκπρόσωπος των ζωντανών. Ταυτόχρονα ο Μωυσής εκπροσωπεί τον Νόμο και ο Ηλίας τους Προφήτες. Ο Μωυσής πέθανε, χωρίς να φθάσει στη γη της επαγγελίας, όπου οδήγησε τον λαό του Θεού ο Ιησούς υιός Ναυή. Και ο Νόμος παρήλθε ως σκιά, χωρίς να φανερώσει τη Βασιλεία του Θεού, την οποια έφερε στον κόσμο ο Ιησούς Χριστός. Ο Ηλίας δεν πέθανε, αλλά μετέστη προς την αιώνια αλήθεια. Και η προφητεία δεν καταργήθηκε, αλλά εκπληρώθηκε ως αδιάψευστη αλήθεια. Η θεοπτία δεν είναι κάποιο συμβατικό φαινόμενο για τη ζωή και την ύπαρξη του θεόπτη. Πολύ περισσότερο δεν είναι κάποιο προσωπικό κατόρθωμα του. Η θεοπτία προσφέρεται με την κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο. Και ως εμπειρία, που φέρνει τον κτιστό και πεπερασμένο άνθρωπο σε επαφή με τον άκτιστο και υπερβατικό Θεό, συνδέεται συνήθως με σκληρές δοκιμασίες. Αυτό γίνεται φανερό και στην περίπτωση του Μωυσή, ο οποίος «δόκιμος τω Θεώ και πιστός διά της πολλής μακροθυμίας ευρεθείς, οία πολλούς πειρασμούς υπομείνας εγένετο λυτρωτής και ηγούμενος και βασιλεύς του Ισραήλ». Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο Μωυσής, μετά τα σαράντα χρόνια της παραμονής του στην Αίγυπτο, έμεινε άλλα σαράντα χρόνια στην εξορία, για να προετοιμαστεί και να ποιμάνει για τα επόμενα σαράντα χρόνια τον περιούσιο λαό.

Οι διαδοχικές θεοφάνειες οδηγούν τον Μωυσή κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Νύσσης σε διαρκώς υψηλότερη θεογνωσία. Αρχικά βλέπει ο Μωυσής τον Θεό «εν φωτί» και ακολούθως «εν γνόφω».Έτσι όσο προσεγγίζει τον Θεό, τόσο περισσότερο διαπιστώνει το αθεώρητο της θείας φύσεως. Τέλος μεταβαίνει στην αχειροποίητη σκηνή, που αποτελεί το πέρας των διαδοχικών ανυψώσεών του.


Και η αχειροποίητη αυτή σκηνή, σύμφωνα με την οποία κλήθηκε να κατασκευάσει την χειροποίητη σκηνή, είναι ο Χριστός, που έπηξε «εν ημίν την ιδίαν σκηνήν», Εξαλλου η θεοφάνεια έχει βαθύτατες επιπτώσεις στην ψυχή αλλά και στο σώμα του ανθρώπου. Η εσωτερική λαμπρότητα, που προκαλείται με αυτήν, εκδηλώνεται και στο σώμα του θεόπτου. Όταν ο Μωυσής κατέβαινε από το Σινά με τις πλάκες της Διαθήκης μετά την τεσσαρακονθήμερη παραμονή του, έλαμπε το πρόσωπό του από τη θεοπτία και τη συνομιλία του με τον Θεό και προκαλούσε δέος στον λαό.

Οι θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης ερμηνεύονται συνήθως από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως φανερώσεις του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, που προετοιμάζουν και προτυπώνουν την ενανθρώπηση και την ένδοξη φανέρωσή του. Η δόξα του Θεού, που παρουσιάσθηκε τότε ως φως, ως νεφέλη, ως στήλη πυρός, ως γνόφος, ως θύελλα ή ως αύρα λεπτή, έλαμψε και στο Θαβώρ ως απρόσιτο φως. Η ίδια αυτή δόξα εξακολουθεί να φανερώνεται στους άξιους, ανάλογα με τη δεκτικότητά τους, ήδη από την παρούσα ζωή, για να αποκαλυφθεί πληρέστερα κατά τον μέλλοντα αιώνα. Ενώ όμως πριν από την ενανθρώπηση και τη σύσταση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας το άκτιστο φως φώτιζε εκ των έξω τους θεόπτες, τώρα που έχει ανακραθεί με τους πιστούς και υπάρχει μέσα τους, τους φωτίζει εκ των έσω.

