Α’ . Ὁρῶν τὴν λαμπρὰν ταύτην ἀγέλην τοῦ Πνεύματος καὶ εἰς τὸ γαληνὸν ἀληθῶς καὶ ἀκύμαντον πέλαγος, ἀποστολικὴν ὑπερβεβλημένην σαγήνην, τῆς δεσποτικῆς φωνῆς ὑπομιμνήσκομαι βοώσης• «Δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Ὢ φωνῆς ἐνεργοῦς! Ὢ ρημάτων διὰ πραγμάτων γνωριζομένων! Ὢ τῆς ἀληθοῦς ὑποσχέσεως καθ’ ἡμέραν αὐξανομένης! Τίνος γὰρ ἡ πολυάνθρωπος αὕτη θήρα; Τὶς ὁ τὴν περιφανῆ ταύτην ἀθροίσας πανήγυριν, ἢ δῆλον, ὡς ὁ περιφανὴς τῶν ἀποστόλων Ἀνδρέας; ὁ ἁπλώσας τῆς γλώττης καὶ τῆς μνήμης τὰ θήρατρα• ἵνα, τὴν ἱεράν ταύτην ἐμπλήσας ὁλκάδα τοῖς οἴαξι τῆς ἀποστολῆς, πρὸς οὐρανὸν ἰθύνη τὸ σκάφος. Καὶ ποῖα τὰ τῆς ἄγρας πρωτεῖα; Ποῖα δὲ τῶν καμάτων τὰ ἀκροθίνια; Οἱ τὸν τῆς ἱερωσύνης περίβολον ταῖς ἀρεταῖς περιφαιδρύνοντες. Οἱ πρῶτοι τὰς ἀποστολικὰς ταύτας ὑπερθέντες ἀγκάλας, καὶ τοὺς ἔξω πλανωμένους πρὸς σωτηρίαν ἀγρεύσαντες. Ἀλλ’ ἢ καὶ τῆς παρούσης ἡμῖν πανηγύρεως ὁ μέγας οὗτος Ἀνδρέας τὰς προφάσεις δέδωκεν• ἀλλ’ ὅ γε πᾶς τῶν ἀποστόλων συνεκτιμᾶται χορός. Οὕς γὰρ ἡ χάρις συνῆψεν, οὐ διίστησι τόπος. Καὶ καθάπερ εἴ τις τῶν ἐκ πολυτελείας διηνθισμένων λίθων ἐπαινεῖν ἐθελήσειε στέφανον, ὅτου ἂν τοῖς ἐπαίνοις περιδράξηται μέρους, τὸν ὅλον συνθαυμάζει τοῖς μέρεσι• ἢ καθάπερ, χρυσῆν τινα σειρὰν ὁρῶν τις, ὅπη ἂν ἅψαιτο, τὸ πᾶν συνεκίνησεν• οὕτω καὶ ὁ πρὸς ἕνα τῶν ἀποστόλων λόγος βαδίζων δι’ αὐτοῦ συνέχει τοὺς ἅπαντας κατὰ τὴν τοῦ θεσπεσίου Παύλου φωνὴν• «Εἰ χαίρει ἕν μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη». Ποίαν γὰρ ἂν μελῶν ἁρμονίαν οὕτως ἡ φύσις ἐξύφηνεν, ὡς τὴν τῶν ἀποστόλων χορείαν ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις συνήρμοσε; Μία γὰρ ὄντως χάρις, ἡ τοὺς ἀποστόλους τῷ Δεσπότῃ στρατολογήσασα.
Ὅταν ὁ πονηρὸς διάβολος γνωρίζῃ ὅτι βαδίζουμε σωστὰ στὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς, μὲ ζωντανὲς ἐπιθυμίες καὶ σωστὰ τοποθετημένες καὶ μὲ τάξι, ἀπὸ τὶς ὁποῖες δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀποσπάση μὲ φανερὲς ἀπάτες, τότε μεταμφιέζεται σὲ ἄγγελο φωτὸς καὶ μὲ φιλικοὺς λογισμοὺς καὶ μὲ ρητὰ τῶν θείων Γραφῶν καὶ μὲ παραδείγματα τῶν ἁγίων, μᾶς παρακινεῖ, εὐκαίρως ἀκαίρως, νὰ βαδίσουμε ἀδιάκριτα στὸ ὕψος τῆς τελειότητος, γιὰ νὰ μᾶς κάνῃ κατόπιν νὰ πέσουμε στὸν γκρεμό.
Ἔτσι μᾶς παρακινεῖ νὰ ταλαιπωροῦμε σκληρὰ τὸ σώμα μας μὲ νηστεῖες, ἐγκράτειες, μαστιγώσεις, χαμαικοιτίες καὶ ἄλλες παρόμοιες θλίψεις, ἢ γιὰ νὰ ὑπερηφανευθοῦμε νομίζοντας ὅτι κατωρθώσαμε μεγάλα πράγματα ἢ γιὰ νὰ μᾶς συμβῇ κάποια ἀσθένεια καὶ νὰ μὴν μποροῦμε νὰ κάνουμε καλὰ ἔργα, ἢ ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὴν ἄσκησι νὰ ἀηδιάσουμε καὶ νὰ συγχαθοῦμε τὶς πνευματικὲς ἀσκήσεις· καὶ ἔτσι σιγὰ σιγά, ἀφοῦ κρυώσουμε γιὰ τὸ καλό, νὰ πέσουμε μὲ περισσότερη ἐπιθυμία ἀπὸ πρὶν στὶς ἐπίγειες ἡδονὲς καὶ ξεφαντώματα.