Ὑπόθεσις ἐκ τοῦ Εὐεργετινοῦ Δ΄. Εἶναι μία μικρή ὑπόθεσις, πού ἔχει τίτλο
«Ὅτι οἱ ἀθενεῖς πρέπει νά ὁδηγοῦνται σιγά-σιγά στά ἔργα τῆς μετανοίας»
καί εἶναι ἀπό τό Γεροντικό.
«Ἕνας ἀδελφός ἔπεσε σέ πειρασμό, δηλαδή σέ ἁμαρτία. Τόσο δέ μεγάλη
θλίψη δοκίμασε, ὥστε ἐγκατέλειψε καί τόν κανόνα τοῦ Μονάχου. Καί ἐνῶ
ἤθελε νά κάνει ἀρχή νά μετανοεῖ, ἠμποδίζετο ἀπό τήν λύπη καί ἔλεγε στόν
ἑαυτό του· πῶς θά μπορέσω νά ἀνεύρω τόν ἑαυτό μου, ὅπως ἤμουν κάποτε;
Ἀμελῶν δέ καί διστάζων δέν εἶχε τήν δύναμη νά ἀρχίσει τό μοναχικό του
ἔργο. Ἐπισκέφθηκε λοιπόν ἕναν Γέροντα καί ἐξομολογήθηκε σ’ αὐτόν ὅσα τοῦ
συνέβαιναν. Ό Γέρων, ἀφοῦ ἤκουσε μετά προσοχῆς τά ζητήματα, πού τόν
ἔθλιβαν, ἀντί ἀπαντήσεως τοῦ διηγήθηκε τό κατωτέρω παράδειγμα, ὑπό
μορφήν διδακτικῆς παραβολῆς: Ἕνας ἄνθρωπος - ἄρχιοε νά λέγει- εἶχε ἕναν
ἀγρό.Ἀπό ἀμέλειά του, λοιπόν, ὁ ἀγρός αὐτός ἐχερσώθη καί ἐγέμισε ἀπό
ἄγρια χόρτα καί ἀγκάθια. Μετά καιρόν ὁ ἄνθρωπος αὐτός σκέφθηκε νά
περιποιηθεῖ τόν ἀγρό του καί νά τόν καλλιεργήσει. Διέταξε, λοιπόν, τόν
υἱό του νά πάει νά καθαρίσει τόν ἀγρό. Πράγματι μετέβη ὁ υἱός νά
καθαρίσει τόν ἀγρό, μόλις ὅμως τόν εἶδε γεμάτο ἀγκάθια, ἀπογοητεύτηκε
καί εἶπε μέσα του· πότε θά μπορέσω νά τά ξερριζώσω ὅλα αὐτά καί νά τόν
καθαρίσω; Ξάπλωσε λοιπόν καί ἀποκοιμήθηκε.
Ἀφοῦ ξύπνησε γιά λίγο καί εἶδε πάλι τό πλῆθος τῶν ἀγκαθιῶν, ἐβαρύνθη
καί ἔμεινε ξαπλωμένος κατά γῆς. Καί ἄλλοτε μέν κοιμώμενος, ἄλλοτε πάλι
στρέφων ἀπό τήν μίαν πλευρά στήν ἄλλη», ἄλλαζε πλευρό ὅπως λέμε, «ὅπως ἡ θύρα περιστρέφεται στήν στρόφιγγά της», στόν μεντεσέ, «κατά τήν παροιμία», ἔτσι λέει στίς Παροιμίες, «ὥσπερ,
θύρα, στρέφεται, ἐπί, τοῦ, στρόφιγγος, οὕτως, ὀκνηρός, ἐπί τῆς κλίνης
αὐτοῦ. κρύψας ὀκνηρός τήν χεῖρα ἐν τῷ κόλπῳ αὐτοῦ, οὐ δυνήσεται
ἐπενεγκεῖν ἐπί στόμα»1. Πέρασε ἀρκετές ἡμέρες ἔτσι χωρίς ἐργασία καί μέ ἀμέλεια.
Ἐν τῶ μεταξύ ἔρχεται καί ὁ πατέρας του, νά δεῖ τί ἔκανε στόν ἀγρό. Καθώς λοιπόν τόν βρῆκε ἀργό καί ἀναποφάσιστο, τοῦ λέει:
- Γιατί, παιδί μου, δέν ἔκανες τίποτα μέχρι τώρα;
Τό παιδί ἀπήντησε:
- Πατέρα μου, καθώς ἐρχόμουνα νά ἐργασθῶ, καί ἔβλεπα αὐτό τό πλῆθος
ἀπό τά ἀγριόχορτα καί τά ἀγκάθια, ἔχανα τήν ὄρεξή μου πρός ἐργασία, καί
ἀπό τήν στενοχώρια μου ἐξάπλωνα καί κοιμόμουνα. Γι’ αὐτό δέν ἔκαμα
τίποτε μέχρι σήμερα. - Παιδί μου, μή στενοχωρεῖσαι, ἀπάντησε ὁ πατέρας·
νά ξεχερσώνεις κάθε μέρα ἔκταση ἴση μέ τό πλάτος τοῦ στρώματός σου καί
ἔτσι θά προχωρήσει ἡ ἐργασία σου καί δέν θά σέ καταπνίξει ἡ ἀμέλεια.
Πράγματι ὁ υἱός πραγματοποίησε τήν συμβουλή τοῦ πατρός καί ἐντός ὀλίγου
χρόνου καθαρίσθηκε ὁ ἀγρός ἀπό τά ἀγκάθια καί τά ἀγριόχορτα».
Ἔτσι καί σύ, ἀδελφέ μου, ὀλίγο κατ’ ὀλίγο νά ἐργάζεσαι καί δέν
κινδυνεύεις ἀπό ἀμέλεια. Ό δέ Θεός βλέπων τήν ἐπιθυμία σου πρός ἐργασία
θά σέ ἀποκαταστήσει καί πάλι, μέ τήν Χάρη Του, στήν ἀρχαία σου τάξη. Ὁ
Μοναχός ἄκουσε μετά προσοχῆς τίς συστάσεις αὐτές, κάθισε μέ ὑπομονή καί
ἐφήρμοσε τίς ὑποδείξεις τοῦ Γέροντος. Πράγματι δε, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ
βρῆκε τήν ἐπιζητουμένη ἀνάπαυση»2.
Νά ξεχερσώνεις κάθε μέρα ἔκταση ἴση μέ τό πλάτος τοῦ στρώματός
σου καί ἔτσι θά προχωρήσει ἡ ἐργασία σου καί δέν θά σέ καταπνίξει ἡ
ἀμέλεια. Ὀλίγον καί κατά μικρόν ἐάν ἀγωνίζεται ὁ ἄνθρωπος καθημερινά, ἄν
ἀνεβαίνει ἕνα-ἕνα τά σκαλοπάτια τῆς ἀρετῆς, σιγά-σιγά θά φτάσει στήν
κορυφή καί θά πετύχει τόν ποθούμενο σκοπό πού εἶναι ἡ κάθαρση. Ἡ κάθαρση
δέν γίνεται διά μιᾶς, ἀλλά σέ βάθος χρόνου μέ μία σειρά βημάτων. Λίγο
λίγο καί σιγά σιγά, καί ἀσθενής νά εἶσαι, θά τά καταφέρεις. Αὐτοί πού
εἶναι ἰσχυροί καί πρόθυμοι μποροῦν νά τό κάνουν πιό γρήγορα. Ἀλλά καί οἱ
ἀσθενεῖς σιγά-σιγά τά καταφέρνουν. Ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι νά μή
σταματάει κανείς νά ἀνεβαίνει, νά καθαρίζεται, ἔστω καί λίγο καθημερινά.
Εἶναι πάρα πολύ ὄμορφο τό νά βάζει σιγά-σιγά ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του σέ
τάξη καί νά ζεῖ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ ἴδιος τό
χαίρεται βεβαίως, γιατί ἑλκύει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία τοῦ δίνει καί
τήν ἀληθινή χαρά. Αὐτό λοιπόν θέλει νά μᾶς διδάξει αὐτή ἡ ὑπόθεσις, ὅτι
οἱ ἀσθενεῖς πρέπει νά ὁδηγοῦνται σιγά-σιγά στά ἔργα τῆς μετανοίας. Νά
μήν ἀπελπίζονται ἀπό τό μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων, ἀπό τόν ὄγκο καί τή
δύναμη τῶν παθῶν πού ἔχουν, καί νά μή λένε ὅτι δέν γίνεται πλέον τίποτε
μέ ἐμένα, δέν μπορῶ πλέον νά κάνω τίποτε, ἀλλά νά ἀγωνίζονται λίγο-λίγο
καθημερινά καί σιγά-σιγά θά φτάσουν νά ἔχουν μιά ὁλοκληρωμένη μετάνοια.
Αὐτά γιά τήν ὑπόθεση τήν τετάρτη, γιά τό ὅτι οἱ ἀσθενεῖς θά πρέπει
ἥσυχα, ἤρεμα καί σιγά-σιγά, κατά μικρόν, νά ὁδηγοῦνται στήν μετάνοια τήν
πλήρη καί ὁλόκληρο. Εἶναι ἕνας τρόπος αὐτός, ξέρετε, γιά νά ξεγελᾶμε
τόν λογισμό μας, ὁ ὁποῖος εἶναι πάντοτε δειλός. Λέει ἡ Ἁγία Γραφή
«λογισμοί ἀνθρώπων πάντες δειλοί»3. Πάντα ὁ λογισμός μᾶς
λέει, πώ, πώ... τώρα εἶναι πολύ δύσκολο νά κάνεις προσευχή.. καί τόση
ὥρα.. καί πῶς θά ἀντέξεις κ.λ.π. Μπορεῖς νά πεῖς στόν λογισμό σου, δέν
θά κάνω πολύ, θά κάνω ἕνα λεπτό. Ἕνα λεπτό προσευχή καί νά προσπαθήσω
αὐτό τό ἕνα λεπτό νά συγκεντρωθῶ. Ἀφοῦ καταφέρεις καί κάνεις ἕνα λεπτό,
μετά θά πεῖς, νά κάνω ἀκόμη ἕνα λεπτό. Ἔτσι σιγά-σιγά ξεπερνώντας τή
ραθυμία καί τήν τεμπελιά, τή φιλαυτία, ὁ ἄνθρωπος προχωράει πνευματικά.
Πᾶμε στήν ἑπόμενη ὑπόθεση, πέμπτη κατά σειρά, ἡ ὁποία λέγει: Ὅτι πρέπει
πάντοτε νά ἐνθυμούμεθα τόν θάνατον καί τήν μέλλουσα κρίση, διότι ἐκεῖνοι
πού δέν ἀναμένουν διαρκῶς τόν θάνατο καί τήν μέλλουσα κρίση εὐκόλως
κυριεύονται ἀπό τά πάθη. Δηλαδή ἡ Ὑπόθεσις αὐτή ἀναφέρεται στήν μνήμη
τοῦ θανάτου. Ἐνῶ ἡ προηγούμενη ἀναφερόταν στήν μετάνοια.
«Στόν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Ὁ Ἁγιος Ἀντώνιος ἔλεγε στούς μαθητές
του, γιά νά μήν ἀμελοῦμε καί νά μήν ὑποχωροῦμε μπροστά στήν ἄσκηση,
εἶναι καλό νά μελετοῦμε καθημερινῶς τό ρητό τοῦ Ἀποστόλου πού λέει
«καθημέραν ἀποθνήσκω»4, διότι ἐάν καί ἡμεῖς διάγουμε τόν βίο μας ὡς ἀποθνήσκοντες καθημερινῶς, ἀσφαλῶς δέν θά ἀμαρτήσουμε»5. Ἄν
κάθε μέρα σκεφτόμαστε ὅτι πεθαίνουμε, σήμερα εἶναι ἡ τελευταία μας
μέρα, δέν θά ἁμαρτάναμε, γιατί θά λέγαμε, πρέπει νά προσέξω πολύ
τουλάχιστον αὐτή τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς μου νά μήν ἁμαρτήσω, γιά
νά ἔχω κάποια παρρησία στόν Θεό πού θά μέ βρεῖ σέ μιά κατάσταση ἀγῶνος. «Αὐτό δέ πού σᾶς προτείνω», λέει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, «θά τό πραγματοποιήσουμε κατά τόν ἑξῆς τρόπο».