Με τις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης ο Θεός αποκαλύφθηκε λέγοντας «Εγώ ειμί». Η θεοφάνεια της Καινής Διαθήκης, που πραγματοποιήθηκε με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, ολοκληρώθηκε με τη διαβεβαίωση του Χριστού «Εγώ μεθ’ υμών ειμί»· με την συνύπαρξη Θεού και ανθρώπου, που καθιστά τον άνθρωπο θεό κατά πάντα «χωρίς της κατ’ ουσίαν ταυτότητος» . Αντίστοιχα βέβαια και οι θεοπτίες των Αποστόλων του Χριστού, όπως και των αγίων της Εκκλησίας, είναι τελειότερες από τις προηγούμενες. Είναι θεοπτίες που δεν αποκαλύπτουν προσωπικά ή υποστατικά μόνο τον Θεό, αλλά μαζί με τον Θεό ανυψώνουν στο επίπεδο του αληθινού προσώπου ή της υποστάσεως και τον άνθρωπο. Είναι θεοπτίες του ανθρώπου που γίνεται όμοιος με τον Θεό και μέλος της κοινωνίας της θεώσεως.


πηγή: Γεώργιος Μαντζαρίδης, Ομότιμ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α. Π. Θ., «Αγ. Γραφή και σύγχρονος άνθρωπος» -Τιμητικός Τόμος στον Καθηγητή Ιωάννη Δ. Καραβιδόπουλο. Εκδ. Π. Πουρναρά, σ. 287-293 


Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Ιωάννης Κορναράκης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου ΑΠΟ ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ ΣΤΟ ΕΙΔΩΛΟ


(Μυθοποίηση της απομυθεύσεως)
Όταν ο πολιτισμένος, διαφωτισμένος και απελευθερωμένος από προλήψεις και δεισιδαιμονίες άνθρωπος φέρνει στο νου του και αναλογίζεται την ωμή και πρωτόγονη ειδωλολατρία των αρχαίων προγόνων του, σκέπτεται βέβαια από ποιό χαμηλό πνευματικό επίπεδο ξεκίνησε την ανοδική προοδευτική του πορεία το ανθρώπινο πνεύμα.
Πράγματι! Η τόσο ωμή λατρεία και θεοποίηση, από το πνεύμα αυτό, άψυχης ύλης και χωρίς ζωή αντικειμένων, είναι μια πολύ ταπεινωτική αφετηρία της εξελίξεως του ανθρωπίνου πνεύματος. Η λατρεία λ.χ. των λίθων, των ξύλων, της φωτιάς, του νερού και άλλων στοιχείων της φύσεως δείχνει μια πολύ ταπεινή εξάρτηση του ανθρώπινου πνεύματος από ασήμαντα και πολύ κατώτερα του σε υπαρκτική ποιότητα στοιχεία του κόσμου τούτου.
Ακόμη βέβαια και η λατρεία ζωντανών οργανισμών δεν βελτιώνει την ποιότητα αυτής της εξαρτήσεως, αφού αυτοί οι ζωντανοί οργανισμοί (τα ζώα) υπολείπονται του ανθρώπινου λογικού σε ποιότητα, δηλ. σε αντιληπτική δύναμη και παραγωγική πνευματική εργασία.
Εξάλλου και από άλλη άποψη αν δει κανείς την απόσταση που διήνυσε το ανθρώπινο πνεύμα στην εξελικτική του πορεία, αν δηλ. συγκρίνει τα άψυχα στοιχεία της πρώτης λατρείας του ανθρώπου, τα είδωλα, με ό,τι έχει επιτύχει μέχρι σήμερα το πνεύμα αυτό, θα παραδεχθεί ότι η απόσταση είναι ανυπολόγιστη και πραγματικά αποδεικτική του μεγαλείου του ανθρώπινου πνεύματος.
Ο φοβισμένος άνθρωπος που λατρεύει το φεγγάρι, το θεοποιεί και βιώνει την ύπαρξη και λειτουργία του σαν ένα ανερμήνευτο μυστήριο, κάποια μέρα το προσεγγίζει, το
απομυθοποιεί από τη μυστηριακή του διάσταση, το πατάει και βρίσκει ότι αυτός ο αρχαίος θεός, το απλησίαστο μυστήριο της νύχτας, είναι μια μάζα από διάφορες νεκρές ύλες, από πετρώματα και στάχτες.
Στη μεγαλειώδη αυτή πράξη του ανθρώπου, στην κατάκτηση της σελήνης, έχουμε, αλήθεια, μια αντιπροσωπευτική «κονιορτοποίηση» της ειδωλολατρίας. Από μια άποψη γενικώς η πνευματική πρόοδος του ανθρώπου είναι απομυθοποίηση και κονιορτοποίησα της ειδωλολατρίας, όπως την ξέρουμε να λειτουργεί στο λυκαυγές της ανθρώπινης ζωής.
Αλλά δεν πρέπει να βιαστεί κανείς να θριαμβολογήσει εις βάρος της ειδωλολατρίας και υπέρ της «απελευθερώσεως» του ανθρώπινου πνεύματος από προλήψεις, δεισιδαιμονίες και… αφέλεια. Γιατί η εικόνα που μας δείχνει την απόσταση μεταξύ μύθου και απομυθοποιήσεως, μεταξύ αφελούς ειδώλου και μεγαλειώδους κατακτήσεως του ανθρώπινου πνεύματος, είναι απλώς μια εξωτερική διαφάνεια της ποιότητος της ανθρώπινης ζωής. Αλλά η ζωή αυτή έχει και εσωτερικές ποιότητες και υπαρκτικές διαφάνειες που δεν φαίνονται «εκ πρώτης όψεως». Για να φανούν και να αποκαλυφθούν πρέπει κάποιο νυστέρι να ενεργήσει τομές στο ανθρώπινο πνεύμα, να εισχωρήσει στους τρόπους της λειτουργίας και να απομυθοποιήσει την απομύθευση της εξωτερικής λειτουργικής του διαστάσεως. Αν κανείς ενεργήσει έτσι, τότε θα ευρεθεί προ αυτής της πραγματικότητος, ότι, στις πιό πολλές περιπτώσεις του διαλόγου του με τα είδωλα, ο άνθρωπος δεν τα απομυθοποιεί αλλά απλώς τους αλλάζει «μυθικό» χιτώνα. Βελτιώνει… το μύθο. Τον κάνει πιό πειστικό για το πνεύμα του. Ο ίδιος ο άνθρωπος είναι «μύθος» και η μυστική και ακατασίγαστη λαχτάρα του είναι να μείνει «μύθος». Χωρίς το μύθο του είναι αδύνατο να ζήσει.
Έτσι η απαλλαγή του από την ειδωλολατρία είναι κι’ αύτη ένας μύθος και ένα «άλλοθι» της πνευματικής του προκοπής. Αυτό σημαίνει ότι και ο σύγχρονος άνθρωπος είναι «ειδωλολάτρης» όσο και ο περιφρονούμενος από αυτόν άνθρωπος μιας πρωτόγονης μορφής ζωής. Η διαφορά μεταξύ τους είναι αλήθεια ποιοτική. Αυτό το γεγονός είναι αναμφισβήτητο. Ο σύγχρονος ειδωλολάτρης είναι πιό απαιτητικός στην ποιότητα των ειδώλων του. Η θητεία του στην ειδωλολατρία και η λαχτάρα του να μείνει κάτω από τη στέγη του μύθου, τον έκαναν ικανό να εξευγενίζει την υπαρκτική ποιότητα των ειδώλων και να μεταποιεί τις λειτουργικές τους δομές σε ανώτερες εκφράσεις παρουσίας τους στην άμεση πραγματικότητα που βιώνει ο άνθρωπος αυτός.
Με τον τρόπο αυτό λ.χ. είδωλο του γίνεται και η απομυθοποίηση του φεγγαριού, κι όταν αυτό το επιτυγχάνει, μένει προσκολλημένος στη λατρεία ενός νέου ειδώλου: της επιτυχίας του να απομυθοποιήσει το είδωλο σελήνη. Η τεχνολογία αναδεικνύεται σε μεγάλη ιέρεια που αναλαμβάνει να αλλάξει το χιτώνα του ειδώλου της σελήνης και να του φορέσει το ένδυμα της «ανθρώπινης επιτυχίας», της «δυνάμεως του πνεύματος». Το ταπεινωμένο και πατημένο από ανθρώπινο πόδι φεγγάρι, είναι το είδωλο της επιτυχίας του ανθρώπινου πνεύματος. Το πνεύμα αυτό, καθώς καθρεπτίζεται σε κάποια σεληνιακή λίμνη, διαλέγεται μ’ ένα πρωτόγνωρο… «τεχνολογικό» είδωλο.
Αυτή η ναρκισσιστική λειτουργία του ανθρώπινου πνεύματος είναι εντελώς τυπική. Μας επιστρέφει σε τυπική μορφή «μυθοποιίας» και «μυθοπραξίας»…Από εκεί και πέρα ο άνθρωπος συνεχίζει να πορεύεται στο δρόμο μιας ειδωλολατρίας που είναι η ουσία της υπάρξεώς του. Η πρακτική έκφραση της υπάρξεως αυτής δείχνει ότι δεν μπορούμε να εννοήσουμε τον άνθρωπο διαφορετικά, παρά μόνο σαν ένα ειδωλολάτρη που βιώνει την ύπαρξη αυτή απομυθοποιώντας την ειδωλολατρία με τη βαθύτερη επιδίωξη τη διατήρηση του υπαρξιακού του δεσμού με την ειδωλολατρία. Ο άνθρωπος φαίνεται πως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς είδωλα. Τα είδωλα είναι… ο εαυτός του. Και φυσικά δεν μπορεί να ζήσει χωρίς…τον εαυτό του. «Εγενόμην αυτείδωλον», αναφωνεί ο προσευχόμενος άνθρωπος του Μ. Κανόνος. Κι είναι ο πιό ειλικρινής άνθρωπος του…κόσμου! Αλλά και ο μόνος που ενεργεί την «εξ αντικειμένου» απομυθοποίηση του μύθου, επειδή ακριβώς η διεργασία αυτής της απομυθοποιήσεως ενεργείται στην αυθεντική και χωρίς προκαταλήψεις, δεισιδαιμονία και αφέλεια καλλυμένη εσωτερικότητα του.
Η μεγάλη αφέλεια που κυριαρχεί στο ανθρώπινο πνεύμα (όπως και η κατ’ εξοχήν πρόληψη) είναι ότι η απελευθέρωση από την ειδωλολατρία είναι διεργασία εξωτερική. Όταν γελοιοποιώ τα ξόανα, όταν γκρεμίζω αγάλματα και καίω ναούς ειδωλολατρικούς, όταν αρνούμαι να σκύψω προσκυνηματικά το κεφάλι στους κεραυνούς κάποιου Δία, είμαι σίγουρος ότι απομυθοποιώ θρησκευτικά και καταργώ «λειτουργικά» την ειδωλολατρία. Αλλά αυτή η σιγουριά είναι η πιό μεγάλη αφέλεια που μπορεί να δείξει το ανθρώπινο πνεύμα. Γιατί ένα τέτοιο γκρέμισμα δεν αλλάζει την παράσταση. Η παράσταση μένει πάντοτε ίδια. Αλλάζουν μόνο τα σκηνικά. Αν θέλετε, αλλάζουν τα συστήματα και οι τρόποι λειτουργίας των σκηνικών. Η παράσταση όμως δεν μπορεί να αλλάξει γιατί το ανθρώπινο σενάριο παρουσιάζει πάντοτε ένα και μόνο δράμα· την ειδωλοποίηση του ανθρώπου από τον ίδιο τον εαυτό του. Η παράσταση δείχνει πως ο άνθρωπος από θεογενής υπαρκτική διαφάνεια έγινε «αυτοείδωλο», ο νάρκισσος που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη συμμαρτυρία μιας λίμνης που στηρίζει τα πόδια του στο βωμό της αυτολατρείας.
