ΚΕΙΜΕΝΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ει άυλός εστιν ο Θεός, πόθεν η ύλη, πώς το ποσόν εκ του απόσου, και εκ του αόπτου το ορατόν, και εκ του αμεγέθους τε και αορίστου, το πάντως όγκω τινί και πηλικότητι οριζόμενον; Και τα άλλα πάντα όσα περί την ύλην οράται, πώς ή πόθεν παρήγαγεν ο μηδέν εν τη εαυτού φύσει τοιούτον έχων;
Μία γαρ εκάστου τών περί της ύλης προφερομένων ημίν η λύσις: Το μήτε αδύνατον την σοφίαν του Θεού υποτίθεσθαι, μήτε την δύναμιν άσοφον· αλλά μετ' αλλήλων είναι ταύτα. Και εν αμφότερα δείκνυσθαι, ως άμα και κατά ταυτόν τω ετέρω συγκαθοράσθαι το έτερον. Το τε γαρ σοφόν αυτού θέλημα τη δυνάμει των ενεργουμένων εφανερώθη, και η ενεργητική αυτού δύναμις εν τω σοφώ θελήματι ετελειώθη.
Ει ουν εν τω αυτώ και κατά ταυτόν εστιν η σοφία και η δύναμις ούτε αγνοεί όπως αν ύλη προς την κατασκευήν ευρεθείη των όντων, ούτ' αδυνατεί το νοηθέν προαγαγείν εις ενέργειαν.
Πάντα δε δυνάμενος, ομού τα πάντα δι' ων η ύλη συνίσταται τω σοφώ τε και δυνατώ θελήματι κατεβάλετο προς την απεργασίαν των όντων, το κούφον, το βαρύ, το ναστόν, το αραιόν, το μαλακόν, το αντίτυπον, το υγρόν, το ξηρόν, το ψυχρόν, το θερμόν, το χρώμα, το σχήμα, την περιγραφήν, το διάστημα· α πάντα μεν καθ' εαυτά έννοιαί εστι και ψιλά νοήματα. Ου γαρ τι τούτων εφ' εαυτού ύλη εστίν, αλλά συνδραμόντα προς άλληλα, ύλη γίνεται.
Ει ουν τω υπερέχοντι της σοφίας και της δυνάμεως, και πάντα οίδε και πάντα δύναται, τάχα πώς προσεγγίζομεν τη υψηλή του Μωϋσέως φωνή, ος φησιν· "Εν κεφαλαίω (τούτο γαρ αντί της "αρχής" Ακύλας εκδέδωκε) πεποιήσθαι παρά του Θεού τον ουρανόν και την γην";
Επειδή γαρ εισαγωγικόν προς θεογνωσίαν το της Γενέσεως βιβλίον ο προφήτης πεποίηται, και σκοπός εστι τω Μωυσή, τους τη αισθήσει δεδουλωμένους χειραγωγήσαι δια των φαινομένων προς τα υπερκείμενα της αισθητικής καταλήψεως, ουρανώ δε και τη γη ορίζεται ημίν η δια της όψεως γνώσις.
Δια τούτο ως περιεκτικά των όντων τα έσχατα τών δια της αισθήσεως ημίν γινωσκομένων ο λόγος ωνόμασεν, ίνα δια του τα περιέχοντα ειπείν παρά Θεού γεγενήσθαι, συμπεριλάβη παν το εντός των άκρων περιεχόμενον, και αντί του ειπείν ότι αθρόως πάντα τα όντα ο Θεός εποίησεν, είπεν "εν κεφαλαίω", ήτοι "εν αρχή" πεποιηκέναι τον Θεόν τον ουρανόν και την γην.
Μία δε των δύο φωνών η σημασία, της τε αρχής και του κεφαλαίου. ∆ηλούται γαρ επίσης δι' εκατέρων το αθρόον: εν μεν γαρ τω "κεφαλαίω", το συλλήβδην τα πάντα γεγενήσθαι περιίστησι, δια δε της "αρχής" δηλούται το ακαρές τε και αδιάστατον. Η γαρ "αρχή" παντός διαστηματικού νοήματος αλλοτρίως έχει. Ως το σημείον αρχή της γραμμής, και του όγκου το άτομον, ούτως και το ακαρές του χρονικού διαστήματος.
Η ουν αθρόα των όντων παρά τής αφράστου δυνάμεως του Θεού καταβολή, αρχή παρά του Μωϋσέως, ήτουν κεφάλαιον κατωνομάσθη, εν ή το παν συστήναι λέγεται· τα μεν άκρα των όντων ειπών· τα δε μέσα κατά το σιωπώμενον τοις άκροις συνενδειξάμενος. Άκρα δε φημι, δια την ανθρωπίνην αίσθησιν, ή ούτε εις τα υπό γην διαδύεται, ούτε τον ουρανόν διαβαίνει.
Ουκούν τούτο νοείν, η αρχή της κοσμογονίας υποτίθεται, ότι πάντων των όντων τας αφορμάς και τας αιτίας, και τας δυνάμεις, συλλήβδην ο Θεός εν ακαρεί κατεβάλλετο, και εν τη πρώτη του θελήματος ορμή, η εκάστου των όντων ουσία συνέδραμεν, ουρανός, αιθήρ, αστέρες, πυρ, αήρ, θάλασσα, γη, ζώον, φυτά· α τω μεν θείω οφθαλμώ πάντα καθεωράτο, τω της δυνάμεως λόγω δεικνύμενα, τω, καθώς φησιν η προφητεία, «ειδότι πάντα προ της γενέσεως αυτών.»
Τη δε συγκαταβληθείση δυνάμει τε και σοφία προς την τελείωσιν εκάστου τών μορίων του κόσμου, ειρμός τις αναγκαίος κατά τινα τάξιν επηκολούθησεν, ώστε το πυρ προλαβείν μεν και προεκφανήναι των άλλων των εν τω παντί θεωρουμένων, και ούτω μετ' εκείνο, το αναγκαίως τω προλαβόντι επόμενον, και επί τούτω τρίτον, ως η τεχνική συνηνάγκαζε φύσις· τέταρτόν τε και πέμπτον, και τα λοιπά της κατά το εφεξής ακολουθίας, ουκ αυτομάτω τινί συντυχία, κατά τινά άτακτον και τυχαίαν φοράν, ούτως αναφαινόμενα. Αλλ' ως η αναγκαία της φύσεως τάξις επιζητεί το εν τοις γινομένοις ακόλουθον, ούτως έκαστα γεγενήσθαί φησιν εν διηγήσεως είδει περί των φυσικών δογμάτων φιλοσοφήσας.
Και φωνάς τινας του Θεού προστακτικάς εκάστου των γινομένων προσγράφων, καλώς και θεοπρεπώς και τούτο ποιών. Παν γαρ το καθ' ειρμόν τινα και σοφίαν γινόμενον του Θεού, τις άντικρύς εστι φωνή. ∆ιότι Θεού μεν ουσίαν ήτις εστίν, ου γινώσκομεν· την δε αυτοσοφίαν και την αυτοδύναμιν εν νω λαβόντες, τον Θεόν ανειληφέναι τη διανοία πιστεύομεν.
Τούτου χάριν ότε το όλον εγένετο, πριν έκαστον των συμπληρούντων το όλον εφ' εαυτού δειχθήναι, ζόφος τω παντί επεκέχυτο· ούπω γαρ εξεφάνη του πυρός η αυγή υποκεκρυμμένη τοις μορίοις της ύλης καθάπερ και αι ψηφίδες αφανείς εν τω σκότει μένουσιν, ει και φυσικώς εν εαυταίς την φωτιστικήν έχουσι δύναμιν, δια της προς αλλήλας συμπτώσεως το πυρ αποτίκτουσαι, του δε σπινθήρος εξ αυτών αναφανέντος, κακείναι τη λαμπηδόνι τούτου συνανεφάνησαν· ούτως αόρατά τε και αφανή τα πάντα ην, πριν την φωτιστικήν ουσίαν εις το εκφανές προελθείν. Άρτι γαρ αθρόως εν τη μια ροπή του θείου θελήματος αδιακρίτως του παντός υποστάντος, και των στοιχείων πάντων εν αλλήλοις πεφυρμένων, το πανταχού κατεσπαρμένον πυρ επεσκοτείτο, τω πλεονάζοντι της ύλης επιπροσθούμενον.
Επεί δε οξείά τις εστιν η δύναμις αυτού και ευκίνητος, ομού το δοθήναι τη φύσει των όντων προς την του κόσμου γένεσιν παρά του Θεού το ενδόσιμον, πάσης της βαρυτέρας φύσεως προεξέθορε, και ευθύς τω φωτί τα πάντα περιηυγάζετο.
Ό δε κατά τον της σοφίας λόγον, τη δυνάμει του πεποιηκότος εγένετο, ως λόγος Θεού προστακτικός, παρά του Μωϋσέως εμνημονεύθη, το, «Είπεν ο Θεός, Γενηθήτω φως, και εγένετο φως.» Επί γαρ του Θεού, κατά γε την ημετέραν υπόληψιν, το έργον λόγος εστί. ∆ιότι παν το γινόμενον, λόγω γίνεται· και άλογόν τι και συντυχικόν και αυτόματον εν τοις θεόθεν υφεστώσι νοείται ουδέν. Αλλά χρη εκάστω των όντων και λόγον τινά σοφόν τε και τεχνικόν εγκείσθαι πιστεύειν, καν κρείττον ή της ημετέρας όψεως.
Τι ουν είπεν ο Θεός, επειδή λόγου παραστατική εστιν η τοιαύτη φωνή, θεοπρεπώς, ως οίμαι, νοήσομεν εις τον εγκείμενον της κτίσεως λόγον το ρητόν αναφέροντες. Ούτω γαρ και ο μέγας ∆αβίδ τας τοιαύτας φωνάς ημίν εξηγήσατο ειπών· «Πάντα εν σοφία εποίησας.» Τα γαρ προστακτικά της των όντων κτίσεως ρήματα, α παρά του Μωϋσέως εκ της θείας φωνής αναγέγραπται, ταύτα ο ∆αβίδ την εν θεωρουμένην τοις γεγονόσι σοφίαν ωνόμασεν. Όθεν και διηγείσθαι λέγει τους ουρανούς δόξαν Θεού, δηλαδή της εμφαινομένης αυτοίς τεχνικής θεωρίας δια της εναρμονίου περιφοράς, αντί λόγου γινομένης τοις επιστήμοσιν.
Ειπών γαρ διηγείσθαι τους ουρανούς, και αναγγέλλειν το στερέωμα, διορθούται τους παχύτερον των λεγομένων ακούοντας· και ίσως και φωνής ήχον και λόγον έναρθρον εκ της των ουρανών διηγήσεως προσδεχομένους, εν οις φησιν. ότι Ουκ εισί λαλιαί, ουδέ λόγοι ων ουχί ακούονται αι φωναί αυτών, ίνα δείξη ότι η εν τη κτίσει θεωρουμένη σοφία, λόγος εστί, καν μη έναρθρος ή.
Και πάλιν του Μωϋσέως διεξοδικάς τινας του Θεού φωνάς προς αυτόν γεγενήσθαι ειπόντος εν τη θαυματοποιία τών εν Αιγύπτω σημείων, υψηλότερον ή κατά την τών πολλών υπόληψιν ο Ψαλμωδός εξηγήσατο ειπών, «Έθετο εν αυτοίς τους λόγους των σημείων αυτού, και των τεράτων αυτού εν γη Χαμ.» Τω γαρ λόγω τινί την απεργαστικήν εκάστου των γινομένων δύναμιν εις ενέργειαν άγεσθαι, σαφώς δια της φωνής ταύτης ο Ψαλμωδός υπηνίξατο, ως ουκ εν ρήμασιν όντος του λόγου, αλλά της εις τα σημεία δυνάμεως, ούτως ωνομασμένης.
Ουκούν και ενταύθα προέδραμε μεν και απεκρίθη των όντων εν τω ταχεί τε και ευκινήτω της φύσεως η φωτιστική δύναμις, εαυτήν των ετεροφυών αποκρίνουσα, και το περιλαμφθέν άπαν δια της απαυγαστικής αυτού δυνάμεως κατεφωτίσθη. Ω δε λόγω ταύτα ενεργεί του πυρός η ουσία, μόνου Θεού εστιν ειπείν, του εναποθεμένου τον φωτιστικόν λόγον τη φύσει· και τούτο δια της ιδίας γραφής και ο μέγας μαρτύρεται Μωϋσής, εν οις φησιν, ότι «Και είπεν ο Θεός Γενηθήτω φως·» τούτο δια των ειρημένων, ως οίμαι, διδούς, ότι θείος λόγος εστί το του φωτός έργον πάσαν έννοιαν παριών ανθρωπίνην.
Ημείς μεν γαρ προς μόνον το γινόμενον βλέπομεν, και τη αισθήσει το θαύμα δεχόμεθα. Πού δε το πυρ διαιτώμενον αθρόως απογεννάται· ει εκ της συμπτώσεως των ψηφίδων αναπαλλόμενον, εκ τίνων ή εκ τίνος άλλης προς εαυτήν τριβείσης· και τίς η δύναμις, η το μεν περιδραχθέν υπ' αυτού διεσθίουσα, τον δε αέρα τη φλογί καταυγάζουσα, ούτε ιδείν δυνάμεθα, ούτε έννοιάν τινα περί τούτου λαβείν· αλλ' εν μόνω τω Θεώ τον λόγον της παραδόξου ταύτης θαυματοποιίας αποκείσθαί φαμεν, τω ποιήσαντι κατά τον άρρητον της δυνάμεως λόγον, γεννηθήναι τω πυρί το φως. Καθώς ο Μωϋσής εν τω ιδίω λόγω μαρτύρε, ότι «Και είπεν ο Θεός, Γενηθήτω φως, και εγένετο φως· και είδεν ο Θεός το φως ότι καλόν.»
Μόνου γαρ ως αληθώς Θεού το ιδείν, όπως αν γένοιτο το ούτω καλόν· η δε της ημετέρας φύσεως πτωχεία, το μεν γινόμενον βλέπει, τον δε καθ' ον γίνε λόγον, ούτε ιδείν, ούτε επαινέσαι δυνατώς έχει. Των γαρ γνωριζομένων, ουχί των αγνοουμένων εστίν ο έπαινος.
«Είδεν» ουν, φησίν, «ο Θεός το φως ότι καλόν, και διεχώρισεν ο Θεός ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους.» Πάλιν το αναγκαίως κατά την ακολουθίαν της φύσεως εν τάξει τινί και αρμονία γινόμενον, εις θείαν ενέργειαν ο Μωϋσής ανάγει· διδάσκων, οίμαι, δια των ειρημένων, το πάντα προκατανενοήσθαι τη του Θεού σοφία, τα δια τινος αναγκαίας τάξεως κατά το ακόλουθον εκβησόμενα. Της γαρ φωτιστικής ουσίας της τω παντί κατεσπαρμένης, προς το συγγενές συνδραμούσης, και πάσης περί εαυτήν αθροισθείσης, αναγκαίως τα επιπροσθούμενα τη λοιπή των στοιχείων ύλη κατεσκιάζετο, και το αποσκίασμα, σκότος ην.
Τούτο τοίνυν το ακολούθως γενόμενον, ως αν μη τις ανάγοι προς αυτόματόν τινα συντυχίαν, Θεού φησιν έργον ο Μωϋσής, τού την δύναμιν ταύτην εναποθεμένου τοις γενομένοις· αλλά μην το οξείάν τε και ανωφερή και αεικίνητον του πυρός είναι την φύσιν, παντί δήλον εκ των φαινομένων εστίν· α δε δια της αρχής ταύτης εκ του ακολούθου νοείν υποτίθεται ο λόγος, ιστορικώς παρά του Μωϋσέως εν διηγήματος είδει συγκαταγέγραπται, το, «Και εγένετο εσπέρα, και εγένετο πρωί.»
Τις γαρ ουκ οίδεν ότι διχή της κτίσεως νοουμένης, εις τε το νοητόν και αισθητόν, η πάσα σπουδή τω νομοθέτη νυν εστιν, ου τα νοητά εξηγήσασθαι, αλλά υποδείξαι δια των φαινομένων ημίν την εν τοις αισθητοίς διακόσμησιν;
Επεί ουν το πυρ ομού το συστήναι το παν, των ετεροφυών στοιχείων εκτοξευθέν, καθάπερ τι βέλος, εν τω ανωφερεί και κούφω της κατά φύσιν κινήσεως του παντός προεξήλατο· και ίσω νοήματι την αισθητήν ουσίαν διαπεράσαν, ουκ έσχε προσαγαγείν επ' ευθείας την κίνησιν, της νοητής κτίσεως ακοινωνήτως προς την των αισθητών επιμιξίαν εχούσης, αισθητόν δε το πυρ· τούτου χάριν εν τοις άκροις της κτίσεως όροις το πυρ γενόμενον, αναγκαίως κυκλοειδή ποιείται την κίνησιν, προς μεν το παν φέρεσθαι υπό της εγκειμένης τη φύσει δυνάμεως συνελαυνόμενον, της δε κατ' ευθείας φοράς χώραν ουκ εχούσης· πάσα γαρ η αισθητή κτίσις, ιδίοις όροις περιέχεται· τω άκρω πέρατι της αισθητής φύσεως ενδιοδεύει, εν οις ευοδούται κινούμενον, της νοητής φύσεως, καθώς φθάσαντες είπομεν, ου παραδεχομένης εν εαυτή του πυρός τον δρόμον.
∆ιά τούτο ο Μωϋσής επακολουθήσας δια της διανοίας τη του πυρός κινήσει, μη τοις αυτοίς μέρεσιν επιμεμενηκέναι φησί το γενόμενον φως, αλλ' εκπεριεχόμενον την παχυτέραν των όντων υπόστασιν, εν τω σφοδρώ της κινήσεως αντιμετάγειν δια της περιόδου, τοις τε αφωτίστοις το φέγγος, και τοις πεφωτισμένοις τον ζόφον, Ίσως δε κατά τα χρονικά διαστήματα της τοιαύτης διαδοχής περί την κάτω χώραν γινομένης, του φωτός φημι και του σκότους· πάλιν τω Θεώ την ονοματοποιίαν ημέρας τε και νυκτός ο Μωϋσής ανατίθησιν, ουδέν των κατά το ακόλουθον γεγενημένων αυτομάτως, ή αφ' ετέρου τινός εσχηκέναι την αρχήν εννοείν επιτρέπων.
∆ιά τούτο φησίν· «Ο Θεός εκάλεσε το φως ημέραν, και το σκότος εκάλεσε νύκτα.» Της γαρ φωτιστικής δυνάμεως ατρεμείν εκ φύσεως αδυνατούσης, ότε τω άνω μέρει του κύκλου διεξήλθε το φέγγος, και προς το υποκείμενον ην η φορά, εξ ανάγκης τη υποδρομή του πυρός το υπερκείμενον απεσκιάσθη, τής παχυτέρας, ως εικός, φύσεως την αυγήν επιπροσθούσης. Την ουν του φωτός υποχώρησιν, εσπέραν ωνόμασεν. Και πάλιν εκπεριδραμόντος του πυρός τον υποκείμενον κύκλον, και τοις άνω την αυγήν επαναγαγόντος, πρωίαν το γινόμενον προσηγόρευσεν, ούτως ονομάσας τον όρθρον.
Μικρόν δε τον λόγον επαναλάβωμεν, ως αν και τα παραθέντα της θείας Γραφής, προς τον ειρμόν της αποδοθείσης θεωρίας ημίν συνεργήσειεν. Είπε γαρ εν πρώτοις ο της κοσμογενείας λόγος, ότι «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην.» Τούτο δε ημείς υπελάβομεν, ότι αθρόον της των όντων συστάσεως ο λόγος παρίστησιν, εκ του περιέχοντος και το εντός ενδεικνύμενος. Τοις γαρ άκροις και τα μέσα πάντως εμπεριέχεται. Άκρα δε ως προς την ανθρωπίνην αίσθησιν, ουρανός εστι και γη. ∆ιότι τούτοις εκατέρωθεν η των ανθρώπων όψις ορίζεται. Ώσπερ τοίνυν ο ειπών ότι: Εν τη χειρί αυτού τα πέρατα της γης, και τα μέσα τη περιοχή των περάτων συμπεριέλαβεν· ούτω και ο Μωϋσής της υλικής του παντός κόσμου καταβολής την ένδειξιν δια των περάτων πεποίηται· συνεργείν δε φαμεν προς την τοιαύτην υπόληψιν, τα δια μέσου ρήματα.
Γέγραπται γαρ, ότι «Η δε γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος·» ως εκ τούτου δήλον είναι, ότι τη μεν δυνάμει τα πάντα ην εν πρώτη του Θεού περί την κτίσιν ορμή, οιονεί σπερματικής τινος δυνάμεως προς την του παντός γένεσιν καταβληθείσης, ενεργεία δε τα καθ' έκαστον ούπω ην. Η γαρ γη, φησίν, ην αόρατος, και ακατασκεύαστος. Όπερ ίσόν εστι τω λέγειν, ότι ην, και ουκ ην. Ου γαρ που συνδεδραμήκεισαν περί αυτήν αι ποιότητες· απόδειξις δε της διανοίας ταύτης, ότι αόρατον αυτήν ο λόγος είναι φησίν. Το γαρ αόρατον, χρώμα ουκ εστι· το δε χρώμα, οίόν τις απορροή του κατά την επιφάνειαν σχήματος γίνεται, το δε σχήμα ουκ άνευ σώματος. Ει ουν αόρατον ην, και αχρωμάτιστον πάντως. Τούτω δε συνθεωρείται το ασχημάτιστον· εκείνω δε το ασώματον· ουκούν εν τω αθρόω της του κόσμου καταβολής, ην μεν εν τοις ούσιν η γη, ως και τα άλλα πάντα. Ανέμεινε δε το δια της των ποιοτήτων κατασκευής. όπερ εστί γενέσθαι.
∆ιά γαρ του αόρατον αυτήν ειπείν είναι, το μηδέ άλλην τινά ποιότητα θεωρείσθαι περί αυτήν ο λόγος ενδείκνυται. Και δια τού ακατασκεύαστον ονομάσαι, νοείν δίδωσι το μήπω αυτήν πεπυκνώσθαι ταις σωματικαίς ιδιότησιν.
Εάν ο Θεός είναι άυλος, πού βρέθηκε η ύλη, πώς προήλθε το ποσό από το άποσο, και το ορατό από το αόρατο; Και από αυτό που δεν έχει μέγεθος και δεν ορίζεται, αυτό που ορίζεται με κάθε όγκο και αναλογία; Και όλα τα άλλα, όσα φαίνονται περί τής ύλης, πώς ή από πού τα παρήγαγε, Αυτός που δεν έχει τίποτα τέτοιο στη φύση Του;
Επειδή μία είναι η λύση για το καθένα από τα προαναφερθέντα περί τής ύλης: Το ότι δεν μπορούμε να υποθέσουμε ούτε αδύνατη τη σοφία τού Θεού, ούτε τη δύναμη άσοφη· αλλά αυτά είναι μαζί. Και στα δύο φαίνεται, ότι ταυτόχρονα και με τον ίδιο τρόπο συνεμφανίζονται το ένα με το άλλο. Επειδή και το σοφό Του θέλημα φανερώθηκε στη δύναμη τών ενεργούμενων, και η ενεργητική Του δύναμη τελειώθηκε στο σοφό θέλημα.
Αν λοιπόν είναι μαζί και ταυτόχρονα η σοφία και η δύναμη, ούτε αγνοεί πώς θα βρεθεί ύλη προς κατασκευή τών όντων, ούτε αδυνατεί να βάλει σε ενέργεια αυτό που νοήθηκε.
Αλλά αφού μπορεί τα πάντα, με το σοφό και δυνατό θέλημα κατέβαλε μαζί τα πάντα δια τών οποίων συνίσταται η ύλη για την αποπεράτωση τών όντων: Το ελαφρύ, το βαρύ, το πυκνό, το αραιό, το μαλακό, το σκληρό, το υγρό, το ξηρό, το ψυχρό, το θερμό, το χρώμα, το σχήμα, την περιγραφή, την απόσταση· τα οποία όλα είναι μεν έννοιες και γυμνά νοήματα. Επειδή τίποτα από αυτά δεν είναι από μόνο του ύλη, αλλά αλληλοσυνεργαζόμενα το ένα με το άλλο γίνεται ύλη.
Εάν λοιπόν με την υπεροχή τής σοφίας και τής δυνάμεως, και τα πάντα γνωρίζει, και τα πάντα μπορεί, τάχα πώς προσεγγίζουμε την υψηλή φωνή τού Μωυσέως, ο οποίος είπε: "Εν κεφαλαίω (επειδή αυτό εξέδωσε ο Ακύλας αντί για την "αρχή"), πεποιήσθαι παρά τού Θεού τον ουρανόν και την γην";
Επειδή λοιπόν το βιβλίο τής Γενέσεως ο προφήτης το έκανε εισαγωγικό προς θεογνωσία, και σκοπός τού Μωυσή είναι να χειραγωγήσει αυτούς που είναι υποδουλωμένοι στην αίσθηση, μέσω τών φαινομένων προς εκείνα που υπερβαίνουν την αισθητή κατανόηση, γι' αυτό η γνώση δια τής όψεως, μάς ορίζεται ως ουρανός και γη.
Γι' αυτό ο λόγος κατονόμασε αυτά που βρίσκονται στα άκρα όσων μάς γίνονται γνωστά δια τής αισθήσεώς, ως περιεκτικά τών όντων· έτσι ώστε μέσω τού λόγου ότι από τον Θεό έγιναν τα περιέχοντα, να συμπεριλάβει όλο το περιεχόμενο εντός τών άκρων. Και αντί να πει ότι ο Θεός δημιούργησε συνολικά όλα τα όντα, είπε "στο κεφάλαιο", με άλλα λόγια "στην αρχή" δημιούργησε ο Θεός τον ουρανό και τη γη.
Μία είναι η σημασία τών δύο λέξεων, τής "αρχής" και τού "κεφαλαίου". Επειδή δηλώνεται επίσης και από τις δύο λέξεις το συνολικό: Επειδή στο μεν "κεφάλαιο" δηλώνεται ότι αδιακρίτως τα πάντα έφθασαν σε ύπαρξη, ενώ μέσω τής "αρχής", δηλώνεται το ακαριαίο και χωρίς διάστημα. Επειδή η "αρχή" είναι ξένη σε κάθε έννοια διαστήματος. Όπως το σημείο είναι αρχή τής γραμμής και το άτομο τού όγκου, έτσι και το "ακαριαίο" τού χρονικού διαστήματος.
Η συνολική καταβολή τών όντων λοιπόν, από την ανέκφραστη δύναμη τού Θεού, κατονομάσθηκε "αρχή" από τον Μωυσή, ή αλλιώς "κεφάλαιο", στην οποία αναφέρεται η σύσταση τού παντός· τα μεν άκρα τών όντων λέγοντάς τα· τα δε μέσα αποσιωπώντας τα, δείχνοντάς τα μαζί με τα άκρα. Και όταν λέω άκρα, το λέω για την ανθρώπινη αίσθηση, η οποία ούτε σε αυτά που είναι κάτω από τη γη διεισδύει, ούτε τον ουρανό διασχίζει.
Λοιπόν ας γίνει αντιληπτό, πως η αρχή τής κοσμογονίας προϋποθέτει, ότι τις αφορμές και τις αιτίες και τις δυνάμεις όλων τών όντων, ο Θεός τις κατέβαλλε ακαριαία και αδιακρίτως, και στην πρώτη ορμή τού θελήματος, η ουσία τού καθενός τών όντων συνεισέφερε: ουρανός, αιθέρας, αστέρια, φωτιά, αέρας, θάλασσα, γη, ζώο, φυτά· τα οποία όλα φαίνονταν καθαρά από το μεν θείο μάτι, φανερωνόμενα από τον λόγο τής δυνάμεως, κατά τον λόγο που λέει η προφητεία: "βλέποντα τα πάντα πριν αυτά γίνουν".
Όσο για τη σοφία και δύναμη που καταβλήθηκε προς την τελείωση τού καθενός τών συστατικών μερών τού κόσμου, ακολούθησε κάποια αναγκαία ακολουθία κατά κάποια σειρά, ώστε η φωτιά να προλάβει μεν να εμφανισθεί πριν από όλα τα άλλα που μπορούν να φανούν, και έτσι μετά από εκείνο, το αναγκαίως επόμενο τού προηγουμένου, και πάνω σε αυτό κάποιο τρίτο, όπως τα ανάγκαζαν όλα μαζί τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τής φύσης. Μετά τέταρτο και πέμπτο, και τα λοιπά τής συνεχιζόμενης ακολουθίας. Όχι όμως παρουσιαζόμενα με τρόπο κάποιας αυτόματης σύμπτωσης, κατά κάποια άτακτη και τυχαία κατεύθυνση. Αλλά όπως η αναγκαία σειρά τής φύσεως επιζητεί την ακολουθία μεταξύ τών γινομένων, έτσι έγινε το καθένα από αυτά λέει υπό μορφήν διηγήσεως, φιλοσοφώντας περί τών φυσικών νόμων.
Και γράφοντας σε αυτά και κάποια προστακτικά λόγια τού Θεού για το καθένα γινόμενο, και αυτό πάλι καλά και θεοπρεπώς το κάνει. Επειδή κάθε τι το κατ' ακολουθίαν και σοφία γινόμενο από τον Θεό, είναι κάποια αντίστοιχη φωνή. Επειδή τη μεν ουσία τού Θεού τι είναι, δεν γνωρίζουμε· αλλά λαμβάνοντας υπ' όψιν την αυτοσοφία και την αυτοδύναμη, πιστεύουμε ότι με τη διάνοια μπορούμε να προσλάβουμε τον Θεό.
Χάριν τούτου, όταν γινόντουσαν όλα, πριν το καθένα από αυτά που συμπληρώνουν το όλο φανεί καθ' ευατό, σκοτάδι χυνόταν στα πάντα· επειδή δεν είχε φανεί ακόμα η αυγή τής φωτιάς, κρυμμένη κάτω από τα συστατικά τής ύλης, όπως τα χαλίκια μένουν αφανή στο σκοτάδι· αν και έχουν με φυσικό τρόπο μέσα τους τη φωτιστική δύναμη, μέσω τής μεταξύ τους πρόσκρουσης, γεννώντας το σπινθήρα που εμφανίζεται απ' αυτά κι αυτά συνφαίνονται στο φως τής λάμψης του· έτσι αόρατα και αφανή ήταν τα πάντα, πριν πρωτοεμφανισθεί η φωτιστική ουσία. Επειδή ευθύς αμέσως συνολικά με τη μία ροπή τού θείου θελήματος που έδωσε υπόσταση στα πάντα αδιακρίτως, και σε όλα τα στοιχεία ανακατεμένα μεταξύ τους, η φωτιά που ήταν παντού εγκατεσπαρμένη επισκοτιζόταν, καθώς επιπροστίθετο στο πλεόνασμα τής ύλης.
Επειδή όμως είναι οξεία η δύναμή του και ευκίνητη, μόλις δόθηκε στη φύση τών όντων από τον Θεό το παράγγελμα για τη γένεση τού κόσμου, εξόρμησε πριν από κάθε βαρύτερη φύση, και αμέσως τα πάντα φωτίσθηκαν από το φως.
Και ό,τι έγινε κατά τον λόγο τής σοφίας, με τη δύναμη τού Δημιουργού έγινε, και μνημονεύθηκε από τον Μωυσή ως προστακτικός λόγος τού Θεού, με το: "Είπε ο Θεός: Να γίνει φως, και έγινε φως". Επειδή κατά τη δική μας αντίληψη, όταν αναφερόμαστε στον Θεό, το έργο είναι λόγος. Επειδή κάθε τι που γίνεται, γίνεται με λόγο· και δεν νοείται τίποτα άλογο και τυχαίο και αυτόματο από όσα λαμβάνουν υπόσταση από τον Θεό. Αλλά πρέπει να πιστεύεται ότι κάθε ύπαρξη περιβάλλεται και με λόγο σοφό και περιεκτικό χαρακτηριστικών, αν και αυτό είναι υπέρτερο τής δικής μας δυνατότητας να το δούμε.
Τι είπε λοιπόν ο Θεός; Επειδή μια τέτοια φωνή φανερώνει λόγο, νομίζω ότι θεοπρεπώς πρέπει να καταλάβουμε το ρητό, αναφέροντάς το στον λόγο που περιβάλλει την κτίση. Επειδή έτσι και ο μεγάλος Δαβίδ μας εξηγεί τις παρόμοιες φωνές λέγοντας: "Όλα με σοφία τα έφτιαξες". Επειδή τα προστακτικά λόγια τής θείας φωνής για τη δημιουργία τών όντων, τα οποία γράφθηκαν από τον Μωυσή, αυτά ο Δαβίδ τα ονόμασε "σοφία", η οποία παρατηρείται σε όσα έγιναν. Γι' αυτό λέει και ότι "οι ουρανοί διηγούνται δόξα Θεού", δηλαδή αναφέρεται στην επιδεξιότητα που φανερώνεται σε αυτούς, μέσω τής αρμονικής περιφοράς, που αντί τού λόγου παρατηρείται από τους επιστήμονες.
Επειδή λέγοντας ότι "οι ουρανοί διηγούνται, και αναγγέλλει το στερέωμα", διορθώνει αυτούς που ακούνε παχύτερα τα λεγόμενα· και αποδέχονται ίσως και ήχο φωνής και έναρθρο λόγο τής "διηγήσεως εκ τών ουρανών", με αυτά που λέει. Επειδή "δεν υπάρχουν λαλιές, ούτε λόγοι, τών οποίων δεν ακούγονται οι φωνές τους", έτσι ώστε να δείξει ότι η παρατηρούμενη στην κτίση σοφία, είναι λόγος, αν και όχι έναρθρος.
Και πάλι όσον αφορά κάποιες λεπτομερείς φωνές που έγιναν από τον Θεό προς τον Μωυσή, που τού μίλησε κατά τη θαυματοποιία τών σημείων στην Αίγυπτο, ανώτερο είναι από την αντίληψη τών πολλών αυτό που φανέρωσε ο Ψαλμωδός λέγοντας: "Έθεσε σ' αυτούς τους λόγους τών σημείων Του και τών τεραστίων Του στη γη Χαμ". Επειδή με κάποιο λόγο προξενείται η δύναμη που οδηγεί σε ενέργεια, στο κάθε τι που γίνεται, σαφώς με αυτά τα λόγια ο Ψαλμωδός υπαινίχθηκε ότι ο λόγος δεν βρίσκεται στα λεγόμενα, αλλά στα σημεία δυνάμεως, που ονομάσθηκε με αυτό τον τρόπο.
Επομένως και εδώ η φωτιστική δύναμη προέτρεξε μεν και ξεχώρισε από τα όντα λόγω τής ταχύτητας και ευκίνητης φύσεώς της, ξεχωρίζοντας τον εαυτό της από αυτά που είχαν διαφορετική φύση, και όλο το περιβάλλον καταφωτίσθηκε από την ακτινοβόλα του δύναμη. Με ποιον λόγο όμως τα ενεργεί αυτά η ουσία τής φωτιάς, μόνο ο Θεός μπορεί να πει, ο Οποίος εναποθέτει τον φωτιστικό λόγο στη φύση· και αυτό το μαρτυράει και ο μεγάλος Μωυσής μέσω τής ίδιας γραφής, με όσα λέει ότι: "Και είπε ο Θεός: Να γίνει φως"· αυτό διδάσκει μέσω τών λεγομένων, όπως νομίζω, ότι το έργο τού φωτός είναι θείος λόγος, ξεπερνώντας κάθε ανθρώπινη έννοια.
Επειδή εμείς μεν βλέπουμε μόνο αυτό που γίνεται και δεχόμαστε το θαύμα με την αίσθηση. Από πού όμως η φωτιά τρεφόμενη συνολικά απογεννιέται; Αν από την πρόσκρουση κάποιων χαλικιών ξεπηδάει, από ποιους, ή από ποιά άλλη ύλη που τρίβεται με τον εαυτό της· και ποια η δύναμη που κατατρώει το μεν υλικό από το οποίο περνάει, τον δε αέρα καταυγάζει με τη φλόγα, ούτε να δούμε μπορούμε, ούτε να πάρουμε ιδέα γι' αυτό· αλλά μόνο στον Θεό απομένει να αποδώσουμε τον λόγο αυτής τής παράδοξης θαυματοποιίας, Αυτόν που δημιούργησε κατά τον άρρητο λόγο τής δυνάμεως να γεννηθεί από τη φωτιά το φως. Όπως ο Μωυσής μαρτύρησε στον ίδιο λόγο, ότι: "και είπε ο Θεός: Να γίνει φως, και έγινε φως· και είδε ο Θεός ότι το φως ήταν καλό".
Επειδή αληθινά μόνο στον Θεό ανήκει το να γνωρίζει πώς γίνεται το με τον τρόπο αυτό καλό· ενώ η φτώχεια τής δικής μας φύσεως, βλέπει το μεν γινόμενο, αλλά τον λόγο κατά τον οποίο γίνεται δεν έχει τη δυνατότητα ούτε να τον δει, ούτε να τον επαινέσει. Επειδή ο έπαινος ανήκει σε όσα γνωρίζονται και όχι σε όσα αγνοούνται.
"Είδε" λοιπόν, λέει, "ο Θεός το φως ότι ήταν καλό, και διαχώρισε ο Θεός ανάμεσα στο φως και ανάμεσα στο σκοτάδι". Πάλι ο Μωυσής ανάγει σε θεία ενέργεια αυτό που γίνεται, με αναγκαίο τρόπο, κατά την ακολουθία τής φύσεως με κάποια σειρά και αρμονία· διδάσκοντας, νομίζω, με αυτά που λέει, το ότι τα πάντα είχαν προκατανοηθεί από τη σοφία τού Θεού, όλα αυτά που ακολούθως με κάποια αναγκαία σειρά πραγματοποιήθηκαν. Επειδή όταν η φωτιστική ουσία που ήταν εγκατεσπαρμένη παντού, συνεργαζόμενη προς το συγγενικό, και όλη μαζεύτηκε γύρω από τον εαυτό της, κατ' ανάγκην αυτά που κάλυπταν την υπόλοιπη ύλη τών στοιχείων βρίσκονταν σε σκιά, και αυτή η σκιά ήταν σκότος.
Τούτο λοιπόν που έγινε στη συνέχεια, για να μη το ανάγει κάποιος σε κάποια αυτόματη σύμπτωση, λέει ο Μωυσής ότι είναι Θεού έργο, ο Οποίος εναπόθεσε τη δύναμη αυτή στα κατασκευασμένα· Αλλά βέβαια το ότι η φύση τής φωτιάς είναι έντονη και ανοδική και αεικίνητη, είναι φανερό σε όλους από τα φαινόμενα· εκείνο όμως που ο λόγος δι' αυτής της αρχής υποβάλλει να εννοήσουμε κατά συνέπεια, έχει καταγραφεί ιστορικά από τον Μωυσή υπό τύπον διηγήματος γράφθηκε μαζί το: "και έγινε εσπέρα, και έγινε πρωί".
Επειδή ποιος δεν γνωρίζει ότι, αφού η κτίση γίνεται με δύο τρόπους αντιληπτή, τον νοητό και τον αισθητό, όλη η φροντίδα του νομοθέτη είναι τώρα, όχι να εξηγήσει τα νοητά, αλλά να μάς υποδείξει μέσω αυτών που φαίνονται τη διακόσμηση των αισθητών;
Αμέσως λοιπόν μαζί με τη σύσταση του παντός, η φωτιά, αφού εκτοξεύθηκε από τα ετεροφυή στοιχεία σαν βέλος, με την ανηφορική και ελαφριά ιδιότητα της φυσικής κινήσεως, προηγήθηκε από τα πάντα· και, αφού διαπέρασε την αισθητή ουσία με ίσια κίνηση, δεν μπόρεσε να αναπτύξει σ' ευθεία γραμμή την κίνηση, επειδή η νοητή κτίση είναι ακοινώνητη απέναντι στην επιμιξία με τα αισθητά, όμως η φωτιά είναι αισθητή. Για το λόγο τούτο η φωτιά, όταν φθάσει στα ακραία όρια της κτίσεως, αναγκαστικά κάνει κυκλοειδή κίνηση, φέρεται προς μεν τα πάντα συνωθούμενη από την ενυπάρχουσα στη φύση δύναμη, αλλά δεν υπάρχει τόπος για την κατ' ευθείαν κίνηση· (διότι όλη η αισθητή κτίση περιέχεται μέσα στα όριά της)· διακινείται στο ακραίο πέρας της αισθητής φύσεως, όπου καταφέρνει να κινείται, αφού, καθώς προ ολίγου είπαμε, η νοητή φύση δεν αποδέχεται μέσα της τη διέλευση τής φωτιάς.
Γι' αυτό ο Μωυσής, ακολουθώντας με τη διάνοιά του την κίνηση τής φωτιάς, λέγει ότι το γενόμενο φως δεν παρέμεινε στα ίδια μέρη, αλλά περιοδεύοντας την παχύτερη υπόσταση των όντων, κατά την σφοδρότητα της κινήσεως δια της περιοδείας μεταφέρει διαδοχικά στα αφώτιστα το φέγγος και στα φωτισμένα το σκοτάδι. Ίσως μάλιστα κατά τα χρονικά διαστήματα που αυτή η διαδοχή του φωτός και του σκότους γίνεται στην κάτω περιοχή· πάλι ο Μωυσής αποδίδει στον Θεό την ονομασία ημέρας και νύκτας, μη επιτρέποντας να υποθέσουμε ότι κανένα από τα κατ' ακολουθίαν δημιουργήματα έλαβε αυτόματα ή από κάτι άλλο την αρχή.
Γι' αυτό λέει: «ο Θεός κάλεσε το φως ημέρα και το σκότος το κάλεσε νύχτα». Επειδή δηλαδή η φωτιστική δύναμη αδυνατεί εκ φύσεως να σταματήσει, όταν ο φωτισμός πέρασε το πάνω μέρος του κύκλου και η φορά ήταν προς το αποκάτω, κατ' ανάγκην με την υποχώρηση τής φωτιάς, αυτό που βρισκόταν από πάνω σκιάσθηκε, εφ' όσον, όπως είναι εύλογο, η παχύτερη φύση παρεμποδίζει την αυγή. Την υποχώρηση λοιπόν του φωτός ονόμασε εσπέρα. Και πάλι, όταν η φωτιά διέτρεξε τον υποκείμενο κύκλο, και επανέφερε την αυγή προς τα πάνω, ονόμασε πρωί αυτό που συνέβη, ονομάζοντας έτσι τη χαραυγή.
Ας επαναλάβουμε όμως σύντομα τον λόγο, ώστε και τα παρατεθέντα από τη θεία Γραφή να συνεργήσουν στη λογική σειρά της εξηγήσεως στην οποία συντελέσαμε. Επειδή πρώτα ο λόγος της κοσμογονίας είπε, ότι «στην αρχή έφτιαξε ο Θεός τον ουρανό και τη γη». Εμείς εκλάβαμε ότι τούτο σημαίνει ότι ο λόγος παριστάνει συνολικά την σύσταση τών όντων, δείχνοντας από το περιέχον και το περιεχόμενο· επειδή ανάμεσα στα άκρα οπωσδήποτε περιέχονται και τα μέσα. Άκρα δε ως προς την ανθρώπινη αίσθηση είναι ο ουρανός και η γη. Επειδή με αυτά ορίζεται από τις δυο μεριές η όραση των ανθρώπων. Όπως λοιπόν εκείνος που είπε ότι «στο χέρι του είναι τα πέρατα της γης» συμπεριέλαβε και τα μέσα, στην περιοχή των περάτων, έτσι και ο Μωυσής με τα λόγια περί των περάτων έδωσε ένδειξη για την υλική καταβολή όλου του κόσμου· και λέμε ότι προς την εκδοχή αυτή συνεργούν τα ενδιάμεσα λόγια.
Επειδή έχει γραφτεί ότι «η γη ήταν αόρατη και ακατασκεύαστη», ώστε από αυτό είναι φανερό ότι δυνάμει τα πάντα βρίσκονταν στην πρώτη ορμή του Θεού για την κτίση, σαν κατά κάποιο τρόπο να καταβλήθηκε κάποια σπερματική δύναμη για την γένεση του παντός, όμως ενεργά δεν υπήρχαν ακόμη το καθ' ένα απ' αυτά. Γιατί λέει: «η γη ήταν αόρατη και ακατασκεύαστη». Και αυτό είναι το ίδιο σαν να λέμε ότι η γη ήταν και δεν ήταν. Επειδή δεν είχαν ακόμη συνδράμει γύρω της οι ποιότητες. Και απόδειξη αυτής της απόψεως είναι ο λόγος που λέει ότι αυτή ήταν αόρατη. Γιατί το αόρατο δεν είναι χρώμα· κάτι τέτοιο γίνεται από απορροή τού σχήματος τής επιφανείας, και το σχήμα δεν υφίσταται χωρίς σώμα. Αν λοιπόν ήταν αόρατο, θα ήταν οπωσδήποτε και αχρωμάτιστο. Και τούτο γίνεται αντιληπτό μαζί με το ασχημάτιστο· μ' εκείνο το ασώματο. Επομένως κατά τη συνολική καταβολή του κόσμου, ανάμεσα στα όντα ήταν και η γη, όπως και όλα τα άλλα· ανέμενε όμως την κατασκευή μέσω τών ποιοτήτων. Και αυτό είναι που έγινε.
Επειδή λέγοντας το: "αυτή ήταν αόρατη", ο λόγος δείχνει ότι δεν διακρινόταν καμιά άλλη ποιότητα γύρω της. Και μέσω τού ότι την κατονόμασε: "ακατασκεύαστη", εννοείται ότι αυτή δεν είχε πυκνωθεί ακόμη με τις σωματικές ιδιότητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου