Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Μητρ. Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης, Τα τρία όπλα των αποστόλων


«Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις διὰ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά» (Πράξ. 5,12)

Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ (Πράξ. 5,12-20)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ δευτέρα Κυριακὴ τοῦ Πάσχα ἢ τοῦ Ἀντίπασχα. Θὰ πῶ λίγες λέξεις ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ἀποστόλου, ἐπὶ τοῦ ῥητοῦ ποὺ εἶπα στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας, καὶ παρακαλῶ νὰ προσέξετε.
* * *
Ὅποιος σκεφθῇ, ὅτι ἡ θρησκεία μας ἄρχισε ἀπὸ τὸ τίποτα, ὅτι ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου ἦταν μικρός, ὅτι κι ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς λίγους μαθητάς του ὁ ἕνας τὸν πρόδωσε καὶ τὸν πούλησε ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων, ὁ ἄλ­λος τὸν ἀρνήθηκε, κ᾽ οἱ ἄλλοι κρύφτηκαν φοβι­σμένοι· κι ὅταν κατόπιν σκεφθῇ, ὅτι οἱ ἕν­δε­κα μαθηταὶ ἔγιναν ἑβδομήντα, οἱ ἑβδομήν­τα ἔγιναν τρεῖς χιλιάδες, οἱ τρεῖς χιλιάδες πέν­τε χιλιάδες, ὅτι αὐτὸ τὸ ῥυάκι ἔγινε Ἁλι­άκμονας ποὺ δροσίζει τὴν οἰκουμένη, τοῦ γεν­νιέται ἡ ἀπορία· ποιά τὰ αἴτια τῆς ἐξαπλώσεως τοῦ χριστιανισμοῦ; τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε τὴ θρησκεία μας ν᾽ ἁπλωθῇ τόσο πολύ;
Γιὰ νὰ διαδοθῇ μιὰ ἰδέα, ἕνα σύστημα ἢ ἕ­να συγκρότημα, χρειάζονται –κατὰ κόσμον– α΄) χρῆμα, β΄) ὅπλα – βία, γ΄) γνῶσις – ἐπιστήμη. Ποιός ὑπολογίζει μικρὰ κράτη; ὁ νοῦς ὅ­λων εἶνε στραμμένος στοὺς κολοσσούς, στοὺς γίγαντες· αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χρῆμα, ποὺ διαθέ­τουν τὰ τελειότερα ὅπλα, ποὺ ἔχουν τοὺς μεγαλύτερους ἐπιστήμονες. Ἀλλὰ εἶχε τέτοια πράγματα ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ; διέθετε λεπτά, ὅπλα, σοφοὺς καὶ ἐπιστήμονες;
Ἡ γῆ δὲν εἶδε οὔτε θὰ δῇ πιὸ φτωχοὺς ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους. Κι ἂν εἶχαν λίγα χρήματα, τά ᾽δωσαν κι αὐτὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ κ᾽ ἔμειναν πάμπτωχοι. Χρήματα δὲν εἶχαν· μή­πως εἶχαν ὅπλα; Μὰ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀφώπλισε, τοὺς ἀπαγόρευσε νὰ ὁπλοφοροῦν. Στὸν θερμόαιμο Πέτρο, ποὺ ἔβγαλε μαχαίρι κ᾽ ἔ­κοψε τὸ αὐτὶ τοῦ δούλου Μάλχου, λέει «Βάλε τὴν μάχαιράν σου εἰς τὴν θήκην»· «ὅ­ποιος μα­χαιρώ­σῃ, ἀπὸ μαχαίρι θὰ πάῃ» (Ἰω. 18,11. Ματθ. 26,52)· τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ παράδειγμα τῶν ἀπο­στόλων εἶνε τὸ ὑπόδειγμα τοῦ ἀφοπλισμοῦ γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Χρήματα δὲν εἶχαν, ὅ­πλα δὲν εἶχαν· μήπως εἶχαν σοφία – ἐπιστήμη; οὔτε ῥήτορες τῶν Ἀθηνῶν οὔτε φιλόσοφοι τῆς Ρώμης οὔτε ἄλλοι ἐγγράμματοι ὑπῆρχαν μετα­ξύ τους. Πάμπτωχοι, ἄοπλοι, ἀγράμματοι οἱ ἁ­λιεῖς τῆς Γαλιλαίας. Πῶς λοιπὸν διαδόθηκε ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ μας; τί συνετέλεσε;
Τὰ αἴτια τῆς ἐξαπλώσεώς της δὲν πρέπει νὰ τ᾽ ἀναζητήσουμε σὲ ἐξωτερικοὺς παράγον­τες, δὲν εἶνε ὑλικὰ – οἰκονομικά· θὰ τ᾽ ἀναζητήσουμε στὸν ἠθικὸ καὶ πνευματικὸ κόσμο καὶ θὰ τὰ βροῦμε στὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Ἐκεῖ βρίσκονται. Ποιά λοιπὸν εἶνε αὐτά; Οἱ ἀπόστολοι εἶχαν τρία μεγάλα ὅπλα.
⃝    Τὸ πρῶτο ποιό ἦταν; Τὸ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος· ἦταν «τὰ ῥήματα τῆς (αἰωνίου) ζωῆς» (Πράξ. 5,20)· κρατοῦσαν στὰ χέρια τους τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Ὤ τὰ λόγια αὐτά! Ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσῃ; Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶνε μέσα στὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο, οὔτε εἰ­πώθηκαν ἀπὸ ἄλλον οὔτε θὰ εἰπωθοῦν ποτε στὸν κόσμο.
«Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρε­λεύσον­ται, οἱ δὲ λόγοι» τοῦ Κυρίου δὲν θὰ πα­ρέλθουν (βλ. Ματθ. 24,35). Δὲν ἔχουν ῥητορεία Δημοσθένους καὶ φι­­λοσοφία Σωκράτους καὶ Πλάτωνος, δὲν ἔχουν φαντασία καὶ λογοτεχνία, ἔχουν ὅμως βάθος καὶ πλάτος, περιεχόμενο ἐννοιῶν ὠκεανὸν ὁ­λόκληρο. Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶνε γιὰ ὅλους· εἶνε ἄρτος – ψωμὶ γιὰ τοὺς πεινασμένους, νε­ρὸ δροσερὸ γιὰ τοὺς διψασμένους, μέλι γλυ­κὸ γιὰ τὰ παιδιά, γάλα γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς, λιπα­ρὰ τροφὴ γιὰ τοὺς ὡρίμους, παρηγοριὰ γιὰ τοὺς πο­νεμένους καὶ πενθοῦντας, ῥομφαία καὶ σπαθὶ ἐναντίον τῶν ὀργάνων τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, ἡ πανοπλία τοῦ Παύλου. Γι᾽ αὐτὸ εἶπε κάποιος ὅτι, καὶ ἂν ὑπῆρχαν σὲ ἄλ­λους πλανῆ­τες ὄντα λογικά, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν ἄλλη πίστι ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀποστόλων. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ «μάγευαν» τὶς καρδιὲς καὶ ἔτσι διαδόθηκε τὸ εὐαγγέλιο.
⃝    Δὲν ἦταν ὅμως μόνο τὰ λόγια, ἦταν καὶ τὰ ἔρ­γα· ὡραία ὄχι μόνο ἡ διδασκαλία τῶν ἀποστόλων ἀλλὰ καὶ ἡ ζωή τους. Ὅ,τι δίδασκαν, τὸ ἐφάρμοζαν στὸν ἑαυτό τους. Ἔλαμπε ἡ ζωή τους ἀπὸ τὴν ἀρετή· τὴ ζωντανὴ ἐλπίδα, τὴν ἀ­κράδαντη πίστι, καὶ πρὸ παντὸς τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη ποὺ θυσίαζε τὰ πάντα γιὰ τοὺς ἄλ­λους ἀκολουθώντας τὰ ἴχνη τοῦ ἐσταυρωμένου Λυτρωτοῦ. Καὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τοὺς ἔ­βλε­παν νὰ ζοῦν μιὰ ζωὴ ἀνώτερη καὶ νὰ πετοῦν ψηλά, νὰ γίνωνται ἄγγελοι, ἔλεγαν· Μιὰ θρησκεία, ποὺ ἔχει τὴ δύναμι νὰ παίρνῃ τὸ κάρβουνο καὶ νὰ τὸ κάνῃ διαμάντι, νὰ παίρνῃ ἕνα λύκο καὶ νὰ τὸν κάνῃ ἀρνί, νὰ παίρνῃ τὸν ἁμαρτωλὸ λῃστὴ καὶ νὰ τὸν κάνῃ ἅγιο, νὰ παίρ­νῃ τὸ κτῆνος καὶ νὰ τὸ κάνῃ χερουβὶμ καὶ σεραφίμ –«οἱ τὰ χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζον­τες»–, μιὰ τέτοια θρησκεία δὲν εἶνε δυνατὸν παρὰ νὰ εἶνε θεϊκή, καὶ αὐτὸς ποὺ τὴν ἵδρυσε δὲν εἶνε ἁπλὸς ἄνθρωπος ἀλλὰ εἶνε Θεός. «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)» (Ψαλμ. 76,14-15).
⃝    Ἕνα λοιπὸν μέσο ποὺ διαδόθηκε ἡ θρησκεία μας εἶνε τὰ ῥήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς, τὸ ἄλλο εἶνε ἡ λάμπουσα ζωὴ τῶν ἀποστόλων, καὶ τὸ τρίτο τὸ λέει πάλι ὁ ἀπόστολος σήμερα· «διὰ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά» (Πράξ. 5,12). Ἔκαναν, δηλαδή, καὶ θαύματα οἱ ἀπόστολοι. Δὲν ἐξ­ηγεῖται ἡ διάδοσις τοῦ εὐ­αγ­γελίου μόνο διὰ τοῦ λόγου καὶ τῆς ἁγίας τους ζωῆς· ἦταν ὡπλι­σμένοι καὶ μὲ δύναμι θαυματουργική. Ἔκαναν «σημεῖα καὶ τέρατα». Ποιά εἶνε τὰ «σημεῖα»; οἱ ὑπερφυσι­κὲς εὐεργεσίες· ὅτι ἄνθρωποι ἄρρωστοι ἐπὶ χρόνια, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς γιατρέ­ψῃ κανένας γιατρὸς καὶ κανένα φάρμακο καὶ καν­ένας μάγος, μέσα σ᾽ ἕνα λεπτὸ θεραπεύον­ταν. Καὶ μόνο «ἡ σκιὰ» τοῦ Πέτρου νά ᾽πεφτε πάνω τους, ἔφτανε νὰ τοὺς θεραπεύσῃ. Καὶ τὰ μαντήλια ἀκόμα καὶ τὰ ροῦχα, ποὺ ἄγ­γιζαν τὸ σῶμα τῶν ἀποστόλων, ἦταν θαυματουργικά (βλ. Πράξ. 5,15· 19,12). Καὶ ποιά εἶνε τὰ «τέρατα»; τὰ ἐκπληκτικὰ γεγονότα, ποὺ ὁ ἄπιστος δὲν τὰ πιστεύει ἀλλὰ ἐμεῖς τὰ πιστεύουμε. Στὴ ζωὴ τῶν ἀποστόλων ὁ κόσμος εἶδε π.χ. μέσα στ᾽ ἀμ­φιθέατρα λιοντάρια νὰ γίνωνται ἀρνιά, νὰ πλη­σιάζουν καὶ νὰ φιλοῦν τὰ πόδια τῶν ἁ­γίων· εἶδε τὴ φωτιὰ νὰ μὴν καίῃ τὰ κορμιά τους· εἶδε ν᾽ ἀνοίγουν τὶς φυλακὲς ἄγγελοι καὶ νὰ τοὺς ἐλευθερώνουν. Οὔτε φυλακὲς τοὺς περιώριζαν, οὔτε ποτάμια καὶ θάλασσες τοὺς ἔ­πνιγαν· καὶ τὰ βουνὰ ἀκόμα παραμέριζαν στὸ πέρασμά τους. «Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις διὰ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά». Ὅ­πως ἕνα ἔγγραφο, γιὰ νά ᾽νε ἔγκυρο, πρέπει κάτω ἀπ᾽ τὸ κείμενο νά ᾽χῃ καὶ σφραγῖ­δα, ἔτσι καὶ αὐ­τὰ ποὺ κήρυτταν οἱ ἀπόστολοι δὲν ἦταν μόνο ὡραῖα λό­για ἀλλὰ εἶχαν καὶ σφρα­γῖ­δα· καὶ ἡ σφραγίδα, ποὺ βεβαίωνε τὴ θεϊκὴ προέλευ­σι τοῦ κηρύγματός τους, ἦταν τὰ θαύματα ποὺ τελοῦσαν. Ἡ δι­δαχὴ τῶν ἀποστόλων ἐβεβαιοῦτο «διὰ τῶν ἐπα­κολουθούν­των σημείων» (Μᾶρκ. 16,20). Ὤ τί θὰ βλέπαμε ἂν ζού­­σαμε «ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις»!…
* * *
Θὰ πῇ κάποιος· Αὐτὰ συνέβαιναν «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», σήμερα για­τί δὲν γίνονται θαύματα;… Γιὰ νὰ γίνῃ τὸ θαῦμα, ἀγαπητοί μου, χρειάζεται πίστι. Ἂν σήμερα δὲν γίνωνται θαύματα, δὲν εἶ­νε δι­ό­τι ἀδυνάτισε ὁ Χριστός, ἀλλὰ δι­ότι ἀδυνά­τισε ἡ δική μας πίστι· εἶ­νε μᾶλ­λον ὀλιγοπιστία – νὰ μὴν πῶ ἀπιστία. Ὅ­που ὅ­μως ὑ­πάρχει πίστι, καὶ σήμερα γίνονται θαύματα. Ἀκοῦστε ἕνα.
25 χιλιόμετρα ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, κοντὰ στὸ Μαραθῶνα, μιὰ φτωχὴ οἰκογένεια εἶχε ἕ­να κοριτσάκι τῆς δευτέρας δημοτικοῦ. Αὐτό, καθὼς μάζευε λουλούδια γιὰ νὰ τὰ φέρῃ στὴ γιαγιά του, τὸ δάγκωσε ὀχιά. Τὸ μετέφεραν ἀν­­αίσθητο στὸ καλύτερο νοσοκομεῖο τῶν Ἀθη­νῶν, ἀλλὰ οἱ γιατροὶ εἶπαν· Δὲν ὑπάρχει πιὰ σω­τηρία· ὅ,τι μπορέσαμε τὸ κάναμε… Τὸ παι­δὶ εἶ­χε βυθιστῆ, ἦταν σὰν νεκρό. Μὰ ἡ μάνα πίστευε. Γονάτισε σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ παρακαλοῦ­σε μὲ δάκρυα τὸ Χριστὸ νὰ τὸ κάνῃ καλά. Καὶ τὸ πρωί, ἐνῷ ὅλοι τὸ εἶχαν ξεγραμμένο, τὸ κο­ριτσάκι ἄνοιξε τὰ ματάκια του καὶ εἶπε· Μάνα μου, εἶμαι καλά!… Κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ ἄπιστοι γιατροὶ ἔμειναν κατάπληκτοι. Ἡ φω­τογραφία του δημοσιεύθηκε στὶς ἐφημερίδες.
Γονεῖς, στηρίξτε τὸ σπιτάκι σας πάνω στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ νά ᾽χετε χαρὰ καὶ ἀ­γαλλίασι ποὺ γεννηθήκατε μέσα σ᾽ αὐτήν.
Ἀδελφοί μου, στὰ ἴχνη τῶν ἀ­ποστόλων! Ἂς καυχῶνται ἄλλα ἔθνη γιὰ τὶς μηχανὲς καὶ τὰ ὅ­πλα τους· ἡ μικρή μας πατρίδα ἔχει τὸ ἀνώτε­ρο ὅπλο, τὴν πίστι. Κι ἂν σκιάσῃ ὁ οὐρανὸς ἀπὸ ἀεροπλάνα, κι ἂν γεμίσῃ ἡ γῆ ἀπὸ διαβόλους, ἐὰν ἐμεῖς, ὁ μικρὸς Δαυΐδ, ἔχουμε στὴν καρδιά του τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ θὰ νικήσῃ. Ἂς πλησιάσουμε, ἂς ἑνωθοῦμε, ἂς γίνουμε ἕνα μὲ τὸ Χριστό. Ἂς ἀποδείξουμε καὶ στὴ γενεά μας, ὅτι ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Δημητρίου Κοζάνης τὴν 21-4-1963. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 28-2-2015.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 77α΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)

Προσοχή στη συνείδηση (Δημήτριος Παναγόπουλος)


Εάν, αγαπητέ, θέλεις τη σωτηρία σου, φρόντισε ν’ ακούς τη συνείδησή σου. Κάνε πάντα όσα σου λέει και θα δεις μεγάλη ωφέλεια.
Η συνείδηση γίνεται αγαθή με την προσοχή, λέει ο άγιος Μάρκος, και η προσευχή γίνεται καθαρή με τη συνείδηση. Και τα δύο εξαρτώνται το ένα από το άλλο, γιατί έτσι είναι φτιαγμένα από τον Θεό.
Όταν ο Θεός έκανε τον άνθρωπο, έθεσε μέσα του και έναν θεϊκό λογισμό, φωτεινό σαν σπινθήρα, για να φωτίζει τον νου και να τον κάνει να ξεχωρίζει το καλό από το κακό.
Φύλαγε πάντα τη συνείδησή σου καθαρή σαν καθρέφτη. Φρόντιζε πάντα για τη σωτηρία της ψυχής σου κόβοντας τις αμαρτωλές επιθυμίες σου και δείχνοντας υποταγή και υπακοή τέλεια στη συνείδησή σου μέχρι τέλους της ζωής σου. Πρόσεχε μήπως η συνείδησή σου σού λέει έτσι και συ πράττεις αλλιώς.
Ο Μέγας Βασίλειος λέει ότι: «Είναι μέγα αγαθό και βοηθάει πολύ στο να μην αμαρτάνουμε και στο να μην κάνουμε σφάλματα κάθε ημέρα, το να εξετάζουμε κάθε βράδυ τα έργα της ημέρας μέσα στη συνείδησή μας και να βρίσκουμε πού κάναμε σφάλματα και τι καλό μπορούσαμε να πράξουμε και δεν το πράξαμε. Αυτή την τακτική τηρούσε ο Ιώβ και για τον εαυτό του και για τα παιδιά του. Ο καθημερινός έλεγχος των πράξεών μας από τη συνείδησή μας φωτίζει πολύ εκείνον που εξετάζει τον εαυτό του».
Ας φροντίζουμε πάντοτε, αγαπητοί, να προφυλάγουμε τη συνείδησή μας όσο καιρό βρισκόμαστε σε αυτόν τον κόσμο, και ας μην της δίνουμε το δικαίωμα να μας κατακρίνει για κανένα πράγμα. Ας μην πνίγουμε τη φωνή της για οτιδήποτε, όσο μικρό και αν είναι αυτό.
Πρέπει να έχουμε υπόψη μας, ότι από τα μικρά ξεκινάει κανείς και φτάνει στα μεγάλα. Διότι όταν αρχίσει να δικαιολογείται, λέγοντας: «Δεν βαριέσαι, τι πειράζει αν πω αυτόν τον λόγο; Τι πειράζει αν φάω εκείνο το λίγο, το τοσοδά, και σε τί θα με βλάψει αν δω το τάδε;», ε, από τι πειράζει τούτο και τι πειράζει εκείνο, αποκτά κανείς κακή συνήθεια και ύστερα φτάνει στο σημείο να καταφρονεί και τα μεγάλα και βαρύτερα και καταθάβει τη συνείδησή του.
Έτσι, λοιπόν, από λίγο λίγο προχωρούμε βαθύτερα στο κακό και κινδυνεύουμε να γίνουμε τελείως αναίσθητοι.
Γι’ αυτό ας προσέχουμε και τα παραμικρά, διότι δεν είναι καθόλου μικρά όταν δημιουργούν μέσα μας κατάσταση συνήθειας. Ας προφυλαγόμαστε από τα ελαφριά, όσο καιρό είναι ελαφριά, για να μη γίνουν βαριά. Διότι τόσο οι αγαθοεργίες, όσο και οι αμαρτίες, από μικρές αρχίζουν αλλά σε μεγάλες καταλήγουν.
Η προφύλαξη της συνειδήσεώς μας μάς φέρνει μεγάλο κέρδος, διότι η προφύλαξή της σημαίνει διατήρηση της καθαρότητάς της απέναντι στον Θεό και απέναντι στον πλησίον, λέει ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης.
[Περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου» 16, σελ. 24]