Η μετά του Θεού ένωσις είναι μυστήριον, το όποιον τελειούται εν τοις ανθρωπίνοις προσώποις.
Η χάρις ως φως αρχή της φανερώσεως δεν δύναται να παραμείνη αόρατος
εν ημίν. Δεν είναι δυνατόν να μη αισθανθώμεν τον Θεόν, εάν η φύσις ημών
είναι πνευματικώς υγιής. Η αναισθησία εν τη πνευματική ζωή είναι μία
κατάστασις ανώμαλος. Πρέπει να δυνάμεθα να αναγνωρίζωμεν τας ατομικάς
καταστάσεις και να κρίνωμεν τα φαινόμενα της μυστικής ζωής.
Δια τον λόγον αυτόν ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ αρχίζει τας
πνευματικάς του διδασκαλίας δια των λόγων: «ο Θεός είναι πυρ, το οποίον
αναζωογονεί και καταφλέγει τας καρδίας. Εάν αισθανθώμεν εις τας καρδίας
ημών το εκ του δαίμονος προερχόμενον ψύχος διότι ο δαίμων είναι ψυχρός
ας επικαλεσθώμεν τον Κύριον και Αυτός θα έλθη και θα αναζωπύρωση την
καρδίαν ημών δια της προς Αυτόν και προς τον πλησίον αγάπης. Και προ της
θερμότητος του ιδικού Του προσώπου το ψύχος του εχθρού θα διαλυθή».
Η χάρις θα γίνη γνωστή ως η χαρά, η ειρήνη, η εσωτερική θερμότης, ως το φως.
Αι
καταστάσεις ακηδίας, της «μυστικής νυκτός», δεν έχουν την αυτήν έννοιαν
εις την πνευματικότητα της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας.
Εν
πρόσωπον το οποίον έρχεται ολονέν εις στενωτέραν ένωσιν μετά του Θεού,
δεν δύναται να μείνη εκτός του φωτός. Εάν ευρίσκεται βεβυθισμένον εις τα
σκότη, είναι διότι η φύσις του ημαυρώθη υπό τινός αμαρτίας, η διότι ο
Θεός δοκιμάζει αυτό, δια να αύξηση έτι περισσότερον τον ζήλον του.
Αι
καταστάσεις αύται παρέρχονται δια της υπακοής και της ταπεινοφροσύνης
εις τας όποιας ο Θεός άπαντα φανερούμενος εκ νέου εις την ψυχήν,
μεταδίδων το φως Του εις τον άνθρωπον, τον οποίον επ' ολίγον είχεν
εγκαλείψει.
Η ακηδία είναι μία νοσηρά κατάστασις, η οποία δεν πρέπει
να είναι διαρκής· ουδέποτε εθεωρήθη υπό των ασκητικών και μυστικών
συγγραφέων της ανατολικής παραδόσεως ως απαραίτητος και κανονικός
σταθμός της οδού προς την ένωσιν. Εις την οδόν ταύτην είναι εν σύνηθες
δυστύχημα, πάντοτε όμως έπίφοβον.
Αποτέλεσμα της ακηδίας είναι η
λύπη, η ανία, η ψύξις της καρδίας, η οποία δημιουργεί την αναισθησίαν.
Είναι μία δοκιμασία η οποία θέτει τον άνθρωπον εις τα όρια του
πνευματικού θανάτου. Διότι η προς την αγιότητα άνοδος, ο άγων δια το
θείον φως, δεν είναι ακίνδυνος.
Εκείνοι οι όποιοι αναζητούν το φως,
την συνειδητήν εν τω Θεώ ζωήν, διατρέχουν ένα μεγάλον πνευματικόν
κίνδυνον, αλλά ο Θεός δεν τους αφήνει να πλανώνται εις τα σκότη.