Όμως πρέπει και κάτι άλλο να σκεφτούμε.
Επειδή ο κόσμος που παρακολουθούσε τα κηρύγματα του Χριστού, έλεγαν
άλλοι πως είναι ο Ηλίας, άλλοι πως ο Ιερεμίας ή κάποιος από τους
υπόλοιπους προφήτες, κάλεσε στη βουνοκορφή της μεταμόρφωσής του ο
Χριστός τους κορυφαίους, ώστε να γίνει ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στους
δούλους και του αφέντη.
Κι ακόμα είναι σκόπιμο να εκθέσουμε και
μια άλλη ερμηνεία. Οι Εβραίοι συνεχώς κατηγορούσαν τον Κύριο ότι
παραβαίνει το νόμο, και τον υπολόγιζαν ως υβριστή του Θεού και
σφετεριστή δόξας που δεν του ανήκε, εκείνης του Θεού-Πατρός, κι έλεγαν
“Ούτος ουκ έστιν εκ του Θεού, ότι το Σάββατον ου τηρεί” (Ιω. 9,16) ή
“Περί καλού έργου ου λιθάζομέν σε, αλλά περί βλασφημίας, και ότι,
άνθρωπος ων, ποιείς σεαυτόν Θεόν” (Ιω. 10,33). Συγκαλεί, λοιπόν, στο
πλευρό του τον Μωυσή και τον Ηλία, δύο άνδρες που διακρίθηκαν στο
διαφέντεμα των δικαιωμάτων του Θεού, για να αποδειχθεί ότι οι
κατηγορίες και για τα δύο εγκλήματα πηγάζουν μόνο από κακή πρόθεση· κι
ακόμα ότι είναι ανεύθυνος και για τα δύο, μια και όσα ενεργεί ούτε
παράβαση του νόμου συνιστούν, ούτε σφετερισμό ανάρμοστης δόξας αποτελεί
ο ισχυρισμός του ότι είναι ισότιμος με τον Πατέρα. Γιατί ο Μωυσής ήταν
εκείνος που παρέδωσε το νόμο, και μπορούσαν να αντιληφθούν οι Ιουδαίοι
πως δε θα παρέβλεπε την, καθώς νόμιζαν, παράβασή του. Κι ο Ηλίας πάλι
αγωνίστηκε για την επικράτηση της δόξας του Θεού, και δε θα παρίστατο
και δε θα υπάκουε σ’ έναν αντίθεο που ονόμαζε τον εαυτό του ισότιμο Θεό,
χωρίς να είναι αυτό που ισχυριζόταν και χωρίς να του ταιριάζει αυτό που
έκανε.
Είναι και μια άλλη αιτία που σ’ αυτή τη
συνάφεια πρέπει να ειπωθεί. Ο Χριστός μεταμορφώθηκε έτσι για να
πληροφορηθούν όλοι ότι εξουσιάζει εξίσου τη ζωή και το θάνατο. Γι’ αυτό
είναι που φέρνει και το ζωντανό, τον Ηλία που ξέρουμε ότι ανελήφθη, και
το νεκρό, τον Μωυσή. Άλλωστε οι δύο άνδρες που εμφανίστηκαν δεν έμειναν
σιωπηλοί, σαν φαντάσματα, αλλά μιλούσαν μεταξύ τους για την ένδοξη
πορεία του Χριστού στην Ιερουσαλήμ, δηλαδή για το πάθος, το σταυρικό
θάνατο και την ανάστασή του.
Σύμφωνα με την ευαγγελική περιγραφή οι
μακάριοι μαθητές, όση ώρα ο Χριστός ήταν αφοσιωμένος στην προσευχή,
νύσταξαν και τους πήρε ο ύπνος — πόση συγκατάβαση στις ανθρώπινες
ανάγκες. Υστέρα, όμως, ξύπνησαν και παρακολούθησαν τη σεβάσμια και
παράδοξη μεταμόρφωση του Κυρίου. Ο θεσπέσιος Πέτρος νόμισε τότε πως
έφτασε ίσως η ώρα της επικράτησης της βασιλείας του Θεού, και
εκδηλώνοντας την προτίμησή του για διαμονή πάνω στα βουνά την ώρα της
συντέλειας του κόσμου, προτείνει, χωρίς να καταλαβαίνει τις συνέπειες,
να στηθούν τρείς σκηνές. Αλλά δεν είχε φτάσει η στιγμή της ολοκλήρωσης
του κύκλου των αιώνων, κι ούτε ήταν η κατάλληλη ώρα να απολαύσουν οι
διαλεχτοί τη συμμετοχή τους στην επαγγελμένη ελπίδα. Άλλωστε ο Παύλος
λέει· “Ος μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών, εις το γενέσθαι
αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού” (Φιλιππ. 3,21), δηλαδή του
Χριστού. Μια όμως και η πορεία του θεϊκού σχεδίου για τη λύτρωση του
ανθρώπου βρισκόταν ακόμα στην αρχή της και καθόλου δεν είχε ολοκληρωθεί,
πώς θα ’ταν δυνατό ο Χριστός που ήρθε στη γη εξαιτίας της αγάπης του
προς τον κόσμο, να έχει σταματήσει να θέλει να θυσιαστεί για χάρη του;
Γιατί έσωσε ολόκληρη την ανθρωπότητα υπομένοντας το σαρκικό θάνατο και
παράλληλα καταργώντας τον με την ανάσταση από τους νεκρούς. Είναι
ολοφάνερο, λοιπόν, ότι ο Πέτρος δεν είχε ακριβή συνείδηση αυτού που
είπε.