Κυριακή 14 Ιουλίου 2019

Να σκεφτόμαστε την ώρα του θανάτου (Άγιος Λουκάς Κριμαίας)




Να σκεφτόμαστε την ώρα του θανάτου (Άγιος Λουκάς Κριμαίας)

Πριν γίνει ο προφήτης Δαβίδ βασιλιάς του Ισραήλ υπηρετούσε τον βασιλιά Σαούλ. Ο Σαούλ, επειδή γνώριζε ότι ο Δαβίδ θα πάρει τον θρόνο, τον καταδίωκε, προσπαθώντας να τον θανατώσει. Μια φορά όταν η ζωή του κινδύνευε, ο προφήτης Δαβίδ είπε σ’ αυτούς που ήταν τότε μαζί του: «Ένα βήμα με χωρίζει από τον θάνατο» (Α’ Βασ. 20:3).
Θυμήθηκα τώρα αυτά τα λόγια γιατί πριν μία εβδομάδα έπρεπε να τα πω και εγώ. Ένα μόνο βήμα με χώριζε από τον θάνατο. Για ένα διάστημα ήμουν σχεδόν πεθαμένος, σχεδόν καθόλου δεν είχα σφυγμό και η καρδιά μου παρά λίγο να σταματήσει να χτυπά. Αλλά ο Κύριος με σπλαχνίστηκε. Και τώρα ακόμα είμαι αδύναμος και μόνο καθισμένος μπορώ να μιλάω με σας.

Θέλω να σας πω κάτι πολύ σημαντικό, θέλω να σας πω για τη μνήμη του θανάτου, διότι ο θάνατος βρίσκεται πολύ κοντά στον καθένα μας, όπως ήταν τόσο κοντά σε μένα το προηγούμενο Σάββατο. Ο καθένας από μας μπορεί να πεθάνει ξαφνικά, τότε που δεν περιμένει. Γνωρίζετε ότι η ζωή πολλών ανθρώπων τελειώνει ξαφνικά και απρόοπτα.
Να θυμάστε πάντα, χαράξτε στην καρδιά σας τον λόγο αυτό του Χριστού: «Έστωσαν υμών αι οσφύες περιεζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι» (Λκ. 12:35). Να θυμάστε πάντα τον λόγο αυτό και ποτέ να μην τον λησμονήσετε. Όταν οι άνθρωποι ετοιμάζονται να περπατήσουν ένα μακρύ δρόμο ή να κάνουν μία δύσκολη εργασία δένουν στη μέση τους το ζωνάρι. Και όταν περπατάνε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας έχουν μαζί τους λυχνάρια και είναι σημαντικό γι’ αυτούς τα λυχνάρια αυτά να είναι πάντα αναμμένα.
Το ίδιο και στην πνευματική μας ζωή, η μέση μας πρέπει να είναι ζωσμένη και τα λυχνάρια μας αναμμένα. Πρέπει να είμαστε ακούραστοι εργάτες του Θεού και να αγωνιζόμαστε πάντα κατά του διαβόλου, ο οποίος σε κάθε μας βήμα προσπαθεί να μας αποτρέψει από τον Χριστό και να μας θανατώσει με τους πειρασμούς. Γι’ αυτό ο Κύριος Ιησούς Χριστός μάς έδωσε αυτή την εντολή: «Έστωσαν υμών αι οσφύες περιεζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι».
Ποτέ να μη λησμονείτε ότι η επίγεια ζωή μάς δόθηκε για να προετοιμαστούμε για τη ζωή την αιώνια και η τύχη μας στην αιώνια ζωή θα κριθεί απ’ αυτό, πώς ζήσαμε εδώ.
Να είστε πιστοί στον Χριστό, πιστοί με τον τρόπο που ο ίδιος έδειξε στην Αποκάλυψη του αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου. Εκεί Αυτός λέει: «Γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής» (Απ. 2:10).
Πρέπει να είμαστε πιστοί στον Θεό, πρέπει ακούραστα κάθε μέρα, κάθε ώρα και κάθε στιγμή να υπηρετούμε τον Θεό. Η ζωή μας είναι σύντομη, δεν μπορούμε να σπαταλάμε άσκοπα αυτές τις λίγες ώρες και ημέρες της ζωής μας, πρέπει πάντα να σκεφτόμαστε την ώρα του θανάτου.
Όλοι οι άγιοι ασκητές είχαν πάντα στον νου τους τη μνήμη του θανάτου. Μέσα στα κελλιά τους είχαν κρανίο για να το βλέπουν και να θυμούνται τον θάνατο. Με δάκρυα το κοιτούσαν, σκεφτόμενοι ότι και αυτοί θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Υπηρετούσαν ακούραστα τον Θεό και δούλευαν εις τον Κύριον, όπως το έκανε ο όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ.
Εκείνοι, όπως και εσείς, άκουγαν κάθε μέρα στον εσπερινό τα λόγια του 33ου ψαλμού: «Θάνατος αμαρτωλών πονηρός» (Ψαλ. 33:22). Όπως και εσείς, άκουγαν και αυτοί: «Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού» (Ψαλ. 115:6). Φοβερό θάνατο έχουν οι αμαρτωλοί. Και έχω δει πολλά παραδείγματα. Όμως ένα γεγονός που έχω δει πριν 40 χρόνια τόσο βαθιά αποτυπώθηκε στη μνήμη μου που δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Ήμουν τότε επαρχιακός γιατρός και με κάλεσαν στο σπίτι ενός πολύ γνωστού σ’ εκείνη την περιοχή πλούσιου γαιοκτήμονα, που ήταν άνθρωπος πολύ κακός. Όταν μπήκα μέσα στο σπίτι του μού έκανε εντύπωση η ακαταστασία που υπήρχε εκεί. Άνθρωποι έτρεχαν από ‘δω και από ‘κει. Πάνω στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένος ένας γέρος με πρόσωπο κατακόκκινο που μόλις με είδε άρχισε κυριολεκτικά να ουρλιάζει. Έλεγε: «Γιατρέ, παρακαλώ, σώσε με! Πεθαίνω και μόνο με τη σκέψη, ότι μπορώ να πεθάνω».
Πού ήταν πριν εκείνος ο άνθρωπος, τι σκεφτόταν όταν ταλαιπωρούσε τους άλλους; Τι σκεφτόταν όταν τους έπαιρνε όλα τους τα χρήματα; Τώρα ο θάνατος ήλθε, είναι εδώ και είναι αργά πλέον να λες: «Πεθαίνω και μόνο με τη σκέψη, ότι μπορώ να πεθάνω». Θα έπρεπε η ζωή σου να ήταν τέτοια ώστε να μη φοβάσαι τον θάνατο.
Ποιος δεν φοβάται τον θάνατο; Μόνο αυτός που ακολουθεί τον Χριστό, που όλη τη ζωή του κατευθύνει με σκοπό να τελεί τις εντολές του. Τέτοιοι άνθρωποι δεν φοβούνται τον θάνατο. Γνωρίζουν την υπόσχεση που έδωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός στους μακαρισμούς: «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς» (Μτ. 5:12).
Τελείως διαφορετικός ήταν ο θάνατος των αγίων. Ο άγιος Σεραφείμ πέθανε γονατισμένος μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, στην οποία προσευχόταν πάντα. Έτσι στεκόμενος στα γόνατά του κοιμήθηκε και ήταν τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατός του.
[Από το βιβλίο: Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Λόγοι και ομιλίες, τόμος Γ’. Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 283 (απόσπασμα)]
You might also like:

Λόγος γιά τή μελέτη ἤ μνήμη τοῦ Θεοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ

 
Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ

Ἀπό τό βιβλίο: «ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ»
Τόμος γ΄
Λέγοντας μελέτη ἤ μνήμη τοῦ Θεοῦ, οἱ ἅγιοι πατέρες ἐννοοῦν μιά σύντομη προσευχή ἤ ἀκόμα καί μιά σύντομη πνευματική σκέψη γιά τόν Θεό, στήν ὁποία ἑκεῖνοι μαθήτευσαν  καί τήν ὁποία ἀγωνίστηκαν νά ἐντυπώσουν στόν νοῦ καί τή μνήμη τους, ἀντί γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη σκέψη.
Μποροῦμε μέ μιά σύντομη πνευματική σκέψη γιά τόν Θεό νά ἀντικαταστήσουμε ὅλες τίς ἄλλες σκέψεις;
Μποροῦμε. Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Δέν θεώρησα ἀναγκαῖο νά γνωρίζω τίποτ᾿ ἄλλο παρά μόνο τόν Ἰησοῦ Χριστό, κι Αὐτόν σταυρωμένο»(Πρβλ. Α΄Κορ. 2:2).
Οἱ μάταιες γήινες σκέψεις, πού διαρκῶς ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο, δέν τόν ἀφήνουν ν᾿ ἀποκτήσει ὠφέλιμες καί ἀναγκαῖες γνώσεις. Ἀπεναντίας, ἡ σκέψη γιά τόν Θεό, ἄν ὁ χριστιανός τήν οἰκειωθεῖ, τόν πλουτίζει μέ τήν πνευματική γνώση. Μέ τήν ἀδιάλειπτη μνήμη του Χριστοῦ, φέρνει μέσα του τόν Χριστό, πού τοῦ ἀποκαλύπτει θεῖα μυστήρια, μυστήρια ἄγνωστα στούς σαρκικούς καί ψυχικούς ἀνθρώπους, μυστήρια ἀπρόσιτα στούς σοφούς τῆς γῆς. Στόν Χριστό «βρίσκονται κρυμμένοι ὅλοι οἱ θησαυροί τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως»(Κολ. 2:3). Αὐτῶν τῶν θησαυρῶν γίνεται κύριος ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀποκτήσει μέσα του τόν Κύριο Ἰησοῦ.

Ἡ μελέτη ἤ μνήμη τοῦ Θεοῦ εἵναι θεία προσταγή. Διατυπώθηκε πρῶτα ἀπό τόν ἴδιο τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἐπιβεβαιώθηκε ἔπειτα ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσω τῶν κηρύκων τοῦ Λόγο. «Νά εἵστε ἄγρυπνοι καί νά προσεύχεστε ἀδιάκοπα» (Λουκ. 21:36), ἐλεγε ὁ Κύριος στόν ἰουδαϊκό λαό, ὅταν δίδασκε στόν ναό. Αὐτό παραγγέλλει καί σ᾿ ἐμᾶς, πού στεκόμαστε μπροστά Του καί Τόν ἱκετεύουμε νά μᾶς ἀξιώσει νά κάνουμε τό θέλημά Του, γιά νά γίνουμε ἀληθινοί μαθητές Του, χριστιανοί ὄχι μόνο στό ὄνομα ἀλλά καί στή διαγωγή. Μέ τά λόγια Του αὐτά ὁ Κύριος θέλει νά μᾶς δείξει ὅτι πρέπει νά νά προετοιμαζόμαστε γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν πνευματικῶνκαί ὑλικῶν συμφορῶν τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, γιά τά βάσανα καί τούς φόβους πού προηγοῦνται τοῦ θανάτου μας, πού τόν συνοδεύουν καί πού τόν ἀκολουθοῦν, γιά τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις πού θά μᾶς βροῦν πρίν ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος καί στή διάρκεια τῆς κυριαρχίας του, καθώς, τέλος, καί γιά τόν συγκλονισμό καί τή μεταμόρφωση τοῦ κόσμου κατά τή δεύτερη δοξασμένη καί φοβερή ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. «Νά εἵστε ἄγρυπνοι καί νά προσεύχεστε ἀδιάκοπα, γιά νά μπορέσετε νά ξεπεράσετε ὅλα ὅσα εἵναι νά συμβοῦν, καί νά παρουσιαστεῖτε ἕτοιμοι μπροστά στόν Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου» (Ὅ. π.)μέ τή χαρά τῆς σωτηρίας. Αὐτή τή χαρά μακάρι νά νιώσουμε τόσο κατά τήν προσωπική μας κρίση, τήν κρίση πού ὑφίσταται κάθε ἄνθρωπος μετά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς του ἀπό τό σῶμα, ὅσο καί κατά τήν τελική καθοληκή Κρίση, ὅταν οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Κριτῆ θά σταθοῦν στά δεξιά Του καί οἱ ἀποδοκιμασμένοι στ᾿ ἀριστερά Του (Βλ. Ματθ. 25:32 – 33).

«Νά εἵστε νηφάλιοι στίς προσευχές» (Α΄Πέτρ. 4:7), λέει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Πέτρος, ἐπαναλαμβάνοντας τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου πρός τούς πιστούς. «Νά εἵστε νηφάλιοι καί ἄγρυπνοι. Ὁ ἀντίπαλος σας διάβολος περιφέρεται σάν λιοντάρι πού βρυχᾶται, ζητώντας κάποιον νά καταβροχθίσει. Ἀντισταθεῖτε του μένοντας ἀκλόνητοι στήν πίστη σας» (Α΄Πέτρ. 5:8 – 9).
Καί ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος, ἐπιβεβαιώνοντας τήν ἀξία τῆς θείας καί σωτήριας ἐντολῆς, γράφει: «Ἀδιάλειπτα νά προσεύχεστε» (Α΄Θεσ. 5:17). «Γιά τίποτα νά μήν σᾶς πιάνει ἄγχος, ἀλλά σέ κάθε περίσταση νά ἀπευθύνετε τά αἰτήματά σας στόν Θεό μέ προσευχή καί δέηση, πού θά συνοδεύονται ἀπό εὐχαριστία (Φιλιπ. 4:6). «Νά καταγίνεστε ἀκούραστα στήν προσευχή. Νά εἵστε ἄγρυπνοι, ὅταν προσεύχεστε, καί νά εὐχαριστεῖτε τόν Θεό»(Κολ. 4:2).«Ἐπιθυμῶ νά προσεύχονται οἱ ἄνδρες σέ κάθε τόπο, χωρίς ὀργή καί δισταγμό ὀλιγοπιστίας, ὑψώνοντας στόν οὐρανό χέρια καθαρά» (Α΄Τιμ. 2:8). «Ὅποιος ἑνώνεται μέ τόν Κύριο» μέσω τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, «γίνεται ἕνα πνεῦμα μαζί Του» (Α΄Κορ. 6:17).

Ὁ Κύριος ἐκεῖνον πού ἑνώνεται μαζί Του μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τόν ἀπελευθερώνει ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί τήν τυρανία τοῦ διαβόλου. «Θά ἀναβάλει ὁ Θεός», διακηρύσσει ὁ Σωτήρας μας, «νά ἀποδώσει τό δίκαιο στούς ἐκλεκτούς Του, πού Του φωνάζουν γιά βοήθεια μέρα καί νύχτα; Σᾶς βεβαιώνω ὅτι θά τούς ἀποδώσει τό δίκιο τους πολύ γρήγορα»(Λουκ. 18:7- 8).
Γνώρισμα τῆς μοναχικῆς τελειότητας εἵναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. «Ὅποιος φτάσει σ᾿ αὐτήν, ἔφτασε στήν κορυφή ὅλων τῶν ἀρετῶν κι ἔγινε πιά κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος (Λόγοι Ἀσκητικοί, ΠΕ΄, 25).Ἡ ἄσκηση, λοιπόν, στήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ἐκμάθηση καί ἡ καλλιέργειά της, εἵναι ἀπαραίτητη σέ κάθε μοναχό πού θέλει νά φτάσει στή χριστιανική τελειότητα. Ἀποτελεῖ, ἄλλωστε, καί ὑποχρέωση πού ἀναλαμβάνει, ὅταν δίνει τίς μοναχικές του ὑποσχέσεις.
 (Κατά τήν ἀκολουθία τῆς μοναχικῆς κουρᾶς, ὁ ἱερέας δίνει στόν νεόκουρο μοναχό ἕνα κομποσχοίνι, προτρέποντάς τον στήν ἀδιάλειπτη ἄσκηση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ νεόκουρος, παίρνοντάς το, ὑπόσχεται σιωπηρά ὅτι θά προσεύχεται ἀδιάλειπτα).

Φαίνεται πώς οἱ Ἀπόστολοι πῆραν προσωπικά ἀπό τόν Κύριο τήν ἐντολή τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, τήν ὁποία καί οἱ ἴδιοι ἐφάρμοσαν καί στούς πιστούς δίδαξαν. Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρεται ὅτι αὐτοί, ὥσπου νά λάβουν τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔμεναν σ᾿ ἕνα σπίτι, «ἀφοσιωμένοι στήν προσευχή καί τή τή δέηση» (Πραξ. 1:14). Μέ τή λέξη «προσευχή» ἐννοοῦνται ἐδῶ οἱ προσευχές πού ἔκαναν ὅλοι μαζί, ἐνῶ μέ τή λέξη «δέηση» ἡ συνεχής προσευχητική τάση τοῦ πνεύματος τους, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή.

Ὅταν τό Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε πάνω στούς Ἀποστόλους (Βλ. Πραξ. 2:1-2) κάνοντάς τους ναούς τοῦ Θεοῦ, τούς ἔκανε συνάμα καί ναούς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, σύμφωνα μέ τήν ἀληγορική προφητική ρήση:«Ὁ ναός μου θά ὀνομαστεῖ οἵκος προσευχῆς» ( Ἡσ. 56:7). «Τό Πνεῦμα», λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, «ὅταν κατοικήσει μέσα σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο, δέν σταματᾶ τήν προσευχή. Γιατί τό ἴδιο τό Πνεῦμα προσεύχεται πάντοτε» (Ὅ.π., ΠΕ΄, 25).
Οἱ Ἀπόστολοι εἵχαν δύο μόνο πνευματικές ἀσκήσεις: τήν προσευχή καί τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν προσευχή ξεκινοῦσαν γιά τό κήρυγμα καί ἀπό τό κήρυγμα γύριζαν στήν προσευχή. Ἔτσι βρίσκονταν σέ διαρκή πνευματική συνομιλία. Ἄλλοτε συνομιλοῦσαν προσευχητικά μέ τό Θεό καί ἄλλοτε συνομιλοῦσαν μέ τούς ἀνθρώπους γιά τό Θεό (Βλ. Πραξ. 6:2, 4). Καί στίς δύο περιπτώσεις ἐνεργοῦσε τό ἕνα καί μοναδικό Ἅγιο Πνεῦμα.
Τί διδασκόμαστε ἀπό τό παράδειγμα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων; Ὅτι πέρα καί πίσω ἀπό κάθε πρακτική διακονία, ὅπως εἵναι αὐτή τοῦ κηρύγματος, πρέπει νά καταγινόμαστε στήν ἀδιάλειπτη προσευχή, γιατί αὐτή εἵναι πού κάνει τόν χριστιανό δεκτικό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἀνέθεσε στούς μαθητές Του διάφορες διακονίες, ὅταν τούς ἀξίωσε νά δεχθοῦν τό Ἅγιο Πνεῦμα, τούς ἔδωσε ἐντολή νά παραμείνουν στήν Ἱερουσαλήμ, τήν πόλη τῆς εἰρήνης καί τῆς σιωπῆς, χωρίς καμιά δραστηριότητα. «Καθῆστε στήν Ἱερουσαλήμ»,τούς εἵπε, «ὡσότου ὁ Θεός σᾶς ὁπλίσει μέ τή δύναμή Του»(Λουκ. 24:49).
Ἀπό τά συγγράμματα τῶν ὁσίων Πατέρων φαίνεται πώς ἡ μνήμη ἤ μελέτη τοῦ Θεοῦ ἥταν κοινή πνευματική ἐργασία τῶν πρώτων ἤδη μοναχῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας συστήνει τήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, ἀλλά διαρκῶς νά τό γυρίζεις μέσα στό νοῦ σου, νά τό συγκρατεῖς στήν καρδιά, νά τό δοξάζεις μέ τή γλώσσα, λέγοντας: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με».Ὅμοια: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, βοήθησέ με». Ἐπίσης: «Σέ δοξάζω, Κύριε μου Ἰησοῦ Χριστέ»».
(S. Antonii Magni Abbatis, Admonitionew et documenta varia ad filios suosmonachow.).     
Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή εἵναι ἐργασία ὄχι μόνο τῶν ἡσυχαστῶν καί τῶν ἀναχωρητῶν, ἀλλά καί τῶν κοινοβιατῶν μοναχῶν. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέει γιά τούς μοναχούς τοῦ ἀλεξανδρινοῦ κονοβίου, πού ἐπισκέφθηκε, ὅτι«ἀκόμα καί τήν ὥρα πού ἔτρωγαν, δέν σταματοῦσαν τή νοερά ἐργασία (τῆς προσευχῆς). Μ᾿ ἕναν συγκεκριμένο ἀλλά ἄγνωστο τρόπο κι ἕνα μυστικό νεῦμα ὑπενθύμιζαν οἱ μακάριοι ὁ ἕνας στόν ἄλλο τήν ἐσωτερική προσευχή. Κι αὐτό ὄχι μόνο στήν τράπεζα ἀλλά καί σέ κάθε ἄλλη συνάντηση καί σύναξή τους» (Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλίμαξ, Δ΄, 18).  
Ὁ ἀββάς Ἰσαάκ, ἡσυχαστής τῆς Αἰγυπτιακῆς Σκήτης, εἵπε στόν ὅσιο Κασσιανό τόν Ρωμαῖο, πού ἐπιθυμοῦσε νά κρατᾶ πάντοτε στόν νοῦ του τή μνήμη τοῦ Θεοῦ, νά προφέρει διαρκῶς τόν 2ο στίχο τοῦ 69ου ψαλμοῦ:«Ὁ Θεός, εἰς τήν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τό βοηθῆσαί μοι σπεῦσον» (Ἀββᾶ Κσσιανοῦ, Συνομιλίες μέ τούς πατέρες τῆς ἐρήμου – Β΄Συνομιλία μέ τόν ἀββά Ἰσαάκ γιά τήν προσευχή, κεφ. 10).Ὁ ἀββάς Δωρόθεος, μοναχός τοῦ κοινοβίου τοῦ ἀββᾶ Σερίδου στήν Παλαιστίνη, χειραγωγώντας τόν μαθητή του ἀββά Δοσίθεο στήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ, τόν ἔμαθε νά λέει διαρκῶς τό«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»καί τό «Υἱέ τοῦ Θεοῦ, βοήθησόν μοι».Ὁ ἀββάς Δοσίθεος προσευχόταν μέ ἐναλλαγή, μία μέ τήν πρώτη εὐχή, μία μέ τή δεύτερη, ὅπως τοῦ παρέδωσε ὁ γέροντάς του, γιά νά μήν ἀθυμήσει ὁ νοῦς του ἀπό τή μονότονη ἐπανάληψη μιᾶς μόνο εὐχῆς. Ὅταν ὁ μακάριος ἐκεῖνος μοναχός ἀρρώστησε βαριά, τόσο πού πλησίαζε τό τέλος του, ὁ ἅγιος διδάσκαλος του τοῦ θύμισε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή: «Δοσίθεε, ἀγωνίσου γιά τήν εὐχή, πρόσεξε μήν τή χάσεις!». Κι ὅταν ὁ ἄρρωστος βάρυνε κι ἄλλο, ὁ ὅσιος τοῦ ξαναεῖπε: «Τί κάνεις, Δοσίθεε; Πῶς πάει ἡ εὐχή; Τήν κρατᾶς ἀκόμη;». Ἀπό τήν ἐπιμονή τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου φαίνεται πόσο ἐκτιμοῦσαν οἱ παλαιοί ἅγιοι μοναχοί τή νοερή μελέτη τοῦ Θεοῦ (Ἀββᾶ Δωροθέου, Περί τοῦ ἀββᾶ Δοσιθέου, 10).
Ὁ ὅσιος Ἰωαννίκιος ὁ Μέγας ἀδιάλειπτα ἐπαναλάμβανε μέ τόν νοῦ του τήν προσευχή:
«Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Τριάς Ἁγία, δόξα σοι»
 (Βλ. Συναξάρι ὁσίου Ἰωαννικίου τοῦ Μεγάλου, 4 Νοεμβρίου. Ἡ προσευχή περιέχεται στήν Ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ).
Ὁ ὅσιος Εὐστράτιος ὁ θαυματουργός, τόν ὁποῖο ὁ βιογράφος του ὀνόμασε θεῖο, εἵχε ἀποκτήσει τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Πάντοτε ἔλεγε μέσα του τό «Κύριε, ἐλέησον» (Βλ. Συναξάρι ὁσίου Εὐστρατίου τοῦ θαυματουργοῦ, 9 Ἰανουαρίου).
Ἕνας γέροντας, πού ἔμενε στήν ἔρημο τῆς Ραϊθοῦς, καθόταν πάντοτε στό κελί του αὐτοσυγκεντρωμένος καί γερμένος πρός τή γῆ. Κουνοῦσε ἀκατάπαυστα τό κεφάλι του κι ἔλεγε στενάζοντας:«Ἄραγε, τί γίνεται;». Καί ἀφοῦ σώπαινε γιά καμιάν ὥρα κι ἔπλεκε φοινικοβλαστούς, ὕστερα πάλι ἄρχιζε νά κουνᾶ τό κεφάλι του καί νά λέει: «Ἄραγε, τί γίνεται;». Ἔτσι πέρασε ὅλες τίς ἡμέρεςτῆς ζωῆς του, φροντίζοντας συνεχῶς γιά τήν ἀναχώρησή του ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο(Τό Μέγα Γεροντικόν, τ. 1, κεφ. Γ΄73).
Ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος γράφει γιά κάποιον γέροντα, ὁ ὁποῖος σαράντα χρόνια προσευχόταν μέ τοῦτα μόνο τά λόγια: «Ἐγώ ὡς ἄνθρωπος ἁμάρτησα. Ἐσύ ὡς Θεός συγχώρεσέ με». Οἱ ἄλλοι πατέρες τόν ἄκουγαν νά προσεύχεται μέ τόν τρόπο αὐτό καί νά θρηνεῖ. Πράγματι, ἔκλαιγε χωρίς νά ἡσυχάζει καθόλου. Εἵχε ἀντικαταστήσει ὅλες τίς ἄλλες προσευχές μόνο μ᾿ αὐτήν καί τήν ἐπαναλάμβανε νύχτα καί μέρα ( Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΚΗ΄, 6).
Οἱ περισσότεροι μοναχοί, πάντως, εἵχαν πάντοτε στόν νοῦ τους τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτολόν». Καμιά φορά, λόγω τῶν περιστάσεων ἤ τῶν ἀναγκῶν, οἱ Πατέρες χώριζαν, ἰδιαίτερα γιά τούς ἀρχάριους, τήν προσευχή αὐτή σέ δύο μέρη:
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτωλόν»
καί  
«Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτωλόν».
Γιά μερικές ὥρες ἔλεγαν τό πρῶτο μέρος καί στή συνέχεια τό δεύτερο. Δέν πρέπει, ὡστόσο, νά ἀλλάζουμε συχνά τά λόγια τῆς προσευχῆς, γιατί τά φυτά δέν ριζοβολοῦν, ὅταν συνεχῶς μεταφυτεύονται, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης (Περί ἡσυχίας καί περί τῶν δύο τρόπων τῆς προσευχῆς ἐν κεφαλαίοις ΙΕ΄, β΄).Ἡ ἐπιλογή τῆς προσευχῆς τοῦ Ίησοῦ γιά νοερή μελέτη εἵναι ἡ καλύτερη, ἐπειδή τό ὄνομα τοῦ Κυρίου ἔχει θεία δύναμη. Ὅταν ἀσκοῦμε τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, σκεφτόμαστε τόν θάνατό μας, τό πέρασμά μας ἀπό τά φοβερά τελώνια, τήν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ γιά τόν τελικό μας προορισμό, τά αἰώνια βάσανα. Ὅλα αὐτά ἔρχονται στόν νοῦ μας χωρίς νά τό ἐπιδιώκουμε. Καί ἔρχονται τόσο ζωηρά, πού μᾶς κάνουν νά κλαῖμε ἀσταμάτητα, νά θρηνοῦμε πικρά γιά τόν ἑαυτό μας, νεκρό, θαρρεῖς, κιόλας, θαμμένο, δύσοσμο, πού προσδοκᾶ ν᾿ ἀναστηθεῖ, νά ζωοποιηθεῖ ἀπό τήν παντοδύναμη θεία Δόξα( Βλ. Ἰω. 11:39, 43-44).

Ἡ ὠφέλεια ἀπό τή νοερή μελέτη ἤ μνήμη τοῦ Θεοῦ εἵναι ἀνυπολόγιστη, ἀνέκφραστη, ἀσύλληπτη. Ἀκόμα κι ἐκεῖνοι πού γεύθηκαν αὐτή τήν ὠφέλεια, δέν μποροῦν νά τήν ἐξηγήσουν. Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ὡς ἐντολή καί δωρεά τοῦ Θεοῦ, ξεπερνᾶ τήν ἀνθρώπινη σκέψη καί τόν ἀνθρώπινο λόγο. Ἡ σύντομη προσευχή συγκεντρώνει τόν νοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴπε κάποιος ἀπό τούς πατέρες, «ἄν δέν δεσμευθεῖ σέ κάποια σκέψη, δέν θά πάψει νά διασκορπίζεται ἀπό τόν μετεωρισμό» (Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΞΗ΄, 3).

Τή σύντομη προσευχή ὁ ἀγνωνιστής μπορεῖ νά τήν ἔχει κάθε στιγμή, σέ κάθε τόπο καί σέ κάθε, σωματική ἰδιαίτερα, ἐνασχόληση. Ἀκόμα καί στήν ἐκκλησιαστική ἀκολουθία ὅταν βρίσκεται, ὠφελεῖται ἄν ἀσκεῖ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. Κι αὐτό ὄχι μόνο ὅταν ἕνα ἀνάγνωσμα εἵναι δυσνόητο, ἀλλά καί ὄταν εἵναι κατανοητό. Ἡ προσευχή φέρνει τήν προσοχή καί στήν ἀκρόαση τῶν ἀναγνωσμάτων. Καί ὅταν ριζώνει στήν ψυχή, γίνεται σάν φυσική στόν ἄνθρωπο.
Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ εἵναι ἰσχυρό ὅπλο ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν λογισμῶν. Πολλοί εἵναι οἱ ἱεροί συγγραφεῖς πού ἐπαναλαμβάνουν τό ἀκόλουθο ἀπόφθεγμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος: «Μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ μαστίγωνε τούς ἐχθτούς· γιατί δέν ὑπάρχει οὔτε στόν οὐρανό οὔτε στή γῆ πιό ἰσχυρό ὅπλο (Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ὅ.π., Κ΄, 6).
Ἀπό τήν ἀδιάλειπτη προσευχή ὁ ἀγωνιστής φτάνει στή συναίσθηση τῆς πνευματικῆς του φτώχειας(Βλ. Ματθ. 5:3). Μαθαίνοντας νά ζητάει ἀδιάλειπτα τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μέ τόν καιρό χάνει κάθε ἐλπίδα καί κάθε πεποίθηση στόν ἑαυτό του. Κι ἄν κατορθώνει κάτι τό ὠφέλιμο, δέν τό θεωρεῖ δική του ἐπιτυχία ἀλλά τό ἀποδίδει στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιά τό ὁποῖο πάντοτε ἱκετεύει τόν Κύριο.
Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή χειραγωγεῖ τόν ἀγωνιστή στή βέβαιη πίστη. Γιατί ἐκεῖνος πού προσεύχεται ἀδιάλειπτα, ἀρχίζει σιγά-σιγά νά αἰσθάνεται τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἡ αἴσθηση αὐτή ἀναπτύσσεται σταδιακά μέσα του καί ἐντείνεται τόσο, πού τά μάτια τοῦ νοῦ του βλέπουν τόν Θεό πιό καθαρά ἀπ᾿ ὅσο τά μάτια τοῦ σώματός του βλέπουν τά ὑλικά ἀντικείμενα. Ἔτσι, λοιπόν, ἡ πίστη του γίνεται ζωντανή καί ἀποδεικνύεται μέ τά ἔργα του.(Βλ. Ἰακ. 2:14-26).
Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή διώχνει τήν πονηρία, γεννᾶ τήν ἐλπίδα στόν Θεό, ὁδηγεῖ στήν ἁγία ἁπλότητα, ἀπαλλάσσει τόν νοῦ ἀπό τούς ποικιλόμορφους λογισμούς τῶν ὑπερήφανων ἐπιδιώξεων καί τόν γεμίζει μέ σκέψεις ταπεινές. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται ἀδιάλειπτα, σιγά-σιγά παύει νά παρασύρεται ἀπό τήν ὀνειροπόληση, τόν περισπασμό καί τίς μάταιες μέριμνες· καί παύει τόσο περισσότερο, ὅσο πιό πολύ κυριαρχεῖ καί ριζώνει στήν ψυχή του ἡ ταπεινή μαθητεία στήν ἀδιάλειπτη προσευχή.
Τέλος, ὁ ἄνθρωπος πού προσεύχεται ἀδιάλειπτα μπορεῖ νά φτάσει στήν κατάσταση τῆς παιδικῆς ἁπλότητας καί ἀθωότητας, γιά τήν ὁποία μιλάει ὁ Κύριος στό Εὐαγγέλιο(Βλ. Ματθ. 18:2-4),καί νά χάσει τήν κοσμική λογική του γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, νά ἀπαρνηθεῖ δηλαδή τήν ψευδώνυμη γνώση τοῦ κόσμου καί νά λάβει ἀπό τόν Θεό γνώση πνευματική. Μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή ἀφανίζονται ἡ περιέργεια, οἱ φαντασιώσεις, οἱ ὑπόνοιες. Ὁ ἀδιάλειπτος προσευχόμενος σιγά-σιγά ἀρχίζει νά βλέπει καλούς ὅλους τούς ἀνθρώπους, κι ἔτσι νά τούς ἀγαπᾶ. Ὁ ἀδιάλειπτα προσευχόμενος εἵναι σταθερά ἑνωμένος μέ τόν Κύριο, ἀναγνωρίζει τόν Κύριο ὡς Κύριό του, ἀποκτᾶ τόν φόβο τοῦ Κυρίου. Ὁ θεῖος φόβος μπαίνει ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει καθαρότητα καί μέσ᾿ ἀπό τήν καθαρότητα περνᾶ στή θεία ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γεμίζει τόν ναό της μέ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ ἀββάς Ἡσαΐας ὁ Ἀναχωρητής λέει γιά τή νοερή μελέτη: «Ὁ συνετός πλούσιος κρύβει μέσα στό σπίτι τούς θησαυρούς του. Τούς θησαυρούς πού ἀφήνονται ἔξω τούς ἁρπάζουν οἱ κλέφτες καί τούς ἐπιβουλεύονται οἱ ἰσχυροί τῆς γῆς. Ἔτσι καί ὁ μοναχός, ὁ ταπεινός καί ἐνάρετος, κρύβει τίς ἀρετές του, ὅπως ὁ πλούσιος τούς θησαυρούς του, καί δέν ἐκπληρώνει τήν ἐπιθυμία τῆς πεσμένης του φύσεως(γιά κενόδοξη αὐτοπροβολή). Κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του κάθε ὥρα καί ἀσκεῖται στή μυστική μελέτη, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ προφήτη στή Γραφή: «Φλογίστηκε ἐσωτερικά ἡ καρδιά μου, ἀπ᾿ τή μελέτη μου ἄναψε φωτιά μέσα μου»(Ψαλμ. 38:4). Γιά ποιά φωτιά μιλάει ἐδῶ ἡ Γραφή; Γιά τόν Θεό· «γιατί ὁ Θεός μας εἵναι φωτιά πού κατακαίει (Ἑβρ. 12:29). Μέ τή φωτιά λιώνει τό κερί καί κατακαίγονται οἱ βρωμερές ἀκαθαρσίες. Ἔτσι καί μέ τή μυστική μελέτη κατακαίγονται οἱ αἰσχροί λογισμοί, ξεριζώνονται ἀπό τήν ψυχή τά πάθη, φωτίζεται ὁ νοῦς, λαμπικάρεται ἡ σκέψη, ξεχύνεται στήν καρδιά ἡ χαρά.
 
» Ἡ μυστική μελέτη πληγώνει τούς δαίμονες καί ζωογονεῖ τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο. Τόν ὁπλισμένο μέ τή μυστική μελέτη τόν ἐνισχύει ὁ Θεός, τόν συντρέχουν οἱ ἄγγελοι, τόν τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι.
Ἡ μυστική μελέτη κάνει τήν ψυχή σπίτι περίκλειστο καί κλειδωμένο, στύλο ἀσάλευτο, καταφύγιο ἥσυχο.
Αὐτή σώζει τήν ψυχή, αὐτή τήν προστατεύει ἀπό τούς κλονισμούς. Οἱ δαίμονες ταράζονται καί σωπαίνουν, ὅταν ὁ μοναχός ὁπλίζεται μέ τή μυστική μελέτη, ἡ ὁποία συνίσταται στήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», καί ἡ ὁποία ἀσκεῖται καλύτερα στή μόνωση.

« Ἡ μυστική μελέτη εἵναι καθρέφτης γιά τόν νοῦ καί λυχνάρι γιά τή συνείδηση.
Ἡ μυστική μελέτη ξεραίνει τά σαρκικά πάθη, συγκρατεῖ τήν ὀργή, ἀφαιρεῖ τή λύπη, διώχνει τήν παρρησία, καταστρέφει τήν ἀθυμία, φωτίζει τόν νοῦ, ἀπομακρύνει τήν ὀκνηρία.
Ἡ μυστική μελέτη σταθεροποιεῖ στήν ψυχή τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος γεννᾶ τήν κατάνυξη καί τά δάκρυα.
Ἡ μυστική μελέτη χαρίζει στόν μοναχό ἀληθινή ταπείνωση, εὐλαβική ἐγρήγορση, ἀπερίσπαστη προσευχή.
Ἡ μυστική μελέτη διδάσκει τήν ὑπομονή, στηρίζει τήν ἐγκράτεια, θυμίζει τή γέεννα.
Ἡ μυστική μελέτη διατηρεῖ τόν νοῦ ἀρέμβαστο καί τοῦ φέρνει τή μνήμη τοῦ θανάτου.
Ἡ μυστική μελέτη εἵναι φορτωμένη μέ ὅλα τά καλά, στολισμένη μέ κάθε ἀρετή, ξένη πρός κάθε ρυπαρό ἔργο (Σ.τ.Μ.: Τό κείμενο δέν περιέχεται στούς γνωστούς ΚΘ΄ Λ όγους τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα).

Ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέει: «Ὅποιος μελετᾶ ἀδιάλειπτα τόν Θεό, διώχνει ἀπό τόν ἑαυτό του τούς δαίμονες καί ξεριζώνει τόν σπόρο τῆς κακίας τους. Ὅποιος προσέχει κάθε ὥρα τήν ψυχή του, ἔχει στήν καρδιά του εὐφροσύνη γιά τίς θεῖες ἀποκαλύψεις. Ὅποιος συγκεντρώνει τήν ὅραση τοῦ νοῦ του στόν ἑαυτό του, βλέπει μέσα του τήν αὐγή τοῦ Πνεύματος. Ὅποιος ἀποστράφηκε κάθε μετεωρισμό, βλέπει τόν Κύριο του μέσα στήν καρδιά του…
» Ἄν εἵσαι καθαρός, νά, ὁ οὐρανός εἵναι μέσα σου, καί θά δεῖς στόν ἴδιο σου τόν ἑαυτό τούς ἀγγέλους μέ τό φῶς τους, καθώς καί τόν Κύριο τους μαζί τους καί μέσα τους… Ὁ θησαυρός τοῦ ταπεινοῦ εἵναι μέσα του, κι αὐτός εἵναι ὁ Κύριος… Τά πάθη ξεριζώνονται καί διώχνονται μέ τήν ἀδιάλειπτη μελέτη τοῦ Θεοῦ· αὐτή εἵναι τό ξίφος πού τά θανατώνει…

» Ὅποιος θέλει νά δεῖ τόν Κύριο μέσα του, ἀγωνίζεται νά καθαρίσει τήν καρδιά του μέ τήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ, κι ἔτσι, μέ τή λαμπρότητα τῶν ματιῶν τῆς διάνοιάς του, θά βλέπει κάθε στιγμή τόν Κύριο. Ὅ,τι συμβαίνει μέ τό ψάρι πού βγαίνει ἀπό τό νερό, αὐτό συμβαίνει καί μέ τό νοῦ πού βγαίνει ἀπό τήν ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ καί μετεωρίζεται στήν ἐνθύμηση τοῦ κόσμου…
»Φοβερός στούς δαίμονες καί ἀγαπητός στόν Θεό καί τούς ἀγγέλους Του εἵναι ἐκεῖνος πού νύχτα-μέρα μέ θερμό ζῆλο ἀναζητεῖ τόν Θεό στήν καρδιά του, ξεριζώνοντας ἀπ᾿ αὐτήν τίς προσβολές πού φυτρώνουν ἀπό τόν ἐχθρό (Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΜΓ΄, 1, 2, 3, 4).
«Χωρίς τήν ἀδιάλειπτη προσευχή δέν μπορεῖ κανείς νά πλησιάσει τόν Θεό»(Ὅ.π., ΙΓ΄, 2).
 

Ὁ ἀββάς Κασσιανός ὁ Ρωμαῖος γράφει: «Αὐτός ὁ στίχος πρέπει νά εἵναι ἡ διαρκής προσευχή μας. (Ἐννοεῖ τόν 2ο στίχο τοῦ 69ου Ψαλμοῦ: Ὁ Θεός, εἰς τήν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τό βοηθῆσαί μοι σπεῦσον»). Πρέπει νά τόν χρησιμοποιοῦμε καί μέσα στήν ἀντιξοότητα, γιά ν᾿ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπ᾿ αὐτήν, ἀλλά καί στήν εὐημερία, γιά νά τή διατηρήσουμε καί γιά νά προφυλαχθοῦμε ἀπό τήν ὑπερηφάνεια. Ναί, αὐτή ἄς εἴναι παντοῦ καί πάντοτε ἡ διαρκής ἐνασχόληση τῆς καρδιᾶς σας. Μή σταματᾶτε νά ἐπαναλαμβάνετε αὐτή τήν προσευχή στήν ἐργασία, στίς ἀκολουθίες καί στά ταξίδια. Ὅταν τρῶτε ἤ ὅταν κοιμάστε, σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς νά τήν ἀσκεῖτε ἀδιάκοπα. Θά γίνει γιά σᾶς πρόγευση τῆς σωτηρίας. Αὐτή ὄχι μόνον θά σᾶς φυλάει ἀπ᾿ ὅλες τίς ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων, ἀλλά καί θά σᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε πάθος καί κάθε γήινη ἀκαθαρσία. Αὐτή θά σᾶς ἀνυψώνει μέχρι τή θεωρία τῶν οὐρανίων καί ἀθεάτων, μέχρι τήν ἀνείπωτη θέρμη τῆς προσευχῆς πού ἐλάχιστοι νιώθουν. Ὅταν ὁ ὕπνος βαραίνει τά μάτια σας ἀπό τή συνεχή ἐπανάληψη τῶν λόγων αὐτῶν, προσπαθῆστε νά μήν τή διακόπτετε. Κρατῆστε την ἀκόμα καί τήν ὥρα τοῦ ὕπνου. Αὐτή ἄς εἵναι τό πρῶτο πράγμα πού θά ἔρχεται στόν νοῦ σας, ὅταν ξυπνᾶτε. Ψελλίστε την μόλις σηκωθεῖτε ἀπό τό κρεβάτι. Γονατίστε πρίν ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο καί ἀπευθυνθεῖτε στόν Θεό μ᾿ αὐτή τήν προσευχή. Αὐτή ἄς σᾶς συνοδεύει στή συνέχεια τῆς ἡμέρας σ᾿ ὅλες σας τίς δραστηριότητες, χωρίς νά σᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Νά τή μελετᾶτε, ὅπως λέει καί ὁ προφήτης Μυσῆς, «ὅταν κάθεστε στό σπίτι σας καί ὅταν βαδίζετε στόν δρόμο, ὅταν ξαπλώνετε γιά ὕπνο καί ὅταν σηκώνεστε» (Πρβλ. Δευτ. 6:7). Νά τή χαράξετε στά χείλη σας, στούς τοίχους τοῦ κελιοῦ σας καί στό ἱερό τῆς καρδιᾶς σας. Αὐτά τά λόγια νά γίνουν ἕνα μέ τήν ἀναπνοή σας. Τήν προσευχή αὐτή νά ἀπευθύνετε στόν Θεό μόνιμα, τόσο κατά τήν ὥρα τοῦ Ὄρθρου ὅσο καί μετά τήν πρωινή ἀκολουθία, ὅταν ἑτοιμάζεστε νά ξεκινήσετε τόν συνήθη ρυθμό τῆς καθημερινότητας» (Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, ὅ.π.).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει: «Σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί, μήν παραβεῖτε καί μήν καταφρονήσετε ποτέ τόν κανόνα τῆς προσευχῆς… Ὁ μοναχός ὀφείλει, εἴτε τρώει εἴτε πίνει εἴτε κάθεται εἴτε ἐκτελεῖ διακόνημα εἴτε βαδίζει στόν δρόμο εἴτε κάνει ὁτιδήποτε ἄλλο, νά κράζει ἀκατάπαυστα τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με»… Ἔτσι, τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, καταβαίνοντας στό βάθος τῆς καρδιᾶς, θά ταπεινώσει τόν δράκοντα, πού ἔχει τήν κατοχή τῆς καρδιᾶς, καί θά σώσει καί θά ζωοποιήσει τήν ψυχή. Νά ἐπιμένεις, λοιπόν, ἀδιάκοπα στήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιά νά καταπιεῖ ἡ καρδιά τόν Κύριο καί ὁ Κύριος τήν καρδιά, καί νά γίνουν τά δύο ἕνα» (Βλ. Ὁσίων Καλλίστου καί Ἰγνατίου τῶν Ξανθοπούλων, Μέθοδος καί κανών…, κα΄).
Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββά Φιλήμονα: «Τί εἵναι, πάτερ, ἡ κρυφή μελέτη;». Καί ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Πήγαινε, ἔχε νήψη στήν καρδιά σου καί λέγε προσεκτικά μέσα στόν νοῦ σου μέ φόβο καί τρόμο:«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».  (Περί τοῦ ἀββᾶ Φιλήμονος…).

Γιατί ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή ἤ ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ ὀνομάζεται μελέτη; Ἐπειδή οἱ ἀγωνιστές, στήν πνευματική ἐργασία τῶν ὁποίων κατέβηκε ἡ δροσιά τῆς θείας χάριτος, μέ τήν ἐπανάληψη τῆς σύντομης προσευχῆς ἀπέκτησαν βαθιά καί ἀνεξάντλητη πνευματική ἀντίληψη. Αὐτή ἡ ἀντίληψη, μέ τήν πνευματική της πρωτοτυπία, ἑλκύει καί αὐξάνει διαρκῶς τήν προσοχή τους. Ἔτσι, ἡ σύντομη φράση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ γίνεται γι᾿ αὐτούς εὐρύτατη ἐπιστήμη, ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν, καί ἡ ἐνασχόληση μ᾿ αὐτήν ἀποτελεῖ κυριολεκτικά μελέτη.
Τέτοιες ἥταν οἱ νουθεσίες τῶν ἁγίων πατέρων, τέτοια ἥταν ἡ ἐργασία τους. Ὄχι μόνο ὅλα τους τά ἔργα καί ὅλα τους τά λόγια, ἀλλά καί ὅλες τους οἱ σκέψεις εἵχαν ἀφιερωθεῖ στόν Θεό. Γι᾿ αὐτό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς ἔδωσε πλούσια τά χαρίσματά Του.
Ἐμεῖς, ἀπεναντίας, ἀδιαφοροῦμε γιά τά ἔργα μας. Δέν ἐνεργοῦμε ἔτσι ὅπως μᾶς προτρέπουν οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅπως μᾶς ἔρθει, παρασυρμένοι ἀπό τό πρῶτο αἴσθημα πού θά γεννηθεῖ στήν καρδιά μας ἤ τήν πρώτη σκέψη πού θά ἐμφανιστεῖ στόν νοῦ μας. Γιά τά λόγια μας, πάλι, ἀδιαφοροῦμε περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι γιά τά ἔργα μας. Ὅσο γιά τούς λογισμούς, σ᾿ αὐτούς δέν δίνουμε καμιά σημασία. Καί ὅμως, ἀναρίθμητοι εἵναι οἱ λογισμοί μας καί ὅλοι προσφέρονται ἀπό μᾶς θυσία στή ματαιότητα. Ὁ δικός μας νοῦς, σέ ἀντίθεση μέ τόν νοῦ τόν ἀσφαλισμένο μέ τή μελέτη τοῦ Θεοῦ, (Βλ. πιό πάνω τή διδαχή τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα, ὅπου ἡ ἀσφαλισμένη μέ τή μυστική μελέτη ψυχή παρομοιάζεται μέ σπίτι περίκλειστο καί κλειδωμένο), μοιάζει μέ τετράπορτο ναΐσκο δίχως φύλακα, ναΐσκο πού ἀπό τίς ὀρθάνοιχτες πόρτες του μπορεῖ ἐλεύθερα νά μπαινοβγαίνει ὁ καθένας, βάζοντας καί βγάζοντας ὅ,τι θέλει.

Ἀδελφοί μου! .Ας σταματήσουμε νά ζοῦμε ἔτσι ἀπρόσεκτα καί ἄκαρπα. Ἄς μιμηθοῦμε τόν ἀγώνα τους νά συγκατοῦν ἀδιάλειπτα στόν νοῦ τους τή μνήμη τοῦ Θεοῦ.

Νέε μου! Σπεῖρε μέ ἐπιμέλεια στήν ψυχή σου τούς σπόρους τῶν ἀρετῶν. Μέ ὑπομονή καί μέ ἄσκηση βίας πάνω στόν ἑαυτό σου, ἐξοικειώσου μέ ὅλους τούς εὐσεβεῖς κόπους καί ἀγῶνες. Ἀσκήσου, ἀνάμεσα στ᾿ ἄλλα, καί στή διατήρηση τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ. Κλεῖσε στόν νοῦ σου τήν ἁγία αὐτή μελέτη. Κι ἄν δεῖς ὅτι ὁ νοῦς διαρκῶς ξεγλιστρᾶ σέ ἄλλες καί μάταιες σκέψεις, μήν πέσεις σέ ἀθυμία. Συνέχισε μέ σταθερότητα τόν ἀγώνα. «Πάλευε νά ἐπαναφέρεις», λέει ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος (Ὅ. π., ΚΗ΄, 16-17),«ἤ μᾶλλον νά κλείνεις τή σκέψη σου μέσα στά λόγια τῆς προσευχῆς. Κι ἄν αὐτή, λόγω τῆς νηπιακῆς σου πνευματικῆς καταστάσεως, ἀτονεῖ καί ξεφεύγει, συμμάζευέ την πάλι. Γιατί ἰδίωμα τοῦ νοῦ εἵναι ἡ ἀστάθεια, ἐνῶ ἰδίωμα τοῦ Θεοῦ εἵναι ἡ δυνατότητα νά τά σταθεροποιεῖ ὅλα. Ἄν ἀγωνίζεσαι ἀκατάπαυστα, θά ἔρθει καί σ᾿ ἐσένα Ἐκεῖνος πού βάζει ὅρια στή θάλασσα τοῦ νοῦ, καί θά τῆς πεῖ τήν ὥρα τῆς προσευχῆς σου: » Ὥς ἐδῶ θά ἔρθεις· πιό πέρα δέν θά πᾶς!( Ἰωβ. 38;11).
Ἡ νοερή μελέτη τοῦ Θεοῦ ἴσως μέ τήν πρώτη σκέψη νά θεωρηθεῖ ἐργασία παράξενη, μονότονη, καταθλιπτική. Στήν πραγματικότητα, ὅμως, εἵναι μιά ἐργασία πού δίνει ἀνυπολόγιστους πνευματικούς καρπούς, μιά ἐργασία πού ἀποτελεῖ ἀνεκτίμητη ἐκκλησιαστική παράδοση, θεϊκή σύσταση, πνευματικό θησαυρό, παραγγελία τῶν ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων μά τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν μπορεῖς νά διανοηθεῖς πόσα πνευματικά πλούτη θά κληρονομήσεις κάποτε, ἄν ἀποκτήσεις τή συνήθεια τῆς ἀδιάλειπτης μνήμης τοῦ Θεοῦ. Ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά τοῦ ἀρχαρίου δέν μποροῦν νά συλλάβουν «ὅσα ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά ἐκείνους πού Τόν ἀγαποῦν»(Α΄ Κορ. 2:9), ὄχι μόνο στήν ἄλλη ζωή ἀλλά καί σέ τούτη (Βλ. Μάρκ. 10:30),ὅπου μποροῦμε νά πάρουμε μιά γεύση τῆς μελοντικῆς μακαριότητας.
«Προκειμένου νά σταθεῖς μπροστά στόν Θεό γιά νά Τόν ἱκετέψεις»,λέει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος (Ὄ. π., ΚΗ΄, 35),  «νά προετοιμάζεσαι μέ τήν ἀδιάλειπτη ἐσωτερική προσευχή, καί ἔτσι σύντομα θά προκόψεις». Μέ τόν καιρό ἡ νοερή μελέτη τοῦ Θεοῦ θά κυριεψει ὅλη σου τήν ὕπαρξη καί θά σέ κάνει σάν μεθυσμένο, ἕναν ἄνθρωπο πού βρίσκεται σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἀλλά δέν τοῦ ἀνήκει, ἤ μᾶλλον ἔναν ἄνθρωπο πού ἀνήκει στόν κόσμο ὡς πρός τό σῶμα ἀλλά δέν τοῦ ἀνήκει ὡς πρός τόν νοῦ καί τήν καρδια.Ὁποιος μεθᾶ μέ τό αἰσθητό κρασί, ξεχνᾶ τόν ἑαυτό του, ξεχνᾶ τά βάσανά του, ξεχνᾶ τήν τάξη του καί τήν κληρονομιά του. Ὅποιος μεθᾶ μέ τό νοητό κρασί τῆς μελέτης τοῦ Θεοῦ, γίνεται ψυχρός, ἀναίσθητος ἀπέναντι στίς γήινες ἐπιθυμίες, τή γήινη δόξα, ὅλα τά γήινα ἀγαθά. Ἡσκέψη του βρίσκεται διαρκῶς στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος μέ τή μελέτη ἐνεργεῖ στόν νοῦ καί τήν καρδιά σάν ἱερή εὐωδία, «ἀρωμα πού προέρχεται ἀπό τή ζωή καί δίνει ζωή» (Β΄ Κορ. 2:16)Ἡ μελέτη τοῦ Θεοῦ νεκρώνει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τήν ἀγάπη πρός τόν κόσμο καί τά πάθη καί γεννᾶ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, πρός καθετί τό πνευματικό καί ἅγιο, πρός τή μακάρια αἰωνιότητα.
«Θεέ μου!», ἀνακράζει ὁ μεθυσμένος ἀπό τή μελέτη τοῦ Θεοῦ(Ὁσίου Ἰωάννου τοῦΣιναΐτου, ὅ. π, ΚΗ΄, 28). «Τί ἄλλο ὑπάρχει γιά μένα στόν οὐρανό ἐκτός ἀπό Σένα;». Τίποτα! «Καί τί ἄλλο θά ἐπιθυμοῦσα στή γῆ ἐκτός ἀπό Σένα;» (Ψαλμ. 72:25). Τίποτ᾿ ἄλλο, παρά μόνο νά εἵμαι ἀπερίσπαστα προσκολλημένος σ᾿ Ἐσένα μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Μερικοί ἐπιθυμοῦν πλοῦτο, ἄλλοι δόξα καί ἄλλοι κάτι ἄλλο ἀπό τά ἐγκόσμια. «Ἐγώ, ὅμως, ἕνα μόνο πράγμα ἐπιθυμῶ: νά εἵμαι προσκολλημένος στόν Θεό καί νά στηρίζω σ᾿ Αὐτόν τήν ἐλπίδα τῆς ἀπάθειας μου» (Πρβλ. Ψαλμ. 72:28).

Οἱ λέξεις τῆς θείας μελέτης στήν ἀρχή πρέπει νά προφέρονται μέ τή γλώσσα, μέ φωνή ἤρεμη, μέ προσοχή μεγάλη, χωρίς βιασύνη. Ἡ σκέψη, σύμφωνα μέ τή συμβουλή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, πού ἀναφέραμε πιό πάνω, πρέπει νά κλείνεται μέσα στά λόγια τῆς μελέτης. Σιγά-σιγά ἡ προφορική μελέτη-προσευχή θά ἐξελιχθεῖ σέ νοερά καί στή συνέχεια σέ καρδιακή. Ἀλλά γιά τήν ἐξέλιξη αὐτή θά χρειαστοῦν πολλά χρόνια. Δέν πρέπει νά τή ζητᾶμε πρόωρα. Ἄς συντελεστεῖ ἀπό μόνη της ἤ, πιό σωστά, ἄς πραγματοποιηθεῖ ἀπό τόν Θεό στόν χρόνο πού πρέπει, ὅταν ἡ πνευματική ἡλικία καί οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς τοῦ ἀγωνιστῆ θά τό ἐπιτρέπουν.

Ὁ ταπεινός ἀγωνιστής ἱκανοποιεῖται μέ τό ὅτι ἀξιώνεται νά ἔχει τή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἤδη τό θεωρεῖ μεγάλη εὐεργεσία τοῦ Πλάστη πρός τό φτωχό καί ἀδύναμο πλάσμα Του, τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἴδιος θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἀνάξιο τῆς θείας χάριτος καί δέν ζητάει νά φανερωθοῦν μέσα του οἱ ἐνέργειες της. Γιατί γνωρίζει ἀπό τή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων πώς ἡ ἐπιζήτηση τῶν ἐνεργειῶν τῆς χάριτος πηγάζει ἀπό τήν ὑπερηφάνεια, ἀπό τήν ὁποία προέρχονται κάθε πλάνη καί κάθε πτώση. Καί εἵναι πλάνη τό νά ζητάει κανείς ἐπίμονα νά γευθεῖ τίς ἐνέργειες τῆς θείας χάριτος, ἐπειδή ἡ ἐμφάνιση τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν στήν ψυχή ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικά καί μόνο ἀπό τόν Θεό (Πρβλ. Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Ἐπιστολή Δ΄, Πρός τόν ὅσιον πατέρα Συμεώνην τόν θαυματουργόν, 38).

Ὁ ἀληθινός ἀγωνιστής δέν ἐπιδιώκει τίποτ᾿ ἄλλο παρά νά διαπιστώσει ὅλη τήν ἁμαρτωλότητα πού κλείνει μέσα του καί ν᾿ ἀποκτήσει τό πένθος γι᾿ αὐτήν. Τόν ἑαυτό του τόν παραδίνει στή θέληση τοῦ πανάγαθου καί πολυεύσπλαχνου Θεοῦ, πού γνωρίζει ποιόν ὠφελεῖ ἡ δωρεά τῆς χάριτος Του καί ποιόν ἡ ἀναβολή της. Πολλοί, παίρνοντας τή χάρη, ἔπεσαν στήν καταφρόνηση, τήν αὐτοπεποίθηση καί τήν ὑψηλοφροσύνη. Ἔτσι, ὄχι μόνο δέν ὠφελήθηκαν ἀπό τή χάρη πού ἔλαβαν, ἀλλά καί κατακρίθηκαν βαριά.

Μακάριος εἵναι ὁ μοναχός πού ἡ καρδιά του τόν νουθετεῖ νά κάνει κάθε ἄσκηση μέ ἀπόλυτη ἀνιδιοτέλεια.
Μακάριος εἵναι ὁ μοναχός πού δέν πεινᾶ καί δέν διψᾶ παρά γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, καί γι᾿ αὐτό μέ πίστη, ἁπλότητα καί αὐταπάρνηση παραδίνει τόν ἑαυτό του στήν ἐξουσία καί τήν πρόνοια τοῦ σπλαχνικοῦ Κυρίου μας, «ὁ ὁποῖος θέλει νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί νά γνωρίσουν καλά τήν ἀλήθεια» (Α΄ Τιμ. 2:4).
 
 
Σ᾿ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ἀμήν.
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

«Μετάνοια καί Μνήμη θανάτου» Εὐεργετινός, Τόμος 1, Ὑπόθεση δ΄- ε΄, Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


Ἀκούστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:«Μετάνοια καί Μνήμη θανάτου»

Ὑπόθεσις ἐκ τοῦ Εὐεργετινοῦ Δ΄. Εἶναι μία μικρή ὑπόθεσις, πού ἔχει τίτλο «Ὅτι οἱ ἀθενεῖς πρέπει νά ὁδηγοῦνται σιγά-σιγά στά ἔργα τῆς μετανοίας» καί εἶναι ἀπό τό Γεροντικό.
«Ἕνας ἀδελφός ἔπεσε σέ πειρασμό, δηλαδή σέ ἁμαρτία. Τόσο δέ μεγάλη θλίψη δοκίμασε, ὥστε ἐγκατέλειψε καί τόν κανόνα τοῦ Μονάχου. Καί ἐνῶ ἤθελε νά κάνει ἀρχή νά μετανοεῖ, ἠμποδίζετο ἀπό τήν λύπη καί ἔλεγε στόν ἑαυτό του· πῶς θά μπορέσω νά ἀνεύρω τόν ἑαυτό μου, ὅπως ἤμουν κάποτε; Ἀμελῶν δέ καί διστάζων δέν εἶχε τήν δύναμη νά ἀρχίσει τό μοναχικό του ἔργο. Ἐπισκέφθηκε λοιπόν ἕναν Γέροντα καί ἐξομολογήθηκε σ’ αὐτόν ὅσα τοῦ συνέβαιναν. Ό Γέρων, ἀφοῦ ἤκουσε μετά προσοχῆς τά ζητήματα, πού τόν ἔθλιβαν, ἀντί ἀπαντήσεως τοῦ διηγήθηκε τό κατωτέρω παράδειγμα, ὑπό μορφήν διδακτικῆς παραβολῆς: Ἕνας ἄνθρωπος - ἄρχιοε νά λέγει- εἶχε ἕναν ἀγρό.Ἀπό ἀμέλειά του, λοιπόν, ὁ ἀγρός αὐτός ἐχερσώθη καί ἐγέμισε ἀπό ἄγρια χόρτα καί ἀγκάθια. Μετά καιρόν ὁ ἄνθρωπος αὐτός σκέφθηκε νά περιποιηθεῖ τόν ἀγρό του καί νά τόν καλλιεργήσει. Διέταξε, λοιπόν, τόν υἱό του νά πάει νά καθαρίσει τόν ἀγρό. Πράγματι μετέβη ὁ υἱός νά καθαρίσει τόν ἀγρό, μόλις ὅμως τόν εἶδε γεμάτο ἀγκάθια, ἀπογοητεύτηκε καί εἶπε μέσα του· πότε θά μπορέσω νά τά ξερριζώσω ὅλα αὐτά καί νά τόν καθαρίσω; Ξάπλωσε λοιπόν καί ἀποκοιμήθηκε.
Ἀφοῦ ξύπνησε γιά λίγο καί εἶδε πάλι τό πλῆθος τῶν ἀγκαθιῶν, ἐβαρύνθη καί ἔμεινε ξαπλωμένος κατά γῆς. Καί ἄλλοτε μέν κοιμώμενος, ἄλλοτε πάλι στρέφων ἀπό τήν μίαν πλευρά στήν ἄλλη», ἄλλαζε πλευρό ὅπως λέμε, «ὅπως ἡ θύρα περιστρέφεται στήν στρόφιγγά της», στόν μεντεσέ, «κατά τήν παροιμία», ἔτσι λέει στίς Παροιμίες, «ὥσπερ, θύρα, στρέφεται, ἐπί, τοῦ, στρόφιγγος, οὕτως, ὀκνηρός, ἐπί τῆς κλίνης αὐτοῦ. κρύψας ὀκνηρός τήν χεῖρα ἐν τῷ κόλπῳ αὐτοῦ, οὐ δυνήσεται ἐπενεγκεῖν ἐπί στόμα»1. Πέρασε ἀρκετές ἡμέρες ἔτσι χωρίς ἐργασία καί μέ ἀμέλεια.
Ἐν τῶ μεταξύ ἔρχεται καί ὁ πατέρας του, νά δεῖ τί ἔκανε στόν ἀγρό. Καθώς λοιπόν τόν βρῆκε ἀργό καί ἀναποφάσιστο, τοῦ λέει:
- Γιατί, παιδί μου, δέν ἔκανες τίποτα μέχρι τώρα;
Τό παιδί ἀπήντησε:

- Πατέρα μου, καθώς ἐρχόμουνα νά ἐργασθῶ, καί ἔβλεπα αὐτό τό πλῆθος ἀπό τά ἀγριόχορτα καί τά ἀγκάθια, ἔχανα τήν ὄρεξή μου πρός ἐργασία, καί ἀπό τήν στενοχώρια μου ἐξάπλωνα καί κοιμόμουνα. Γι’ αὐτό δέν ἔκαμα τίποτε μέχρι σήμερα. - Παιδί μου, μή στενοχωρεῖσαι, ἀπάντησε ὁ πατέρας· νά ξεχερσώνεις κάθε μέρα ἔκταση ἴση μέ τό πλάτος τοῦ στρώματός σου καί ἔτσι θά προχωρήσει ἡ ἐργασία σου καί δέν θά σέ καταπνίξει ἡ ἀμέλεια. Πράγματι ὁ υἱός πραγματοποίησε τήν συμβουλή τοῦ πατρός καί ἐντός ὀλίγου χρόνου καθαρίσθηκε ὁ ἀγρός ἀπό τά ἀγκάθια καί τά ἀγριόχορτα».
Ἔτσι καί σύ, ἀδελφέ μου, ὀλίγο κατ’ ὀλίγο νά ἐργάζεσαι καί δέν κινδυνεύεις ἀπό ἀμέλεια. Ό δέ Θεός βλέπων τήν ἐπιθυμία σου πρός ἐργασία θά σέ ἀποκαταστήσει καί πάλι, μέ τήν Χάρη Του, στήν ἀρχαία σου τάξη. Ὁ Μοναχός ἄκουσε μετά προσοχῆς τίς συστάσεις αὐτές, κάθισε μέ ὑπομονή καί ἐφήρμοσε τίς ὑποδείξεις τοῦ Γέροντος. Πράγματι δε, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ βρῆκε τήν ἐπιζητουμένη ἀνάπαυση»2.
Νά ξεχερσώνεις κάθε μέρα ἔκταση ἴση μέ τό πλάτος τοῦ στρώματός σου καί ἔτσι θά προχωρήσει ἡ ἐργασία σου καί δέν θά σέ καταπνίξει ἡ ἀμέλεια. Ὀλίγον καί κατά μικρόν ἐάν ἀγωνίζεται ὁ ἄνθρωπος καθημερινά, ἄν ἀνεβαίνει ἕνα-ἕνα τά σκαλοπάτια τῆς ἀρετῆς, σιγά-σιγά θά φτάσει στήν κορυφή καί θά πετύχει τόν ποθούμενο σκοπό πού εἶναι ἡ κάθαρση. Ἡ κάθαρση δέν γίνεται διά μιᾶς, ἀλλά σέ βάθος χρόνου μέ μία σειρά βημάτων. Λίγο λίγο καί σιγά σιγά, καί ἀσθενής νά εἶσαι, θά τά καταφέρεις. Αὐτοί πού εἶναι ἰσχυροί καί πρόθυμοι μποροῦν νά τό κάνουν πιό γρήγορα. Ἀλλά καί οἱ ἀσθενεῖς σιγά-σιγά τά καταφέρνουν. Ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι νά μή σταματάει κανείς νά ἀνεβαίνει, νά καθαρίζεται, ἔστω καί λίγο καθημερινά.
Εἶναι πάρα πολύ ὄμορφο τό νά βάζει σιγά-σιγά ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του σέ τάξη καί νά ζεῖ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ ἴδιος τό χαίρεται βεβαίως, γιατί ἑλκύει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία τοῦ δίνει καί τήν ἀληθινή χαρά. Αὐτό λοιπόν θέλει νά μᾶς διδάξει αὐτή ἡ ὑπόθεσις, ὅτι οἱ ἀσθενεῖς πρέπει νά ὁδηγοῦνται σιγά-σιγά στά ἔργα τῆς μετανοίας. Νά μήν ἀπελπίζονται ἀπό τό μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων, ἀπό τόν ὄγκο καί τή δύναμη τῶν παθῶν πού ἔχουν, καί νά μή λένε ὅτι δέν γίνεται πλέον τίποτε μέ ἐμένα, δέν μπορῶ πλέον νά κάνω τίποτε, ἀλλά νά ἀγωνίζονται λίγο-λίγο καθημερινά καί σιγά-σιγά θά φτάσουν νά ἔχουν μιά ὁλοκληρωμένη μετάνοια.
Αὐτά γιά τήν ὑπόθεση τήν τετάρτη, γιά τό ὅτι οἱ ἀσθενεῖς θά πρέπει ἥσυχα, ἤρεμα καί σιγά-σιγά, κατά μικρόν, νά ὁδηγοῦνται στήν μετάνοια τήν πλήρη καί ὁλόκληρο. Εἶναι ἕνας τρόπος αὐτός, ξέρετε, γιά νά ξεγελᾶμε τόν λογισμό μας, ὁ ὁποῖος εἶναι πάντοτε δειλός. Λέει ἡ Ἁγία Γραφή «λογισμοί ἀνθρώπων πάντες δειλοί»3. Πάντα ὁ λογισμός μᾶς λέει, πώ, πώ... τώρα εἶναι πολύ δύσκολο νά κάνεις προσευχή.. καί τόση ὥρα.. καί πῶς θά ἀντέξεις κ.λ.π. Μπορεῖς νά πεῖς στόν λογισμό σου, δέν θά κάνω πολύ, θά κάνω ἕνα λεπτό. Ἕνα λεπτό προσευχή καί νά προσπαθήσω αὐτό τό ἕνα λεπτό νά συγκεντρωθῶ. Ἀφοῦ καταφέρεις καί κάνεις ἕνα λεπτό, μετά θά πεῖς, νά κάνω ἀκόμη ἕνα λεπτό. Ἔτσι σιγά-σιγά ξεπερνώντας τή ραθυμία καί τήν τεμπελιά, τή φιλαυτία, ὁ ἄνθρωπος προχωράει πνευματικά.
Πᾶμε στήν ἑπόμενη ὑπόθεση, πέμπτη κατά σειρά, ἡ ὁποία λέγει: Ὅτι πρέπει πάντοτε νά ἐνθυμούμεθα τόν θάνατον καί τήν μέλλουσα κρίση, διότι ἐκεῖνοι πού δέν ἀναμένουν διαρκῶς τόν θάνατο καί τήν μέλλουσα κρίση εὐκόλως κυριεύονται ἀπό τά πάθη. Δηλαδή ἡ Ὑπόθεσις αὐτή ἀναφέρεται στήν μνήμη τοῦ θανάτου. Ἐνῶ ἡ προηγούμενη ἀναφερόταν στήν μετάνοια.
«Στόν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Ὁ Ἁγιος Ἀντώνιος ἔλεγε στούς μαθητές του, γιά νά μήν ἀμελοῦμε καί νά μήν ὑποχωροῦμε μπροστά στήν ἄσκηση, εἶναι καλό νά μελετοῦμε καθημερινῶς τό ρητό τοῦ Ἀποστόλου πού λέει «καθημέραν ἀποθνήσκω»4, διότι ἐάν καί ἡμεῖς διάγουμε τόν βίο μας ὡς ἀποθνήσκοντες καθημερινῶς, ἀσφαλῶς δέν θά ἀμαρτήσουμε»5Ἄν κάθε μέρα σκεφτόμαστε ὅτι πεθαίνουμε, σήμερα εἶναι ἡ τελευταία μας μέρα, δέν θά ἁμαρτάναμε, γιατί θά λέγαμε, πρέπει νά προσέξω πολύ τουλάχιστον αὐτή τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς μου νά μήν ἁμαρτήσω, γιά νά ἔχω κάποια παρρησία στόν Θεό πού θά μέ βρεῖ σέ μιά κατάσταση ἀγῶνος. «Αὐτό δέ πού σᾶς προτείνω», λέει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, «θά τό πραγματοποιήσουμε κατά τόν ἑξῆς τρόπο».
Πῶς θά πιστεύουμε ὅτι κάθε μέρα εἶναι ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς μας;
«Κατά τήν καθημερινή μας ἀφύπνιση ἀπό τόν ὕπνο, ἄς νομίζουμε ὅτι δέν ἠγέρθημεν ἐκ τῆς κλίνης καί πεθάναμε, ἐφόσον ἄλλωστε καί ἡ ζωή μας, ἐκ φύσεως, εἶναι ἀγνώστου διάρκειας καί τέλους καί καθημερινῶς μετρεῖται ἀπό τήν θεία πρόνοια»6Νά σκέφτεσαι λοιπόν ὅτι δέν ξύπνησες, ὅτι δέν σηκώθηκες ἀπό τό κρεβάτι. Ἐξάλλου, ἡ ζωή σου δέν ξέρεις πόσο θά διαρκέσει.
«Ὅταν σκεπτόμαστε κατά αὐτόν τόν τρόπο, οὔτε θά ἁμαρτήσουμε, οὔτε τίποτε θά ἐπιθυμήσουμε, οὔτε θά μνησικακοῦμε ἐναντίον τῶν ἄλλων, οὔτε θά ἀποκτήσουμε ὑλικούς θησαυρούς πάνω εἰς τήν γῆ ἀλλ’ ὡς ἀναμένοντες καθημερινῶς τόν θάνατο», ἀφοῦ περιμένουμε καθημερινά τόν θάνατο, «θά γίνουμε ἀκτήμονες». Ἕνας πού πεθαίνει τό βράδυ, ξέρει ὅτι θά πεθάνει σήμερα, δέν κοιτάζει νά ἀγοράσει χωράφια… τί νά ἀγοράσει;.. Δέν κοιτάζει νά ἀποκτήσει πράγματα ἐδῶ στή γῆ. Θά γίνουμε ἀκτήμονες ἑπομένως, «καί θά συγχωρήσουμε ὅλα τά σφάλματα στούς ἀδελφούς μας»7Ἕνας πού φεύγει, θέλει νά τά ἔχει καλά μέ ὅλους, νά ἔχει συμφιλιωθεῖ. Ζητάει συγγνώμη ἀπό ὅλους.
«Ἐπιπλέον οὔτε γυναίκα θά ἐπιθυμήσουμε, οὔτε θά θελήσουμε νά ἀπολαύσουμε καμία ἄλλη ρυπαρή ἡδονή, ἀλλά μέ βδελυγμία θά τά ἀποστραφοῦμε ὅλα αὐτά, ὡς παρερχόμενα ταχύτατα, ζῶντες διαρκῶς μέ τήν ἀγωνία τοῦ θανάτου καί προβλέποντες πάντοτε τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως»8ἔχοντας μπροστά στά μάτια μας συνεχῶς τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως καί σκεπτόμενοι τήν ὥρα αὐτή τήν φρικτή τοῦ θανάτου, πού εἶναι ἡ σοβαρότερη καί σπουδαιότερη ὥρα τοῦ ἀνθρώπου καί κρισιμότερη καί ἡ ὥρα πού θά ἔχει τούς μεγαλύτερους πειρασμούς. Γι’ αὐτό καί ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης, ὁ Χριστός, μᾶς δοκιμάζει μέ θλίψεις καί δοκιμασίες στή διάρκεια τῆς ζωῆς μας, ἕτσι ὥστε τήν τελευταία ὥρα νά κάνουμε ὑπομονή καί προσευχή καί ταπείνωση καί νά μήν πέσουμε θύματα τοῦ διαβόλου καί ἀπελπιστοῦμε καί χάσουμε τήν ψυχή μας. Γιατί, βεβαίως, ὁ θάνατος εἶναι κάτι ἀπευκταῖο. Εἶναι κάτι πού δέν τό θέλει ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί ἔχει μεγίστη δυσκολία ἐκείνη τήν ὥρα ὁ ἄνθρωπος, τήν ὥρα τοῦ θανάτου. Ἄν ὅμως σ’ ὅλη του τή ζωή ἔχει προετοιμαστεῖ γιά ἐκείνη τήν ὥρα, ἔχει ἀγαπήσει τόν Χριστό, ἔχει συμφιλιωθεῖ μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἔχει ἀποτινάξει τά πάθη του ἤ τουλάχιστον τά ἔχει χαλιναγωγήσει, τότε θά εἶναι πολύ πιό εὔκολα τά πράγματα.
«Πάντοτε ὁ μεγαλύτερος φόβος τοῦ ἀπροσδοκήτου θανάτου καί ἡ ἀγωνία γιά τά ἀναμενόμενα βάσανα ἐκ τῆς ἁμαρτίας, διαλύουν εὔκολα τό ἀπατηλό τῆς ἡδονῆς καί ἀνεγείρουν τήν ψυχή, ὁσάκις παρεκκλίνει πρός τό κακό»9Ὅταν κανείς σκέφτεται τόν θάνατο καί ζεῖ, ἔτσι ἄς τό ποῦμε, τήν καλή ἀγωνία γιά τό τί λόγο θά δώσει στόν Θεό, τί ἀπολογία θά δώσει, αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν ἁμαρτάνει καί ἀφετέρου δέν ὑποδουλώνεται στίς διάφορες ἡδονές τίς γήινες, τίς σαρκικές, τίς ἐπίγειες, ἀλλά συνεχῶς σηκώνει τήν ψυχή του μέ νήψη, μέ ἐγρήγορση, πρός τόν Θεό καί καλλιεργεῖ τήν ἐλπίδα στόν Θεό.
«Στόν βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος. Ὁ μέγας Ἰωάννης, ὁ Πατριάρχης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, γιά νά χαράξει βαθιά στό μυαλό του τήν μνήμη τοῦ θανάτου καί νά τήν βλέπει πάντοτε ζωηρῶς μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς του, διατάσσει νά κτίσουν τόν τάφο του, νά μή τόν τελειώσουν ὅμως, νά τόν ἀφήσουν μισοτελειωμένο. Ἔπειτα δίνει ἐντολή σ’ αὐτούς, πού ἀσχολοῦνταν μέ τήν κατασκευή τοῦ τάφου του, ὁσάκις ἐπετελεῖτο ἐπίσημη ἑορτή, νά ἔρχονται ἐμπρός σέ ὅλους πού συνήρχοντο γιά τήν ἑορτή, καί νά τοῦ λέγουν δυνατά: Ὁ τάφος σου, Δέσποτα, εἶναι μισοτελειωμένος ἀκόμα, ἐπίτρεψέ μας λοιπόν νά τόν τελειώσουμε, διότι εἶναι ἄγνωστο σέ ποία ὥρα ἐπέρχεται, ὡς κλέπτης, ὁ θάνατος»10.
Εἶχε κάνει αὐτό τό τέχνασμα γιά νά θυμᾶται τόν θάνατο. Καί μάλιστα εἶχε βάλει τούς ἀνθρώπους νά τοῦ τόν θυμίζουν μπροστά σ’ ὅλο τόν κόσμο ἔτσι ὥστε νά τόν συγκλονίζει ἀκόμα περισσότερο αὐτή ἡ μνήμη. Ὁπωσδήποτε βέβαια καί οἱ ἄλλοι πού τό ἄκουγαν κι αὐτοί ἔπαιρναν τό μάθημα πού ἔπρεπε. Τόν βοηθοῦσε βέβαια αὐτό καί νά μήν ξεχνιέται ἐκείνη τήν ὥρα τῆς ἑορτῆς πού ὅλα εἶναι χαρούμενα, ὅπως εἶναι σέ κάθε γιορτή, καί νά μήν παύει νά θυμᾶται κι ἐκείνη τήν ὥρα τόν θάνατο, γιατί ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι φυλακτικό τῶν ἁμαρτιῶν. Προφυλάσσεται ὁ ἄνθρωπος καί δέν ἁμαρτάνει, ὅταν θυμᾶται ὅτι θά πεθάνει.
Τρίτο, στό Γεροντικό, «Ὁ Ἀββάς Ἀγάθων εἶπε, ὅτι θά πρέπει ὁ Μοναχός ἀνά πᾶσα στιγμή νά ἔχει τόν νοῦ τσυ στό φοβερό κριτήριο τοῦ Θεοῦ, δηλαδή στήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ»11Κάθε στιγμή νά σκεφτόμαστε τήν Δευτέρα Παρουσία, τί θά γίνει τότε; Τί ἀπολογία θά δώσουμε;
«Στά μέρη τοῦ Ἰορδάνου ζοῦσε, κατά τούς χρόνους ἐκείνους, ἕνας Ἀναχωρητής, ὁ ὁποῖος ἀγωνίζοτανε γιά πολλά χρόνια». Ἀγωνιζότανε πνευματικά, μέ νηστεῖες, μέ ἀγρυπνίες, μέ δάκρυα, μέ μετάνοιες.. «Αὐτός προστατευόμενος ἀπό τήν σκέπη τοῦ Θεοῦ δέν ἐθίγετο ἀπό τίς προσβολές τοῦ ἐχθροῦ, ἀλλά παρέμενε σχεδόν ἀνενόχλητος ἀπό τόν πόλεμο τοῦ διαβόλου. Γι’ αὐτό, ἐμπρός σ’ ἐκείνους πού τόν ἐπεσκέπτοντο, χάριν πνευματικῆς ὠφελείας, περιφρονοῦσε τόν σατανᾶ καί τόν εἰρωνεύοταν λέγοντας στούς ἐπισκέπτες του, τίποτε δέν εἶναι, οὔτε μπορεῖ νά κάνει κάτι εἰς βάρος τῶν ἀγωνιστῶν, ἐκτός ἐάν βρεῖ ὅμοιούς του σέ ρυπαρότητα, πού παραμένουν διαρκῶς δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας· αὐτούς τότε τούς ἀδυνατίζει τελείως. Ὅλα αὐτά τά ἔλεγε βεβαίως, διότι δέν ἀντιλαμβανόταν τήν εἰς αὐτόν δωρεάν τῆς Θείας Χάριτος, ἡ ὁποία δέν ἐπέτρεπε στόν σατανᾶ νά τόν πειράξει»12Καυχιόταν κατά κάποιο τρόπο, ἔμμεσα, ὅτι μόνος του τά κατάφερε. Ἐνῶ ἦταν δῶρο τοῦ Θεοῦ, τό ὅτι δέν τόν πείραζε ὁ διάβολος. Τόν φύλαγε ὁ Θεός.
«Ὅταν λοιπόν πλησίαζε τό τέλος του, ἐμφανίζεται ἐνώπιόν του, κατά παραχώρηση Θεοῦ, ὀφθαλμοφανῶς ὁ διάβολος καί τοῦ λέει:
-Τί σοῦ ἔχω κάνει, Ἀββά; μήπως σέ ἐνόχλησα καθόλου;
Ὁ Ἀναχωρητής τόν ἔφτυσε ἀμέσως στό πρόσωπο καί ἐπανέλαβε τά ἴδια εἰρωνικά λόγια. Στό τέλος πρόσθεσε:
-Πήγαινε ὀπίσω μου, σατανᾶ, γιατί τίποτε δέν μπορεῖς νά κάνεις εἰς βάρος τῶν δούλων τοῦ Χριστοῦ.
-Καλά καλά, ἀπάντησε ἐκ δευτέρου ὁ σατανᾶς· μή λησμονεῖς ὅμως, ὅτι ἔχεις νά ζήσεις ἀκόμα ἄλλα σαράντα χρόνια· τί λές λοιπόν μέσα σέ τόσα χρόνια δέν θά εὕρω μία ὥρα, γιά νά σέ καταρρίψω;», νά σέ κάνω ν’ ἁμαρτήσεις δηλαδή;
«Μετά τούς λόγους αὐτούς ἐξαφανίσθηκε ὁ σατανᾶς. Ἐν τῶ μεταξύ ὅμως ἔσπειρε στή διάνοια τοῦ Ἀναχωρητοῦ τά σπέρματα τοῦ κακοῦ»13Ὁ διάβολος εἶναι μεγάλος μάστορας! Μέ τούς λογισμούς τουμπάρει τόν ἄνθρωπο.
«Ἔτσι ὁ Ἀναχωρητής ἄρχισε ἀμέσως νά παλεύει μέ τούς λογισμούς του καί νά λέει ἀπό μέσα του. Τόσα χρόνια ἔχω πού ταλαιπωροῦμαι σ’ αὐτήν τήν ἔρημο καί ἀκόμη ἄλλα σαράντα χρόνια ζωῆς μοῦ ἔχει ὁ Θεός;». Ἐκεῖνος νόμιζε ὅτι τελειώνει.. «Θά ἀναχωρήσω λοιπόν γιά τόν κόσμο, γιά νά δῶ τούς συγγενεῖς καί τούς γνωστούς μου· καί ἀφοῦ παραμείνω πλησίον τους μερικά χρόνια, ἐπιστρέφω καί πάλι σ’ αὐτήν τήν ἔρημο, γιά νά συνεχίσω τήν ἄσκηση»14Τοῦ πῆρε λίγο τή Χάρη Του ὁ Θεός καί αὐτός πίστεψε τόν διάβολο, ἐνῶ τόν διάβολο ποτέ δέν πρέπει νά τόν πιστεύουμε. Ὑπάρχουν ταλαίπωροι ἄνθρωποι πού πᾶνε νά συμβουλευτοῦν τόν διάβολο, δηλαδή πᾶνε στά διάφορα μέντιουμ, μάγους, χαρτορίχτρες κ.λ.π. γιά νά μάθουν ἄν τούς ἔχουν κάνει μάγια καί ἄλλες ἀνοησίες. Δυστυχῶς, πιστεύουν τόν διάβολο καί δέν πιστεύουν τόν Χριστό. Ὁ διάβολος εἶναι ἀνθρωποκτόνος καί κάνει μεγάλη ζημιά σέ ὅλους ὅσους πᾶνε κοντά του.
Μετά ἀπό αὐτούς τούς λόγους λοιπόν πού εἶπε ὁ διάβολος τοῦ ἀναχωρητοῦ καί αὐτός τούς πίστεψε, γέμισε μέ λογισμούς καί ἀποφάσισε νά γυρίσει στόν κόσμο. «Ὅπως δέ σκέφθηκε, ἔτσι καί ἔκανε. Ἀμέσως βγῆκε ἀπό τό κελλί του καί βάδιζε πρός τήν πόλη. Ὡστόσο, ὅμως, ὁ φιλάνθρωπος Θεός δέν θέλησε νά χαθοῦν οί κόποι του· ἔτσι, πρίν ἀκόμη ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό κελλί του, ἔστειλε ἕναν Ἄγγελό Του, γιά νά τόν βοηθήσει. Ὅταν συναντήθηκαν, τοῦ λέει ὁ Ἄγγελος:
-Ποῦ πηγαίνεις, Ἀββά;
-Στήν πόλη, ἀπάντησε ὁ Ἀναχωρητής.
-Ξαναγύρισε στό κελλί σου, ἐπανέλαβε πάλι ὁ Ἄγγελος, καί σέ τίποτε δέν θά σέ ξαναενοχλήσει πλέον ὁ σατανᾶς, ὁ ὁποῖος, ἔχε το ὑπ’ ὄψιν σου, κατόρθωσε νά σέ ἐμπαίξει»15νά σέ κοροϊδέψει, νά σέ ξεγελάσει. Σοῦ ἔβαλε λογισμό ὅτι θά ζήσεις ἀκόμα σαράντα χρόνια καί ἐσύ τόν πίστεψες καί μετά σοῦ ἔβαλε τόν λογισμό νά φύγεις ἀπό τήν ἔρημο.
«Ὁ Ἀναχωρητής συνῆλθε ἀπό τούς λόγους τοῦ Ἀγγέλου καί ἐπέστρεψε στό κελλί του. Ἀφοῦ δέ ἔζησε τρεῖς ἡμέρες ἀκόμη, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίω»16Γιατί συνέβη τώρα αὐτό ὅλο στόν Ἀναχωρητή; Διότι προφανῶς εἶχε μπεῖ μέσα του μιά ἰδεούλα ὑπερήφανη ὅτι αὐτός μέ τήν ἀρετή του, μέ τήν προσοχή του, μέ τόν ἀγῶνα του, εἶχε κάνει ἔτσι τόν διάβολο πού δέν μποροῦσε νά τόν πειράξει. Κι ὅμως ἡττήθηκε ἀπό ἕναν λόγο, ἀπό ἕναν λογισμό πού τοῦ ἔβαλε ὁ διάβολος, γιά νά τοῦ δείξει ὁ Θεός ὅτι τίποτα δέν μπορεῖς μόνος σου. «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»17 καί μήν καυχᾶσαι ὅτι ἐσύ μέ τή δύναμή σου νικοῦσες τόν διάβολο. Ὄχι! Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σέ φύλαγε καί δέν σέ πείραζε ὁ διάβολος. Βέβαια ἦταν καλός μοναχός, γι’ αὐτό ὁ Θεός τόν ἐλέησε καί δέν ἄφησε νά χαθοῦν τόσοι κόποι πού εἶχε κάνει ἀπό ἕνα λάθος πού ἔκανε στά στερνά του. Ἀλλά βλέπετε, πῶς ὁ διάβολος καιροφυλακτεῖ νά μᾶς βρεῖ σέ κάποια ὑπερήφανη στάση ψυχῆς καί νά μᾶς ρίξει στήν πλάνη. Κι αὐτόν τόν μοναχό τόν πλάνεψε, τόν κορόιδεψε καί ἄν δέν ἐπενέβαινε ὁ Θεός μπορεῖ νά ἔφευγε καί στόν κόσμο ἀκόμα, ὅπως εἶχε ἀποφασίσει, καί νά ἔχανε τήν ψυχή του.
«Ἕνας Γέρων Ἀσκητής εἶπε ὅτι, καθώς ἐργάζομαι καί κατεβάζω τό ἀδράχτι, πρίν τό ἀνεβάσω, φέρνω μπρός στά μάτια μου τόν θάνατο». Δηλαδή πάρα πολλές φορές τήν ἡμέρα πού ἔκανε αὐτό τό ἐργόχειρο θυμότανε τόν θάνατο. «Ὁ ἴδιος πάλι εἶπε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κάθε στιγμή φέρνει στόν νοῦ του τόν θάνατο, θά κατορθώσει νά νικήσει τήν ὀλιγοψυχία»18, τήν δειλία. Ὁ ὀλιγόψυχος εἶναι ἀκριβῶς αὐτός πού εἶναι δειλός, διστάζει. Εἶναι ἄνθρωπος πού δέν παίρνει ἀποφάσεις καί δέν προχωράει ἔτσι ἀποφασιστικά. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος νικάει ὅλη αὐτή τήν κατάσταση, ἐάν θυμᾶται τόν θάνατο. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου δίνει στόν ἄνθρωπο τήν ὤθηση νά πάρει ἀποφάσεις, νά προχωρήσει δυναμικά καί νά νικήσει τήν δειλία. Νά προχωρήσει μέ γενναιότητα στόν πνευματικό ἀγῶνα.
«Ἕνας Γέρων ἔλεγε, ὅτι σέ κάθε ἔργο, πού πρόκειται νά ἐπιτελέσει ὁ ἄνθρωπος, νά λέγει πρός τόν ἑαυτό του· ἐάν αὐτήν τήν στιγμή μέ ἐπισκεφθεῖ ὁ Θεός, τί θά γίνει; Πρόσεξε τί θά σοῦ ἀπαντήσει ὁ λογισμός· ἐάν σέ κατακρίνει γι’ αὐτό πού σκέπτεσαι νά κάνεις, νά τό ἀπορρίψεις ἀμέσως καί νά ἀναλάβεις τήν πραγματοποίηση ἄλλου, ὥστε μέ θάρρος νά τό ὁλοκλήρωσεις». Νά ἐξετάζεις δηλαδή, κάθε ἔργο πού κάνεις ἤ πού σκέφτεσαι νά κάνεις, ἄν τήν ὥρα πού τό κάνεις σ’ ἐπισκεφτεῖ ὁ θάνατος, ἄν ἔρθει ὁ Θεός ἤ στείλει τόν ἄγγελό Του καί σοῦ πεῖ: πᾶμε... αὐτό πού κάνεις θά ἀρέσει ἄραγε στόν Χριστό; Κι ἄν σοῦ πεῖ ὁ λογισμός, ὅτι δέν θά ἀρέσει, νά τό ἀφήσεις ἀμέσως. «Ὁ ἐργάτης τοῦ ἀγαθοῦ καί τῆς ἀρετῆς θά πρέπει ἀνά πᾶσα στιγμή νά εἶναι ἕτοιμος νά πορευθεῖ πρός τήν ὁδό τῆς αἰωνιότητος, εἴτε κάθεται εἰς τό κελλί του καί ἐκτελεῖ τό ἐργόχειρό του, εἴτε βαδίζει εἰς τόν δρόμο. Γι’ αὐτό καί σύ, εἴτε ἐργάζεσαι, εἴτε βαδίζεις, εἴτε τρώγεις, νά λές πάντοτε εἰς τόν ἑαυτό σου: Ἐάν τώρα δά μᾶς καλέσει, ὤ ψυχή μου, ὁ Θεός, τί θά γίνει; Πρόσεξε δέ τί θά σοῦ ἀπαντήσει ἡ συνείδησή σου καί πραγματοποίησε γρήγορα αὐτό πού θά σοῦ ὑποδείξει»19Αὐτή τή στιγμή εἶσαι ἕτοιμος; Αὐτή τήν ἐρώτηση πρέπει νά τήν κάνουμε κάθε στιγμή στόν ἑαυτό μας: εἶσαι ἕτοιμος νά πᾶς στόν Χριστό τώρα, αὐτή τή στιγμή; Ἔχεις μετανοήσει; Ἔχεις διορθώσει αὐτά πού πρέπει; Ἔχεις ἐξομολογηθεῖ; Ἔχεις ἐξαλείψει τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη σου;
«Καί ἐάν θέλεις καί πάλι νά μάθεις ἄν ἔγινε ἔλεος σέ σένα», ἄν πράγματι δηλαδή ὁ Θεός σέ συγχώρεσε, σέ ἐλέησε, «ἐρώτησε καί πάλι τήν συνείδησή σου καί μή σταματήσεις νά τήν ἐρωτᾶς, «ἕως ὅτου ἡ καρδία σου δεχθεῖ τήν πληροφορία τῆς Χάριτος καί ἡ συνείδησή σου σοῦ εἴπη: Πιστεύομεν εἰς τούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁπωσδήποτε θά μᾶς ἐλεήσει. Πρόσεχε ὅμως τίς κινήσεις τῆς καρδίας σου, μήπως ἡ συνείδησή σου σοῦ λέγει τόν λόγο μέ κάποιον δισταγμό. Ἐάν δέ ὑπάρχει καί μία τρίχα δυσπιστίας ὅτι κατέστης ἄξιος τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ, τότε ἀσφαλῶς βρίσκεται πολύ μακράν ἀπό σέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ»20Ἄν ὑπάρχει καί τρίχα δυσπιστίας! Γιατί ἄν κανείς ἔχει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχει ἀμφιβολία. Εἶναι βέβαιος ὅτι τό ἔχει, τό ζεῖ αὐτό πού τοῦ λέει ὁ λογισμός ὅτι ἔχει. Πρόσεχε, λοιπόν, νά μάθεις καθαρά ἀπό τή συνείδησή σου ἄν βρῆκες ἔλεος. Πρέπει ἡ συνείδησή σου νά σοῦ τό λέει ἀδίστακτα. Ἀλλιῶς θά πρέπει νά ψαχτεῖς καί νά ἐξαλείψεις κάποιες ἁμαρτίες πού δέν ἔχεις ἐξαλείψει γιά νά εὐαρεστήσεις στόν Θεό καί νά ὁλοκληρώσεις τή μετάνοιά σου.
«Ὁ Ἀββάς Ἀρσένιος, ὅταν ἐπρόκειτο νά ἀποθάνη, μόλις πλησίαζε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, δάκρυσε· καθώς τόν εἶδον οἱ ἀδελφοί καί πατέρες νά κλαίει, τοῦ λένε:
-Καί σύ, πάτερ, φοβεῖσαι, τόν θάνατο;». Ἐσύ ὁ Μέγας Ἀρσένιος θά λέγαμε!
-Εἰλικρινῶς σᾶς λέγω, ἀπάντησε ἐκεῖνος, πώς ὁ φόβος πού αἰσθάνομαι τώρα, οὐδέποτε, ἀφ’ ὅτου ἔγινα Μοναχός, μέ ἐγκατέλειψε». Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἔγινα μοναχός εἶχα αὐτόν τόν φόβο... «Μόλις δέ τελείωσε τίς λέξεις αὐτές ἐκοιμήθη»21. Τόν φόβο τοῦ θανάτου μέ τήν ἔννοια τῆς ἀπολογίας. Φοβόταν τί ἀπολογία θά δώσει στόν Θεό. Αὐτός ὁ φόβος θά πρέπει νά ὑπάρχει σέ ὅλους μας, νά σκεφτόμαστε τί θά ποῦμε στόν Θεό κατά τήν φρικτή ἐκείνη ὥρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Πόσο ζήσαμε μέ ταπείνωση; Πόσο ζήσαμε μέ ὑπακοή; Πόσο ζήσαμε μέ ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον;
«Τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ: Ἀδελφέ, νά περιμένεις καθημερινά τόν θάνατό σου καί νά ἑτοιμάζεσαι γιά τήν πορεία ἐκείνη. Γιατί θά ἔρθει ἡ φοβερή διαταγή τοῦ θανάτου σέ ὥρα πού δέν θά τό περιμένεις», ξαφνικά, αἰφνίδια. «Ἀλίμονο δέ τότε σέ σένα ἐάν θά εὑρεθεῖς ἀνέτοιμος». Ἕνας, ὅμως, πού σκέφτεται, πού περιμένει κάθε μέρα τόν θάνατο, θά εἶναι ἕτοιμος καί ἐκείνη τήν ὥρα πού θά ἔλθει ἔξαφνα ὁ Κύριος. «Ἄν δέ συμβαίνει νά εἶσαι ἀκόμα νέος, τότε πολλάκις ὁ ἐχθρός θά βάλει μέσα στόν νοῦ σου: «τώρα εἶσαι ἀκόμη νέος, ἀπόλαυσε λοιπόν τίς ἡδονές σου καί ἔχεις καιρό, ὅταν γεράσεις νά μετανοήσεις»22Αὐτή εἶναι ἡ δαιμονική συμβουλή, πού ἐξαπατάει πολλούς.
«Διότι εἰπέ μου σέ παρακαλῶ, δέν γνωρίζεις, πολλούς καί πού τίς ἐπίγειες ἡδονές ἠδυνήθησαν νά ἀπολαύσουν καί μετά μέ τή μετάνοια νά ἐπιτύχουν καί τά οὐράνια ἀγαθά;». Αὐτά τά λέει ὁ διάβολος. Δέν ξέρεις τόσους καί τόσους, πού καί τά ἐπίγεια ἀπήλαυσαν, τά ἡδονικά, τά σαρκικά, τίς εὐχαριστήσεις τοῦ κόσμου τούτου καί μετά ἔκαναν καί τήν μετάνοια καί πῆγαν καί στόν Παράδεισο; «Ἐσύ λοιπόν γιατί θέλεις ἀπό αὐτή τήν ἡλικία νά καταστρέψεις τήν ὑγεία σου καί τό σῶμα σου; Ὑπάρχει δέ καί κίνδυνος ν’ ἀρρωστήσεις»23Βλέπετε, πῶς ὁ διάβολος ὑποκρίνεται τόν φίλο, τόν φιλάνθρωπο!
«Ἐσύ ὅμως ἐναντιώσου στόν ἐχθρό καί νά πεῖς σ’ αὐτόν: «Ὤ Διῶκτα καί ἐχθρέ τῆς ψυχῆς μας! Πάψε νά μέ συμβουλεύεις τέτοια πράγματα! Γιατί, ἄν μέ προλάβει ὁ θάνατος στή νεότητά μου καί δέν προφτάσω νά γεράσω, τότε τί θ᾿ ἀπολογηθῶ ἐμπρός στό φοβερό βῆμα τοῦ Χριστοῦ; Καθημερινά δέ βλέπω πολλούς νεώτερους νά πεθαίνουν καί πρεσβυτέρους νά ζοῦν σέ βαθύτατο γῆρας. Τό πότε θά ἐξοφλήσει ὁ ἄνθρωπος τό κοινό χρέος τοῦ θανάτου εἶναι ἄγνωστο σ’ αὐτόν»24Σκεφτεῖτε κι ἐσεῖς -ὁ καθένας μας- πόσους ἀνθρώπους γνωρίσαμε, οἱ ὁποῖοι ἤδη ἔχουν φύγει ἀπό τή ζωή, ὄχι μόνο ἡλικιωμένοι ἀλλά καί νέοι καί νεότεροι ἀπό μᾶς καί μικρά παιδιά ἀκόμα. Ἑπομένως, δέν μπορεῖ νά πεῖ ὁ ἄνθρωπος θά ἁμαρτήσω καί ὅταν θά γεράσω θά μετανοήσω, γιατί πρῶτον δέν ξέρεις ἄν θά γεράσεις καί δεύτερον, δέν ξέρεις ἄν θά μπορέσεις νά μετανοήσεις, ἄν θά θέλεις νά μετανοήσεις τότε. Γιατί, ὅσο κανείς ἁμαρτάνει τόσο ἀχρηστεύει τόν ἑαυτό του, ἀδυνατίζει τή θέλησή του καί προσκολλᾶται στή γῆ, στό χῶμα, στή σάρκα, καί μαθαίνει ν’ ἀγαπάει τήν βρωμιά, τόν βόρβορο τῶν παθῶν καί φθάνει κάποια στιγμή νά μή θέλει νά μετανοήσει.
Ὑπάρχει μιά ἀλληγορία μέ ἕναν ἀετό -εἶναι μιά ὡραία εἰκόνα- πού πετοῦσε πάνω ἀπό ἕνα μεγάλο ποτάμι τῆς Ἀμερικῆς. Αὐτό τό ποτάμι ἐρχόταν ἀπό πάνω ψηλά, ἀπό τούς πόλους, καί κατέβαζε καί κομμάτια ἀπό πάγο. Εἶχε ἐντοπίσει ὁ ἀετός πάνω στόν πάγο ἕνα ζῶο ψόφιο καί κατέβηκε καί ἄρχισε νά τό τρώει μέ τήν ἡσυχία του. Ἤξερε βέβαια ὁ ἀετός ὅτι μετά ἀπό λίγο αὐτό τό μεγάλο ποτάμι ἔχει καταρράκτη, ἀλλά ἔλεγε μέ τόν λογισμό του, ὅταν δῶ τόν καταρράκτη θά πετάξω, δέν θά γκρεμιστῶ κι ἐγώ στό χάος. Ἔτρωγε λοιπόν ἔτσι ἀμέριμνος, ἀλλά ὅταν εἶδε τόν καταρράκτη καί προσπάθησε νά πετάξει, δέν μποροῦσε νά πετάξει. Τί εἶχε συμβεῖ; Τά νύχια του εἶχαν μπεῖ μέσα στόν πάγο καί μέσα στίς σάρκες τοῦ ζώου, εἶχαν παγώσει. Εἶχαν γίνει ἕνα σῶμα ὅλα, εἶχε κολλήσει μέσα στόν πάγο καί μέσα στίς σάρκες τοῦ ζώου πού ἔτρωγε.
Ἔτσι γίνεται καί ἡ ψυχή πού θεληματικά μένει στήν ἁμαρτία καί λέει ὅτι κάποια στιγμή θά ξεκολλήσω. Δέν μπορεῖ μετά νά ξεκολλήσει, γιατί ἀκριβῶς ἀγαπάει τά πάθη, ἀγαπάει τόν βόρβορο καί ἀδυνατίζει ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπιπλέον, ἕνας ἄνθρωπος πού σκέφτεται ἔτσι, πορεύεται μέ πονηρία μπροστά στόν Θεό καί ὁ Θεός δέν εὐλογεῖ ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο καί δέν ἔχει Χάρη μετά αὐτός ὁ ἄνθρωπος γιά νά μπορέσει νά μετανοήσει πραγματικά, καί πολλές φορές, μᾶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, παραχωρεῖ ὁ Θεός αὐτοί οἱ ἄνθρωποι νά μή βροῦν μετάνοια, νά μή βροῦνε χρόνο μετανοίας. Πεθαίνουν ξαφνικά. Δέν τούς δίνεται εὐκαιρία, ὅπως δίνεται σέ ἄλλους, λόγου χάρη μέ ἕναν καρκίνο νά ἔχουν χρόνο, ὁπότε μέσα στήν ἀσθένειά τους, πού κρατάει πολύ, νά συνέλθουν καί νά μετανοήσουν. Ὁ αἰφνίδιος θάνατος εἶναι κάτι πού δέν τό θέλουμε καί ἡ Ἐκκλησία εὔχεται νά μᾶς φυλάει ὁ Θεός ἀπό αἰφνίδιο θάνατο. Ἔ, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πού πορεύονται ἔτσι μέ πονηρία, καί λένε, θά ζήσω τώρα ἔτσι, θά κάνω τή ζωή μου καί μετά θά μετανοήσω, αὐτοί πολλές φορές ἔχουν αἰφνίδιο θάνατο. Δέν τούς δίνει ὁ Θεός χρόνο μετανοίας, γιατί πᾶνε μέ πονηρία καί δέν θέλουν πραγματικά νά μετανοήσουν, δέν ἔχουν ἀγαπήσει πραγματικά τόν Χριστό. Ἕνας πού ἀγαπάει πραγματικά τόν Χριστό, ἀπό τή στιγμή πού πραγματικά ἀγαπάει καί πῆρε τήν ἀπόφαση νά ζήσει κατά Χριστόν, σταματάει τήν ἁμαρτία. Δέν λέει θά ζήσω ἀκόμα λίγο τήν ἁμαρτία καί μετά θά μετανοήσω.
Καθημερινά, λοιπόν, λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, βλέπω πολλούς νά ἀποθνήσκουν. «Ἐάν λοιπόν μέ προλάβει ὁ θάνατος, θά εἶναι δυνατόν τότε νά πῶ στόν φοβερό Κριτή ὅτι μέ συνέλαβε ὁ θάνατος ἐνῶ εἶμαι ἀκόμα νέος, γι’ αὐτό, σέ παρακαλῶ, ἄφησέ με νά μετανοήσω;». Γιατί; Ἐπειδή εἶσαι νέος δηλαδή, δέν πρέπει νά μετανοεῖς; Μόνο οἱ γέροι πρέπει νά μετανοοῦν; «Ἄλλωστε βλέπω, πῶς ὁ Κύριος δοξάζει αὐτούς πού Τόν ὑπηρετοῦν ἀπό τή νεότητά τους μέχρι τά γηρατειά τους. Γιατί εἶπε στόν προφήτη Ἱερεμία: «Ἐμνήσθην ἐλέους νεότητός σου καί ἀγάπης τελειώσεώς σου τοῦ ἐξακολουθεῖν σε ὀπίσω ἁγίου Ἰσραήλ»25»26Ἔλαβα ὑπ’ ὄψιν μου τήν εὐσπλαχνία τῆς νεότητός σου καί τήν ἀγάπη πού εἶχες νά τελειοποιηθεῖς, τήν προθυμία νά γίνεις ὅπως θέλω Ἐγώ καί νά ἀκολουθήσεις ὀπίσω ἀπό τόν Ἅγιο τοῦ Ἰσραήλ.
Ἕνας νέος, πού ἀγαπάει τόν Χριστό καί ἀγωνίζεται ἀπό τήν νεότητά του, βρίσκει μεγάλη παρρησία στόν Θεό καί ἔχει μεγάλο μισθό ἀπό τόν Θεό. «Ἐνῶ ἀντιθέτως, ἐκεῖνον πού ἐξακολούθησε, ἀπό τή νεότητά του μέχρι τά γηρατειά του, νά κατευθύνεται ἀπό πλανεμένες καί ἀπατηλές σκέψεις, τόν ἤλεγξε αὐστηρότατα ὁ προφήτης, καίτοι ἦταν νέος. Καί εἶπε σ’ αὐτόν: «Ἐσύ πού γύριζες στό κακό, τώρα ἔφτασαν οἱ ἁμαρτίες σου πού διέπραξες προηγουμένως»27. Γι᾿ αὐτό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα μακαρίζει ἐκείνους πού θά σηκώσουν τόν ζυγό τῆς ἀρετῆς ἀπό τήν νεότητά τους28. … Φύγε λοιπόν ἀπό κοντά μου, πονηρέ σύμβουλε καί ἐργάτα τῆς ἀνομίας. Εἴθε ὁ Κύριος καί Θεός μου νά διαλύσει τίς μηχανοραφίες τῆς πονηρίας σου καί νά ἐλευθερώσει κι ἐμένα μέ τή δύναμη καί τή χάρη Του ἀπό τίς ἐπιβουλές σου.
Νά ἔχεις, λοιπόν ἀγαπητέ, πάντα στόν νοῦ σου τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου σου. Ὅταν πρόκειται νά πέσεις στήν ψάθα σου γιά τελευταία φορά καί νά ψυχορραγεῖς - ἀλίμονο, ποίος φόβος καί τρόμος περισφίγγει τήν ψυχή σου τήν ὥρα ἐκείνη, καί μάλιστα ἐάν ἡ συνείδησις ἔχει λόγους νά κατηγορήσει τόν ψυχορραγοῦντα ἄνθρωπο!»29Φοβερή ἐκείνη ἡ ὥρα καί μάλιστα ὅταν ἡ συνείδησις εἶναι κατεγνωσμένη καί δέν εἶναι ἀκατάγνωστος. Δηλαδή ὑπάρχουν κρατούμενα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος ἐξομολόγηση καί μετάνοια.
«Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχει κάνει κάτι καλό σ᾿ αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή, ἄν δηλαδή γιά χάρη τοῦ Κυρίου ὑπέφερε καί στενοχωρία καί εἰρωνεία καί ἐξετέλεσε ὅσα εἶναι εὐχάριστα σ᾿ Αὐτόν, τότε μέ πολλή χαρά ὁδηγεῖται ἀπό τούς ἁγίους ἀγγέλους καί ἀνυψώνεται στούς οὐρανούς. Ὅπως δέ ὁ ἐργάτης πού κουράστηκε ὅλη τήν ἡμέρα, περιμένει μέ χαρά τή δωδέκατη ὥρα, γιά νά πληρωθεῖ μετά τόν κόπο καί νά ἀνακουφιστεῖ, ἔτσι ἀκριβῶς καί οἱ ψυχές τῶν δικαίων ἀναμένουν ἐκείνη τήν ἡμέρα.
Ἀντιθέτως δέ, οἱ ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν διακατέχονται ἀπό πολύ φόβο καί τρέμουν κατ΄ ἐκείνη τήν ὥρα. Γιατί ὅπως ὁ κατάδικος, πού συνελήφθη ἀπό τά ὄργανα τῆς ἐξουσίας, ἀγωνιᾶ καί τρέμει καθώς ὁδηγεῖται στό βασανιστήριο ἐπειδή σκέπτεται τά βασανιστήρια πού θά ὑποστεῖ, ἔτσι ἀκριβῶς φοβερά τρέμουν καί οἱ ψυχές τῶν ἀδίκων ἐκείνη τήν ὥρα τῆς κρίσεως, προβλέπωσι τό ἀτελεύτητο βασανιστήριο τοῦ αἰωνίου πυρός ὅπως καί τίς ὑπόλοιπες καί ἀπέραντες τιμωρίες. Κι ἄν ἀκόμα λέγει πρός ἐκείνους πού τόν σύρουν βιαίως, «Ἀφῆστε με νά μετανοήσω λίγο», κανείς πλέον δέν τοῦ δίδει προσοχή, γιατί ὁ καιρός τῆς μετανοίας παρῆλθε». Ὁ καιρός τῆς μετανοίας εἶναι ἡ παροῦσα ζωή, ὅσο ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ, πρίν πεθάνει. «Ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια». «Μᾶλλον οἱ φοβεροί καί ἀδυσώπητοι συνοδοί του, θά τοῦ ἀπαντοῦν: «Ὅταν εἶχες στή διάθεσή σου καιρό, δέν μετανοοῦσες, καί τώρα ὑπόσχεσαι πώς θά μετανοήσεις; Ὅταν ἦταν γιά ὅλους τό στάδιο ἀνοιχτό, δέν ἀγωνιζόσουνα τούς πνευματικούς ἀγῶνες, καί τώρα, ἀφοῦ ἔκλεισαν ὅλες οἱ πύλες τοῦ σταδίου καί πέρασε ὁ καιρός τοῦ ἀγῶνα, ἐσύ τώρα θέλεις νά ἀγωνιστεῖς; Δέν ἄκουσες τί ἔλεγε ὁ Κύριος; Νά εἶστε πάντοτε σέ ἐπιφυλακή, γιατί δέν γνωρίζετε τήν ἡμέρα οὔτε τήν ὥρα… «Γρηγορεῖτε, ὅτι οὐκ οἴδατε τήν ἡμέραν οὐδέ τήν ὥραν»30.
Αὐτά καί τά παρόμοια νά σκέπτεσαι, ἀγαπητέ μου, καί ν᾿ ἀγωνίζεσαι ἕως ὅτου ἔχεις καιρό. Νά διατηρεῖς δέ πάντοτε ἄσβεστη τή λαμπάδα τῆς ψυχῆς σου μέ τήν ἐργασία τῶν ἀρετῶν, ὥστε, ὅταν ἔλθει ὁ Νυμφίος, νά βρεθεῖς ἕτοιμος καί νά εἰσέλθεις μαζί μ’ Αὐτόν στόν νυφικό θάλαμο τῶν οὐρανῶν, μαζί μέ τίς ὑπόλοιπες παρθένες ψυχές, πού πολιτεύτηκαν στήν παροῦσα ζωή σύμφωνα μέ τό ἅγιο θέλημα Ἐκείνου»31Ἐδῶ μᾶς θυμίζει καί τήν παραβολή μέ τῶν δέκα παρθένων. Ἔτσι ἡ ψυχή, ἡ ὁποία ζεῖ κατά Θεόν, μοιάζει μέ τίς πέντε φρόνιμες παρθένες καί ἀξιώνεται νά μπεῖ μαζί μέ τόν Νυμφίο μέσα στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
«Τοῦ ἀββά Ἡσαΐου: τρία πράγματα εἶναι πού δύσκολα ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος καί αὐτά τά τρία τόν βοηθοῦν νά διατηρήσει στήν ψυχή του ὅλες τίς ἀρετές»32Ὄχι νά τίς ἀποκτήσει, νά τίς φυλάξει. Γιατί κανείς μπορεῖ ν΄ ἀποκτήσει κάποιες ἀρετές ἀλλά νά τίς χάσει.
- Τί εἶναι αὐτό πού μᾶς κάνει νά φυλᾶμε τίς ἀρετές;
Ὅπως ἔλεγαν καί οἱ ἀρχαῖοι: «Χαλεπώτερον τό φυλάττειν τοῦ κτήσασθαι». Εἶναι πιό δύσκολο νά φυλάξεις αὐτό πού ἀπέκτησες παρά νά τό ἀποκτήσεις. Τρία πράγματα βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο νά φυλάξει τίς ἀρετές: «τό πένθος, τά δάκρυα γιά τίς ἁμαρτίες του καί ἡ διαρκής ἐνθύμηση τοῦ θανάτου»33Νά προσέχει ὁ ἄνθρωπος νά μήν ὑπερηφανευτεῖ, γιατί μπορεῖ νά ξεκινήσει καλά, νά πάρει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί μετά νά μεθύσει κατά κάποιο τρόπο μέ μία μέθη ὄχι πνευματική ἀλλά κοσμική, νά χαρεῖ κοσμικά, καί νά ὑπερηφανευτεῖ. Ὁπότε τότε, χάνει τήν μετάνοια, χάνει τό πένθος, χάνει τά δάκρυα, χάνει τήν ἐνθύμηση τοῦ θανάτου καί ὁ ἄνθρωπος βλάπτεται πάρα πολύ καί κινδυνεύει καί ἡ σωτηρία του, γιατί ἀπό τήν ὑπερηφάνεια μετά ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά φτάσει μέχρι τήν τρέλα, τήν σχιζοφρένεια καί νά χάσει τά μυαλά του. Τό λέει αὐτό ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ξεκινάει κανείς ἀπ’ τήν κενοδοξία, κι ἄν δέν τήν χαλιναγωγήσει, προχωράει στήν ὑπερηφάνεια καί μετά στήν ἔκσταση τῶν φρενῶν. Γι’ αὐτό βλέπουμε σήμερα πολλούς ἀνθρώπους ψυχοπαθεῖς, οἱ ὁποῖοι παθαίνουν αὐτό τό πράγμα, γιατί δέν χαλιναγωγοῦν τήν ὑπερηφάνειά τους.
- Θέλεις νά φυλάξεις λοιπόν τίς ἀρετές;
Τρία πράγματα, τό πένθος, τά δάκρυα γιά τίς ἁμαρτίες καί ἡ διαρκής ἐνθύμηση τοῦ θανάτου θά σέ βοηθήσουν. «Ἐκεῖνοι πού καθημερινά σκέφτονται τόν θάνατο καί λένε στόν ἑαυτό τους, "Μόνο σήμερα ἔχω νά ζήσω σ' αὐτόν τόν μάταιο κόσμο", αὐτοί ποτέ δέν θ' ἁμαρτήσουν μπροστά στόν Θεό. Ἀντιθέτως, αὐτός πού ἐλπίζει πώς θά ζήσει πολλά χρόνια, θά πέσει σέ πολλές ἁμαρτίες»34γιατί τοῦ λέει ὁ λογισμός ἔχεις πολύ καιρό ἀκόμα γιά νά διορθωθεῖς. Ἐνῶ ὁ ἄλλος πού λέει, δέν ἔχω καιρό, μόνο τό σήμερα μοῦ ἔμεινε… αὐτός σκέφτεται σωστά.
«Ἐκεῖνον πού ἔχει στόν νοῦ του τό φοβερό κριτήριο καί ἑτοιμάζεται νά λογοδοτήσει γιά ὅλες τίς πράξεις του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καί ὁ Θεός φροντίζει νά καθαρίζει τόν δρόμο τῆς ζωῆς του ἀπό τίς ἁμαρτίες». Ὅποιος σκέφτεται τήν κρίση καί τό πῶς καί τί θά ἀπολογηθεῖ, αὐτόν ὁ Θεός τόν βοηθάει νά καθαριστεῖ, ἐνῶ «ἐκεῖνος πού ἀδιαφορεῖ καί λέει, "ἔχω καιρό ἕως ὅτου φτάσω σ’ ἐκείνη τήν ὥρα", αὐτός συγκατοικεῖ μέ τούς πονηρούς.
Πρίν φτάσεις στήν καθημερινή σου ἐργασία, νά θυμᾶσαι σέ ποιά ψυχική κατάσταση βρίσκεσαι καί ποῦ πρόκειται νά μεταβεῖς ὅταν θά ἐξέλθεις ἀπό τό φθαρτό καί πρόσκαιρο σῶμα. Καί μήν ἀμελήσεις οὔτε μία μέρα γιά τήν ψυχή σου. Πρόσεχε συνεχῶς ὥστε νά θυμᾶσαι διαρκῶς τό τέλος σου καί νά ἔχεις μπροστά στά μάτια σου τόν θάνατο, τήν αἰώνια κόλαση, καθώς καί ἐκείνους πού βασανίζονται καί ὑποφέρουν ἐκεῖ. Νά λογαριάζεις τόν ἑαυτό σου ὄχι σάν ζώντα ἀλλά σάν ἕναν ἀπό ἐκείνους πού φλογίζονται στήν αἰώνια κόλαση»35.
Βλέπετε πῶς ὅλα αὐτά εἶναι διδαγμένα ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί ἀκριβῶς τά ἴδια πράγματα πού λέει ὁ ἀββάς Ἡσαΐας τά λέει καί ἕνας σύγχρονος ἅγιος τοῦ 20ου αἰῶνος ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης. Ὁ Ἅγιος εἶχε ἐμπειρία - Θεοαποκάλυψη, εἶδε τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος τοῦ εἶπε ὅτι θά πρέπει νά γίνεις ταπεινός καί παθαίνεις αὐτά πού παθαίνεις -εἶχε πειρασμούς φοβερούς ἀπό τούς δαίμονες- γιατί αὐτά παθαίνουν οἱ ὑπερήφανοι. Κι ὅταν ρώτησε ὁ Ἅγιος Σιλουανός τόν Χριστό, «Πῶς θά γίνω ταπεινός;», τοῦ εἶπε ὁ Χριστός «Κράτα τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι». Βλέπουμε κι ἐδῶ τόν ἀββά Ἡσαΐα πού λέει τό ἴδιο πράγμα, πρόσεχε συνεχῶς, νά ἐνθυμῆσαι διαρκῶς τό τέλος σου καί νά ἔχεις μπροστά στά μάτια σου τόν θάνατο, τήν αἰώνια κόλαση, τόν Ἅδη δηλαδή, καθώς κι ἐκείνους πού βασανίζονται καί ὑποφέρουν ἐκεῖ. Νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου σάν ἕναν ἀπό τούς κολασμένους, αὐτό σημαίνει «Κράτα τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι». Γιατί καί στόν Ἅδη εἶναι ὁ Χριστός καί ἐφόσον ἐσύ μετανοεῖς, θά σέ πάρει ὁ Χριστός ἀπό ἐκεῖ.
«Ἀλίμονο σέ μᾶς! Γιατί, ἐνῶ πρόκειται νά φύγουμε ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, στόν ὁποῖο ὡς προσωρινοί καί πρόσκαιροι κατοικοῦμε, δεσμευόμαστε μέ πολυχρόνιες φροντίδες γιά γήινα καί φθαρτά πράγματα. Ὅταν δέ ἔλθει ἡ στιγμή τοῦ ἀπαραίτητου καί χωρίς ἐπιστροφή ταξιδιοῦ μας ἀπό τόν κόσμο αὐτό, τότε δέν θά μπορέσουμε οὔτε ἕνα πράγμα νά κρατήσουμε ἀπ’ ὅσα προσπαθήσαμε νά ἐξουσιάσουμε»36Δενόμαστε μέ χίλιες δυό φροντίδες, δανειζόμαστε, ἀγοράζουμε, πουλᾶμε, συμφωνοῦμε, ὑπογράφουμε διάφορα… λές καί θά μείνουμε ἐδῶ αἰώνια. Ἔρχεται κάποια στιγμή καί δέν μπορεῖς τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά νά ἀπαιτήσεις, τίποτε νά πάρεις μαζί σου, τίποτε νά ἐξουσιάσεις.
«Ἀλίμονο σέ μᾶς λοιπόν! Γιατί, ἐνῶ εἶναι βέβαιο ὅτι θά λογοδοτήσουμε ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Δικαστοῦ γιά ὅλες τίς πράξεις τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, γιά ἀργολογία, γιά πονηρούς καί ἀκάθαρτους λογισμούς τῆς ψυχῆς, ἐντούτοις περνᾶμε ὅλο τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας σάν ἀνεύθυνοι καί ἀδιαφοροῦμε γιά τίς ψυχές μας»37σάν νά μήν πρόκειται νά δώσουμε λόγο γιά τίς πράξεις μας.
«Γι' αὐτή τήν ἀδιαφορία μας μᾶς περιμένει ἐκεῖ τό ἄσβεστο πῦρ τῆς γεέννης καί τό πῦρ τό ἐξώτερο, ὁ ἀκοίμητος σκώληξ, ὁ βρυγμός καί ὁ τριγμός τῶν ὀδόντων καί προπαντός ἡ ντροπή ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων καί ὅλης τῆς κτίσεως.
Ἀλίμονο σέ μᾶς! Γιατί ἐνῶ δέν ὑποφέρουμε τά κεντρίσματα καί τά δαγκώματα ἀπό τούς ψύλλους, τίς κόνιδες, τίς ψεῖρες, τίς μύγες καί τά κουνούπια, ἐντούτοις ἀνεχόμαστε ἀδιαμαρτύρητα νά μᾶς καταπληγώνει ἀπό παντοῦ καί νά μᾶς δαγκώνει μέ τά θανατηφόρα κεντρίσματα τοῦ θανάτου καί σάν εἶδος ροφήματος νά μᾶς καταπίνει χωρίς νά φροντίζουμε νά τόν ἀποφύγουμε καί νά θελήσουμε νά ἀντιδράσουμε στίς ἐπιθέσεις του. Πῶς ὅμως τότε, ἀφοῦ τώρα δέν καταβάλλουμε καμιά προσπάθεια γιά τή σωτηρία μας, θά μπορέσουμε νά ὑποφέρουμε τίς φοβερές καί ἀτελεύτητες τιμωρίες;»38Ἄς θυμόμαστε, λοιπόν, κι ἐδῶ ἀπό τόν ἀββά Ἡσαΐα αὐτά τά τρία πράγματα πού μᾶς φυλᾶνε καί διαφυλάττουν τήν κατάστασή μας τήν πνευματική καί διαφυλάττουν καί τίς ἀρετές: τό κατά Θεόν πένθος γιά τίς ἁμαρτίες μας, τά δάκρυα γιά τίς ἁμαρτίες μας καί ἠ διαρκής μνήμη τοῦ θανάτου.
Στό Γεροντικό: «ὁ ἀββάς Εὐάγριος εἶπε: νά ἐνθυμῆσαι πάντα τήν αἰώνια κρίση καί νά μήν ξεχνᾷς ὅτι θά πεθάνεις. Νά εἶσαι δέ τότε βέβαιος ὅτι δέν θά ἁμαρτήσεις»39ὅταν θυμᾶσαι συνεχῶς τήν κρίση καί τόν θάνατο. Οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι χτυπᾶνε ξύλα καί ἀποστρέφονται καί τή λέξη ἀκόμα, καί σοῦ λένε, μή μιλᾶς γιά αὐτό τό πράγμα, γιά ἄλλα νά μιλᾶς… Εἶναι καί κάτι γριές «μοντέρνες», πού λένε, ἐδῶ δέν θά λές ποτέ γιά θάνατο, μόνο γιά βαφτίσια, γιά γάμους καί τέτοια πράγματα. Κι ἄν λές μόνο γι΄ αὐτά, θά φύγει ὁ θάνατος καί θά γλιτώσουμε! Τόσο γελοῖοι εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι! Ἐνῶ τό πιό βέβαιο πράγμα στή ζωή μας εἶναι ἀκριβῶς αὐτό, κι ἄν θέλεις νά μήν ἁμαρτάνεις, πρέπει νά σκέφτεσαι αὐτό τό πράγμα. Γιατί δέν ἤρθαμε νά μείνουμε ἐδῶ μόνιμα. Ἤρθαμε νά ἑτοιμαστοῦμε γιά νά πεθάνουμε καί νά γίνει ὁ θάνατος μία γέννηση στήν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
«Ἕνας Γέροντας εἶπε: καθώς κάθεσαι στό κελλί σου, φρόντιζε νά συγκεντρώνεις τόν νοῦ σου καί νά σκέφτεσαι τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου σου. Βλέπε ὅτι τό σῶμα χωρίς τήν ψυχή θά εἶναι νεκρό καί ἄχρηστο καί σκέψου τήν ὀδύνη τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα»40Γιατί πράγματι, ἐκεῖνο πού δίνει ζωή στό σῶμα, εἶναι ἡ ψυχή. Ὅταν λοιπόν φύγει ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα -καί αὐτό εἶναι ὁ θάνατος- τότε ὁ ἄνθρωπος σωριάζεται σάν ἕνα ἄδειο σακί.
«Πρόσεξε καλά τήν ματαιότητα πού βασιλεύει στόν κόσμο αὐτό καί ἐνθυμήσου τίς τιμωρίες τοῦ ἅδου. Φέρε στόν νοῦ σου, πῶς ἄραγε εἶναι ἐκεῖ κάτω οἱ ψυχές τῶν κολασμένων, σέ ποιά πικροτάτη σιωπή βρίσκονται ἤ πόσο φοβερά καί ἀξιολύπητα στενάζουν, πόσο πολύ φοβοῦνται καί τρέμουν περιμένοντας διαρκῶς τήν ἀσταμάτητη ὀδύνη καί τήν τελειωτική Κρίση τῆς Δευτέρας Παρουσίας»41Νά θυμᾶσαι τήν κατάσταση τῶν κολασμένων.
Λέει στό Γεροντικό τό πολύ συγκλονιστικό περιστατικό πού εἶδε καί ἔζησε ὁ Ἅγιος Μακάριος, πού βρῆκε στήν ἔρημο ἕνα κρανίο καί τό ρώτησε «ποιός εἶσαι ἐσύ;» καί εἶπε «ἤμουν ἱερέας τῶν εἰδώλων καί τώρα εἶμαι στήν κόλαση καί εἴμαστε δεμένοι πλάτη μέ πλάτη οἱ κολασμένοι καί ἔτσι δέν βλέπουμε ὁ ἕνας τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου». Δηλαδή ἡ κόλαση εἶναι μία φοβερή μοναξιά, μιά πλήρης ἀκοινωνησία, ὁ ἕνας δέν βλέπει τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου. Καί αὐτή ἡ βάσανος εἶναι ἡ χειρότερη ἀπό ὅλες, γιατί δέν εἶναι ἀκοινωνησία μόνο μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά προπάντων εἶναι ἀκοινωνησία μέ τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ ζωή, τό φῶς, ἡ ἀλήθεια, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη, ἡ μακαριότητα, ὅ,τι καλό. Ὅταν λοιπόν δέν ἔχεις κοινωνία μέ τό πᾶν, τό κάθε καλό, πού εἶναι ὁ Χριστός, τί ποιό φοβερό μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀπ’ αὐτό; Σημαίνει ὅτι εἶσαι στά ἀκριβῶς ἀντίθετα. Εἶσαι στό σκοτάδι, εἶσαι στή θλίψη, εἶσαι στήν ἀπελπισία, εἶσαι στήν ταραχή καί στήν ἀγωνία.
Ἐκτός ἀπ’ αὐτά, ζωγράφισε μέσα σου τήν ἡμέρα τῆς κοινῆς Ἀναστάσεως, ὅταν ὅλοι θά παρουσιαστοῦμε μπροστά στό βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Φέρε στόν νοῦ σου τήν εἰκόνα ἐκείνου τοῦ φοβεροῦ καί φρικτοῦ κριτηρίου, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου οἱ ἁμαρτωλοί θά δοκιμάσουν αἰώνια ντροπή εὑρισκόμενοι μπροστά στόν Θεό καί τούς ἐκλεκτούς Του ἀγγέλους, ὡς καί ὅλων τῶν ἀνθρώπων πού ἔζησαν ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου μέχρι τήν συντέλειά του»42Αὐτή θά εἶναι ἡ φοβερή ντροπή. Ὄχι μόνο μπροστά στούς ἀγγέλους καί στόν Θεό θά εἶσαι, ἀλλά καί μπροστά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων.