Ο Νάρκισσος της μυθολογίας (εδώ σε λεπτομέρεια από πίνακα του Καραβάτζιο) ερωτεύτηκε το είδωλό του στα νερά μιας πηγής
Από εκεί και πέρα έχει πολλές δυνατότητες να ζήσει ο άνθρωπος με μια μάσκα «αδέσμευτου», «προοδευτικού» και «ελεύθερου» γενικώς ανθρώπου. Η μάσκα αυτή του επιτρέπει να εμπαίζει και να απατά τον εαυτό του, καθώς επικαλείται τη συμμαρτυρία της…λίμνης. Εκείνη, πιστή στις απαιτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος, τον βεβαιώνει ότι δεν είναι ειδωλολάτρης τη στιγμή που εκείνος λατρεύει το είδωλό του στη «λειτουργία» του λιμναίου καθρεπτισμού του. Όταν το πάθος, ο φανατισμός, η τύφλωση και πολλές άλλες ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις της υπάρξεως, «δένουν αδέσμευτα» και «αδιάρρηκτα» τον άνθρωπο με κάποια απολυτοποιημένη ιδέα, θεωρία ή πράξη, δεν υποπτεύεται εκείνος πόσο, σε ποιά ποιότητα και ποιές διαστάσεις είναι ένας γνήσιος ειδωλολάτρης. Δεν μπορεί να αντιληφθεί στοιχειωδώς πόσες γονυκλισίες και πόσες «μετάνοιες» κάνει μπροστά σε είδωλα (από το παιδικό παιχνίδι μέχρι τις υψηλές επιστημονικές κατακτήσεις και από το ποδόσφαιρο μέχρι τα… ναρκωτικά) που στηρίζουν και συντηρούν την παράσταση (το δράμα) της υπάρξεώς του.
Φαίνεται πως ο άνθρωπος, αν δεν καταφέρει να γονατίσει μπροστά στον αληθινό Θεό με την διαφάνεια της αυτοσυνειδησίας του ανθρώπου του Μ. Κανόνος, πεθαίνει τελικά με το σάβανο της ειδωλολατρίας. Η πορεία του στη ζωή είναι, στις πιό πολλές περιπτώσεις, πορεία από το είδωλο στο…είδωλο. Αν συμβεί μερικές μοιρολογίτρες (παραισθήσεις και ψευδαισθήσεις… επιζώντων) να επαινέσουν την ευρύτητα του πνεύματός του, την απελευθέρωσή του από προλήψεις και καθυστερημένες αντιλήψεις, αυτό απλώς αποτελεί (σ’ αυτή την περίπτωση) την… απόλυση της λειτουργίας μιας ειδωλολατρίας που παρέμεινε πιστή σύζυγος του «τεθνεώτος».
Έτσι ακόμη και ο θάνατος γίνεται το έσχατο είδωλο που στηρίζουν λαμπρές νεκρολογίες. Εκείνος πάλι, καθώς κλείνει τα μάτια του ειδωλολάτρη ανθρώπου, δεν ξεχνά, κομπάζοντας, ότι αυτός πρώτος του τα άνοιξε στη τραγική θέαση του «αυτοειδώλου» του. («Και έσεσθε ως Θεοί» Γεν. 3,5).