- Πῶς θά πιστεύουμε ὅτι κάθε μέρα εἶναι ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς μας;
«Κατά τήν καθημερινή μας ἀφύπνιση ἀπό τόν ὕπνο, ἄς νομίζουμε ὅτι δέν
ἠγέρθημεν ἐκ τῆς κλίνης καί πεθάναμε, ἐφόσον ἄλλωστε καί ἡ ζωή μας, ἐκ
φύσεως, εἶναι ἀγνώστου διάρκειας καί τέλους καί καθημερινῶς μετρεῖται
ἀπό τήν θεία πρόνοια»6. Νά σκέφτεσαι λοιπόν ὅτι δέν ξύπνησες, ὅτι δέν σηκώθηκες ἀπό τό κρεβάτι. Ἐξάλλου, ἡ ζωή σου δέν ξέρεις πόσο θά διαρκέσει.
«Ὅταν σκεπτόμαστε κατά αὐτόν τόν τρόπο, οὔτε θά ἁμαρτήσουμε, οὔτε
τίποτε θά ἐπιθυμήσουμε, οὔτε θά μνησικακοῦμε ἐναντίον τῶν ἄλλων, οὔτε θά
ἀποκτήσουμε ὑλικούς θησαυρούς πάνω εἰς τήν γῆ ἀλλ’ ὡς ἀναμένοντες
καθημερινῶς τόν θάνατο», ἀφοῦ περιμένουμε καθημερινά τόν θάνατο, «θά γίνουμε ἀκτήμονες». Ἕνας
πού πεθαίνει τό βράδυ, ξέρει ὅτι θά πεθάνει σήμερα, δέν κοιτάζει νά
ἀγοράσει χωράφια… τί νά ἀγοράσει;.. Δέν κοιτάζει νά ἀποκτήσει πράγματα
ἐδῶ στή γῆ. Θά γίνουμε ἀκτήμονες ἑπομένως, «καί θά συγχωρήσουμε ὅλα τά σφάλματα στούς ἀδελφούς μας»7. Ἕνας πού φεύγει, θέλει νά τά ἔχει καλά μέ ὅλους, νά ἔχει συμφιλιωθεῖ. Ζητάει συγγνώμη ἀπό ὅλους.
«Ἐπιπλέον οὔτε γυναίκα θά ἐπιθυμήσουμε, οὔτε θά θελήσουμε νά
ἀπολαύσουμε καμία ἄλλη ρυπαρή ἡδονή, ἀλλά μέ βδελυγμία θά τά
ἀποστραφοῦμε ὅλα αὐτά, ὡς παρερχόμενα ταχύτατα, ζῶντες διαρκῶς μέ τήν
ἀγωνία τοῦ θανάτου καί προβλέποντες πάντοτε τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως»8, ἔχοντας
μπροστά στά μάτια μας συνεχῶς τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως καί σκεπτόμενοι τήν
ὥρα αὐτή τήν φρικτή τοῦ θανάτου, πού εἶναι ἡ σοβαρότερη καί
σπουδαιότερη ὥρα τοῦ ἀνθρώπου καί κρισιμότερη καί ἡ ὥρα πού θά ἔχει τούς
μεγαλύτερους πειρασμούς. Γι’ αὐτό καί ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης, ὁ
Χριστός, μᾶς δοκιμάζει μέ θλίψεις καί δοκιμασίες στή διάρκεια τῆς ζωῆς
μας, ἕτσι ὥστε τήν τελευταία ὥρα νά κάνουμε ὑπομονή καί προσευχή καί
ταπείνωση καί νά μήν πέσουμε θύματα τοῦ διαβόλου καί ἀπελπιστοῦμε καί
χάσουμε τήν ψυχή μας. Γιατί, βεβαίως, ὁ θάνατος εἶναι κάτι ἀπευκταῖο.
Εἶναι κάτι πού δέν τό θέλει ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί ἔχει μεγίστη
δυσκολία ἐκείνη τήν ὥρα ὁ ἄνθρωπος, τήν ὥρα τοῦ θανάτου. Ἄν ὅμως σ’ ὅλη
του τή ζωή ἔχει προετοιμαστεῖ γιά ἐκείνη τήν ὥρα, ἔχει ἀγαπήσει τόν
Χριστό, ἔχει συμφιλιωθεῖ μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἔχει ἀποτινάξει τά
πάθη του ἤ τουλάχιστον τά ἔχει χαλιναγωγήσει, τότε θά εἶναι πολύ πιό
εὔκολα τά πράγματα.
«Πάντοτε ὁ μεγαλύτερος φόβος τοῦ ἀπροσδοκήτου θανάτου καί ἡ ἀγωνία
γιά τά ἀναμενόμενα βάσανα ἐκ τῆς ἁμαρτίας, διαλύουν εὔκολα τό ἀπατηλό
τῆς ἡδονῆς καί ἀνεγείρουν τήν ψυχή, ὁσάκις παρεκκλίνει πρός τό κακό»9. Ὅταν
κανείς σκέφτεται τόν θάνατο καί ζεῖ, ἔτσι ἄς τό ποῦμε, τήν καλή ἀγωνία
γιά τό τί λόγο θά δώσει στόν Θεό, τί ἀπολογία θά δώσει, αὐτός ὁ ἄνθρωπος
δέν ἁμαρτάνει καί ἀφετέρου δέν ὑποδουλώνεται στίς διάφορες ἡδονές τίς
γήινες, τίς σαρκικές, τίς ἐπίγειες, ἀλλά συνεχῶς σηκώνει τήν ψυχή του μέ
νήψη, μέ ἐγρήγορση, πρός τόν Θεό καί καλλιεργεῖ τήν ἐλπίδα στόν Θεό.
«Στόν βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος. Ὁ μέγας Ἰωάννης, ὁ
Πατριάρχης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, γιά νά χαράξει βαθιά στό
μυαλό του τήν μνήμη τοῦ θανάτου καί νά τήν βλέπει πάντοτε ζωηρῶς μέ τά
μάτια τῆς ψυχῆς του, διατάσσει νά κτίσουν τόν τάφο του, νά μή τόν
τελειώσουν ὅμως, νά τόν ἀφήσουν μισοτελειωμένο. Ἔπειτα δίνει ἐντολή σ’
αὐτούς, πού ἀσχολοῦνταν μέ τήν κατασκευή τοῦ τάφου του, ὁσάκις
ἐπετελεῖτο ἐπίσημη ἑορτή, νά ἔρχονται ἐμπρός σέ ὅλους πού συνήρχοντο γιά
τήν ἑορτή, καί νά τοῦ λέγουν δυνατά: Ὁ τάφος σου, Δέσποτα, εἶναι
μισοτελειωμένος ἀκόμα, ἐπίτρεψέ μας λοιπόν νά τόν τελειώσουμε, διότι
εἶναι ἄγνωστο σέ ποία ὥρα ἐπέρχεται, ὡς κλέπτης, ὁ θάνατος»10.
Εἶχε κάνει αὐτό τό τέχνασμα γιά νά θυμᾶται τόν θάνατο. Καί
μάλιστα εἶχε βάλει τούς ἀνθρώπους νά τοῦ τόν θυμίζουν μπροστά σ’ ὅλο τόν
κόσμο ἔτσι ὥστε νά τόν συγκλονίζει ἀκόμα περισσότερο αὐτή ἡ μνήμη.
Ὁπωσδήποτε βέβαια καί οἱ ἄλλοι πού τό ἄκουγαν κι αὐτοί ἔπαιρναν τό
μάθημα πού ἔπρεπε. Τόν βοηθοῦσε βέβαια αὐτό καί νά μήν ξεχνιέται ἐκείνη
τήν ὥρα τῆς ἑορτῆς πού ὅλα εἶναι χαρούμενα, ὅπως εἶναι σέ κάθε γιορτή,
καί νά μήν παύει νά θυμᾶται κι ἐκείνη τήν ὥρα τόν θάνατο, γιατί ἡ μνήμη
τοῦ θανάτου εἶναι φυλακτικό τῶν ἁμαρτιῶν. Προφυλάσσεται ὁ ἄνθρωπος καί
δέν ἁμαρτάνει, ὅταν θυμᾶται ὅτι θά πεθάνει.
Τρίτο, στό Γεροντικό, «Ὁ Ἀββάς Ἀγάθων εἶπε, ὅτι θά πρέπει ὁ Μοναχός
ἀνά πᾶσα στιγμή νά ἔχει τόν νοῦ τσυ στό φοβερό κριτήριο τοῦ Θεοῦ, δηλαδή
στήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ»11. Κάθε στιγμή νά σκεφτόμαστε τήν Δευτέρα Παρουσία, τί θά γίνει τότε; Τί ἀπολογία θά δώσουμε;
«Στά μέρη τοῦ Ἰορδάνου ζοῦσε, κατά τούς χρόνους ἐκείνους, ἕνας Ἀναχωρητής, ὁ ὁποῖος ἀγωνίζοτανε γιά πολλά χρόνια». Ἀγωνιζότανε πνευματικά, μέ νηστεῖες, μέ ἀγρυπνίες, μέ δάκρυα, μέ μετάνοιες.. «Αὐτός
προστατευόμενος ἀπό τήν σκέπη τοῦ Θεοῦ δέν ἐθίγετο ἀπό τίς προσβολές
τοῦ ἐχθροῦ, ἀλλά παρέμενε σχεδόν ἀνενόχλητος ἀπό τόν πόλεμο τοῦ
διαβόλου. Γι’ αὐτό, ἐμπρός σ’ ἐκείνους πού τόν ἐπεσκέπτοντο, χάριν
πνευματικῆς ὠφελείας, περιφρονοῦσε τόν σατανᾶ καί τόν εἰρωνεύοταν
λέγοντας στούς ἐπισκέπτες του, τίποτε δέν εἶναι, οὔτε μπορεῖ νά κάνει
κάτι εἰς βάρος τῶν ἀγωνιστῶν, ἐκτός ἐάν βρεῖ ὅμοιούς του σέ ρυπαρότητα,
πού παραμένουν διαρκῶς δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας· αὐτούς τότε τούς ἀδυνατίζει
τελείως. Ὅλα αὐτά τά ἔλεγε βεβαίως, διότι δέν ἀντιλαμβανόταν τήν εἰς
αὐτόν δωρεάν τῆς Θείας Χάριτος, ἡ ὁποία δέν ἐπέτρεπε στόν σατανᾶ νά τόν
πειράξει»12. Καυχιόταν κατά κάποιο τρόπο,
ἔμμεσα, ὅτι μόνος του τά κατάφερε. Ἐνῶ ἦταν δῶρο τοῦ Θεοῦ, τό ὅτι δέν
τόν πείραζε ὁ διάβολος. Τόν φύλαγε ὁ Θεός.
«Ὅταν λοιπόν πλησίαζε τό τέλος του, ἐμφανίζεται ἐνώπιόν του, κατά παραχώρηση Θεοῦ, ὀφθαλμοφανῶς ὁ διάβολος καί τοῦ λέει:
-Τί σοῦ ἔχω κάνει, Ἀββά; μήπως σέ ἐνόχλησα καθόλου;
Ὁ Ἀναχωρητής τόν ἔφτυσε ἀμέσως στό πρόσωπο καί ἐπανέλαβε τά ἴδια εἰρωνικά λόγια. Στό τέλος πρόσθεσε:
-Πήγαινε ὀπίσω μου, σατανᾶ, γιατί τίποτε δέν μπορεῖς νά κάνεις εἰς βάρος τῶν δούλων τοῦ Χριστοῦ.
-Καλά καλά, ἀπάντησε ἐκ δευτέρου ὁ σατανᾶς· μή λησμονεῖς ὅμως, ὅτι
ἔχεις νά ζήσεις ἀκόμα ἄλλα σαράντα χρόνια· τί λές λοιπόν μέσα σέ τόσα
χρόνια δέν θά εὕρω μία ὥρα, γιά νά σέ καταρρίψω;», νά σέ κάνω ν’ ἁμαρτήσεις δηλαδή;
«Μετά τούς λόγους αὐτούς ἐξαφανίσθηκε ὁ σατανᾶς. Ἐν τῶ μεταξύ ὅμως ἔσπειρε στή διάνοια τοῦ Ἀναχωρητοῦ τά σπέρματα τοῦ κακοῦ»13. Ὁ διάβολος εἶναι μεγάλος μάστορας! Μέ τούς λογισμούς τουμπάρει τόν ἄνθρωπο.
«Ἔτσι ὁ Ἀναχωρητής ἄρχισε ἀμέσως νά παλεύει μέ τούς λογισμούς του καί
νά λέει ἀπό μέσα του. Τόσα χρόνια ἔχω πού ταλαιπωροῦμαι σ’ αὐτήν τήν
ἔρημο καί ἀκόμη ἄλλα σαράντα χρόνια ζωῆς μοῦ ἔχει ὁ Θεός;». Ἐκεῖνος νόμιζε ὅτι τελειώνει.. «Θά
ἀναχωρήσω λοιπόν γιά τόν κόσμο, γιά νά δῶ τούς συγγενεῖς καί τούς
γνωστούς μου· καί ἀφοῦ παραμείνω πλησίον τους μερικά χρόνια, ἐπιστρέφω
καί πάλι σ’ αὐτήν τήν ἔρημο, γιά νά συνεχίσω τήν ἄσκηση»14. Τοῦ
πῆρε λίγο τή Χάρη Του ὁ Θεός καί αὐτός πίστεψε τόν διάβολο, ἐνῶ τόν
διάβολο ποτέ δέν πρέπει νά τόν πιστεύουμε. Ὑπάρχουν ταλαίπωροι ἄνθρωποι
πού πᾶνε νά συμβουλευτοῦν τόν διάβολο, δηλαδή πᾶνε στά διάφορα μέντιουμ,
μάγους, χαρτορίχτρες κ.λ.π. γιά νά μάθουν ἄν τούς ἔχουν κάνει μάγια καί
ἄλλες ἀνοησίες. Δυστυχῶς, πιστεύουν τόν διάβολο καί δέν πιστεύουν τόν
Χριστό. Ὁ διάβολος εἶναι ἀνθρωποκτόνος καί κάνει μεγάλη ζημιά σέ ὅλους
ὅσους πᾶνε κοντά του.
Μετά ἀπό αὐτούς τούς λόγους λοιπόν πού εἶπε ὁ διάβολος τοῦ ἀναχωρητοῦ
καί αὐτός τούς πίστεψε, γέμισε μέ λογισμούς καί ἀποφάσισε νά γυρίσει
στόν κόσμο. «Ὅπως δέ σκέφθηκε, ἔτσι καί ἔκανε. Ἀμέσως βγῆκε ἀπό τό
κελλί του καί βάδιζε πρός τήν πόλη. Ὡστόσο, ὅμως, ὁ φιλάνθρωπος Θεός δέν
θέλησε νά χαθοῦν οί κόποι του· ἔτσι, πρίν ἀκόμη ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό
κελλί του, ἔστειλε ἕναν Ἄγγελό Του, γιά νά τόν βοηθήσει. Ὅταν
συναντήθηκαν, τοῦ λέει ὁ Ἄγγελος:
-Ποῦ πηγαίνεις, Ἀββά;
-Στήν πόλη, ἀπάντησε ὁ Ἀναχωρητής.
-Ξαναγύρισε στό κελλί σου, ἐπανέλαβε πάλι ὁ Ἄγγελος, καί σέ τίποτε
δέν θά σέ ξαναενοχλήσει πλέον ὁ σατανᾶς, ὁ ὁποῖος, ἔχε το ὑπ’ ὄψιν σου,
κατόρθωσε νά σέ ἐμπαίξει»15, νά σέ
κοροϊδέψει, νά σέ ξεγελάσει. Σοῦ ἔβαλε λογισμό ὅτι θά ζήσεις ἀκόμα
σαράντα χρόνια καί ἐσύ τόν πίστεψες καί μετά σοῦ ἔβαλε τόν λογισμό νά
φύγεις ἀπό τήν ἔρημο.
«Ὁ Ἀναχωρητής συνῆλθε ἀπό τούς λόγους τοῦ Ἀγγέλου καί ἐπέστρεψε στό
κελλί του. Ἀφοῦ δέ ἔζησε τρεῖς ἡμέρες ἀκόμη, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίω»16. Γιατί
συνέβη τώρα αὐτό ὅλο στόν Ἀναχωρητή; Διότι προφανῶς εἶχε μπεῖ μέσα του
μιά ἰδεούλα ὑπερήφανη ὅτι αὐτός μέ τήν ἀρετή του, μέ τήν προσοχή του, μέ
τόν ἀγῶνα του, εἶχε κάνει ἔτσι τόν διάβολο πού δέν μποροῦσε νά τόν
πειράξει. Κι ὅμως ἡττήθηκε ἀπό ἕναν λόγο, ἀπό ἕναν λογισμό πού τοῦ ἔβαλε
ὁ διάβολος, γιά νά τοῦ δείξει ὁ Θεός ὅτι τίποτα δέν μπορεῖς μόνος σου.
«Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»17 καί μήν καυχᾶσαι ὅτι
ἐσύ μέ τή δύναμή σου νικοῦσες τόν διάβολο. Ὄχι! Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σέ
φύλαγε καί δέν σέ πείραζε ὁ διάβολος. Βέβαια ἦταν καλός μοναχός, γι’
αὐτό ὁ Θεός τόν ἐλέησε καί δέν ἄφησε νά χαθοῦν τόσοι κόποι πού εἶχε
κάνει ἀπό ἕνα λάθος πού ἔκανε στά στερνά του. Ἀλλά βλέπετε, πῶς ὁ
διάβολος καιροφυλακτεῖ νά μᾶς βρεῖ σέ κάποια ὑπερήφανη στάση ψυχῆς καί
νά μᾶς ρίξει στήν πλάνη. Κι αὐτόν τόν μοναχό τόν πλάνεψε, τόν κορόιδεψε
καί ἄν δέν ἐπενέβαινε ὁ Θεός μπορεῖ νά ἔφευγε καί στόν κόσμο ἀκόμα, ὅπως
εἶχε ἀποφασίσει, καί νά ἔχανε τήν ψυχή του.
«Ἕνας Γέρων Ἀσκητής εἶπε ὅτι, καθώς ἐργάζομαι καί κατεβάζω τό ἀδράχτι, πρίν τό ἀνεβάσω, φέρνω μπρός στά μάτια μου τόν θάνατο». Δηλαδή πάρα πολλές φορές τήν ἡμέρα πού ἔκανε αὐτό τό ἐργόχειρο θυμότανε τόν θάνατο. «Ὁ
ἴδιος πάλι εἶπε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κάθε στιγμή φέρνει στόν νοῦ
του τόν θάνατο, θά κατορθώσει νά νικήσει τήν ὀλιγοψυχία»18,
τήν δειλία. Ὁ ὀλιγόψυχος εἶναι ἀκριβῶς αὐτός πού εἶναι δειλός,
διστάζει. Εἶναι ἄνθρωπος πού δέν παίρνει ἀποφάσεις καί δέν προχωράει
ἔτσι ἀποφασιστικά. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος νικάει ὅλη αὐτή τήν κατάσταση, ἐάν
θυμᾶται τόν θάνατο. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου δίνει στόν ἄνθρωπο τήν ὤθηση νά
πάρει ἀποφάσεις, νά προχωρήσει δυναμικά καί νά νικήσει τήν δειλία. Νά
προχωρήσει μέ γενναιότητα στόν πνευματικό ἀγῶνα.
«Ἕνας Γέρων ἔλεγε, ὅτι σέ κάθε ἔργο, πού πρόκειται νά ἐπιτελέσει ὁ
ἄνθρωπος, νά λέγει πρός τόν ἑαυτό του· ἐάν αὐτήν τήν στιγμή μέ
ἐπισκεφθεῖ ὁ Θεός, τί θά γίνει; Πρόσεξε τί θά σοῦ ἀπαντήσει ὁ λογισμός·
ἐάν σέ κατακρίνει γι’ αὐτό πού σκέπτεσαι νά κάνεις, νά τό ἀπορρίψεις
ἀμέσως καί νά ἀναλάβεις τήν πραγματοποίηση ἄλλου, ὥστε μέ θάρρος νά τό
ὁλοκλήρωσεις». Νά ἐξετάζεις δηλαδή, κάθε ἔργο πού κάνεις ἤ πού
σκέφτεσαι νά κάνεις, ἄν τήν ὥρα πού τό κάνεις σ’ ἐπισκεφτεῖ ὁ θάνατος,
ἄν ἔρθει ὁ Θεός ἤ στείλει τόν ἄγγελό Του καί σοῦ πεῖ: πᾶμε... αὐτό πού
κάνεις θά ἀρέσει ἄραγε στόν Χριστό; Κι ἄν σοῦ πεῖ ὁ λογισμός, ὅτι δέν θά
ἀρέσει, νά τό ἀφήσεις ἀμέσως. «Ὁ ἐργάτης τοῦ ἀγαθοῦ καί τῆς ἀρετῆς
θά πρέπει ἀνά πᾶσα στιγμή νά εἶναι ἕτοιμος νά πορευθεῖ πρός τήν ὁδό τῆς
αἰωνιότητος, εἴτε κάθεται εἰς τό κελλί του καί ἐκτελεῖ τό ἐργόχειρό του,
εἴτε βαδίζει εἰς τόν δρόμο. Γι’ αὐτό καί σύ, εἴτε ἐργάζεσαι, εἴτε
βαδίζεις, εἴτε τρώγεις, νά λές πάντοτε εἰς τόν ἑαυτό σου: Ἐάν τώρα δά
μᾶς καλέσει, ὤ ψυχή μου, ὁ Θεός, τί θά γίνει; Πρόσεξε δέ τί θά σοῦ
ἀπαντήσει ἡ συνείδησή σου καί πραγματοποίησε γρήγορα αὐτό πού θά σοῦ
ὑποδείξει»19. Αὐτή τή στιγμή εἶσαι ἕτοιμος;
Αὐτή τήν ἐρώτηση πρέπει νά τήν κάνουμε κάθε στιγμή στόν ἑαυτό μας:
εἶσαι ἕτοιμος νά πᾶς στόν Χριστό τώρα, αὐτή τή στιγμή; Ἔχεις μετανοήσει;
Ἔχεις διορθώσει αὐτά πού πρέπει; Ἔχεις ἐξομολογηθεῖ; Ἔχεις ἐξαλείψει
τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη σου;
«Καί ἐάν θέλεις καί πάλι νά μάθεις ἄν ἔγινε ἔλεος σέ σένα», ἄν πράγματι δηλαδή ὁ Θεός σέ συγχώρεσε, σέ ἐλέησε, «ἐρώτησε
καί πάλι τήν συνείδησή σου καί μή σταματήσεις νά τήν ἐρωτᾶς, «ἕως ὅτου ἡ
καρδία σου δεχθεῖ τήν πληροφορία τῆς Χάριτος καί ἡ συνείδησή σου σοῦ
εἴπη: Πιστεύομεν εἰς τούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁπωσδήποτε θά μᾶς
ἐλεήσει. Πρόσεχε ὅμως τίς κινήσεις τῆς καρδίας σου, μήπως ἡ συνείδησή
σου σοῦ λέγει τόν λόγο μέ κάποιον δισταγμό. Ἐάν δέ ὑπάρχει καί μία τρίχα
δυσπιστίας ὅτι κατέστης ἄξιος τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ, τότε ἀσφαλῶς
βρίσκεται πολύ μακράν ἀπό σέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ»20. Ἄν
ὑπάρχει καί τρίχα δυσπιστίας! Γιατί ἄν κανείς ἔχει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ,
δέν ἔχει ἀμφιβολία. Εἶναι βέβαιος ὅτι τό ἔχει, τό ζεῖ αὐτό πού τοῦ λέει ὁ
λογισμός ὅτι ἔχει. Πρόσεχε, λοιπόν, νά μάθεις καθαρά ἀπό τή συνείδησή
σου ἄν βρῆκες ἔλεος. Πρέπει ἡ συνείδησή σου νά σοῦ τό λέει ἀδίστακτα.
Ἀλλιῶς θά πρέπει νά ψαχτεῖς καί νά ἐξαλείψεις κάποιες ἁμαρτίες πού δέν
ἔχεις ἐξαλείψει γιά νά εὐαρεστήσεις στόν Θεό καί νά ὁλοκληρώσεις τή
μετάνοιά σου.
«Ὁ Ἀββάς Ἀρσένιος, ὅταν ἐπρόκειτο νά ἀποθάνη, μόλις πλησίαζε ἡ ὥρα
τοῦ θανάτου, δάκρυσε· καθώς τόν εἶδον οἱ ἀδελφοί καί πατέρες νά κλαίει,
τοῦ λένε:
-Καί σύ, πάτερ, φοβεῖσαι, τόν θάνατο;». Ἐσύ ὁ Μέγας Ἀρσένιος θά λέγαμε!
-Εἰλικρινῶς σᾶς λέγω, ἀπάντησε ἐκεῖνος, πώς ὁ φόβος πού αἰσθάνομαι τώρα, οὐδέποτε, ἀφ’ ὅτου ἔγινα Μοναχός, μέ ἐγκατέλειψε». Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἔγινα μοναχός εἶχα αὐτόν τόν φόβο... «Μόλις δέ τελείωσε τίς λέξεις αὐτές ἐκοιμήθη»21. Τόν
φόβο τοῦ θανάτου μέ τήν ἔννοια τῆς ἀπολογίας. Φοβόταν τί ἀπολογία θά
δώσει στόν Θεό. Αὐτός ὁ φόβος θά πρέπει νά ὑπάρχει σέ ὅλους μας, νά
σκεφτόμαστε τί θά ποῦμε στόν Θεό κατά τήν φρικτή ἐκείνη ὥρα τῆς Δευτέρας
Παρουσίας. Πόσο ζήσαμε μέ ταπείνωση; Πόσο ζήσαμε μέ ὑπακοή; Πόσο ζήσαμε
μέ ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον;
«Τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ: Ἀδελφέ, νά περιμένεις καθημερινά τόν θάνατό σου
καί νά ἑτοιμάζεσαι γιά τήν πορεία ἐκείνη. Γιατί θά ἔρθει ἡ φοβερή
διαταγή τοῦ θανάτου σέ ὥρα πού δέν θά τό περιμένεις», ξαφνικά, αἰφνίδια. «Ἀλίμονο δέ τότε σέ σένα ἐάν θά εὑρεθεῖς ἀνέτοιμος». Ἕνας, ὅμως, πού σκέφτεται, πού περιμένει κάθε μέρα τόν θάνατο, θά εἶναι ἕτοιμος καί ἐκείνη τήν ὥρα πού θά ἔλθει ἔξαφνα ὁ Κύριος. «Ἄν
δέ συμβαίνει νά εἶσαι ἀκόμα νέος, τότε πολλάκις ὁ ἐχθρός θά βάλει μέσα
στόν νοῦ σου: «τώρα εἶσαι ἀκόμη νέος, ἀπόλαυσε λοιπόν τίς ἡδονές σου καί
ἔχεις καιρό, ὅταν γεράσεις νά μετανοήσεις»22. Αὐτή εἶναι ἡ δαιμονική συμβουλή, πού ἐξαπατάει πολλούς.
«Διότι εἰπέ μου σέ παρακαλῶ, δέν γνωρίζεις, πολλούς καί πού τίς
ἐπίγειες ἡδονές ἠδυνήθησαν νά ἀπολαύσουν καί μετά μέ τή μετάνοια νά
ἐπιτύχουν καί τά οὐράνια ἀγαθά;». Αὐτά τά λέει ὁ διάβολος. Δέν
ξέρεις τόσους καί τόσους, πού καί τά ἐπίγεια ἀπήλαυσαν, τά ἡδονικά, τά
σαρκικά, τίς εὐχαριστήσεις τοῦ κόσμου τούτου καί μετά ἔκαναν καί τήν
μετάνοια καί πῆγαν καί στόν Παράδεισο; «Ἐσύ λοιπόν γιατί θέλεις ἀπό
αὐτή τήν ἡλικία νά καταστρέψεις τήν ὑγεία σου καί τό σῶμα σου; Ὑπάρχει
δέ καί κίνδυνος ν’ ἀρρωστήσεις»23. Βλέπετε, πῶς ὁ διάβολος ὑποκρίνεται τόν φίλο, τόν φιλάνθρωπο!
«Ἐσύ ὅμως ἐναντιώσου στόν ἐχθρό καί νά πεῖς σ’ αὐτόν: «Ὤ Διῶκτα καί
ἐχθρέ τῆς ψυχῆς μας! Πάψε νά μέ συμβουλεύεις τέτοια πράγματα! Γιατί, ἄν
μέ προλάβει ὁ θάνατος στή νεότητά μου καί δέν προφτάσω νά γεράσω, τότε
τί θ᾿ ἀπολογηθῶ ἐμπρός στό φοβερό βῆμα τοῦ Χριστοῦ; Καθημερινά δέ βλέπω
πολλούς νεώτερους νά πεθαίνουν καί πρεσβυτέρους νά ζοῦν σέ βαθύτατο
γῆρας. Τό πότε θά ἐξοφλήσει ὁ ἄνθρωπος τό κοινό χρέος τοῦ θανάτου εἶναι
ἄγνωστο σ’ αὐτόν»24. Σκεφτεῖτε κι ἐσεῖς -ὁ
καθένας μας- πόσους ἀνθρώπους γνωρίσαμε, οἱ ὁποῖοι ἤδη ἔχουν φύγει ἀπό
τή ζωή, ὄχι μόνο ἡλικιωμένοι ἀλλά καί νέοι καί νεότεροι ἀπό μᾶς καί
μικρά παιδιά ἀκόμα. Ἑπομένως, δέν μπορεῖ νά πεῖ ὁ ἄνθρωπος θά ἁμαρτήσω
καί ὅταν θά γεράσω θά μετανοήσω, γιατί πρῶτον δέν ξέρεις ἄν θά γεράσεις
καί δεύτερον, δέν ξέρεις ἄν θά μπορέσεις νά μετανοήσεις, ἄν θά θέλεις νά
μετανοήσεις τότε. Γιατί, ὅσο κανείς ἁμαρτάνει τόσο ἀχρηστεύει τόν ἑαυτό
του, ἀδυνατίζει τή θέλησή του καί προσκολλᾶται στή γῆ, στό χῶμα, στή
σάρκα, καί μαθαίνει ν’ ἀγαπάει τήν βρωμιά, τόν βόρβορο τῶν παθῶν καί
φθάνει κάποια στιγμή νά μή θέλει νά μετανοήσει.
Ὑπάρχει μιά ἀλληγορία μέ ἕναν ἀετό -εἶναι μιά ὡραία εἰκόνα- πού πετοῦσε
πάνω ἀπό ἕνα μεγάλο ποτάμι τῆς Ἀμερικῆς. Αὐτό τό ποτάμι ἐρχόταν ἀπό πάνω
ψηλά, ἀπό τούς πόλους, καί κατέβαζε καί κομμάτια ἀπό πάγο. Εἶχε
ἐντοπίσει ὁ ἀετός πάνω στόν πάγο ἕνα ζῶο ψόφιο καί κατέβηκε καί ἄρχισε
νά τό τρώει μέ τήν ἡσυχία του. Ἤξερε βέβαια ὁ ἀετός ὅτι μετά ἀπό λίγο
αὐτό τό μεγάλο ποτάμι ἔχει καταρράκτη, ἀλλά ἔλεγε μέ τόν λογισμό του,
ὅταν δῶ τόν καταρράκτη θά πετάξω, δέν θά γκρεμιστῶ κι ἐγώ στό χάος.
Ἔτρωγε λοιπόν ἔτσι ἀμέριμνος, ἀλλά ὅταν εἶδε τόν καταρράκτη καί
προσπάθησε νά πετάξει, δέν μποροῦσε νά πετάξει. Τί εἶχε συμβεῖ; Τά νύχια
του εἶχαν μπεῖ μέσα στόν πάγο καί μέσα στίς σάρκες τοῦ ζώου, εἶχαν
παγώσει. Εἶχαν γίνει ἕνα σῶμα ὅλα, εἶχε κολλήσει μέσα στόν πάγο καί μέσα
στίς σάρκες τοῦ ζώου πού ἔτρωγε.
Ἔτσι γίνεται καί ἡ ψυχή πού θεληματικά μένει στήν ἁμαρτία καί λέει ὅτι
κάποια στιγμή θά ξεκολλήσω. Δέν μπορεῖ μετά νά ξεκολλήσει, γιατί ἀκριβῶς
ἀγαπάει τά πάθη, ἀγαπάει τόν βόρβορο καί ἀδυνατίζει ἡ θέληση τοῦ
ἀνθρώπου. Ἐπιπλέον, ἕνας ἄνθρωπος πού σκέφτεται ἔτσι, πορεύεται μέ
πονηρία μπροστά στόν Θεό καί ὁ Θεός δέν εὐλογεῖ ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο καί
δέν ἔχει Χάρη μετά αὐτός ὁ ἄνθρωπος γιά νά μπορέσει νά μετανοήσει
πραγματικά, καί πολλές φορές, μᾶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, παραχωρεῖ ὁ
Θεός αὐτοί οἱ ἄνθρωποι νά μή βροῦν μετάνοια, νά μή βροῦνε χρόνο
μετανοίας. Πεθαίνουν ξαφνικά. Δέν τούς δίνεται εὐκαιρία, ὅπως δίνεται σέ
ἄλλους, λόγου χάρη μέ ἕναν καρκίνο νά ἔχουν χρόνο, ὁπότε μέσα στήν
ἀσθένειά τους, πού κρατάει πολύ, νά συνέλθουν καί νά μετανοήσουν. Ὁ
αἰφνίδιος θάνατος εἶναι κάτι πού δέν τό θέλουμε καί ἡ Ἐκκλησία εὔχεται
νά μᾶς φυλάει ὁ Θεός ἀπό αἰφνίδιο θάνατο. Ἔ, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πού
πορεύονται ἔτσι μέ πονηρία, καί λένε, θά ζήσω τώρα ἔτσι, θά κάνω τή ζωή
μου καί μετά θά μετανοήσω, αὐτοί πολλές φορές ἔχουν αἰφνίδιο θάνατο. Δέν
τούς δίνει ὁ Θεός χρόνο μετανοίας, γιατί πᾶνε μέ πονηρία καί δέν θέλουν
πραγματικά νά μετανοήσουν, δέν ἔχουν ἀγαπήσει πραγματικά τόν Χριστό.
Ἕνας πού ἀγαπάει πραγματικά τόν Χριστό, ἀπό τή στιγμή πού πραγματικά
ἀγαπάει καί πῆρε τήν ἀπόφαση νά ζήσει κατά Χριστόν, σταματάει τήν
ἁμαρτία. Δέν λέει θά ζήσω ἀκόμα λίγο τήν ἁμαρτία καί μετά θά μετανοήσω.
Καθημερινά, λοιπόν, λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, βλέπω πολλούς νά ἀποθνήσκουν. «Ἐάν
λοιπόν μέ προλάβει ὁ θάνατος, θά εἶναι δυνατόν τότε νά πῶ στόν φοβερό
Κριτή ὅτι μέ συνέλαβε ὁ θάνατος ἐνῶ εἶμαι ἀκόμα νέος, γι’ αὐτό, σέ
παρακαλῶ, ἄφησέ με νά μετανοήσω;». Γιατί; Ἐπειδή εἶσαι νέος δηλαδή, δέν πρέπει νά μετανοεῖς; Μόνο οἱ γέροι πρέπει νά μετανοοῦν; «Ἄλλωστε
βλέπω, πῶς ὁ Κύριος δοξάζει αὐτούς πού Τόν ὑπηρετοῦν ἀπό τή νεότητά
τους μέχρι τά γηρατειά τους. Γιατί εἶπε στόν προφήτη Ἱερεμία: «Ἐμνήσθην
ἐλέους νεότητός σου καί ἀγάπης τελειώσεώς σου τοῦ ἐξακολουθεῖν σε ὀπίσω
ἁγίου Ἰσραήλ»25»26. Ἔλαβα
ὑπ’ ὄψιν μου τήν εὐσπλαχνία τῆς νεότητός σου καί τήν ἀγάπη πού εἶχες νά
τελειοποιηθεῖς, τήν προθυμία νά γίνεις ὅπως θέλω Ἐγώ καί νά
ἀκολουθήσεις ὀπίσω ἀπό τόν Ἅγιο τοῦ Ἰσραήλ.
Ἕνας νέος, πού ἀγαπάει τόν Χριστό καί ἀγωνίζεται ἀπό τήν νεότητά του,
βρίσκει μεγάλη παρρησία στόν Θεό καί ἔχει μεγάλο μισθό ἀπό τόν Θεό. «Ἐνῶ
ἀντιθέτως, ἐκεῖνον πού ἐξακολούθησε, ἀπό τή νεότητά του μέχρι τά
γηρατειά του, νά κατευθύνεται ἀπό πλανεμένες καί ἀπατηλές σκέψεις, τόν
ἤλεγξε αὐστηρότατα ὁ προφήτης, καίτοι ἦταν νέος. Καί εἶπε σ’ αὐτόν: «Ἐσύ
πού γύριζες στό κακό, τώρα ἔφτασαν οἱ ἁμαρτίες σου πού διέπραξες
προηγουμένως»27. Γι᾿ αὐτό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα μακαρίζει ἐκείνους πού θά σηκώσουν τόν ζυγό τῆς ἀρετῆς ἀπό τήν νεότητά τους28.
… Φύγε λοιπόν ἀπό κοντά μου, πονηρέ σύμβουλε καί ἐργάτα τῆς ἀνομίας.
Εἴθε ὁ Κύριος καί Θεός μου νά διαλύσει τίς μηχανοραφίες τῆς πονηρίας σου
καί νά ἐλευθερώσει κι ἐμένα μέ τή δύναμη καί τή χάρη Του ἀπό τίς
ἐπιβουλές σου.
Νά ἔχεις, λοιπόν ἀγαπητέ, πάντα στόν νοῦ σου τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου
σου. Ὅταν πρόκειται νά πέσεις στήν ψάθα σου γιά τελευταία φορά καί νά
ψυχορραγεῖς - ἀλίμονο, ποίος φόβος καί τρόμος περισφίγγει τήν ψυχή σου
τήν ὥρα ἐκείνη, καί μάλιστα ἐάν ἡ συνείδησις ἔχει λόγους νά κατηγορήσει
τόν ψυχορραγοῦντα ἄνθρωπο!»29. Φοβερή
ἐκείνη ἡ ὥρα καί μάλιστα ὅταν ἡ συνείδησις εἶναι κατεγνωσμένη καί δέν
εἶναι ἀκατάγνωστος. Δηλαδή ὑπάρχουν κρατούμενα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου
καί χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος ἐξομολόγηση καί μετάνοια.
«Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχει κάνει κάτι καλό σ᾿ αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή, ἄν
δηλαδή γιά χάρη τοῦ Κυρίου ὑπέφερε καί στενοχωρία καί εἰρωνεία καί
ἐξετέλεσε ὅσα εἶναι εὐχάριστα σ᾿ Αὐτόν, τότε μέ πολλή χαρά ὁδηγεῖται ἀπό
τούς ἁγίους ἀγγέλους καί ἀνυψώνεται στούς οὐρανούς. Ὅπως δέ ὁ ἐργάτης
πού κουράστηκε ὅλη τήν ἡμέρα, περιμένει μέ χαρά τή δωδέκατη ὥρα, γιά νά
πληρωθεῖ μετά τόν κόπο καί νά ἀνακουφιστεῖ, ἔτσι ἀκριβῶς καί οἱ ψυχές
τῶν δικαίων ἀναμένουν ἐκείνη τήν ἡμέρα.
Ἀντιθέτως δέ, οἱ ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν διακατέχονται ἀπό πολύ φόβο καί
τρέμουν κατ΄ ἐκείνη τήν ὥρα. Γιατί ὅπως ὁ κατάδικος, πού συνελήφθη ἀπό
τά ὄργανα τῆς ἐξουσίας, ἀγωνιᾶ καί τρέμει καθώς ὁδηγεῖται στό
βασανιστήριο ἐπειδή σκέπτεται τά βασανιστήρια πού θά ὑποστεῖ, ἔτσι
ἀκριβῶς φοβερά τρέμουν καί οἱ ψυχές τῶν ἀδίκων ἐκείνη τήν ὥρα τῆς
κρίσεως, προβλέπωσι τό ἀτελεύτητο βασανιστήριο τοῦ αἰωνίου πυρός ὅπως
καί τίς ὑπόλοιπες καί ἀπέραντες τιμωρίες. Κι ἄν ἀκόμα λέγει πρός
ἐκείνους πού τόν σύρουν βιαίως, «Ἀφῆστε με νά μετανοήσω λίγο», κανείς
πλέον δέν τοῦ δίδει προσοχή, γιατί ὁ καιρός τῆς μετανοίας παρῆλθε». Ὁ καιρός τῆς μετανοίας εἶναι ἡ παροῦσα ζωή, ὅσο ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ, πρίν πεθάνει. «Ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια». «Μᾶλλον
οἱ φοβεροί καί ἀδυσώπητοι συνοδοί του, θά τοῦ ἀπαντοῦν: «Ὅταν εἶχες στή
διάθεσή σου καιρό, δέν μετανοοῦσες, καί τώρα ὑπόσχεσαι πώς θά
μετανοήσεις; Ὅταν ἦταν γιά ὅλους τό στάδιο ἀνοιχτό, δέν ἀγωνιζόσουνα
τούς πνευματικούς ἀγῶνες, καί τώρα, ἀφοῦ ἔκλεισαν ὅλες οἱ πύλες τοῦ
σταδίου καί πέρασε ὁ καιρός τοῦ ἀγῶνα, ἐσύ τώρα θέλεις νά ἀγωνιστεῖς;
Δέν ἄκουσες τί ἔλεγε ὁ Κύριος; Νά εἶστε πάντοτε σέ ἐπιφυλακή, γιατί δέν
γνωρίζετε τήν ἡμέρα οὔτε τήν ὥρα… «Γρηγορεῖτε, ὅτι οὐκ οἴδατε τήν ἡμέραν οὐδέ τήν ὥραν»30.
Αὐτά καί τά παρόμοια νά σκέπτεσαι, ἀγαπητέ μου, καί ν᾿ ἀγωνίζεσαι ἕως
ὅτου ἔχεις καιρό. Νά διατηρεῖς δέ πάντοτε ἄσβεστη τή λαμπάδα τῆς ψυχῆς
σου μέ τήν ἐργασία τῶν ἀρετῶν, ὥστε, ὅταν ἔλθει ὁ Νυμφίος, νά βρεθεῖς
ἕτοιμος καί νά εἰσέλθεις μαζί μ’ Αὐτόν στόν νυφικό θάλαμο τῶν οὐρανῶν,
μαζί μέ τίς ὑπόλοιπες παρθένες ψυχές, πού πολιτεύτηκαν στήν παροῦσα ζωή
σύμφωνα μέ τό ἅγιο θέλημα Ἐκείνου»31. Ἐδῶ
μᾶς θυμίζει καί τήν παραβολή μέ τῶν δέκα παρθένων. Ἔτσι ἡ ψυχή, ἡ ὁποία
ζεῖ κατά Θεόν, μοιάζει μέ τίς πέντε φρόνιμες παρθένες καί ἀξιώνεται νά
μπεῖ μαζί μέ τόν Νυμφίο μέσα στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
«Τοῦ ἀββά Ἡσαΐου: τρία πράγματα εἶναι πού δύσκολα ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος
καί αὐτά τά τρία τόν βοηθοῦν νά διατηρήσει στήν ψυχή του ὅλες τίς
ἀρετές»32. Ὄχι νά τίς ἀποκτήσει, νά τίς φυλάξει. Γιατί κανείς μπορεῖ ν΄ ἀποκτήσει κάποιες ἀρετές ἀλλά νά τίς χάσει.
- Τί εἶναι αὐτό πού μᾶς κάνει νά φυλᾶμε τίς ἀρετές;
Ὅπως ἔλεγαν καί οἱ ἀρχαῖοι: «Χαλεπώτερον τό φυλάττειν τοῦ κτήσασθαι».
Εἶναι πιό δύσκολο νά φυλάξεις αὐτό πού ἀπέκτησες παρά νά τό ἀποκτήσεις.
Τρία πράγματα βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο νά φυλάξει τίς ἀρετές: «τό πένθος, τά δάκρυα γιά τίς ἁμαρτίες του καί ἡ διαρκής ἐνθύμηση τοῦ θανάτου»33. Νά
προσέχει ὁ ἄνθρωπος νά μήν ὑπερηφανευτεῖ, γιατί μπορεῖ νά ξεκινήσει
καλά, νά πάρει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί μετά νά μεθύσει κατά κάποιο τρόπο μέ
μία μέθη ὄχι πνευματική ἀλλά κοσμική, νά χαρεῖ κοσμικά, καί νά
ὑπερηφανευτεῖ. Ὁπότε τότε, χάνει τήν μετάνοια, χάνει τό πένθος, χάνει τά
δάκρυα, χάνει τήν ἐνθύμηση τοῦ θανάτου καί ὁ ἄνθρωπος βλάπτεται πάρα
πολύ καί κινδυνεύει καί ἡ σωτηρία του, γιατί ἀπό τήν ὑπερηφάνεια μετά ὁ
ἄνθρωπος μπορεῖ νά φτάσει μέχρι τήν τρέλα, τήν σχιζοφρένεια καί νά χάσει
τά μυαλά του. Τό λέει αὐτό ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ξεκινάει
κανείς ἀπ’ τήν κενοδοξία, κι ἄν δέν τήν χαλιναγωγήσει, προχωράει στήν
ὑπερηφάνεια καί μετά στήν ἔκσταση τῶν φρενῶν. Γι’ αὐτό βλέπουμε σήμερα
πολλούς ἀνθρώπους ψυχοπαθεῖς, οἱ ὁποῖοι παθαίνουν αὐτό τό πράγμα, γιατί
δέν χαλιναγωγοῦν τήν ὑπερηφάνειά τους.
- Θέλεις νά φυλάξεις λοιπόν τίς ἀρετές;
Τρία πράγματα, τό πένθος, τά δάκρυα γιά τίς ἁμαρτίες καί ἡ διαρκής ἐνθύμηση τοῦ θανάτου θά σέ βοηθήσουν. «Ἐκεῖνοι
πού καθημερινά σκέφτονται τόν θάνατο καί λένε στόν ἑαυτό τους, "Μόνο
σήμερα ἔχω νά ζήσω σ' αὐτόν τόν μάταιο κόσμο", αὐτοί ποτέ δέν θ'
ἁμαρτήσουν μπροστά στόν Θεό. Ἀντιθέτως, αὐτός πού ἐλπίζει πώς θά ζήσει
πολλά χρόνια, θά πέσει σέ πολλές ἁμαρτίες»34, γιατί
τοῦ λέει ὁ λογισμός ἔχεις πολύ καιρό ἀκόμα γιά νά διορθωθεῖς. Ἐνῶ ὁ
ἄλλος πού λέει, δέν ἔχω καιρό, μόνο τό σήμερα μοῦ ἔμεινε… αὐτός
σκέφτεται σωστά.
«Ἐκεῖνον πού ἔχει στόν νοῦ του τό φοβερό κριτήριο καί ἑτοιμάζεται νά
λογοδοτήσει γιά ὅλες τίς πράξεις του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καί ὁ Θεός
φροντίζει νά καθαρίζει τόν δρόμο τῆς ζωῆς του ἀπό τίς ἁμαρτίες». Ὅποιος σκέφτεται τήν κρίση καί τό πῶς καί τί θά ἀπολογηθεῖ, αὐτόν ὁ Θεός τόν βοηθάει νά καθαριστεῖ, ἐνῶ «ἐκεῖνος πού ἀδιαφορεῖ καί λέει, "ἔχω καιρό ἕως ὅτου φτάσω σ’ ἐκείνη τήν ὥρα", αὐτός συγκατοικεῖ μέ τούς πονηρούς.
Πρίν φτάσεις στήν καθημερινή σου ἐργασία, νά θυμᾶσαι σέ ποιά ψυχική
κατάσταση βρίσκεσαι καί ποῦ πρόκειται νά μεταβεῖς ὅταν θά ἐξέλθεις ἀπό
τό φθαρτό καί πρόσκαιρο σῶμα. Καί μήν ἀμελήσεις οὔτε μία μέρα γιά τήν
ψυχή σου. Πρόσεχε συνεχῶς ὥστε νά θυμᾶσαι διαρκῶς τό τέλος σου καί νά
ἔχεις μπροστά στά μάτια σου τόν θάνατο, τήν αἰώνια κόλαση, καθώς καί
ἐκείνους πού βασανίζονται καί ὑποφέρουν ἐκεῖ. Νά λογαριάζεις τόν ἑαυτό
σου ὄχι σάν ζώντα ἀλλά σάν ἕναν ἀπό ἐκείνους πού φλογίζονται στήν αἰώνια
κόλαση»35.
Βλέπετε πῶς ὅλα αὐτά εἶναι διδαγμένα ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί ἀκριβῶς
τά ἴδια πράγματα πού λέει ὁ ἀββάς Ἡσαΐας τά λέει καί ἕνας σύγχρονος
ἅγιος τοῦ 20ου αἰῶνος ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης. Ὁ Ἅγιος
εἶχε ἐμπειρία - Θεοαποκάλυψη, εἶδε τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος τοῦ εἶπε ὅτι θά
πρέπει νά γίνεις ταπεινός καί παθαίνεις αὐτά πού παθαίνεις -εἶχε
πειρασμούς φοβερούς ἀπό τούς δαίμονες- γιατί αὐτά παθαίνουν οἱ
ὑπερήφανοι. Κι ὅταν ρώτησε ὁ Ἅγιος Σιλουανός τόν Χριστό, «Πῶς θά γίνω
ταπεινός;», τοῦ εἶπε ὁ Χριστός «Κράτα τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μήν
ἀπελπίζεσαι». Βλέπουμε κι ἐδῶ τόν ἀββά Ἡσαΐα πού λέει τό ἴδιο πράγμα,
πρόσεχε συνεχῶς, νά ἐνθυμῆσαι διαρκῶς τό τέλος σου καί νά ἔχεις μπροστά
στά μάτια σου τόν θάνατο, τήν αἰώνια κόλαση, τόν Ἅδη δηλαδή, καθώς κι
ἐκείνους πού βασανίζονται καί ὑποφέρουν ἐκεῖ. Νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου
σάν ἕναν ἀπό τούς κολασμένους, αὐτό σημαίνει «Κράτα τόν νοῦ σου στόν Ἅδη
καί μήν ἀπελπίζεσαι». Γιατί καί στόν Ἅδη εἶναι ὁ Χριστός καί ἐφόσον ἐσύ
μετανοεῖς, θά σέ πάρει ὁ Χριστός ἀπό ἐκεῖ.
«Ἀλίμονο σέ μᾶς! Γιατί, ἐνῶ πρόκειται νά φύγουμε ἀπό αὐτόν τόν κόσμο,
στόν ὁποῖο ὡς προσωρινοί καί πρόσκαιροι κατοικοῦμε, δεσμευόμαστε μέ
πολυχρόνιες φροντίδες γιά γήινα καί φθαρτά πράγματα. Ὅταν δέ ἔλθει ἡ
στιγμή τοῦ ἀπαραίτητου καί χωρίς ἐπιστροφή ταξιδιοῦ μας ἀπό τόν κόσμο
αὐτό, τότε δέν θά μπορέσουμε οὔτε ἕνα πράγμα νά κρατήσουμε ἀπ’ ὅσα
προσπαθήσαμε νά ἐξουσιάσουμε»36. Δενόμαστε
μέ χίλιες δυό φροντίδες, δανειζόμαστε, ἀγοράζουμε, πουλᾶμε, συμφωνοῦμε,
ὑπογράφουμε διάφορα… λές καί θά μείνουμε ἐδῶ αἰώνια. Ἔρχεται κάποια
στιγμή καί δέν μπορεῖς τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά νά ἀπαιτήσεις, τίποτε νά
πάρεις μαζί σου, τίποτε νά ἐξουσιάσεις.
«Ἀλίμονο σέ μᾶς λοιπόν! Γιατί, ἐνῶ εἶναι βέβαιο ὅτι θά λογοδοτήσουμε
ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Δικαστοῦ γιά ὅλες τίς πράξεις τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας,
γιά ἀργολογία, γιά πονηρούς καί ἀκάθαρτους λογισμούς τῆς ψυχῆς,
ἐντούτοις περνᾶμε ὅλο τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας σάν ἀνεύθυνοι καί
ἀδιαφοροῦμε γιά τίς ψυχές μας»37, σάν νά μήν πρόκειται νά δώσουμε λόγο γιά τίς πράξεις μας.
«Γι' αὐτή τήν ἀδιαφορία μας μᾶς περιμένει ἐκεῖ τό ἄσβεστο πῦρ τῆς
γεέννης καί τό πῦρ τό ἐξώτερο, ὁ ἀκοίμητος σκώληξ, ὁ βρυγμός καί ὁ
τριγμός τῶν ὀδόντων καί προπαντός ἡ ντροπή ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων καί τῶν
ἀνθρώπων καί ὅλης τῆς κτίσεως.
Ἀλίμονο σέ μᾶς! Γιατί ἐνῶ δέν ὑποφέρουμε τά κεντρίσματα καί τά
δαγκώματα ἀπό τούς ψύλλους, τίς κόνιδες, τίς ψεῖρες, τίς μύγες καί τά
κουνούπια, ἐντούτοις ἀνεχόμαστε ἀδιαμαρτύρητα νά μᾶς καταπληγώνει ἀπό
παντοῦ καί νά μᾶς δαγκώνει μέ τά θανατηφόρα κεντρίσματα τοῦ θανάτου καί
σάν εἶδος ροφήματος νά μᾶς καταπίνει χωρίς νά φροντίζουμε νά τόν
ἀποφύγουμε καί νά θελήσουμε νά ἀντιδράσουμε στίς ἐπιθέσεις του. Πῶς ὅμως
τότε, ἀφοῦ τώρα δέν καταβάλλουμε καμιά προσπάθεια γιά τή σωτηρία μας,
θά μπορέσουμε νά ὑποφέρουμε τίς φοβερές καί ἀτελεύτητες τιμωρίες;»38. Ἄς
θυμόμαστε, λοιπόν, κι ἐδῶ ἀπό τόν ἀββά Ἡσαΐα αὐτά τά τρία πράγματα πού
μᾶς φυλᾶνε καί διαφυλάττουν τήν κατάστασή μας τήν πνευματική καί
διαφυλάττουν καί τίς ἀρετές: τό κατά Θεόν πένθος γιά τίς ἁμαρτίες μας,
τά δάκρυα γιά τίς ἁμαρτίες μας καί ἠ διαρκής μνήμη τοῦ θανάτου.
Στό Γεροντικό: «ὁ
ἀββάς Εὐάγριος εἶπε: νά ἐνθυμῆσαι πάντα τήν αἰώνια κρίση καί νά μήν
ξεχνᾷς ὅτι θά πεθάνεις. Νά εἶσαι δέ τότε βέβαιος ὅτι δέν θά ἁμαρτήσεις»39, ὅταν
θυμᾶσαι συνεχῶς τήν κρίση καί τόν θάνατο. Οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι χτυπᾶνε
ξύλα καί ἀποστρέφονται καί τή λέξη ἀκόμα, καί σοῦ λένε, μή μιλᾶς γιά
αὐτό τό πράγμα, γιά ἄλλα νά μιλᾶς… Εἶναι καί κάτι γριές «μοντέρνες», πού
λένε, ἐδῶ δέν θά λές ποτέ γιά θάνατο, μόνο γιά βαφτίσια, γιά γάμους καί
τέτοια πράγματα. Κι ἄν λές μόνο γι΄ αὐτά, θά φύγει ὁ θάνατος καί θά
γλιτώσουμε! Τόσο γελοῖοι εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι! Ἐνῶ τό πιό βέβαιο πράγμα
στή ζωή μας εἶναι ἀκριβῶς αὐτό, κι ἄν θέλεις νά μήν ἁμαρτάνεις, πρέπει
νά σκέφτεσαι αὐτό τό πράγμα. Γιατί δέν ἤρθαμε νά μείνουμε ἐδῶ μόνιμα.
Ἤρθαμε νά ἑτοιμαστοῦμε γιά νά πεθάνουμε καί νά γίνει ὁ θάνατος μία
γέννηση στήν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
«Ἕνας
Γέροντας εἶπε: καθώς κάθεσαι στό κελλί σου, φρόντιζε νά συγκεντρώνεις
τόν νοῦ σου καί νά σκέφτεσαι τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου σου. Βλέπε ὅτι τό
σῶμα χωρίς τήν ψυχή θά εἶναι νεκρό καί ἄχρηστο καί σκέψου τήν ὀδύνη τοῦ
χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα»40. Γιατί
πράγματι, ἐκεῖνο πού δίνει ζωή στό σῶμα, εἶναι ἡ ψυχή. Ὅταν λοιπόν
φύγει ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα -καί αὐτό εἶναι ὁ θάνατος- τότε ὁ ἄνθρωπος
σωριάζεται σάν ἕνα ἄδειο σακί.
«Πρόσεξε
καλά τήν ματαιότητα πού βασιλεύει στόν κόσμο αὐτό καί ἐνθυμήσου τίς
τιμωρίες τοῦ ἅδου. Φέρε στόν νοῦ σου, πῶς ἄραγε εἶναι ἐκεῖ κάτω οἱ ψυχές
τῶν κολασμένων, σέ ποιά πικροτάτη σιωπή βρίσκονται ἤ πόσο φοβερά καί
ἀξιολύπητα στενάζουν, πόσο πολύ φοβοῦνται καί τρέμουν περιμένοντας
διαρκῶς τήν ἀσταμάτητη ὀδύνη καί τήν τελειωτική Κρίση τῆς Δευτέρας
Παρουσίας»41. Νά θυμᾶσαι τήν κατάσταση τῶν κολασμένων.
Λέει
στό Γεροντικό τό πολύ συγκλονιστικό περιστατικό πού εἶδε καί ἔζησε ὁ
Ἅγιος Μακάριος, πού βρῆκε στήν ἔρημο ἕνα κρανίο καί τό ρώτησε «ποιός
εἶσαι ἐσύ;» καί εἶπε «ἤμουν ἱερέας τῶν εἰδώλων καί τώρα εἶμαι στήν
κόλαση καί εἴμαστε δεμένοι πλάτη μέ πλάτη οἱ κολασμένοι καί ἔτσι δέν
βλέπουμε ὁ ἕνας τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου». Δηλαδή ἡ κόλαση εἶναι μία φοβερή
μοναξιά, μιά πλήρης ἀκοινωνησία, ὁ ἕνας δέν βλέπει τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου.
Καί αὐτή ἡ βάσανος εἶναι ἡ χειρότερη ἀπό ὅλες, γιατί δέν εἶναι
ἀκοινωνησία μόνο μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά προπάντων εἶναι ἀκοινωνησία
μέ τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ ζωή, τό φῶς, ἡ ἀλήθεια, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη, ἡ
μακαριότητα, ὅ,τι καλό. Ὅταν λοιπόν δέν ἔχεις κοινωνία μέ τό πᾶν, τό
κάθε καλό, πού εἶναι ὁ Χριστός, τί ποιό φοβερό μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀπ’
αὐτό; Σημαίνει ὅτι εἶσαι στά ἀκριβῶς ἀντίθετα. Εἶσαι στό σκοτάδι, εἶσαι
στή θλίψη, εἶσαι στήν ἀπελπισία, εἶσαι στήν ταραχή καί στήν ἀγωνία.
Ἐκτός
ἀπ’ αὐτά, ζωγράφισε μέσα σου τήν ἡμέρα τῆς κοινῆς Ἀναστάσεως, ὅταν ὅλοι
θά παρουσιαστοῦμε μπροστά στό βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Φέρε στόν νοῦ σου τήν
εἰκόνα ἐκείνου τοῦ φοβεροῦ καί φρικτοῦ κριτηρίου, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου οἱ
ἁμαρτωλοί θά δοκιμάσουν αἰώνια ντροπή εὑρισκόμενοι μπροστά στόν Θεό καί
τούς ἐκλεκτούς Του ἀγγέλους, ὡς καί ὅλων τῶν ἀνθρώπων πού ἔζησαν ἀπό τήν
ἀρχή τοῦ κόσμου μέχρι τήν συντέλειά του»42. Αὐτή
θά εἶναι ἡ φοβερή ντροπή. Ὄχι μόνο μπροστά στούς ἀγγέλους καί στόν Θεό
θά εἶσαι, ἀλλά καί μπροστά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων.
«Μετά
τήν ντροπή αὐτή θά ἀκολουθήσουν οἱ: ἀνυπόφορη καί ἀσταμάτητη τιμωρία
τῆς κολάσεως, τό ἄσβεστο πῦρ τῆς γεέννης, ὁ παντοτινός σκώληκας, ὁ
βρυγμός τῶν ὀδόντων, τό σκότος τό ἐξώτερον, ὁ τάρταρος καί τά ὑπόλοιπα
ἀναρίθμητα βασανιστήρια ὅσα ἀναμένουν τούς ἁμαρτωλούς. Φέρε ἐπίσης στόν
νοῦ σου τήν εἰκόνα τῶν δικαίων τῶν ὁποίων ἡ λαμπρότης θά νικᾶ καί αὐτόν
τόν ἥλιο. Σκέψου πώς οἱ δίκαιοι τότε θά συμβασιλεύουν αἰωνίως μετά τοῦ
Χριστοῦ καί θά μετέχουν μαζί Του τῆς ὑπερτέρας παντός λόγου δόξης καί
μαζί μέ τά ἐπουράνια τάγματα θά ψάλλουν πρός τόν Κύριο τῆς δόξης τόν
ἐπινίκιο ὕμνο. Οἱ εὐλογημένοι αὐτοί ἄνθρωποι πού εὐηρέστησαν διά τῶν
πνευματικῶν τους ἀγώνων ἐπάνω στή γῆ τόν Κύριο, θά ἀπολαμβάνουν
ἀτελευτήτως τῶν αἰωνίων, ἐπουρανίων ἀγαθῶν. Θά ζοῦν τήν τρισευτυχισμένη
ἐκείνη ζωή καί δέν θά φοβοῦνται καθόλου μήπως στερηθοῦν τήν ἀνέκφραστη
χαρά τῶν οὐρανῶν ἤ μήπως σταματήσει ἡ πανευφρόσυνη ἀγαλλίασίς τους.
Γιατί, ὅπως λέγει, ἀπό κεῖ ἔφυγε κάθε πόνος, κάθε λύπη, κάθε στεναγμός.
Θά ἔχουν λοιπόν οἱ δίκαιοι αἰώνια τήν εὐφροσύνη, ἀκατάπαυστη τήν ἑορτή
καί θά κατέχουν ἀσφαλισμένα τά ἀγαθά ἐκεῖνα χωρίς κανείς νά δύναται νά
τούς τά πάρει»43. Ἐνῶ
ἐδῶ στή γῆ τά ἐπίγεια ἀγαθά εἶναι πάντοτε ἐπιβουλευόμενα ἀπό τούς
κλέφτες καί ὅποιος στηρίζει τήν εὐτυχία του σ’ αὐτά πολλές φορές
βρίσκεται χωρίς αὐτά καί χάνει καί τήν ὑποτιθέμενη εὐτυχία του. Ἀλλά
ἐκεῖνος πού θησαυρίζει τά αἰώνια ἀγαθά δέν πρόκειται νά τά χάσει ποτέ
καί δέν μπορεῖ κανείς νά τοῦ τά κλέψει.
«Αὐτά
νά σκέφτεσαι συνεχῶς. Αὐτά ἀκατάπαυστα νά μελετᾶς καί φρόντισε, ὅσο
μπορεῖς, τίς μέν μετά θάνατον συμφορές τῶν ἁμαρτωλῶν πού ἀνέφερα
προηγουμένως νά ἀποφύγεις, τήν δέ εὐτυχία καί τά ἀγαθά πού ἔχουν
ἑτοιμαστεῖ γιά τούς δικαίους νά τά ἀπολαύσεις. Ὅταν σ’ αὐτές τίς σκέψεις
καί τίς εἰκόνες κινεῖται ὁ νοῦ σου, τότε ἀσφαλῶς καί τούς πονηρούς
λογισμούς θά ἀποφύγεις, έάν ὁ νοῦς σου ἐνοχλεῖται ἀπ’ αὐτούς»44. Μέ
τήν μνήμη αὐτή δηλαδή ἀφενός μέν τῆς αἰωνίου κολάσεως, ἀφετέρου δέ τῆς
μνήμης τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ξεπεράσει καί τούς πονηρούς
λογισμούς καί τά πάθη του καί νά ζεῖ μιά ζωή παραδεισένια ἀπ’ αὐτόν ἐδῶ
τόν χρόνο. Γιατί καί ἡ παροῦσα ζωή δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά μιά
πρόγευση εἴτε τῆς αἰώνιας κόλασης εἴτε τῆς αἰώνιας ζωῆς ἀνάλογα μέ τό
πῶς ζεῖ κανείς.
«Ὁ
ἀββάς Ἠλίας εἶπε: ἐγώ τρία πράγματα φοβᾶμαι πάντα: τήν στιγμή πού θά
βγαίνει ἡ ψυχή μου ἀπό τό σῶμα, τήν στιγμή πού θά συναντήσω τόν Θεό ὡς
φοβερό Κριτή, καί τήν στιγμή πού ὁ φοβερός Κριτής θά ἐκδόσει τήν
καταδικαστική γιά μένα ἀπόφασή Του»45.
Ἄς
σταματήσουμε ἐδῶ, γιατί συμπληρώθηκε ἡ ὥρα. Πάντως νομίζω τό μήνυμα τό
πήραμε καί ἀπό τήν ὑπόθεση τήν προηγούμενη περί μετανοίας, ὅτι δέν θά
πρέπει νά δειλιάζουμε οὔτε νά ραθυμοῦμε οὔτε νά ἀμελοῦμε, ὅσο πολλές κι
ἄν εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας, ὅσο μεγάλες κι ἄν εἶναι, κι ὅσο ἀδύναμοι κι ἄν
εἴμαστε, ἀλλά νά μπαίνουμε στόν κόπο τόν μικρό, τόν λίγο, τόν
καθημερινό καί σιγά-σιγά νά καθαρίζουμε τήν ψυχή μας. Λίγο τή μία μέρα,
λίγο τήν ἄλλη, σιγά-σιγά θά καραρισθοῦμε ἀπ’ τά πάθη μας. Καί τό ἄλλο,
τό πόσο σημαντικό εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά θυμᾶται κάθε στιμγή τόν θάνατο.
Εἶχα ἀκούσει ἕναν Γέροντα πολύ σπουδαῖο, Ρουμάνο, τόν π. Κλεόπα πού
κοιμήθηκε πρόσφατα, πού ἔλεγε, καί μάλιστα πολύ δυνατά: «θάνατος,
θάνατος, θάνατος». Τρεῖς φορές τό ἔλεγε. Νά θυμᾶσαι κάθε στιγμή τόν
θάνατο καί νά εἶσαι ἀποφασισμένος κι ἐσύ νά νεκρωθεῖς ὡς πρός τά πάθη.
Νά πεθάνεις πρίν πεθάνεις, γιά νά μήν πεθάνεις ὅταν πεθάνεις. Κι ὅταν
θυμᾶσαι τόν θάνατο καί ἀγαπήσεις αὐτή τήν ζωηφόρο νέκρωση, τήν ζωοποιό
νέκρωση, τήν νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τότε ὁ Θεός σίγουρα θά σοῦ τή
δώσει, ἐφόσον τόσο πολύ τό ἐπιθυμεῖς καί θά ἀπολαύσεις αὐτή τήν ἄνεση
πού ἀπολαμβάνει ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἀκατάγνωστη συνείδηση, πού δέν τόν
ταράζει, δέν τόν κατηγορεῖ γιά τίποτα ἡ συνείδησή του.
Αὐτά
ἤθελα νά πῶ σήμερα στήν ἀγάπη σας. Ἄν θέλετε νά ρωτήσετε κάτι πάνω σ’
αὐτά, ἔχουμε λίγο χρόνο. Βλέπετε οἱ Ἅγιοι πόσο θεραπευτικά μᾶς διδάσκουν
μέσα ἀπό τά πράγματα καί μᾶς δίνουν θεραπευτικότατες συμβουλές. Ὅπως
αὐτά τοῦ ἀββά Ἀντωνίου, πού λέει ὅτι κάθε μέρα νά σκέφτεσαι ὅτι δέν
ξύπνησες ἤ ὅτι δέν θά ξυπνήσεις, ὅτι εἶναι ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς
σου, ὁπότε θά ἀποφύγεις τήν ἁμαρτία, θά ἀποφύγεις νά δώσεις τροφή στά
πάθη καί στόν διάβολο.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : ………………………..
Ἀπ. : Σιγά-σιγά
ὅταν τό σκεφτόμαστε, θά ἀρχίσουμε νά τό αἰσθανόμαστε. Ὅ,τι σκέφτεται ὁ
ἄνθρωπος, τό αἰσθάνεται καί τό ἀγαπάει κιόλας. Λέμε, ἄς ποῦμε, γιά τόν
Θεό, δέν Τόν ἀγαπάω τόν Θεό, δέν τό αἰσθάνομαι… Ἄρχισε νά Τόν θυμᾶσαι,
ἄρχισε νά Τόν μνημονεύεις, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με, Χριστέ μου
βοήθησέ με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ συγχώρεσέ με. Ἄν τό λές αὐτό λοιπόν
συνέχεια, θά δεῖς ὅτι μέσα σου θά ἀρχίσει νά ἀνατέλλει μία ἀγάπη πρός
τόν Χριστό. Ἀπό τήν μνήμη, ἀπό τήν ἐνθύμηση τοῦ πράγματος, ἀγαποῦμε αὐτό
τό πράγμα. Σιγά-σιγά τό ἀγαποῦμε. Καί ὅ,τι κανείς δέν θυμᾶται, τό
ξεχνάει. Τό λέει καί ὁ λαός αὐτό. Ὅταν συνεχῶς θυμόμαστε τόν Χριστό,
σιγά-σιγά Τόν ἀγαπᾶμε καί ὅσο Τόν θυμόμαστε τόσο καί πιό πολύ Τόν
ἀγαπᾶμε. Ὅσο καλλιεργοῦμε αὐτούς τούς καλούς λογισμούς, πού μᾶς λένε οἱ
ἅγιοι Πατέρες, καί θυμόμαστε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀγαπᾶμε τήν Βασιλεία
τοῦ Θεοῦ καί ποθοῦμε νά πᾶμε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Βλέπετε,
οἱ ἄνθρωποι γιατί δέν πᾶνε πρός τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία; Γιατί ὁ
νοῦς τους δέν εἶναι συνέχεια σ’ αὐτά. Ποῦ εἶναι; Στά γήινα. Καί ἐπειδή ὀ
νοῦς τους εἶναι συνέχεια στά γήινα, αὐτά καί ἀγαπᾶνε καί ἔχουν ὅλη τήν
ἐλπίδα τους σ’ αὐτά, στά χρήματα, στά ἀγαθά τά διάφορα, τά τεχνολογικά
ἀγαθά πού ἔχουμε ἄφθονα στίς μέρες μας, στίς ἀνέσεις, στά αὐτοκίνητα..
Ἐπειδή ὁ νοῦς τους εἶναι σ’ αὐτά, αὐτά καί ἀγαπᾶνε καί μπορεῖ νά
σκοτώσουν ἀκόμα καί τό παιδί τους, ἄν τούς γρατσουνίσει τό αὐτοκίνητο!
Ἔχουμε καί τέτοια τραγικά πράγματα… Γιατί πλέον ὁ ἄνθρωπος γίνεται
ζωώδης, κτηνώδης, ὑλιστής, εἰδωλολάτρης καί ἔχει δώσει ὅλη τήν καρδιά
του σ’ αὐτά πού σκέφτεται συνέχεια. Ἄν τώρα ὁ ἄνθρωπος ἀρχίσει νά
σκέφτεται τόν Χριστό, τούς Ἁγίους, τήν Παναγία, τόν Παράδεισο, τήν
κατάσταση στήν ὁποία βρίσκονται οἱ δίκαιοι, τό τί ζοῦνε οἱ ἄνθρωποι τοῦ
Θεοῦ οἱ Ἅγιοι... Πῶς εἶναι οἱ Ἅγιοι τώρα ἐκεῖ πού εἶναι, στόν Παράδεισο;
Πῶς θά εἴμαστε ὅλοι στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ὅταν ἀρχίσεις καί σκέφτεσαι
αὐτά καί ὁ νοῦς σου εἶναι συνέχεια σ’ αὐτά, μετά θά δημιουργηθεῖ μέσα
σου ἕνας πόθος νά πᾶς ἐκεῖ, νά τά ζήσεις αὐτά τά πράγματα τά τόσο ὡραῖα
καί πλέον ξεκολλᾶς ἀπό τά γήινα καί ἀρχίζεις ν’ ἀποκτᾶς καί κάποια
ἐμπειρία, γιατί ἔρχεται καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί σέ βοηθάει καί ἀρχίζεις
λίγο νά τά δοκιμάζεις, νά τά γεύεσαι αὐτά πού σκέφτεσαι. Καί μετά, λέει
ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, αὐτός πού θά γευτεῖ λίγο τά οὐράνια, πολύ
εὔκολα καταφρονεῖ τά ἐπίγεια. «Ὁ γευσάμενος τῶν ἄνω, εὐχερῶς τῶν κάτω
καταφρονεῖ, ὁ δέ τούτων ἄγευστος, ἐπί κτήμασιν τέρπεται»46.
Ὅταν κανείς εἶναι ἄγευστος τῶν οὐρανίων, τότε χαίρεται μέ τά
ἀποκτήματα, μέ τά χρήματα, μέ τά σπίτια, μέ τά χωράφια, μέ τά
αὐτοκίνητα, μέ τά κομπιούτερ, μέ τά ὑλικά ἀγαθά, γιατί εἶναι ἄγευστος
τῶν πραγματικῶν ἀγαθῶν, τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.
Ὁπότε
ἄς τά θυμόμαστε ὅλα αὐτά, ἄς κάνουμε προσπάθεια καί σιγά-σιγά θά
ἀρχίσουμε καί νά τά αἰσθανόμαστε καί νά τ’ ἀγαπᾶμε καί νά τά ποθοῦμε.
Ἀπό τήν ἄλλη, ἄν θυμόμαστε καί τήν κόλαση καί τά αἰώνια βάσανα, μετά θά
μισήσουμε καί τά ἔργα τοῦ διαβόλου, τά ὁποῖα μᾶς πᾶνε ἐκεῖ, καί θά λέμε,
Θεέ μου, φύλαξέ με νά μήν πάω σ’ αὐτή τήν τρομερή κατάσταση. Θά
συγκρατοῦμε τόν ἑαυτό μας, γιατί θά ἀποκτήσουμε καί αἴσθηση τῆς
κολάσεως. Αὐτό πού ἔλεγε ὁ Θεός στόν Ἅγιο Σιλουανό «κράτα τόν νοῦ σου
στόν Ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι». Ὅσο σκέφτεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὑπάρχει
αἰώνια κόλαση, ὑπάρχει αἰώνιος βασανισμός, ὑπάρχει αἰώνια καταδίκη,
αἰώνιο σκοτάδι, αἰώνια ἀμεθεξία τοῦ φωτός - τῆς χάριτος, αἰώνια
ἀποξένωση ἀπό ὅλους, Θεό καί ἀνθρώπους, φρίττει καί λέει, Θεέ μου
γλίτωσέ με, καί ἐπιστρατεύει ὅλες του τίς δυνάμεις γιά νά διορθωθεῖ, νά
μετανοήσει. Νά πόσο πολύ μᾶς βοηθᾶνε ὅλα αὐτά πού μᾶς διδάσκουν οἱ
Ἅγιοι.
Ἐρ. : Εὐλογεῖτε
π. Σάββα. Ἐγώ αὐτό πού δέν μπορῶ νά καταλάβω εἶναι ὅτι ὅταν ἕνας
ἄνθρωπος πλησιάζει περισσότερο τόν Θεό, Τόν ἀγαπάει περισσότερο, ὁπότε
παύει νά ἔχει καί φόβο θανάτου…. Ἡ λέξη φόβος εἶναι σεβασμός θά ἔλεγα…
Τό νά μή συναντήσω αὐτόν πού ἀγαπῶ τελικά…
Ἀπ. : «Ἡ ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον»47,
λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ὅσο κανείς προχωράει στήν ἀγάπη πρός
τόν Θεό, τόσο δέν φοβᾶται τόν Θεό. Δέν φοβᾶται τόν θάνατο, τήν κόλαση
καί τόν διάβολο, ὅπως τά ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Ἀλλά ἐπειδή
εἴμαστε ἀρχάριοι ἐμεῖς καί ὁ Εὐεργετινός εἶναι τώρα στήν ἀρχή, στίς
πρῶτες ὑποθέσεις τοῦ πρώτου τόμου, μᾶς λέει αὐτά τά μαθήματα πού εἶναι
γιά τούς ἀρχάριους. Τώρα, μακάρι νά πᾶμε σέ πιό μεγάλα μαθήματα καί πιό
ὑψηλά καί νά ξεπεράσουμε αὐτόν τόν φόβο.
Ὅμως
πάντοτε πρέπει νά ξέρετε νά τόν νιώθουμε. Βλέπετε ἐδῶ τόν Ἅγιο Ἀρσένιο,
τί λέει; Ὅτι πάντοτε, ἀπό τήν πρώτη στιγμή μέχρι τώρα, εἶχα αὐτό τόν
φόβο, μέ τήν ἔννοια τοῦ σεβασμοῦ, ὅπως εἴπατε, τῆς τοποθέτησής μας μέ
σοβαρότητα. Μήν τό πάρουμε ἀψήφιστα… ναί.. θά γίνει ἡ Δευτέρα Παρουσία…
θά γίνει ἡ Κρίση… Ὄχι, εἶναι σοβαρά πράγματα. Ἐδῶ βλέπεις, ἔχεις ἕνα
δικαστήριο ἐπίγειο καί πᾶς μέσα καί σέ πιάνει μία τρεμούλα. Βλέπεις καί
τούς δικαστές ἐκεῖ πάνω σάν νά εἶναι οἱ κριτές τῆς Δευτέρας Παρουσίας ἄς
ποῦμε… καί τρέμεις λιγάκι, φοβᾶσαι. Πόσο μᾶλλον πρέπει νά πάρουμε στά
σοβαρά τό δικαστήριο αὐτό τοῦ Θεοῦ; Τό οὐράνιο δικαστήριο; Μ’ αὐτή τήν
ἔννοια λοιπόν νά τό πάρουμε σοβαρά καί νά πάρουμε τά μέτρα μας. Ἄν ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε «δέν μοῦ καταμαρτυρεῖ κάτι ἡ συνείδηση μου, ἀλλ᾿
οὐκ ἐν τούτῳ δεδικαίωμαι»48,
ἐμεῖς τί πρέπει νά λέμε; Ἄν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει, ἄν καί δέν ἔχω
κάτι στή συνείδησή μου πού νά μαρτυρεῖ ὅτι εἶμαι ἔνοχος, δέν σημαίνει
αὐτό ὅτι εἶμαι καί δίκαιος. Μπορεῖ νά μήν τό βλέπω, νά βλέπει ὁ Θεός
κάτι πού ἐγώ δέν τό βλέπω καί νά κατακριθῶ.
Ἑπομένως,
μ’ αὐτή τήν ἔννοια ποτέ δέν πρέπει νά λέμε, εἶμαι βέβαιος γιά τή
σωτηρία μου. Γιατί αὐτό μπορεῖ νά ἔχει μέσα καί λίγο ὑπερηφάνεια, ὅπως
εἶχε ἐκεῖνος ὁ καημένος ὁ γέροντας, καί τόν ἔσωσε ὁ Θεός τήν τελευταία
στιγμή. Ἔλεγε στόν διάβολο, δέν μπορεῖς νά μᾶς κάνεις τίποτε. Δέν μπορῶ
νά σοῦ κάνω τίποτα; Τώρα νά σοῦ βάλω ἐγώ ἕναν λογισμό καί νά σέ κάνω
πύραυλο, νά φύγεις κατευθείαν στόν κόσμο! Τοῦ ἔβαλε τόν λογισμό ὅτι θά
πεθάνει σέ σαράντα χρόνια κι ἀμέσως τά ’χασε ὁ γεροντάκος... Αὐτή εἶναι ἡ
δύναμή μας! Δηλαδή δέν ἔχουμε δύναμη καί πάντα ὅ,τι κάνουμε, πάντα τό
κάνουμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Μέσα στήν Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας
σωζόμαστε.
Ὁπότε,
πάντοτε στεκόμαστε μέ ταπεινό φρόνημα καί πάντοτε μέ τήν προσπάθεια
αὐτή ν’ ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Μετά φυσικά ξεπερνιέται ὁ φόβος αὐτός.
Καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὅπως τό ἔλεγε, γιά τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ δέν
ὑπάρχει θάνατος, δέν ὑπάρχει διάβολος, δέν ὑπάρχει κόλαση. Πῶς δέν
ὑπάρχουν; Ὑπάρχουν, ἀλλά γι’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἀγαπήσει
τόν Χριστό εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχουν, γιατί πλέον εἶναι ἀλλοῦ, ζοῦνε
μέσα στόν Χριστό, πού εἶναι ὁ Παράδεισος, πού εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ,
πού δέν ὑπάρχει πόνος καί θλίψη καί στεναγμός καί θάνατος καί κόλαση
καί διάβολος.
Ἐρ. : ………………………..
Ἀπ. : Μάλιστα.
Νά εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο καί νά ἔχουμε ὑπόψη καί αὐτό πού εἴπαμε στήν
ἀρχή, ὅτι ἤρεμα καί κατά μικρόν νά προχωροῦμε σιγά-σιγά στήν κάθαρση ἀπό
τά πάθη καί τό ἄλλο βεβαίως νά μήν ξεχνᾶμε τόν θάνατο καί τήν αἰώνια
κόλαση, ἀλλά καί τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά
πορευόμαστε.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης