Λόγος γιά τόν κανόνα τοῦ κελιοῦ
Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
Ἀπό τό βιβλίο “ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ”
Τόμος γ΄
«Μπές
στό ἰδιαίτερο δωμάτιό σου, κλεῖσε τήν πόρτα σου καί προσευχήσου ἐκεῖ
κρυφά στόν Πατέρα σου· καί ὁ Πατέρας σου, πού βλέπει τίς κρυφές πράξεις,
θά σέ ἀνταμείψει φανερά»1. Νά πῶς ὁρίζει ὁ Χριστός τήν προσευχή στή
μόνωση τοῦ κελιοῦ.
Ὁ
Κύριος, πού μᾶς πρόσταξε νά προσευχόμαστε στή μόνωση, ἔκανε πολύ συχνά
κι Ἐκεῖνος τό ἴδιο στή διάρκεια τῆς ἐπίγειας παρουσίας Του, ὅπως μᾶς
πληροφορεῖ τό Εὐαγγέλιο2. Ὥστόσο, μήν ἔχοντας ποῦ νά γείρει τό κεφάλι3,
ἀντί ν᾿ ἀναζητεῖ ἕνα ἥσυχο κελί, συνήθιζε νά καταφεύγει στίς σιωπηλές
βουνοκορφές καί στά σκιερά ἀμπέλια.
Πρίν
σταυρωθεῖ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ὁ Κύριος προσευχήθηκε ἔξω ἀπό
τήν Ἱερουσαλήμ, σ᾿ ἕναν ἀπόμερο τόπο, πού λεγόταν Γεσθημανή4. Ὁ
Θεάνθρωπος γονάτισε ἐκεῖ. Ἀπό τόν ἔντονο προσευχητικό ἀγώνα Του ἄφθονος
ἱδρώτας, πού γινόταν σάν σταγόνες αἵματος, κυλοῦσε ἀπό τό πρόσωπό Του κι
ἔπεφτε στή γῆ5. Στή Γεσθημανή ὑπῆρχαν αἰωνόβια ἐλαιόδενδρα. Τήν ἡμέρα,
ὅταν ὁ ἥλιος ἔριχνε τίς ἀκτίνες του στή γῆ, ἐκεῖ ἁπλωνόταν πυκνή σκιά.
Τότε, ὅμως, ἦταν νύχτα, ἡ σκοτεινή νύχτα τῆς Παλαιστίνης. Ὁ Κύριος δέν
μοιραζόταν μέ κανέναν τήν προσευχή Του.Μακριά Του ἦταν οἱ κοιμισμένοι
μαθητές, γύρω Του ἡ κοιμισμένη φύση. Σ᾿ αὐτόν τόν τόπο ἥρθε μέ τό
ὁπλισμένο πλῆθος ὁ προδότης. Ὁ Ἰούδας γνώριζε ποῦ καί πότε συνήθιζε νά
προσεύχεται ὁ Ἰησοῦς6.
Τό
σκοτάδι τῆς νύχτας κρύβει τά ἀντικείμενα ἀπό τά βλέμματα τῶν περιέργων.
Ἡ ἡσυχία τῆς νύχτας ἀποτρέπει τόν διασκορπισμό τοῦ νοῦ μέσω τῆς ἀκοῆς.
Μέσα στό σκοτάδι καί τήν ἡσυχία μπορεῖ κανείς νά προσευχηθεῖ, προτίμησε
τή νύχτα καί τή μόνωση, ὥστε, ἐκτός ἀπό τήν ἐντολή Του γιά τήν προσευχή,
νά ἔχουμε καί τό παράδειγμα Του. Μήπως ὁ Ἴδιος χρειαζόταν τήν προσευχή;
Ἐνῶ ὡς ἄνθρωπος ἦταν μαζί μας στή γῆ, ὡς Θεός ἦταν ἀχώριστα ἑνωμένος μέ
τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα, τά δύο ἄλλα Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος,
ἔχοντας μ᾿ Αὐτά ἐνιαία βούληση καί ἐξουσία.
«Μπές
στό ἰδιαίτερο δωμάτιό σου, κλεῖσε τήν πόρτα σου καί προσευχήσου ἐκεῖ
κρυφά στόν Πατέρα σου». Τήν προσευχή σου ἄς μήν τή γνωρίζει οὔτε τό
ἀριστερό σου χέρι7! Ἄς μήν τή γνωρίζει οὔτε φίλος οὔτε συγγενής οὔτε κι ἡ
ἴδια ἡ κενοδοξία, πού κατοικεῖ στήν καρδιά σου καί σέ παρακινεῖ νά
μιλήσεις, ὑπαινικτικά ἔστω, γιά τήν προσευχητική ἄσκησή σου.Κλεῖσε τήν
πόρτα τοῦ κελιοῦ σου στούς ἀνθρώπους, πού ἔρχονται ν᾿ ἁρπάξουν τήν
προσευχή σου καί νά σοῦ δώσουν κούφια λόγια. Κλεῖσε τήν πόρτα τοῦ νοῦ
σου στίς ἀσήμαντες σκέψεις, πού ἐμφανίζονται γιά νά σέ ἀποσπάσουν ἀπό
τήν προσευχή. Κλεῖσε τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς σου στά ἁμαρτωλά αἰσθήματα,
πού προσπαθοῦν νά σέ ταράξουν καί νά σέ μολύνουν, «καί προσευχήσου ἐκεῖ
κρυφά στόν Πατέρα σου».