«Μετά τήν ντροπή αὐτή θά ἀκολουθήσουν οἱ: ἀνυπόφορη καί ἀσταμάτητη τιμωρία τῆς κολάσεως, τό ἄσβεστο πῦρ τῆς γεέννης, ὁ παντοτινός σκώληκας, ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων, τό σκότος τό ἐξώτερον, ὁ τάρταρος καί τά ὑπόλοιπα ἀναρίθμητα βασανιστήρια ὅσα ἀναμένουν τούς ἁμαρτωλούς. Φέρε ἐπίσης στόν νοῦ σου τήν εἰκόνα τῶν δικαίων τῶν ὁποίων ἡ λαμπρότης θά νικᾶ καί αὐτόν τόν ἥλιο. Σκέψου πώς οἱ δίκαιοι τότε θά συμβασιλεύουν αἰωνίως μετά τοῦ Χριστοῦ καί θά μετέχουν μαζί Του τῆς ὑπερτέρας παντός λόγου δόξης καί μαζί μέ τά ἐπουράνια τάγματα θά ψάλλουν πρός τόν Κύριο τῆς δόξης τόν ἐπινίκιο ὕμνο. Οἱ εὐλογημένοι αὐτοί ἄνθρωποι πού εὐηρέστησαν διά τῶν πνευματικῶν τους ἀγώνων ἐπάνω στή γῆ τόν Κύριο, θά ἀπολαμβάνουν ἀτελευτήτως τῶν αἰωνίων, ἐπουρανίων ἀγαθῶν. Θά ζοῦν τήν τρισευτυχισμένη ἐκείνη ζωή καί δέν θά φοβοῦνται καθόλου μήπως στερηθοῦν τήν ἀνέκφραστη χαρά τῶν οὐρανῶν ἤ μήπως σταματήσει ἡ πανευφρόσυνη ἀγαλλίασίς τους. Γιατί, ὅπως λέγει, ἀπό κεῖ ἔφυγε κάθε πόνος, κάθε λύπη, κάθε στεναγμός. Θά ἔχουν λοιπόν οἱ δίκαιοι αἰώνια τήν εὐφροσύνη, ἀκατάπαυστη τήν ἑορτή καί θά κατέχουν ἀσφαλισμένα τά ἀγαθά ἐκεῖνα χωρίς κανείς νά δύναται νά τούς τά πάρει»43Ἐνῶ ἐδῶ στή γῆ τά ἐπίγεια ἀγαθά εἶναι πάντοτε ἐπιβουλευόμενα ἀπό τούς κλέφτες καί ὅποιος στηρίζει τήν εὐτυχία του σ’ αὐτά πολλές φορές βρίσκεται χωρίς αὐτά καί χάνει καί τήν ὑποτιθέμενη εὐτυχία του. Ἀλλά ἐκεῖνος πού θησαυρίζει τά αἰώνια ἀγαθά δέν πρόκειται νά τά χάσει ποτέ καί δέν μπορεῖ κανείς νά τοῦ τά κλέψει.
«Αὐτά νά σκέφτεσαι συνεχῶς. Αὐτά ἀκατάπαυστα νά μελετᾶς καί φρόντισε, ὅσο μπορεῖς, τίς μέν μετά θάνατον συμφορές τῶν ἁμαρτωλῶν πού ἀνέφερα προηγουμένως νά ἀποφύγεις, τήν δέ εὐτυχία καί τά ἀγαθά πού ἔχουν ἑτοιμαστεῖ γιά τούς δικαίους νά τά ἀπολαύσεις. Ὅταν σ’ αὐτές τίς σκέψεις καί τίς εἰκόνες κινεῖται ὁ νοῦ σου, τότε ἀσφαλῶς καί τούς πονηρούς λογισμούς θά ἀποφύγεις, έάν ὁ νοῦς σου ἐνοχλεῖται ἀπ’ αὐτούς»44Μέ τήν μνήμη αὐτή δηλαδή ἀφενός μέν τῆς αἰωνίου κολάσεως, ἀφετέρου δέ τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ξεπεράσει καί τούς πονηρούς λογισμούς καί τά πάθη του καί νά ζεῖ μιά ζωή παραδεισένια ἀπ’ αὐτόν ἐδῶ τόν χρόνο. Γιατί καί ἡ παροῦσα ζωή δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά μιά πρόγευση εἴτε τῆς αἰώνιας κόλασης εἴτε τῆς αἰώνιας ζωῆς ἀνάλογα μέ τό πῶς ζεῖ κανείς.
«Ὁ ἀββάς Ἠλίας εἶπε: ἐγώ τρία πράγματα φοβᾶμαι πάντα: τήν στιγμή πού θά βγαίνει ἡ ψυχή μου ἀπό τό σῶμα, τήν στιγμή πού θά συναντήσω τόν Θεό ὡς φοβερό Κριτή, καί τήν στιγμή πού ὁ φοβερός Κριτής θά ἐκδόσει τήν καταδικαστική γιά μένα ἀπόφασή Του»45.
Ἄς σταματήσουμε ἐδῶ, γιατί συμπληρώθηκε ἡ ὥρα. Πάντως νομίζω τό μήνυμα τό πήραμε καί ἀπό τήν ὑπόθεση τήν προηγούμενη περί μετανοίας, ὅτι δέν θά πρέπει νά δειλιάζουμε οὔτε νά ραθυμοῦμε οὔτε νά ἀμελοῦμε, ὅσο πολλές κι ἄν εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας, ὅσο μεγάλες κι ἄν εἶναι, κι ὅσο ἀδύναμοι κι ἄν εἴμαστε, ἀλλά νά μπαίνουμε στόν κόπο τόν μικρό, τόν λίγο, τόν καθημερινό καί σιγά-σιγά νά καθαρίζουμε τήν ψυχή μας. Λίγο τή μία μέρα, λίγο τήν ἄλλη, σιγά-σιγά θά καραρισθοῦμε ἀπ’ τά πάθη μας. Καί τό ἄλλο, τό πόσο σημαντικό εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά θυμᾶται κάθε στιμγή τόν θάνατο. Εἶχα ἀκούσει ἕναν Γέροντα πολύ σπουδαῖο, Ρουμάνο, τόν π. Κλεόπα πού κοιμήθηκε πρόσφατα, πού ἔλεγε, καί μάλιστα πολύ δυνατά: «θάνατος, θάνατος, θάνατος». Τρεῖς φορές τό ἔλεγε. Νά θυμᾶσαι κάθε στιγμή τόν θάνατο καί νά εἶσαι ἀποφασισμένος κι ἐσύ νά νεκρωθεῖς ὡς πρός τά πάθη. Νά πεθάνεις πρίν πεθάνεις, γιά νά μήν πεθάνεις ὅταν πεθάνεις. Κι ὅταν θυμᾶσαι τόν θάνατο καί ἀγαπήσεις αὐτή τήν ζωηφόρο νέκρωση, τήν ζωοποιό νέκρωση, τήν νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τότε ὁ Θεός σίγουρα θά σοῦ τή δώσει, ἐφόσον τόσο πολύ τό ἐπιθυμεῖς καί θά ἀπολαύσεις αὐτή τήν ἄνεση πού ἀπολαμβάνει ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἀκατάγνωστη συνείδηση, πού δέν τόν ταράζει, δέν τόν κατηγορεῖ γιά τίποτα ἡ συνείδησή του.
Αὐτά ἤθελα νά πῶ σήμερα στήν ἀγάπη σας. Ἄν θέλετε νά ρωτήσετε κάτι πάνω σ’ αὐτά, ἔχουμε λίγο χρόνο. Βλέπετε οἱ Ἅγιοι πόσο θεραπευτικά μᾶς διδάσκουν μέσα ἀπό τά πράγματα καί μᾶς δίνουν θεραπευτικότατες συμβουλές. Ὅπως αὐτά τοῦ ἀββά Ἀντωνίου, πού λέει ὅτι κάθε μέρα νά σκέφτεσαι ὅτι δέν ξύπνησες ἤ ὅτι δέν θά ξυπνήσεις, ὅτι εἶναι ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς σου, ὁπότε θά ἀποφύγεις τήν ἁμαρτία, θά ἀποφύγεις νά δώσεις τροφή στά πάθη καί στόν διάβολο.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : ………………………..
Ἀπ. : Σιγά-σιγά ὅταν τό σκεφτόμαστε, θά ἀρχίσουμε νά τό αἰσθανόμαστε. Ὅ,τι σκέφτεται ὁ ἄνθρωπος, τό αἰσθάνεται καί τό ἀγαπάει κιόλας. Λέμε, ἄς ποῦμε, γιά τόν Θεό, δέν Τόν ἀγαπάω τόν Θεό, δέν τό αἰσθάνομαι… Ἄρχισε νά Τόν θυμᾶσαι, ἄρχισε νά Τόν μνημονεύεις, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με, Χριστέ μου βοήθησέ με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ συγχώρεσέ με. Ἄν τό λές αὐτό λοιπόν συνέχεια, θά δεῖς ὅτι μέσα σου θά ἀρχίσει νά ἀνατέλλει μία ἀγάπη πρός τόν Χριστό. Ἀπό τήν μνήμη, ἀπό τήν ἐνθύμηση τοῦ πράγματος, ἀγαποῦμε αὐτό τό πράγμα. Σιγά-σιγά τό ἀγαποῦμε. Καί ὅ,τι κανείς δέν θυμᾶται, τό ξεχνάει. Τό λέει καί ὁ λαός αὐτό. Ὅταν συνεχῶς θυμόμαστε τόν Χριστό, σιγά-σιγά Τόν ἀγαπᾶμε καί ὅσο Τόν θυμόμαστε τόσο καί πιό πολύ Τόν ἀγαπᾶμε. Ὅσο καλλιεργοῦμε αὐτούς τούς καλούς λογισμούς, πού μᾶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, καί θυμόμαστε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀγαπᾶμε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ποθοῦμε νά πᾶμε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Βλέπετε, οἱ ἄνθρωποι γιατί δέν πᾶνε πρός τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία; Γιατί ὁ νοῦς τους δέν εἶναι συνέχεια σ’ αὐτά. Ποῦ εἶναι; Στά γήινα. Καί ἐπειδή ὀ νοῦς τους εἶναι συνέχεια στά γήινα, αὐτά καί ἀγαπᾶνε καί ἔχουν ὅλη τήν ἐλπίδα τους σ’ αὐτά, στά χρήματα, στά ἀγαθά τά διάφορα, τά τεχνολογικά ἀγαθά πού ἔχουμε ἄφθονα στίς μέρες μας, στίς ἀνέσεις, στά αὐτοκίνητα.. Ἐπειδή ὁ νοῦς τους εἶναι σ’ αὐτά, αὐτά καί ἀγαπᾶνε καί μπορεῖ νά σκοτώσουν ἀκόμα καί τό παιδί τους, ἄν τούς γρατσουνίσει τό αὐτοκίνητο! Ἔχουμε καί τέτοια τραγικά πράγματα… Γιατί πλέον ὁ ἄνθρωπος γίνεται ζωώδης, κτηνώδης, ὑλιστής, εἰδωλολάτρης καί ἔχει δώσει ὅλη τήν καρδιά του σ’ αὐτά πού σκέφτεται συνέχεια. Ἄν τώρα ὁ ἄνθρωπος ἀρχίσει νά σκέφτεται τόν Χριστό, τούς Ἁγίους, τήν Παναγία, τόν Παράδεισο, τήν κατάσταση στήν ὁποία βρίσκονται οἱ δίκαιοι, τό τί ζοῦνε οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ οἱ Ἅγιοι... Πῶς εἶναι οἱ Ἅγιοι τώρα ἐκεῖ πού εἶναι, στόν Παράδεισο; Πῶς θά εἴμαστε ὅλοι στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ὅταν ἀρχίσεις καί σκέφτεσαι αὐτά καί ὁ νοῦς σου εἶναι συνέχεια σ’ αὐτά, μετά θά δημιουργηθεῖ μέσα σου ἕνας πόθος νά πᾶς ἐκεῖ, νά τά ζήσεις αὐτά τά πράγματα τά τόσο ὡραῖα καί πλέον ξεκολλᾶς ἀπό τά γήινα καί ἀρχίζεις ν’ ἀποκτᾶς καί κάποια ἐμπειρία, γιατί ἔρχεται καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί σέ βοηθάει καί ἀρχίζεις λίγο νά τά δοκιμάζεις, νά τά γεύεσαι αὐτά πού σκέφτεσαι. Καί μετά, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, αὐτός πού θά γευτεῖ λίγο τά οὐράνια, πολύ εὔκολα καταφρονεῖ τά ἐπίγεια. «Ὁ γευσάμενος τῶν ἄνω, εὐχερῶς τῶν κάτω καταφρονεῖ, ὁ δέ τούτων ἄγευστος, ἐπί κτήμασιν τέρπεται»46. Ὅταν κανείς εἶναι ἄγευστος τῶν οὐρανίων, τότε χαίρεται μέ τά ἀποκτήματα, μέ τά χρήματα, μέ τά σπίτια, μέ τά χωράφια, μέ τά αὐτοκίνητα, μέ τά κομπιούτερ, μέ τά ὑλικά ἀγαθά, γιατί εἶναι ἄγευστος τῶν πραγματικῶν ἀγαθῶν, τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.
Ὁπότε ἄς τά θυμόμαστε ὅλα αὐτά, ἄς κάνουμε προσπάθεια καί σιγά-σιγά θά ἀρχίσουμε καί νά τά αἰσθανόμαστε καί νά τ’ ἀγαπᾶμε καί νά τά ποθοῦμε. Ἀπό τήν ἄλλη, ἄν θυμόμαστε καί τήν κόλαση καί τά αἰώνια βάσανα, μετά θά μισήσουμε καί τά ἔργα τοῦ διαβόλου, τά ὁποῖα μᾶς πᾶνε ἐκεῖ, καί θά λέμε, Θεέ μου, φύλαξέ με νά μήν πάω σ’ αὐτή τήν τρομερή κατάσταση. Θά συγκρατοῦμε τόν ἑαυτό μας, γιατί θά ἀποκτήσουμε καί αἴσθηση τῆς κολάσεως. Αὐτό πού ἔλεγε ὁ Θεός στόν Ἅγιο Σιλουανό «κράτα τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι». Ὅσο σκέφτεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὑπάρχει αἰώνια κόλαση, ὑπάρχει αἰώνιος βασανισμός, ὑπάρχει αἰώνια καταδίκη, αἰώνιο σκοτάδι, αἰώνια ἀμεθεξία τοῦ φωτός - τῆς χάριτος, αἰώνια ἀποξένωση ἀπό ὅλους, Θεό καί ἀνθρώπους, φρίττει καί λέει, Θεέ μου γλίτωσέ με, καί ἐπιστρατεύει ὅλες του τίς δυνάμεις γιά νά διορθωθεῖ, νά μετανοήσει. Νά πόσο πολύ μᾶς βοηθᾶνε ὅλα αὐτά πού μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι.
Ἐρ. : Εὐλογεῖτε π. Σάββα. Ἐγώ αὐτό πού δέν μπορῶ νά καταλάβω εἶναι ὅτι ὅταν ἕνας ἄνθρωπος πλησιάζει περισσότερο τόν Θεό, Τόν ἀγαπάει περισσότερο, ὁπότε παύει νά ἔχει καί φόβο θανάτου…. Ἡ λέξη φόβος εἶναι σεβασμός θά ἔλεγα… Τό νά μή συναντήσω αὐτόν πού ἀγαπῶ τελικά…
Ἀπ. : «Ἡ ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον»47, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ὅσο κανείς προχωράει στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, τόσο δέν φοβᾶται τόν Θεό. Δέν φοβᾶται τόν θάνατο, τήν κόλαση καί τόν διάβολο, ὅπως τά ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Ἀλλά ἐπειδή εἴμαστε ἀρχάριοι ἐμεῖς καί ὁ Εὐεργετινός εἶναι τώρα στήν ἀρχή, στίς πρῶτες ὑποθέσεις τοῦ πρώτου τόμου, μᾶς λέει αὐτά τά μαθήματα πού εἶναι γιά τούς ἀρχάριους. Τώρα, μακάρι νά πᾶμε σέ πιό μεγάλα μαθήματα καί πιό ὑψηλά καί νά ξεπεράσουμε αὐτόν τόν φόβο.
Ὅμως πάντοτε πρέπει νά ξέρετε νά τόν νιώθουμε. Βλέπετε ἐδῶ τόν Ἅγιο Ἀρσένιο, τί λέει; Ὅτι πάντοτε, ἀπό τήν πρώτη στιγμή μέχρι τώρα, εἶχα αὐτό τόν φόβο, μέ τήν ἔννοια τοῦ σεβασμοῦ, ὅπως εἴπατε, τῆς τοποθέτησής μας μέ σοβαρότητα. Μήν τό πάρουμε ἀψήφιστα… ναί.. θά γίνει ἡ Δευτέρα Παρουσία… θά γίνει ἡ Κρίση… Ὄχι, εἶναι σοβαρά πράγματα. Ἐδῶ βλέπεις, ἔχεις ἕνα δικαστήριο ἐπίγειο καί πᾶς μέσα καί σέ πιάνει μία τρεμούλα. Βλέπεις καί τούς δικαστές ἐκεῖ πάνω σάν νά εἶναι οἱ κριτές τῆς Δευτέρας Παρουσίας ἄς ποῦμε… καί τρέμεις λιγάκι, φοβᾶσαι. Πόσο μᾶλλον πρέπει νά πάρουμε στά σοβαρά τό δικαστήριο αὐτό τοῦ Θεοῦ; Τό οὐράνιο δικαστήριο; Μ’ αὐτή τήν ἔννοια λοιπόν νά τό πάρουμε σοβαρά καί νά πάρουμε τά μέτρα μας. Ἄν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε «δέν μοῦ καταμαρτυρεῖ κάτι ἡ συνείδηση μου, ἀλλ᾿ οὐκ ἐν τούτῳ δεδικαίωμαι»48, ἐμεῖς τί πρέπει νά λέμε; Ἄν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει, ἄν καί δέν ἔχω κάτι στή συνείδησή μου πού νά μαρτυρεῖ ὅτι εἶμαι ἔνοχος, δέν σημαίνει αὐτό ὅτι εἶμαι καί δίκαιος. Μπορεῖ νά μήν τό βλέπω, νά βλέπει ὁ Θεός κάτι πού ἐγώ δέν τό βλέπω καί νά κατακριθῶ.
Ἑπομένως, μ’ αὐτή τήν ἔννοια ποτέ δέν πρέπει νά λέμε, εἶμαι βέβαιος γιά τή σωτηρία μου. Γιατί αὐτό μπορεῖ νά ἔχει μέσα καί λίγο ὑπερηφάνεια, ὅπως εἶχε ἐκεῖνος ὁ καημένος ὁ γέροντας, καί τόν ἔσωσε ὁ Θεός τήν τελευταία στιγμή. Ἔλεγε στόν διάβολο, δέν μπορεῖς νά μᾶς κάνεις τίποτε. Δέν μπορῶ νά σοῦ κάνω τίποτα; Τώρα νά σοῦ βάλω ἐγώ ἕναν λογισμό καί νά σέ κάνω πύραυλο, νά φύγεις κατευθείαν στόν κόσμο! Τοῦ ἔβαλε τόν λογισμό ὅτι θά πεθάνει σέ σαράντα χρόνια κι ἀμέσως τά ’χασε ὁ γεροντάκος... Αὐτή εἶναι ἡ δύναμή μας! Δηλαδή δέν ἔχουμε δύναμη καί πάντα ὅ,τι κάνουμε, πάντα τό κάνουμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Μέσα στήν Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας σωζόμαστε.
Ὁπότε, πάντοτε στεκόμαστε μέ ταπεινό φρόνημα καί πάντοτε μέ τήν προσπάθεια αὐτή ν’ ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Μετά φυσικά ξεπερνιέται ὁ φόβος αὐτός. Καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὅπως τό ἔλεγε, γιά τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει θάνατος, δέν ὑπάρχει διάβολος, δέν ὑπάρχει κόλαση. Πῶς δέν ὑπάρχουν; Ὑπάρχουν, ἀλλά γι’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἀγαπήσει τόν Χριστό εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχουν, γιατί πλέον εἶναι ἀλλοῦ, ζοῦνε μέσα στόν Χριστό, πού εἶναι ὁ Παράδεισος, πού εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού δέν ὑπάρχει πόνος καί θλίψη καί στεναγμός καί θάνατος καί κόλαση καί διάβολος.
Ἐρ. : ………………………..
Ἀπ. : Μάλιστα. Νά εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο καί νά ἔχουμε ὑπόψη καί αὐτό πού εἴπαμε στήν ἀρχή, ὅτι ἤρεμα καί κατά μικρόν νά προχωροῦμε σιγά-σιγά στήν κάθαρση ἀπό τά πάθη καί τό ἄλλο βεβαίως νά μήν ξεχνᾶμε τόν θάνατο καί τήν αἰώνια κόλαση, ἀλλά καί τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά πορευόμαστε.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης