Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΩΣ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
Του Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Παναγιώτη Σκαλτσή
Τὸν τίτλο αὐτοῦ τοῦ κειμένου* τὸν λάβαμε ἀπὸ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος κάνει λόγο γιὰ τὴ θεία Λειτουργία ὡς τῆς εἰρήνης τὸ μυστήριο[1]. Τὸ κορυφαῖο αὐτὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο καὶ προσδιορίζει τὴν ταυτότητά της ὡς σῶμα Χριστοῦ[2], ἱστορικῆς ἐπὶ τὸ αὐτὸ[3] σύναξης καὶ κοινωνίας τῶν πιστῶν[4], ἀλλὰ καὶ λειτουργικοῦ τόπου πρόγευσης τῶν ἐσχάτων[5], ἀναδεικνύεται σὲ καθημερινὴ βάση[6] καὶ «εἰς τὸ διηνεκὲς»[7] ἐργαστήριο καταλλαγῆς, ἑνότητας, εἰρήνης καὶ συμφιλίωσης τόσο μὲ τὸ Θεό, ὅσο καὶ μεταξύ μας[8].
α) Ἡ εἰρήνη ὡς «κρίμα δίκαιον»[9], ἔργο δικαιοσύνης δηλαδή, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη[10], καρπὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο[11] καὶ ἡ τελειότητα τῶν εὐλογιῶν γιὰ τὴν εὐστάθεια τοῦ ἡγεμονικοῦ κατὰ τὸ Μέγα Βασίλειο[12], εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες πορεία τοῦ ἀνθρώπου στὸν κόσμο, τὴν ἀναφορά του πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὶς σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. «Εἰρήνη πολλὴ» σ᾽ ὅσους κατὰ τὸν ψαλμωδὸ ἀγαποῦν τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ[13], εἰρήνη ποὺ ξεχειλίζει σὰν ποτάμι κατὰ τὸν προφήτη Ἠσαΐα[14], δεδομένου ὅτι ὁ προφητικὸς ὁραματισμὸς τῆς θείας αὐτῆς δωρεᾶς[15] βρῆκε τὸ πλήρωμά του στὸ Χριστό, τὸν Κύριο τῆς εἰρήνης ὁ ὁποῖος μᾶς χαρίζει αυτὴ τὴν εὐλογία «διὰ παντὸς ἐν παντὶ τρόπῳ»[16].
Ὁ Χριστὸς ταυτίζεται μὲ τὴν εἰρήνη καὶ εἶναι ἡ εἰρήνη μας[17]. Γιὰ χάρη τῆς εἰρήνης, δηλαδὴ τῆς σωτηρίας τοῦ νέου ἐσχατολογικοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ[18], «κλίνας οὐρανοὺς ἐπὶ τὴν γῆν κατῆλθεν»[19] καὶ ὁ ὕμνος ὁ ἀγγελικὸς «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»[20] ποὺ ἀκούστηκε κατὰ τὴ γέννηση δείχνει «ὅτι τὴν εἰρήνην ἡμῖν κομίζων οὐρανόθεν ἦλθεν ἐφ᾽ ἡμᾶς»[21]. Ἡ παλαιὰ ἔχθρα, ἡ ἁμαρτία δηλαδὴ «ποὺ σὰν φραγμὸς κρατᾶ τὸν ἄνθρωπο μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό»[22], ἀλλὰ καὶ ὁ νόμος καταργήθηκαν διὰ τοῦ σταυροῦ. Δημιουργήθηκε ἔτσι ὁ νέος ἄνθρωπος, ὁ κατηλλαγμένος μὲ τὸ Θεό[23], ὁ συμφιλιωμένος μὲ τὸ συνάνθρωπο ἀφοῦ οἱ ἐγγὺς καὶ οἱ μακρὰν διὰ τῆς εἰρήνης τοῦ Χριστοῦ ἔγιναν ἕνα[24], ἀλλὰ καὶ ὁ εἰρηνικὸς μὲ τὸν ἑαυτό του ἄνθρωπος, διότι ὁ Χριστὸς «ἐσήκωσεν ἀπὸ τὸ μέσον τὰ αἴτια τῆς ταραχῆς, τὰ ὁποῖα ἦταν τὰ πάθη καὶ αἱ ἁμαρτίαι καὶ ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως»[25]. Ὄχι μόνο μὲ τὴ γέννηση, τὸ σταυρὸ καὶ τὸ θάνατό Του ὁ Χριστὸς μᾶς φανέρωσε τὴν «ὑπερέχουσαν πάντα νοῦν»[26] εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασή Του μὲ τὸ «εἰρήνη ὑμῖν»[27] χαιρέτισε τοὺς μαθητές Του. Ὁλοκληρώνοντας δὲ «τὴν σωτήριον οἰκονομίαν, τὴν εἰρήνην ἀντὶ κληρονομίας τοῖς οἰκείοις ἀφῆκε, λέγων πρὸς αὐτοὺς “Εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν ἀφίημι ὑμῖν”»[28].
Στὸ Χριστὸ λοιπόν, τὸν ἄρχοντα τῆς εἰρήνης[29] καὶ ἀληθινὸ εἰρηνοποιό[30], ἀνακαλύπτουμε τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς εἰρήνης, ὡς ζωὴ καὶ σωτηρία, ὡς θεία δύναμη[31] καὶ ἐνέργεια ποὺ ἑνώνει τὰ πάντα «σὲ μία ἀσύγχυτη συνοχὴ καὶ πραγματοποιεῖ τὴν κοσμικὴ ἑνότητα ὡς μία ὁμόνοια καὶ συμβίωση»[32]. «Μίαν οὖν τινα καὶ ἁπλῆν τῆς εἰρηνικῆς ἑνώσεως θεωρήσωμεν φύσιν –σύμφωνα μὲ τὰ κείμενα Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου– ἑνοῦσαν ἅπαντα ἑαυτῇ καὶ ἑαυτοῖς καὶ ἀλλήλοις, καὶ διασώζουσαν πάντα ἐν ἀσυγχύτῳ πάντων συνοχῇ καὶ ἀμιγῆ καὶ συγκεκραμένα»[33].
β) Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν θείαν, ἑνωτικὴν καὶ ἀρχισυνάγωγον εἰρήνην μᾶς καλεῖ ὁ ἀρεοπαγιτικὸς λόγος νὰ ἀνεφημήσουμε «ὕμνοις εἰρηναίοις»[34], δίδοντας ἔτσι τὸ στίγμα τῆς λειτουργικῆς σημασίας καὶ σπουδαιότητας αὐτῆς τῆς ἀρετῆς. Ἡ εἰρήνη λειτουργεῖται καὶ ὑμνολογεῖται μὲ νηφάλιο τρόπο καὶ νοῦ γαληνεμένο, ἀπαλλαγμένο ἀπὸ ἐμπαθεῖς λογισμοὺς καὶ ἐμπειρίες ποὺ ταράσσουν τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς[35]. Ἡ θεία Λειτουργία ἰδιαίτερα, «τὸ οἰκονομηθὲν ἡμῖν τοῦτο πρὸς σωτηρίαν μυστήριον»[36], ἡ μυσταγωγία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου[37], ἡ ἀνακεφαλαίωση ὅλου τοῦ μυστηρίου τῆς ἐν Χριστῷ οἰκονομίας[38], ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος παραπέμπει στὴν εἰρήνη σὲ ὅλες της μάλιστα τὶς διαστάσεις. Ἀναδεικνύει τὴν εἰρήνη ὡς πνευματικὴ ἐμπειρία[39] καὶ χάρη[40], ὡς «ὀντoλογικό, δηλαδή, ἔργο καὶ δώρημα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο»[41].
«Ὅταν εἰσέλθει ὁ τῆς ἐκκλησίας προεστώς –γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος– εὐθέως λέγει, εἰρήνη πᾶσι·× ὅταν ὁμιλεῖ, εἰρήνη πᾶσι· ὅταν εὐλογεῖ, εἰρήνη πᾶσι· ὅταν ἀσπάζεται, κελεύει, εἰρήνη πᾶσι· ὅταν ἡ θυσία τελεσθεῖ, εἰρήνη πᾶσι καὶ μεταξὺ πάλιν χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη»[42]. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ τὸν ἀναστάσιμο χαιρετισμὸ τοῦ Κυρίου μὲ τὸν ὁποῖον «στὴν εἰρήνη λαμβάνει τὴν πλήρη καὶ σαφῆ σημασία της, καθὼς ἔρχεται ὡς ἐπιστέγασμα τῆς διδασκαλίας καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Θεανθρώπου»[43]. Ἦταν ἄλλωστε ἔθιμο μὲ τὴν εἴσοδο σὲ μία οἰκία νὰ ἀπευθύνουν τὸ χαιρετισμὸ τῆς εἰρήνης. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος προέτρεπε τοὺς μαθητές Του νὰ τηροῦν αὐτὴ τὴν παράδοση× «εἰσερχόμενοι γάρ φησιν εἰς τὰς οἰκίας λέγετε εἰρήνη ὑμῖν»[44]. Πολὺ περισσότερο αὐτὸ πρέπει νὰ ἰσχύει ὅταν εἰσερχόμαστε στὴν ἐκκλησία, τὴν κοινή μας οἰκία[45], ὅπου κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ βρίσκουμε «ἄσυλον εἰρήνης ἀνάκτορον, τὴν ἐν πνεύματι φυσικὴν θεωρίαν, τὴν ἄμαχον καὶ πάσης ἐλευθέραν ταραχῆς»[46].
γ) Πιὸ συγκεκριμένα, μετὰ τὴν ἐναρκτήρια δοξολογικὴ ἐκφώνηση «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…», μὲ τὴν ὁποίαν ὁ ἱερέας προσκαλεῖ τὴν Ἁγία Τριάδα νὰ εἶναι παρούσα στὸ μυστήριο[47] προδιαγράφοντας ἔτσι ἀπ᾽ ἀρχῆς τὸν ἐσχατολογικὸ χαρακτήρα τῆς Εὐχαριστιακῆς σύναξης, καλοῦνται οἱ πιστοὶ νὰ προσευχηθοῦν μὲ εἰρήνη· «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Ὑποδεικνύεται ὁ τρόπος τῆς προσευχῆς, χωρὶς στοιχεῖα βαττολογίας, ἐπίδειξης καὶ ἐσωτερικῆς ταραχῆς. Ἔτσι μᾶς δίδαξε ὁ Χριστὸς γράφει ὁ Γερμανὸς Κωνσταντινουπόλεως× «μετὰ δὲ ἠρέμου νοὸς τὰς εὐχὰς ἡμῶν ἀποδῶμεν»[48]. Ἐὰν στὴ διάνοιά μας δὲν ἡσυχάζουν ὅλοι οἱ λογισμοὶ «εἰρήνη οὐκ ἔσται» τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος[49]. Ὁ ἱερὸς Καβάσιλας σχολιάζοντας τὸ «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν» μιλᾶ γιὰ τὸ καθαρὸ συνειδὸς τοῦ ἀνθρώπου, τὸ εὐχαριστιακὸ καὶ ἀσκητικὸ ἦθος ποὺ χαρακτηρίζει τὸν με εἰρήνη προσευχόμενο ἄνθρωπο[50].
Στὰ ἑπόμενα Εἰρηνικὰ[51] διαμορφώνεται ἀκόμη περισσότερο τὸ κλίμα τῆς εἰρήνης, ὡς «ἀνενόχλητης εὐφροσύνης» κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο[52], που διέπει τὴ Λειτουργία[53]. Τὸ δεύτερο κατὰ σειρὰν αἴτημα ἀφορᾶ τὴν «ἄνωθεν εἰρήνη» καὶ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας. Ἡ «ἄνωθεν εἰρήνη» ἀναφέρεται σ᾽ ἀντίθεση μὲ τὴν τραγικότητα τοῦ πολέμου[54]. «Ἄνω γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡ ἀληθής –γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος–. Ἐπεὶ ὅσον γε τῇ σαρκὶ συνδεδέμεθα χρόνον, πολλοῖς καὶ τοῖς ἐκταράσσουσιν ἡμᾶς συνεζεύγμεθα»[55]. Ὅσο δηλαδὴ δενόμαστε μὲ τὸ ἐφήμερο, τόσο ἐπηρεαζόμαστε καὶ ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ μᾶς ταράσσουν. Αὐτὸς ὁ κόσμος δὲν εἶναι πρόσφορος γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς εἰρήνης. Ἀρχίζουμε ἁπλῶς ἀπὸ ἐδῶ γιὰ νὰ βροῦμε τὴν πληρότητά της στὰ ἔσχατα[56]. «Ζήτησον οὖν εἰρήνην, λύσιν τῶν τοῦ κόσμου τούτου θορύβων× κτῆσαι γαληνιῶντα νοῦν, ἀκύμονά τινα καὶ ἀτάραχον κατάστασιν τῆς ψυχῆς… Ὁ ζητῶν εἰρήνην, Χριστὸν ἐκζητεῖ, ὅτι αὐτός ἐστιν ἡ εἰρήνη»[57].
Ἀνάλογες θέσεις γιὰ τὴν «ἄνωθεν εἰρήνη» διατυπώνει καὶ ὁ Καβάσιλας στὸ ἑρμηνευτικὸ γιὰ τὴ θεία Λειτουργία ὑπόμνημά του. Ἡ προτεραιότητα στὴν προκειμένη περίπτωση δίδεται στὴν ἐκζήτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δικαιοσύνης του κατὰ τὸ «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ»[58]. Πράγματι «τὴν μὲν γὰρ βασιλείαν ἡ τῶν ψυχῶν σωτηρία, ἡ δὲ ἄνωθεν εἰρήνη τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην σημαίνει»[59]. Ὅπως δὲ ἡ δικαιοσύνη δηλώνει τὸ σύνολο τῶν ἀρετῶν, ἔτσι καὶ ἡ εἰρήνη «ἐστὶν ἁπασῶν ἀρετῶν ὁμοῦ καὶ φιλοσοφίας ἁπάσης καρπός»[60]. Τὸ ὄφελος αὐτῆς τῆς εἰρήνης, τῆς ἀπὸ τὸ Θεὸ προερχομένης, εἶναι πολὺ μεγάλο, καθ᾽ ὅσον ἀπὸ αὐτὴν ἐπηρεάζεται καὶ ἡ «πρὸς ἀλλήλους» εἰρήνη, ἀλλὰ καὶ ἡ «πρὸς ἡμᾶς αὐτούς». Ὁ θορυβούμενος δὲ νοῦς, ὁ γεμάτος ὀργή, μνησικακία, ψεῦδος, ἀφροσύνη καὶ ἀδικία «Θεῷ συνελθεῖν παντελῶς ἀδύνατον, πρῶτον μὲν δι᾽ αὐτὴν τὴν φύσιν τοῦ θορύβου. Καθάπερ γὰρ ἡ εἰρήνη τοὺς πολλοὺς ἕνα δείκνυσι, οὕτως ὁ θόρυβος τὸν ἕνα πολλὰ ποιεῖ»[61].
Τὸ τρίτο περὶ εἰρήνης αἴτημα ἀφορᾶ τὴν πρὸς ἀλλήλους εἰρήνευση καὶ ἀγάπη, τὴν εἰρήνη τοῦ σύμπαντος κόσμου, τὴν εὐστάθεια τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ἔνωση τῶν πάντων. Καλεῖται δηλαδὴ ὁ κάθε λειτουργημένος ἄνθρωπος νὰ βιώνει τὴν εἰρήνη ὡς τὴν δύναμη ἐκείνη ποὺ μπορεῖ νὰ μεταμορφώνει τὸν κόσμο ὁλόκληρο, νὰ ὑπερβαίνει τὰ ἐμπόδια ἐκεῖνα ποὺ δημιουργοῦν σχίσματα καὶ αἱρέσεις στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, νὰ κάνει πράξη τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου «ἵνα πάντες ἓν ὦσι»[62]. Εἴμαστε εἰρηνικοὶ «πρὸς ἀλλήλους –γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς– ἀνεχόμενοι ἀλλήλων καὶ χαριζόμενοι, εἴ τις πρός τινα ἔχει μομφήν, ὡς καὶ ὁ Χριστὸς ἐχαρίσατο ὑμῖν, καὶ τὸν πρὸς ἀλλήλους ἔλεον ἐκ τῆς πρὸς ἀλλήλους ἀγάπης ἐπιδεικνύμενοι καθάπερ καὶ ὁ Χριστὸς ἐκ μόνης τῆς πρὸς ἡμᾶς ἀγάπης ἠλέησε καὶ μέχρις ἡμῶν κατῆλθεν ὑπὲρ ἡμῶν»[63]. Σὲ οἰκουμενικὸ δὲ ἐπίπεδο, στὰ ὅρια τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἡ εἰρήνη εἶναι ἀναγκαία. Ὁ Χριστὸς ἄλλωστε εἶναι ὁ κοινὸς Δεσπότης ὅλων καὶ προνοεῖ γιὰ ὅλους[64]. Ὁ ἤρεμος δὲ καὶ ἡσύχιος βίος τῶν ἀνθρώπων, «ἐν πάσῃ –μάλιστα– εὐλαβείᾳ καὶ σεμνότητι»[65] ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν οἰκουμενικὴ καὶ παγκόσμια εἰρήνη.
Τρανὴ ἀπόδειξη ὅτι δὲν προσευχόμαστε στὴ Λειτουργία μόνο γιὰ ὅσα ἀφοροῦν τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσα ἀγαθὰ σχετίζονται μὲ τὸ σῶμα μας, εἶναι καὶ τὸ αἴτημα γιὰ τοὺς εἰρηνικοὺς καιρούς[66]. Ἡ ἰσορροπία στὴ φύση, ἡ γαλήνη τῶν καιρικῶν φαινομένων, ἡ φυσιολογικὴ ἐναλλαγὴ τῶν ἐποχῶν, ἡ ἀπαραίτητη βροχὴ καὶ ἡ κατάλληλη θερμοκρασία, εἶναι βασικὲς προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ ἀνθρώπου[67]. Ἰδιαίτερα μάλιστα στὶς μέρες μας ποὺ ἡ ἀνησυχία γύρω ἀπὸ τὰ οἰκολογικὰ θέματα εἶναι αὐξημένη, ἡ θεολογικὴ δὲ σκέψη δείχνει γι᾽ αὐτὰ ξεχωριστὸ ἐνδιαφέρον, γιατὶ ἀκριβῶς οἱ τραγικὲς συνέπειες κάθε οἰκολογικῆς κρίσης ἔχουν τὸ θλιβερὸ ἀντίκτυπό τους στὴν παγκόσμια εἰρήνη καὶ τὸν ἄνθρωπο[68].
δ) Μετὰ τὰ Εἰρηνικὰ λόγος γιὰ τὴν εἰρήνη γίνεται πρὶν και μετὰ τὰ βιβλικὰ ἀναγνώσματα. Μετὰ τὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ὁ ἱερέας εἰρηνεύει τὸν ἀναγνώστη μὲ τὸ «Εἰρήνη σοι». Τὸ ἴδιο καὶ μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ἀπὸ τὸ Διάκονο, «Εἰρήνη σοι». Οἱ ἀναφωνήσεις αὐτὲς πρὸς τὴν εἰρήνη, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, φανερώνουν τὶς θεϊκὲς εὐαρεστήσεις ποὺ μεταφέρουν οἱ ἅγιοι ἄγγελοι. Πρόκειται γιὰ ἀμοιβὴ γι᾽ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίσθηκαν νὰ καθαρισθοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ ζήσουν ἐνάρετα. Ἡ εἰρήνη εἶναι ἐκ Θεοῦ σημάδι τοῦ τέλους τῶν μαχῶν ἐνάντια στὶς σκοτεινὲς δυνάμεις καὶ ἔνδειξη ἀρχῆς νέων ἀγώνων «πρὸς γεωργίαν πνευματικήν, εἴτουν ἀρετῶν ἐργασίαν»[69]. Ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης θεωρεῖ ὅτι ἡ εἰρηναία αὐτὴ εὐλογία «ἰδιόν ἐστι τοῦ Χριστοῦ καὶ κληρονομία ἡμῖν ὑπ᾽ αὐτοῦ καταληφθεῖσα»[70].
Τὸ «εἰρήνη πᾶσι» δὲ ποὺ προηγεῖται τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος κατὰ τὸν ἑρμηνευτὴ τῆς θείας Λειτουργίας Θεόδωρο Ἀνδίδων σημαίνει ὅτι «ὁ Χριστὸς ὁ τῆς εἰρήνης Πατὴρ εἰς ἑνότητα ἤγαγε καὶ τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ ἐπουράνια»[71]. Τὸ «καὶ τῷ πνεύματί σου» ποὺ ἀκολουθεῖ ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ ἀναφέρεται κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο στὴν ἱερατικὴ ποιότητα τοῦ λειτουργοῦντος, ἡ ὁποία βεβαίως συνδέεται μὲ τὴ βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ παναγίου Πνεύματος[72]. Ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης κάνει λόγο γιὰ τὴν ἀδιαίρετον ἕνωση καὶ τὸ δεσμὸ τῆς ἀγάπης ποὺ διὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ ἁγίου Πνεύματος δημιουργεῖται μεταξὺ τῶν πιστῶν[73].
Στὴ Μεγάλη Εἴσοδο καὶ στὴν μεταφορὰ τῶν τιμίων δώρων[74], ὁπότε καὶ εἰσπορεύεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης Χριστὸς «πολλὴν εἶναι δεῖ τὴν γαλήνην, πολλὴν τὴν ἡσυχίαν, βaθεῖαν τῶν λογισμῶν τὴν εἰρήνην»[75]. Ἐν συνεχείᾳ στὰ πληρωτικὰ μεταξὺ τῶν ἄλλων γίνεται λόγος καὶ γιὰ τὸν «ἄγγελον εἰρήνης». Ἡ αἴτηση αὐτή, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες τῶν πληρωτικῶν προέρχονται ἀπὸ τὴν τάξη τῆς ἀπόλυσης παλαιότερα τῶν κατηχουμένων στοὺς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία εὐχόταν εἰρηνικὴν τὴν ἡμέρα καὶ φύλακα ἄγγελο ὡς ὁδηγὸ στὴν πορεία των[76]. «Εἰ τοίνυν ἀγγέλους ἔχωμεν, νήφωμεν× καθάπερ παιδαγωγῶν τινῶν ἡμῖν παρόντων× –σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος– πάρεστι γὰρ καὶ δαίμων× διὰ τοῦτo εὐχόμεθα καὶ λέγομεν, αἰτοῦντες τὸν ἄγγελον τῆς εἰρήνης»[77].
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σχολιάζοντας τὰ παραπάνω καὶ ἀπευθυνόμενος προφανῶς σ᾽ ὅσους καὶ στὴν ἐποχή του συνήθιζαν νὰ φεύγουν μετὰ τὸ Εὐαγγέλιο ἤ μετὰ τὴν Μεγάλη Εἴσοδο[78], ὡς ἀνάξιοι δῆθεν νὰ μεταλάβουν, σημειώνει× «Ἐσὺ δὲ πῶς κάμνεις ταραχήν, καὶ μὲ αὐτὴν διώκεις μὲν τὸν ἄγγελον τῆς εἰρήνης, προσκαλεῖς δὲ τὸν ταραχοποιὸν δαίμονα;»[79]. Σήμερα βεβαίως τὸ ὡς ἄνω αἴτημα ἀφορᾶ ὅλους τοὺς πιστούς[80], γι᾽ αὐτὸ καὶ σὲ νεώτερα περὶ τὴν θεία Λειτουργία ἑρμηνευτικὰ σχόλια τὸ ἐν λόγῳ αἴτημα σχετίζεται μὲ τὴν ἀνάγκη ἡ κάθε μέρα μας νὰ διέρχεται εἰρηνικὰ καὶ ὁ φύλακας ἄγγελος ποὺ μᾶς συνοδεύει ἀπὸ τὴν ὥρα τῆς βάπτισής μας[81], νὰ εἶναι ἄγγελος εἰρήνης[82].
ε) Ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα σημεῖα τῆς θείας Λειτουργίας μὲ ἱστορικὴ ἀναφορὰ σὲ Καινοδιαθηκικὰ λειτουργικὰ πρότυπα καὶ ἰδιαίτερο ἐσχατολογικὸ περιεχόμενο, εἶναι ὁ πρὸ τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ἀσπασμὸς τῆς εἰρήνης, τὸ φίλημα τῆς κοινωνίας καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος× «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν». Τὸ παράγγελμα αὐτὸ ἀποτελεῖ λειτουργικὴ ἐπανάληψη τῆς φράσης τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἁγίῳ»[83] καὶ στηρίζεται στὸ λόγο τοῦ Κυρίου× «ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρον σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρον σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου»[84].
Εἶναι ἀποστολικὴ ἐντολὴ ὁ ἀσπασμὸς τῆς εἰρήνης, διότι ἡ συμμετοχὴ στὴν Εὐχαριστία προϋποθέτει τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους ἀγάπη[85]. Στὴ βάση αὐτὴ ἀπ᾽ ἀρχῆς σὲ ὅλους τοὺς λειτουργικοὺς τύπους ὁ ἀσπασμὸς κατέστη δομικὸ στοιχεῖο τῆς θείας Λειτουργίας[86], ἀπὸ τοὺς ὑπομνηματιστὲς δέ, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, δόθηκαν οἱ ἀνάλογοι συμβολισμοί. Μνημονεύουμε ἰδιαίτερα τὴν ἀρχαϊκὴ Λειτουργία τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν (τέλη 4ου αἰ.), ὅπου πρὶν τὴν Ἀναφορὰ καὶ τὴν προσφορὰ τῶν δώρων, μὴ ὑπάρχοντος τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὁ Διάκονος λέγει στὸ λαό× «Μή τις κατά τινος, μή τις ἐν ὑποκρίσει. Εἶτα καὶ ἀσπαζέσθωσαν ἀλλήλους οἱ ἄνδρες καὶ ἀλλήλας αἱ γυναῖκες τὸ ἐν Κυρίῳ φίλημα, ἀλλὰ μή τις δολίως, ὡς ὁ Ἰούδας τὸν Κύριον φιλήματι παρέδωκεν»[87].
Ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ ἑρμήνευσαν τὴν «ἀρχαιότατη» –κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη– συνήθεια τοῦ ἀσπασμοῦ ἐν τῇ Λειτουργίᾳ»[88] εἶναι ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων στὴν Ε´ Μυσταγωγική του Κατήχηση, ὅπου θεολογεῖ ἐπὶ τῆς Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰακώβου. «Τὸ φίλημα τοῦτo –σημειώνει– ἀνακίρνησι τὰς ψυχὰς ἀλλήλαις, καὶ πᾶσαν ἀμνησικακίαν αὐταῖς μνηστεύεται. Σημεῖον τοίνυν ἐστὶ τὸ φίλημα τοῦ ἀνακραθῆναι τὰς ψυχὰς καὶ πᾶσαν ἐξορίζειν μνησικακίαν… Τὸ φίλημα διαλλαγή ἐστι, καὶ διὰ τοῦτο ἅγιον»[89]. Κατὰ τὸ Γερμανὸ Κωνσταντινουπόλεως τὸ «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους δηλοῖ καὶ τὴν πρὸς πάντας ἀγάπην, καὶ εἰς ἑαυτοὺς ἀλλήλους, καὶ τὴν τοῦ Θεοῦ γενησομένην ὁμόνοιαν, καὶ τὴν τῶν αἰσθήσεων πάροδον, καὶ τὴν τῶν νοητῶν φανέρωσιν, καὶ τὴν τοῦ ἁγίου συμβόλου τῆς πίστεως, καὶ τὴν καινὴν τοῦ θείου μυστηρίου διαδοχήν»[90].
Ἀνάλογες ἑρμηνεῖες δίνουν καὶ οἱ Θεόδωρος Ἀνδίδων[91] καὶ Συμεὼν Θεσσαλονίκης[92]. Ἀφήσαμε τελευταῖο τὸ σχολιασμὸ ποὺ κάνει στὸ θέμα αὐτὸ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὀμολογητής, ὁ ὁποῖος δίδει, ὅπως ἄλλωστε συνηθίζει σὲ ὅλα τὰ τελούμενα στὴ Λειτουργία, ἐσχατολογικὴ διάσταση. Ὁ πνευματικὸς ἀσπασμὸς προτυπώνει καὶ προδιαγράφει «τὴν ἐσομένην πάντων πρὸς ἀλλήλους ἐν τῷ καιρῷ τῆς τῶν μελλόντων ἀῤῥήτων ἀγαθῶν ἀποκαλύψεως, κατὰ πίστιν τε καὶ ἀγάπην, ὁμόνοιάν τε καὶ ὁμογνωμοσύνην, καὶ ταυτότητα λογικήν, δι᾽ ἥν τὴν πρὸς τὸν Λόγον καὶ Θεὸν οἰκείωσιν οἱ ἄξιοι δέχονται»[93].
στ) Λίγο πρὶν τὴν ἁγία Ἀναφορά, τὸ πρωτογενὲς αὐτὸ κομμάτι τῆς θείας Λειτουργίας ὅπου κορυφώνεται ἡ ἀναίμακτος καὶ πραγματικὴ τοῦ Κυρίου θυσία μὲ τὸν καθαγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων[94], ὁ Διάκονος ἐκφωνεῖ τὸ «πρόσχωμεν τὴν ἁγίαν ἀναφορὰν ἐν Εἰρήνῃ προσφέρειν» καὶ ὁ λαὸς ἀπαντᾶ «Ἔλεον εἰρήνης, θυσίαν αἰνέσεως». Τὸ διακονικὸ παράγγελμα παραπέμπει στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ περὶ καταλλαγῆς καὶ συμφιλίωσης πρὶν τὴ θεία κοινωνία. Σχολιάζοντας τὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει «μηδεὶς τῶν ἐχόντων ἐχθρὸν προσίτω τῇ ἱερᾷ τραπέζῃ καὶ δεχέσθω τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου× μηδεὶς προσιὼν ἐχθρὸν ἐχέτω. Ἔχθραν ἔχεις; μὴ προσέλθῃς× βούλει προσελθεῖν; Καταλλάγηθι, καὶ τότε προσελθὼν ἄψαι τοῦ ἱεροῦ»[95]. Ἡ ἀπάντηση τοῦ λαοῦ «Ἔλεον εἰρήνης…» μὲ διάφορες παραλλαγὲς στὶς Λειτουργίες, ἑρμηνεύεται ποικιλοτρόπως ἀπὸ τοὺς ὑπομνηματιστές[96]. Τὴν πλέον θεολογικὴ ἑρμηνεία δίδει ὁ ἱερὸς Καβάσιλας σημειώνοντας ὅτι «προσφέρομεν οὐ μόνον μετ᾽ εἰρήνης ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν εἰρήνην ἀντὶ δώρου καὶ θυσίας ἑτέρας»[97].
Ἡ «εἰρηνευτικὴ Λειτουργία», «αὐτὸ τὸ πανηγύρι τῆς συμφιλιώσεως», ὅπως εὔστοχα ἔχει χαρακτηρισθεῖ[98], δὲν τελειώνει ἐδῶ. Μετὰ τὴ θεία κοινωνία καὶ τὶς εὐχὲς τῆς εὐχαριστίας ὁ ἱερέας ἐκφωνεῖ τὸ «Ἐν εἰρήνῃ προέλθωμεν»[99]. Ὅπως ἀκριβῶς εἰσήλθαμε στὸ Ναὸ μὲ εἰρήνη γιὰ τὴ θεία Λειτουργία, ἔτσι τώρα φεύγουμε ἀπὸ τὸ Ναό, γιὰ νὰ συνεχίσουμε τὴ Λειτουργία τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης στὴν κοινωνία καὶ τὸν κόσμο. «Θὰ ἦταν σχιζοφρενικὸ μέσα στὸ Ναὸ νὰ δεόμαστε: ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου καὶ να μην ἀγωνιζόμαστε ἔξω ἀπὸ αὐτὸν γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης, τὴν ἀκεραιότητα τῆς κτιστῆς δημιουργίας»[100]. Ὅσο ὅμως «ταραττόμεθα ἀπὸ τὰ πάθη –γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης– ἐν ὅσῳ ἐλεγχόμεθα ἀπὸ τὴν συνείδησίν μας, καὶ ἐν ὅσῳ δὲν ἔχωμεν ἔσω εἰς τὴν καρδίαν μας εἰρήνην καὶ φιλίαν μὲ τὸν Θεόν, ὅλες οἱ εἰρῆνες τοῦ κόσμου εἶναι μάχες καὶ πόλεμοι»[101].
Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ εἶναι εὔστοχος ὁ λόγος τοῦ Ἐλύτη ὅτι «ἡ εἰρήνη θέλει δύναμη νὰ τὴν ἀντέξεις»[102]. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ δύναμη τὴν ἀντλοῦμὲ ἀπὸ τη θεία Λειτουργία, τὸ μυστήριο τῆς καταλλαγῆς καὶ τῆς ἀνάκρασης τῶν ψυχῶν μας. Τὸ πνευματικὸ ἐργαστήριο ὅπου μαθαίνουμε νὰ λειτουργοῦμε ὡς ἄνθρωποι προσανατολίζοντας τὴ ζωή μας καὶ τὸν κόσμο στὸ φῶς τῆς ἐν Χριστῷ εἰρήνης καὶ στὴν προοπτικὴ τῆς Εὐχαριστιακῆς-ἐσχατολογικῆς ἐλπίδας. Στὸ φῶς τῆς «καινῆς κτίσης»[103] καὶ τῆς «ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν»[104].
* Εἰσήγηση στὴν ἡμερίδα ποὺ ἔγινε στὴν Ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκαδημία Ἠρακλείου Κρήτης, 12-13 Νοεμβρίου 2012, μὲ γενικὸ θέμα: «Ἡ εἰρήνη καὶ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ὡς πρότυπο ζωῆς στὴ σύγχρονη κοινωνία».
[1]. Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστήν, 50, PG 58, 508.
[2]. Α´ Κορ. 10, 17: «Ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοὶ ἐσμέν× οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν», Βλ. καὶ Γ. Φιλια, «Στὶς πηγὲς τῆς εὐχαριστιακῆς ἑνότητας κλήρου καὶ λαοῦ», ἐν Σύναξη 50 (Ἀπρ. – Ἰούν. 1994) 101-107.
[3]. A´ Κορ. 11, 20.
[4]. Α´ Κορ. 11, 18: «Συνερχομένων ἡμῶν ἐν ἐκκλησίᾳ». Πρβλ. Διονυσιου Αρεοπαγιτου, Περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, 3, 1, PG 3, 425 Β. Βλ. καὶ Α. Σμεμαν, Εὐχαριστία, μτφρ. ἀπὸ τὰ Ρωσικά: Ἀνδρέας καὶ Μαρίκα Χελιώτη, ἐκδ. «Ἀκρίτας», Ἀθήνα 1987, σσ. 13-29.
[5]. Μάρκ. 14, 25: «Ἀμὴν λέγω ἡμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ πίω ἐκ τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ». Πρβλ. Ματθ. 26, 29× Λουκ. 22, 18. Π. Βασιλειαδη, Ἐπίκαιρα Ἁγιογραφικὰ Θέματα. Ἁγία Γραφὴ καὶ Εὐχαριστία [Βιβλικὴ Βιβλιοθήκη 15], ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 13-28. Ιωαννου (Μητρ. Περγάμου), Εὐχαριστίας Ἐξεμπλάριον, ἐκδ. «Εὐεργέτις», Μέγαρα 2006, σσ. 131-222, Α. Σμεμαν, Eὐχαριστία. Τὸ Μυστήριο τῆς Βασιλείας, μτφρ. ἀπὸ τὰ Ἀγγλικά: Ἰωσὴφ Ροηλίδης, ἐκδ. «Ἀκρίτας», Ἀθήνα2 2000, σσ. 41-70.
[6]. Πράξ. 2, 46. Θεοδωρου Στουδιτου, Ἔργα 2, Μικρὰ Κατήχησις (ἐπιμελείᾳ Νικοδήμου Σκρέττα), Κατήχησις ΝΘ΄, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1984, σ. 159: «Οὐχὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν τοῦ ἀχράντου αὐτοῦ σώματος καὶ αἵματος μεταλαμβάνομεν;». Γιὰ τὴ σχετικὴ μὲ τὴν περὶ συνεχοῦς μεταλήψεως παράδοση τῆς Ἐκκλησίας βλ. Ν. Σκρεττα (Ἀρχιμ), Ἡ θεία Εὐχαριστία καὶ τὰ προνόμια τῆς Κυριακῆς κατὰ τὴ διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων [Σειρά: Κανονικὰ καὶ Λειτουργικὰ 7], ἐκδ. «Μυγδονία», Θεσσαλονίκη 2008.
[7]. Ἑβρ. 10, 12.
[8]. Α.Μ. Σταυροπουλου, «Εἰρήνη, ἡ ἑτέρα ὄψη τῆς βίας. Ἡ θεία Λειτουργία ὡς πλαίσιο ὑπερνικήσεως ἀρνητικῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, καταλλαγῆς καὶ εἰρηνεύσεως», ἐν Ἐκκλησία, Δεκέμβριος 2006, ἀριθμ. 11, σσ. 895-901.
[9]. Ζαχ. 7,9.
[10]. Ἠσ. 32, 17: «Καὶ ἔσται τὰ ἔργα τῆς δικαιοσύνης εἰρήνη». Πρβλ. Ἰακ. 3, 18: «Καρπὸς δὲ δικαιοσύνης ἐν εἰρήνῃ σπείρεται τοῖς ποιοῦσιν εἰρήνη».
[11]. Γαλ. 5, 22.
[12]. Ὁμιλία εἰς τὸν ΚΗ΄ Ψαλμόν, PG 29, 305Α: «Ἔοικε δὲ ἡ τελειοτάτη τῶν εὐλογιῶν εἶναι ἡ εἰρήνη, εὐστάθειά τις οὖσα τοῦ ἡγεμονικοῦ».
[13]. Ψαλμ. 118, 165.
[14]. Ἠσ. 48, 18: «Εἰ ἤκουσας τῶν ἐντολῶν μου, ἐγένετο ἂν ὡσεὶ ποταμὸς ἡ εἰρήνη σου».
[15]. Γιὰ τὸ νόημα τῆς εἰρήνης στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὸ περιεχόμενό της ὡς μεσσιακῆς εὐλογίας βλ. Σ. Ε. Καλαντζακη, Οἱ θεολογικὲς διαστάσεις τῆς εἰρήνης στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, Ἀνάτυπο ἀπὸ Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, τόμ. 29, Θεσσαλονίκη 1987, σσ. 105-196.
[16]. Β΄ Θεσ. 3, 16.
[17]. Ἐφ. 2, 17: «Αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν». Αγιου Νεκταριου Πενταπολεως, Τὸ γνῶθι σαὐτόν. Κείμενα Αὐτογνωσίας, ἐκδ. «Ἄθως», Ἀθήνα 2011, σ. 368: «Ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ εἶναι σίγουρη, ἀμετακίνητη, πάγια, μόνιμη, ἀθάνατη καὶ τέλος δὲν ἔχει. Ἐπειδὴ δὲ εἶναι δῶρο ὑπερκόσμιο, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει ὅριο στὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ· διότι ἂν ἦταν ἀπὸ τὸν κόσμο, θὰ ὑπῆρχε σ’ αὐτὸν ἀπὸ κατασκευῆς κόσμου. Τώρα ὅμως, αὐτὸς ποὺ δέχθηκε τὴν ἄνωθεν εἰρήνη καὶ τὴ διαφύλαξε, θὰ συμβιώνει μ’ αὐτὴν αἰώνια».
[18]. Ι. Δ. Καραβιδοπουλου, «Ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Ἑρμηνεία τοῦ στίχου Λκ 2, 14, ἐν Βιβλικὲς Μελέτες Δ΄, [Βιβλικὴ Βιβλιοθήκη 40], ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 182.
[19]. Γρηγοριου του Παλαμα, Ὁμιλία Α΄, Οἱ τῆς πρὸς ἀλλήλους εἰρήνης. Ρηθεῖσα μετὰ τρίτην ἡμέραν τῆς πρὸς Θεσσαλονίκην ἐπιδημίας, PG 151, 16D.
[20]. Λουκ. 2, 14.
[21]. Γρηγοριου του Παλαμα, ὅ.π., PG 151, 16D.
[22]. Ι. Δ. Καραβιδοπουλου, Χριστὸς, «ἡ εἰρήνη ἡμῶν». Σχόλιο στὸ Ἐφεσ 2, 14-18, ἐν Βιβλικὲς Μελέτες [Βιβλικὴ Βιβλιοθήκη 9], ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 378. Βλ. καὶ Π. Βασιλειαδη, Ἐπίκαιρα Ἁγιογραφικὰ Θέματα. Ἁγία Γραφὴ καὶ Εὐχαριστία [Βιβλικὴ Βιβλιοθήκη 15], ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 123-130.
[23]. Ρωμ. 5, 10.
[24]. Ἐφ. 2, 15-19. Περισσότερα γιὰ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὡς κοινωνία εἰρήνης βλ. Ι. Δ. Καραβιδοπουλου, Ἀποστόλου Παύλου Ἐπιστολὲς πρὸς Ἐφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαεῖς, Φιλήμονα [Ἑρμηνεία Καινῆς Διαθήκης 10], ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 120-133, 441-451.
[25]. Νικοδημου Αγιορειτου, Κῆπος Χαρίτων, ἤτοι Ἑρμηνεία γλαφυρὰ εἰς τὰς θ΄ ὠδὰς τῆς στιχολογίας, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 137.
[26]. Φιλιπ. 4, 7.
[27]. Ἰω. 20, 26. Πρβλ. Λουκ. 24, 36.
[28]. Γρηγορίου του Παλαμα, ὅ.π., PG 155, 17 Α.
[29]. Ἠσ. 9, 6: «Ἄρχων εἰρήνης».
[30]. Κολ. 1, 20: «Καὶ δι’ αὐτοῦ ἀποκαταλλάξαι τὰ πάντα εἰς αὐτόν, εἰρηνοποιήσας διὰ τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ αὐτοῦ, δι’ αὐτοῦ εἴτε τὰ ἐπὶ τῆς γῆς εἴτε τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Στὴ βάση αὐτή, ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ εἰρηνοποιὸς καὶ ἐγγυητὴς τῆς εἰρήνης μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων διαμορφώθηκαν ἀπὸ τὸν 11ο αἰ. στὴ λειτουργική μας παράδοση καὶ ξέχωρες εὐχὲς γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀγάπη. Ἡ πρώτη ἔχει τὸν τίτλο· Εὐχὴ εἰς ἀγάπην καὶ εἰρήνην καὶ λέγει τὰ ἑξῆς:
«Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν ὁ τῆς ἀγάπης φυτουργὸς καὶ τῆς εἰρήνης βραβευτὴς καὶ τῆς ὁμονοίας δοτήρ· χάρισαι ἡμῖν τὴν ἀγάπην σου, τὸ πλήρωμα τοῦ νόμου σου· δὸς ἡμῖν τὸ αὐτὸ φρονεῖν κατὰ Χριστὸν Ἰησοῦν. Χάρισαι ἡμῖν προσλαμβάνεσθαι ἀλλήλους ἐν ἀγάπῃ, καθὼς καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς προσελάβετο ἡμᾶς. Δὸς ἡμῖν ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζειν καὶ μετ’ εὐνοίας δουλεύειν ἀλλήλοις καὶ ἀναπληροῦν τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ σου μετὰ πάσης προθυμίας λυτρούμενος ἀπὸ πάσης ἐπιβουλῆς καὶ ἐνεργείας τοῦ πονηροῦ. Ὅτι Θεὸς εἰρήνης, ἀγάπης, οἰκτιρμῶν καὶ φιλανθρωπίας ὑπάρχεις καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν…»
(Βλ. M. Arranz, L’ Eucologio Constantinopolitano agli inizi del secolo XI. Hagiasmatarion & Archieratikon (Rituale & Pontificale) con l’ aggiunta del Leitourgikon (Messale), Roma 1996, σ. 357. Ἡ δεύτερη εὐχὴ ἔχει τὸν τίτλο· Εὐχὴ ἔχθρας εἰρηνευούσης καὶ λέγει τὰ ἑξῆς:
«Εὐχαριστοῦμέν σοι Δέσποτα φιλάνθρωπε, τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, καὶ δοτῆρι τῶν ἀγαθῶν, τῷ καθελόντι τὸ τῆς ἔχθρας μεσότοιχον, καὶ εἰρήνην βραβεύσαντι τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, τῷ δωρησαμένῳ καὶ νῦν εἰρήνην τοῖς δούλοις σου (τοῖσδε)· ῥίζωσον ἐν αὐτοῖς τὸν φόβον σου, καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους ἀγάπην βεβαίωσον, κατάσβεσον πᾶσαν ἔχθραν καὶ ἐριθείαν· περίελε πάντα τὰ τῆς διχοστασίας σκάνδαλα· Ὅτι σὺ εἶ εἰρήνη ἡμῶν καὶ καταφυγή, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί, καὶ τῷ …»
(Βλ. M. Arranz, ὅ.π., σ. 359).
«Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν ὁ τῆς ἀγάπης φυτουργὸς καὶ τῆς εἰρήνης βραβευτὴς καὶ τῆς ὁμονοίας δοτήρ· χάρισαι ἡμῖν τὴν ἀγάπην σου, τὸ πλήρωμα τοῦ νόμου σου· δὸς ἡμῖν τὸ αὐτὸ φρονεῖν κατὰ Χριστὸν Ἰησοῦν. Χάρισαι ἡμῖν προσλαμβάνεσθαι ἀλλήλους ἐν ἀγάπῃ, καθὼς καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς προσελάβετο ἡμᾶς. Δὸς ἡμῖν ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζειν καὶ μετ’ εὐνοίας δουλεύειν ἀλλήλοις καὶ ἀναπληροῦν τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ σου μετὰ πάσης προθυμίας λυτρούμενος ἀπὸ πάσης ἐπιβουλῆς καὶ ἐνεργείας τοῦ πονηροῦ. Ὅτι Θεὸς εἰρήνης, ἀγάπης, οἰκτιρμῶν καὶ φιλανθρωπίας ὑπάρχεις καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν…»
(Βλ. M. Arranz, L’ Eucologio Constantinopolitano agli inizi del secolo XI. Hagiasmatarion & Archieratikon (Rituale & Pontificale) con l’ aggiunta del Leitourgikon (Messale), Roma 1996, σ. 357. Ἡ δεύτερη εὐχὴ ἔχει τὸν τίτλο· Εὐχὴ ἔχθρας εἰρηνευούσης καὶ λέγει τὰ ἑξῆς:
«Εὐχαριστοῦμέν σοι Δέσποτα φιλάνθρωπε, τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, καὶ δοτῆρι τῶν ἀγαθῶν, τῷ καθελόντι τὸ τῆς ἔχθρας μεσότοιχον, καὶ εἰρήνην βραβεύσαντι τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, τῷ δωρησαμένῳ καὶ νῦν εἰρήνην τοῖς δούλοις σου (τοῖσδε)· ῥίζωσον ἐν αὐτοῖς τὸν φόβον σου, καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους ἀγάπην βεβαίωσον, κατάσβεσον πᾶσαν ἔχθραν καὶ ἐριθείαν· περίελε πάντα τὰ τῆς διχοστασίας σκάνδαλα· Ὅτι σὺ εἶ εἰρήνη ἡμῶν καὶ καταφυγή, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί, καὶ τῷ …»
(Βλ. M. Arranz, ὅ.π., σ. 359).
[31]. Ιωαννου Χρυσοστομου, Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους Α΄, PG 61, 14.
[32]. D. Pupăză, Ἡ θεολογία τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ἀγαθοῦ στὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, Διατριβὴ ἐπὶ Διδακτορία, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 158.
[33]. Διονυσιου Αρεοπαγιτου, Περὶ θείων ὀνομάτων, ΙΑ΄, PG 3, 949 C. Γιὰ τὴ θεολογία τῆς εἰρήνης βλ. Α. Β. Νικολαΐδη, Προβληματισμοὶ χριστιανικοῦ ἤθους, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2002, σσ. 60-69.
[34]. Διονυσιου Αρεοπαγιτου, ὅ.π., ΙΑ΄, PG 3, 948 D.
[35]. Γενικότερα ἡ προσευχή, ἀλλὰ καὶ πολὺ περισσότερο ἡ κοινὴ λατρεία γίνεται μὲ πνευματικὲς προϋποθέσεις καὶ ὄχι μὲ νοῦ ρεμβαζόμενο καὶ καρδιὰ γεμάτη πάθη: «Ὁ δὲ γλώσσῃ μὲν ψάλλων, τὸν νοῦν δὲ ρεμβόμενον ἔχων γηίναις φροντίσι καὶ πάθεσιν ἀλόγοις μετεωριζόμενον, ὁμοιοῦται ἀνδρὶ ἐργαλεῖα μὲν περιφέροντι, τέχνην δὲ οὐκ εἰδότι καὶ ἔργον οὐκ ἀνύοντι». (Γρηγοριου του Σιναϊτου, Περὶ Ἡσυχίας καὶ τῶν δύο τρόπων τῆς προσευχῆς, ἐν Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, τόμ. Δ΄, σ. 74. Βλ. καὶ Π. Ι. Σκαλτση, Ἡ παράδοση τῆς κοινῆς καὶ τῆς κατ’ ἰδίαν προσευχῆς μὲ εἰδικὴ ἀναφορὰ στὸ Ὡρολόγιο τοῦ Θηκαρᾶ, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 96-102).
[36]. Ἀπὸ τὴν πρώτη ἐπισυναπτόμενη εὐχὴ στὴν εὐχὴ τῆς Προσκομιδῆς τῆς θείας Λειτουργίας Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου.
[37]. Νικολαου Καβασιλα, Εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν ΙΒ΄, SC 4bis, 104(10) = PG 150, 392 D: «Ταύτης δὲ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου μυσταγωγία ἐστὶ τὰ τελούμενα».
[38]. Θεοδωρου Στουδιτου, Ἀντιρρητικὸς Α΄ κατὰ εἰκονομάχων, 10, PG 99, 340: «Συγκεφαλαίωσις τῆς ὅλης οἰκονομίας τόδε τὸ μυστήριον». Βλ. καὶ Π. Ι. Σκαλτση, «Ἡ θεία Λειτουργία: Συγκεφαλαίωση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐν Χριστῷ οἰκονομίας», ἐν Θεολογία 20 (Ὀκτ. –Δεκ. 2009) 77-106.
[39]. Γ. Ι. Μαντζαριδη, Χριστιανικὴ Ἠθικὴ ΙΙ, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 253-254: «Ὅπως ἡ χαρά, ἔτσι καὶ ἡ εἰρήνη δὲν πηγάζει ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου. Ὁ Χριστὸς βεβαιώνει ὅτι ἡ εἰρήνη του διαφέρει ἀπὸ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου (Ἰω. 14, 27). Ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου εἶναι περιορισμένη καὶ εὔθραυστη. Βρίσκεται “ἐντεῦθεν τῶν ὁρίων” τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Καὶ ἡ διατήρησή της εἶναι προβληματικὴ καὶ συμβατική. Ἀντίθετα ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπόλυτη καὶ ἀκατάλυτη. Ὑπερβαίνει τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο».
[40]. Ἡ χάρις σχετίζεται μὲ τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ εἰρήνη συνδέεται μὲ τὴ χάρη. Βλ. Ιωαννου Χρυσοστομου, Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία Α΄, PG 60, 400. Κ. Παπαδημητριου, Ἑρμηνεύοντας τὴν εἰρήνη στὴν Καινὴ Διαθήκη. Σύγχρονες ἑρμηνευτικὲς προσεγγίσεις, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 85-88.
[41]. Κ. Παπαδημητριου, ὅ.π., σ. 81.
[42]. Ιωαννου Χρυσοστομου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Κολοσσαεῖς Ἐπιστολήν, 3, PG 62, 322-323.
[43]. Κ. Παπαδημητριου, ὅ.π., σ. 81.
[44]. Ματθ. 10, 12. Πρβλ. Λουκ. 10, 5-6.
[45]. Ιωαννου Χρυσοστομου, Εἰς τὸν Ματθαῖον, Ὁμιλία 32/33, 6, PG 57, 384-385: «Καὶ γὰρ οἰκία κοινὴ πάντων ἐστιν ἡ ἐκκλησία, καὶ προλαβόντων ὑμῶν εἴσιμεν ἡμεῖς τὸν ἐκείνων τύπον διατηροῦντες. Διὰ τοῦτο καὶ κοινῇ πᾶσι τὴν εἰρήνην ἐπιλέγομεν εἰσιόντες εὐθέως, κατὰ τὸν νόμον ἐκεῖνον». Στὶς Ἀποστολικὲς Διαταγὲς ἐπίσης τονίζεται ὅτι ἐὰν εἰρηνεύουμε ὅταν εἰσερχόμαστε σ’ἕνα σπίτι «πολλῷ μᾶλλον τοὺς ἐν Ἐκκλησίᾳ Θεοῦ εἰσερχομένους χρὴ πρὸ πάντων ἐπεύχεσθαι τῷ λαῷ τὴν τοῦ Θεοῦ εἰρήνην» (ΙΙ, 54, 11-13, SC 320, 304).
[46]. Μαξιμου του Ομολογητου, Μυσταγωγία, Εἰσαγωγὴ – Σχόλια Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Στανιλοάε, μετάφραση Ἰγνάτιος Σακαλής, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1973, σ. 212 (= PG 91, 697 D).
[47]. Σωφρονιου Ιεροσολυμων (Ψευδ.), Λόγος περιέχων τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν καὶ λεπτομερὴ ἀφήγησιν πάντων τῶν ἐν τῇ θείᾳ ἱερουργίᾳ τελουμένων, PG 873, 3991 B. Bλ. καὶ Π. Ι. Σκαλτση, Λειτουργικὲς Μελέτες ΙΙ, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 1779.
[48]. Γερμανου Κωνσταντινουπόλεως, Ἱστορία Ἐκκλησιαστικὴ καὶ Μυστικὴ Θεωρία, PG 98, 401 C. Bλ. καὶ Γρηγοριου του Παλαμα, Ὁμιλία 58, 11, ἔκδ. Σ. Οικονομου, σ. 234: «Εἰρηνεύωμεν πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς ὑποτάσσοντες τὴν σάρκα τῷ πνεύματι, καὶ τὴν κατὰ συνείδησιν πολιτείαν αἱρούμενοι, καὶ τὸν ἔνδον ἐν ἑαυτοῖς κόσμον τῶν λογισμῶν κοσμίως καὶ εὐαγῶς κινούμενον ἔχοντες».
[49]. Ιωαννου Χρυσοστομου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Κολοσσαεῖς Ἐπιστολήν, PG 62, 322. Πρβλ. Μακαριου Αιγυπτου, Ὁμιλία ΣΤ΄, α΄, SC 474, 224 (= PG 34, 517): «Οἱ προσερχόμενοι τῷ Κυρίῳ ὀφείλουσι τὰς εὐχὰς ἐν ἡσυχίᾳ καὶ εἰρήνῃ καὶ καταστάσσει πολλῇ ποιεῖσθαι, καὶ οὐχὶ ἀπρεπέσι κραυγαῖς καὶ συγκεχυμέναις, ἀλλὰ πόνῳ καρδίας καὶ λογισμοῖς νήφουσι προσέχειν τῷ Κυρίῳ». Κατὰ τὶς Διαταγὲς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἐπίσης δίδεται προτεραιότητα στὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνευση τοῦ ἀνθρώπου· «ὁ γὰρ πρὸς ἑαυτὸν μὴ στασιάζων οὐδ’ ἂν πρὸς ἄλλον διαμαχεσθήσεται, ἀλλ’ ἔσται εἰρηνικός, φιλικός, συνάγων τὰ τοῦ Κυρίου καὶ συνεργὸς αὐτοῦ γινόμενος πρὸς τὸ πλεονάσαι αὐτῷ τοὺς σῳζομένους ἐν ὁμονοίᾳ. Οἱ γὰρ ἐπινοοῦντες ἔχθρας καὶ μάχας, ἀντιλογίας καὶ κρίσεις πονηροὶ καὶ τοῦ Θεοῦ ἀλλότριοι τυγχάνουσιν» (ΙΙ, 54, 17-23, SC 320, 304).
[50]. Νικολαου Καβάσιλα, ὅ.π., 12, SC 4bis, 106 (= PG 150, 393 A). Βλ. καὶ Π. Ι. Σκαλτση, «Ἡ θεία Λειτουργία: Τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὴν ἀνθρωπότητα», ἐν Ἐκκλησιαστικὸς Κήρυκας, Θεολογικὴ Ἐπετηρίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κιτίου, τόμ. ΙΖ΄, Λάρνακα 2011, σ. 152. Γιὰ τὴν ἀνθρωπολογικὴ θεώρηση τῆς εἰρήνης βλ. Α. Β. Νικολαΐδη, ὅ.π., σσ. 69-78.
[51]. Πρόκειται «γιὰ σειρὰ αἰτημάτων, πολὺ παλιῶν, ποὺ ὁ διάκονος ἀποτεινόμενος πρὸς τὴ σύναξη, μπροστὰ στὴν ὡραία πύλη, ἀπευθύνει στὸ Θεό. Εἰρηνικὰ λέγονται ἐπειδὴ τὰ τρία πρῶτα μιλοῦν γιὰ τὴν εἰρήνη». Βλ. Ι. Β. Κογκουλη, Χ. Κ. Οικονομου, Π. Ι. Σκαλτση, Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου [Θεία Λατρεία καὶ Παιδεία 1], ἐκδ. Ο.Χ.Α. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 52002, σ. 131. Τὰ Εἰρηνικὰ συνιστοῦν λειτουργικὴ ἐπεξεργασία καὶ ἐπέκταση τοῦ ἀναστασίμου χαιρετισμοῦ τοῦ Κυρίου· «Εἰρήνη ὑμῖν» (Λουκ. 24, 36. Πρβλ. Ἰω. 20, 19· 20, 21· 20, 26). Ὁ τῆς εἰρήνης χαιρετισμὸς ἄλλωστε μὲ τὴν εἴσοδο κάποιου σ’ ἕνα σπίτι ἦταν ἰουδαϊκή, ὅπως εἴπαμε, συνήθεια. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφερόμενος στὸ λειτουργικὸ ἐναρκτήριο χαιρετισμὸ σημειώνει· «οὐδὲν γὰρ εἰρήνης ἴσον καὶ συμφωνίας. Διὰ τοῦτο καὶ εἰσιὼν ὁ πατήρ, οὐ πρότερον ἐπὶ τὸν θρόνον ἀνεβαίνει τοῦτον, ἕως ἂν ἅπασιν ὑμῖν εἰρήνην ἐπεύξητε, καὶ ἀναστὰς οὐ πρότερον ἄρχεται τῆς πρὸς ὑμᾶς διδασκαλίας, ἕως ἂν ἅπασι δῷ τὴν εἰρήνην. Καὶ μέλλοντες εὐλογεῖν οἱ ἱερεῖς, πρότερον τοῦτο ὑμῖν ἐπευξάμενοι, οὕτω τῆς εὐλογίας ἄρχονται» (Λόγοι κατὰ Ἰουδαίων ΙΙΙ, PG 48, 870. Γιὰ τὴ διαμόρφωση αὐτοῦ τοῦ τμήματος τῆς θείας Λειτουργίας βλ. J. Mateos, La célébration de la parole dans la Liturgie Byzantine, [Orientalia Christiana Periodica 191], Roma 1971, σσ. 27-33).
[52]. Μαξιμου του Ομολογητου, ὅ.π., σ. 152 (= PG 91, 680 C).
[53]. Γ. Θ. Βεργωτη, Ἡ μορφωτικὴ διάστασις τῆς θείας Λειτουργίας, Ἀνάτυπο ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τεῦχος 725 (1988), Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 1048-1052.
[54]. Ι. Μ. Φουντουλη, «Θεία Λειτουργία καὶ κόσμος», ἐν Λειτουργικὰ Θέματα Δ΄, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 66.
[55]. Μεγαλου Βασιλείου, Εἰς τὸν ΛΓ΄ Ψαλμόν, PG 29, 376 B.
[56]. Bλ. Γ. Ι. Μαντζαριδη, ὅ.π., σσ. 254-255.
[57]. Μεγαλου Βασιλείου, ὅ.π., PG 29, 376 B.
[58]. Ματθ. 6, 33.
[59]. Νικολαου Καβάσιλα, ὅ.π., 12, SC 4bis, 108 (= PG 150, 393 C).
[60]. Νικολαου Καβάσιλα, ὅ.π., 12, SC 4bis, 108 (= PG 150, 393 D). Bλ. καὶ Π. Ι. Σκαλτση, «Ἡ θεία Λειτουργία: Τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὴν ἀνθρωπότητα», ὅ.π., σ. 152. Γρηγοριου (Ἱερομονάχου), Ἡ θεία Λειτουργία. Σχόλια. Ἅγιον Ὄρος 31993, σσ. 132-135.
[61]. Νικολαου Καβάσιλα, ὅ.π., 12, SC 4bis, 110 (= PG 150, 393 Α). Bλ. καὶ Γρηγοριου του Παλαμα, Ὁμιλία 58, 11, ἔκδ. Σ. Οικονομου, σ. 234: «Εἰρηνεύομεν οὖν πρὸς τὸν Θεὸν τὰ εὐάρεστα αὐτῷ ποιοῦντες, σωφρονοῦντες, ἀληθεύοντες, δικαιοπραγοῦντες, “προσευχαῖς τε καὶ δεήσεσι προσκαρτεροῦντες”, ἄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, ἀλλ’ οὐκ ἐν χείλεσι μόνον».
[62]. Ἰω. 17, 21. Γιὰ τὴν Εὐχαριστία καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, βλ. Π. Βασιλειαδη, Μετανεωτερικότητα καὶ Ἐκκλησία. Ἡ πρόκληση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκδ. «Ἀκρίτας», Ἀθήνα 2002, σσ. 136-141.
[63]. Γρηγοριου του Παλαμα, ὅ.π., σ. 234.
[64]. Νικολαου Καβάσιλα, ὅ.π., 12, SC 4bis, 112 (= PG 150, 396 C). Bλ. καὶ Π. Ι. Σκαλτση, «Ἡ θεία Λειτουργία: Τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὴν ἀνθρωπότητα», ὅ.π., σ. 152. Του ιδιου, Λειτουργικὲς Μελέτες ΙΙ, σσ. 206-211. Γ. Θ. Βεργωτη, ὅ.π., σσ. 1049-1051. Γρηγορίου (Ἱερομονάχου), ὅ.π., σσ. 135-137. Εἰδικότερα γιὰ τὴν κοινωνικὴ διάσταση τῆς εἰρήνης καὶ τὴν εἰρήνη ὡς πολιτισμικὸ ἀγαθὸ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀνάπτυξη καὶ τὴν ὑπέρβαση τῆς βίας βλ. Ι. Σ. Πετρου, Κοινωνικὴ θεωρία καὶ σύγχρονος πολιτισμός, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 196-214. Α. Β. Νικολαΐδη, ὅ.π., σσ. 90-122.
[65]. Α΄ Τιμ. 2, 2.
[66]. Νικολαου Καβάσιλα, ὅ.π., 12, SC 4bis, 112 (= PG 150, 396 D).
[67]. Α. Θεοδωρου, «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν». Ἑρμηνευτικὸ σχόλιο στὴν θεία Λειτουργία, Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα 2000, σσ. 64-67.
[68]. Η. Β. Οικονομου, Θεολογικὴ Οἰκολογία. Θεωρία καὶ Πράξη, Ἀθήνα 1994. Οἰκολογία καὶ Ἐκκλησία, Κείμενα καὶ Βιβλιογραφία, Ἐπιμέλεια: Θ. Ναντσου, Μ. Κουρουζιδης, Ἀθήνα 1999. Βλ. καὶ Α. Β. Νικολαΐδη, ὅ.π., σσ. 78-90. Ι. Σ. Πετρου, ὅ.π., σ. 212.
[69]. Μαξιμου του Ομολογητου, ὅ.π., σ. 184 (= PG 91, 691 D- 692 A).
[70]. Συμεων Θεσσαλονικης, Διάλογος, Ϟ H΄, PG 155, 203 D.
[71]. Θεοδωρου Επισκοπου Ανδιδων, Προθεωρία κεφαλαιώδης περὶ τῶν ἐν τῇ θείᾳ Λειτουργίᾳ γινομένων συμβόλων καὶ μυστηρίων, PG 140, 437 D. Κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο «τί γὰρ ὄφελος, ἂν μετὰ τοῦδε μὲν εἰρήνην ἔχωμεν, μεθ’ ἑτέρου δὲ πόλεμον καὶ μάχην; τί τὸ κέρδος» (Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Κολοσσαεῖς Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΙΙΙ, PG 62, 322). Ὁ δὲ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης σημειώνει ὅτι τὸ Εἰρήνη πᾶσι «δηλοῖ τὴν ἕνωσιν. Χριστὸς γάρ ἐστιν ‘ὁ λύσας τὴν ἔχθραν ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ καὶ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἕν, τὰ ὲν οὐρανῷ, φησὶ Παῦλος, καὶ τὰ ἐπὶ γῆς’(Ἐφ. 2, 15)» (Περί τε τοῦ Θείου Ναοῦ, PG 155, 724 A).
[72]. Ιωαννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ἐπιστολὴν Β΄ πρὸς Τιμόθεον, Ὁμιλία 10, 3, PG 62, 659: «“Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μετὰ τοῦ πνεύματός σου” (Β΄ Τιμ. 4, 22). Οὐδὲν ταύτης τῆς εὐχῆς ἄμεινον. Μὴ ἄλγει, φησίν, ὅτι ἀφίσταμαι· Ὁ Κύριος μετὰ σοῦ. Καὶ οὐκ εἶπε· “Μετὰ σοῦ”, ἀλλά· “Μετὰ τοῦ πνεύματός σου”. Διπλῆ βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Πνεύματος καὶ τοῦ Θεοῦ βοηθοῦντος αὐτῇ. Καὶ ἄλλως δὲ οὐκ ἔστιν εἶναι τὸν Θεὸν μεθ’ ἡμῶν, μὴ τῆς χάριτος οὔσης τῆς πνευματικῆς· εἰ γὰρ ἐγκαταλειφθείημεν, πῶς ἔσται μεθ’ ἡμῶν;». Ὁ ἴδιος πάλι πατὴρ σ’ ἄλλο κείμενό του τὸ «καὶ τῷ πνεύματί σου» τὸ συνδέει μὲ τὴν ἀνυπόκριτη καὶ εἰλικρινὴ εἰρήνη· «Καὶ ὅταν εἴπω, Εἰρήνη ὑμῖν, εἶτα εἴπητε, Καὶ τῷ πνεύματί σου· μὴ τῇ φωνῇ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῇ γνώμῃ λέγετε· μὴ τῷ στόματι, ἀλλὰ καὶ τῇ διανοίᾳ. Ἂν δὲ ἐνταῦθα μὲν λέγῃς, Εἰρήνη καὶ τῷ πνεύματί σου, ἔξω δέ μοι πολεμεῖς διαπτύων καὶ κατηγορῶν, μυρίοις λάθρα πλύνων ὀνείδεσι, ποία εἰρήνη αὕτη; Ἐγὼ μὲν γάρ, κἂν μυριάκις κατηγορήσῃς, μετὰ καθαρᾶς καρδίας τὴν εἰρήνην σοι δίδωμι, μετὰ εἰλικρινοῦς γνώμης, καὶ πονηρὸν οὐδὲν δύναμαί ποτε περὶ σοῦ εἰπεῖν· σπλάγχνα γὰρ ἔχω πατρικὰ» (Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστήν, Ὁμιλία ΧΧΧΙΙΙ, PG 57, 385). Βλ. καὶ F. V. De Paverd, Zur Geschichte der Messliturgie in Antiocheia und Konstantinopel gegen ende des vierten Jahrhunderts [Orientalia Christiana Analecta 187], Roma 1970, σσ. 86-93. J. Mateos, ὅ.π., σσ. 126-147.
[73]. Ισιδωρου του Πηλουσιωτου, Ἐπιστολῶν βιβλία πέντε, ΡΚΒ΄, PG 78, 264 C: «Εἰρήνην ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τοῦ ὕψους τῆς καθέδρας τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐπιφθέγγεται· τὸν Κύριον τῆς καθέδρας μιμούμενος ἀναλαμβανόμενον, εἰρήνην τὴν οἰκείαν ἀφιέντα καὶ διδόντα. Τὸ δὲ “καὶ τῷ πνεύματί σου” παρὰ τοῦ λαοῦ ἀποκρινόμενον, τοῦτο δοιλοῖ· Εἰρήνην μὲν ἡμῖν παρέσχες, Κύριε, τὴν ἐν ἀλλήλοις ὁμόνοιαν. Εἰρήνην δὲ δὸς ἡμῖν, τὴν πρὸς σὲ ἀδιαίρετον ἕνωσιν, ἵνα τῷ πνεύματί σου εἰρηνεύοντες, ὃ ἡμῖν ἐν ἀρχῇ τῆς δημιουργίας ἐνέθηκας, ἀχώριστοι τῆς σῆς ἀγάπης τυγχάνωμεν». Βλ. καὶ Γρηγορίου (Ἱερομονάχου), ὅ.π., σσ. 136-137, 192: «Ὁ λαὸς ποὺ δέχεται τὴν εὐλογία τῆς εἰρήνης ἀπὸ τὸν λειτουργό, εὔχεται νὰ ἔχει καὶ αὐτός, ὁ ποιμένας καὶ πατέρας του, τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ».
[74]. Γιὰ τὴ διαμόρφωση, ἐξέλιξη καὶ τὸ συμβολισμὸ αὐτοῦ τοῦ τμήματος τῆς θείας Λειτουργίας βλ. Ι. Β. Κογκουλη, Χ. Κ. Οικονομου, Π. Ι. Σκαλτση, ὅ.π., σσ. 155-159. Τ. Π. Τσομπανη, Ἡ Μεγάλη Εἴσοδος στὴν Εἰκονογραφία, Θεσσαλονίκη 2000.
[75]. Αντωνιου Μοναχου, Λόγος ρ’, Περὶ τῆς μεταλήψεως τῶν θείων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων, PG 136, 1244 C.
[76]. Bλ. F. V. De Paverd, ὅ.π., σσ. 148-150. Π. Ν. Τρεμπελα, Αἱ τρεῖς Λειτουργίαι κατὰ τοὺς ἐν Ἀθήναις κώδικας, Ἀθῆναι 21982, σ. 87.
[77]. Ιωαννου Χρυσοστομου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Κολοσσαεῖς Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΙΙΙ, PG 62, 322. Πρβλ. Τροπάριο θ΄ ὠδῆς Κανόνα Ὄρθρου Δευτέρας (Παρακλητική), ἤχου α΄, «Νέμεις τῆς εἰρήνης ἄγγελον, περιφρουροῦντα, παντοκράτορ τὴν ποίμνην σου, τῆς εἰρήνης γὰρ καὶ τῆς ἀγάπης σὺ αἴτιος».
[78]. Ἡ συνήθεια νὰ φεύγουν κάποιοι ἐκ τῶν πιστῶν πρὶν ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα ἢ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ μαζὶ μὲ τοὺς κατηχουμένους εἶναι παλαιά, μαρτυρούμενη ἀπὸ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο (PG 57, 22 BC. PG 48, 733 C). Στὴν πράξη αὐτὴ προέβαιναν προφανῶς διότι θεωροῦσαν τὸν ἑαυτό τους ἀνάξιο πρὸς μετάληψη.
[79]. Νικοδημου Αγιορειτου, Ἡ χρηστοήθεια τῶν χριστιανῶν, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 312.
[80]. Ι. Β. Κογκουλη, Χ. Κ. Οικονομου, Π. Ι. Σκαλτση, ὅ.π., σ. 159.
[81]. Στὴν εὐχὴ ποὺ ἀκολουθεῖ μετὰ τὸν τρίτο ἀφορκισμὸ στὸ Βάπτισμα, σημειώνονται τὰ ἑξῆς: «Σύζευξον τῇ ζωῇ αὐτοῦ ἄγγελον φωτεινόν, ρυόμενον αὐτὸν ἀπὸ πάσης ἐπιβουλῆς τοῦ ἀντικειμένου».
[82]. Γρηγοριου (Ἱερομονάχου), ὅ.π., σ. 232.
[83]. Α΄ Κορ. 16, 20. Βλ. καὶ Β΄ Κορ. 13, 11. Α’ Πέτρ. 5, 14: «Ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἀγάπης».
[84]. Ματθ. 5, 23-24. Bλ. καὶ Διαταγαὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ΙΙ, 53, 15-19, SC 320, 300: «Δῶρον δέ ἐστιν Θεῷ ἡ ἑκάστου προσευχὴ καὶ εὐχαριστία· ἐὰν ἔχῃς τι κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου ἢ αὐτὸς ἔχῃ τι κατὰ σοῦ, οὔτε αἱ προσευχαί σου εἰσακουσθήσονται οὔτε αἱ εὐχαριστίαι σου προσδεχθήσονται διὰ τὴν ὑποκειμένην ὀργήν». Ι. Β. Κογκουλη, Χ. Κ. Οικονομου, Π. Ι. Σκαλτση, ὅ.π., σ. 161.
[85]. Νικολαου Καβάσιλα, ὅ.π., 12, SC 4bis, 166 (= PG 150, 421 C). «Ἐπεὶ δὲ τῇ πρὸς ἀλλήλους ἡμῶν ἀγάπῃ καὶ ἡ πρὸς Θεὸν ἀγάπη ἀκολουθεῖ, τῇ δὲ πρὸς Θεὸν ἀγάπῃ καὶ ἡ πρὸς αὐτὸν τελεία καὶ ζῶσα πίστις ἕπεται, διὰ τοῦτο τὴν ἀγάπην εἰπὼν καὶ ἀγαπᾶν ἀλλήλους παραινέσας εὐθὺς τὴν ὁμολογίαν ἐπάγει τῆς πίστεως».
[86]. Κατὰ τὸν Robert Taft ὁ ἀσπασμὸς τῆς ἀγάπης ἀρχικὰ διδόταν ἀμέσως μετὰ τὴ Λειτουργία τοῦ Λόγου. Ἡ ἐξέλιξη καὶ διαμόρφωση τῆς Μεγάλης Εἰσόδου συνέβαλε ὥστε ὁ ἐν λόγῳ ἀσπασμὸς νὰ μετατεθεῖ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν καὶ πρὶν τὴν Ἀναφορά (βλ. The Great Entrance: A History of the Tranfer of Gifts and other Pre-anaphoral Rites [Orientalia Christiana Analecta 200], Ρώμη 42004, σ. 376). Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης τοποθετεῖ τὸν ἀσπασμὸ μετὰ τὴν προσφορὰ τῶν δώρων καὶ τὴν καθολικὴ ὑμνολογία (Σύμβολο Πίστεως), ὁπότε «καὶ τὴν ἁγίαν εἰρήνην ἅπασι διαγγέλλει· καὶ ἀσπασαμένων ἀλλήλους ἁπάντων, ἡ μυστικὴ τῶν ἱερῶν πτυχῶν ἀνάῤῥησις ἐπιτελεῖται» (PG 3, 425 C). Σ’ αὐτὴ περίπου τὴ θέση βρίσκουμε τὸν ἀσπασμὸ καὶ στὶς Λειτουργίες ὅλων τῶν λειτουργικῶν τύπων μὲ σκοπὸ τὴν μεταξὺ τῶν πιστῶν ἕνωση, ἀγάπη καὶ εἰρήνη (βλ. π.χ. Λειτουργίες ἁγίου Μάρκου καὶ ἁγίου Ἰακώβου στὸ Ι. Μ. Φουντουλη, Κείμενα Λειτουργικῆς, τεῦχος Γ΄, Θεῖαι Λειτουργίαι, Θεσσαλονίκη ἄ.ἔ., σσ. 41-42, 105-106. Μόνο ποὺ στὴ Λειτουργία τοῦ ἁγίου Μάρκου δίδεται πρὶν τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ στοῦ ἁγίου Ἰακώβου μετὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Γιὰ τὴ θέση τοῦ ἀσπασμοῦ στὶς Λειτουργίες τῶν διαφόρων λειτουργικῶν τύπων βλ. Π. Ν. Τρεμπελα, Λειτουργικοὶ Τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς (Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Χριστιανικῆς Λατρείας), ἐν Ἀθήναις 1961, σσ. 153-162.
[87]. Διαταγαὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ΙΙ, 57, 76-80, SC 320, 316· 318. Πρβλ. VIII, 11, 35-38, SC 336, 174. «Καὶ ὁ διάκονος εἰπάτω πᾶσιν· “ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἁγίῳ” καὶ ἀσπαζέσθωσαν οἱ τοῦ κλήρου τὸν ἐπίσκοπον, οἱ λαϊκοὶ ἄνδρες τοῦς λαϊκούς, αἱ γυναῖκες τὰς γυναῖκας». Περισσότερα γιὰ τὸν ἀσπασμὸν τῆς ἀγάπης βλ. F. V. De Paverd, ὅ.π., σσ. 221-234. Π. Ν. Τρεμπέλα, Αἱ τρεῖς Λειτουργίαι…, σσ. 88-91. Α. Φυτρακη, «Τὸ φίλημα τῆς ἀγάπης», ἐν Ἐκκλησία 1 Μαΐου 1945, ἀριθ. 3-4, σσ. 26-29. Α. Μ. Σταυροπουλου, Μνήμη καὶ λήθη στὴ θεία Λειτουργία, ἐκδ. «Λύχνος», Ἀθήνα 1989, σσ. 62-77. Π. Ν. Τρεμπελα, ὅ.π., σσ. 153-162. L. E. Phillips, «The kiss of peace and the opening greeting of the pre-anaphoral dialogue», ἐν Studia Liturgica 23 (1993) 177-186. D. E. Serra, “The kiss of peace: A suggestion from the ritual structure of the Missa”, ἐν Ecclesia Orans 14 (1997) 79-94. Liturgie et Charité fraternell. Conférences Saints – Serge XLVe Semaine d’ Études Liturgiques, Paris 1998, σσ. 65-86.
[88]. Πηδάλιον 1970, σ. 428.
[89]. Cyrille de Jerusalem, Catecheses Mystagogiques, ἔκδ. A. Piedacnen, Paris1966, SC 126, 148-150.
[90]. Γερμανου Κωνσταντινουπολεως, ὅ.π., PG 98, 425 B.
[91]. Θεοδωρου Ανδιδων, ὅ.π., PG 140, 444 B: «“Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους”, ἐκφωνεῖ ὁ διάκονος, ὥστε τὸν αἰσθητὸν γινόμενον ἀσπασμὸν νοητῶς ἐν τῇ καρδίᾳ εἰσδέχεσθαι καὶ πᾶσαν ἐξορίζειν μνησικακίαν».
[92]. Συμεων Θεσσαλονικης, ὅ.π., PG 155, 297 A: «Ὁ ἀσπασμὸς δὲ σὺν τῇ ὁμολογίᾳ τῆς πίστεως τὴν ἐπὶ τῇ ὁμολογίᾳ τοῦ Θεοῦ συμφωνίαν καὶ τὴν εἰρήνην καὶ τὴν ἀγάπην».
[93]. Μαξιμου του Ομολογητου, ὅ.π., σσ. 100-101 (= PG 91, 696 A).
[94]. Νικολαου Καβασιλα, ὅ.π., SC 4bis, 172-176.
[95]. Ιωαννου Χρυσοστομου, Ὁμιλία, ὅτι οὐκ ἀρκεῖ ἡ νηστεία τῆς Τεσσαρακοστῆς πρὸς τὸ δύνασθαι κοινωνεῖν, ἀλλὰ καὶ δεῖ τῆς κατὰ ψυχὴν ἀρετῆς πρώτης καὶ πῶς δυνατὸν μὴ μνησικακεῖν… ε΄, PG 49, 204.
[96]. Στὸν παλαιότερο λειτουργικὸ κώδικα Barberini Gr. 336, 8ου αἰ. ὑπάρχει ἡ γραφὴ «Ἔλεος, εἰρήνη». Εἶναι μάλιστα πολὺ διαδεδομένος ὁ τύπος αὐτὸς στὴν Κάτω Ἰταλία (βλ. R. F. Taft, «Textual problems in the diaconal admonition before the Anaphora in the Byzantine Tradition», ἐν Orientalia Christiana Periodica 49 (1983) 340-365. Τὴ διατύπωση αὐτὴ ἔχει καὶ ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Νείλου. Βλ. Ὁ ὅσιος Νεῖλος ὁ Καλαβρός. Ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ Νέου (910-1004): Εἰσαγωγὴ-Κριτικὴ ἔκδοσις τοῦ κειμένου-Μετάφραση-Σχόλια-Ὑμνογραφικὸ ἔργο ὁσίου, Ὁρμύλια 22002, σ. 326). Ἡ Ἀλεξανδρινὴ Λειτουργία ἐπίσης τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἔχει «Ἔλεος, εἰρήν(η) θυσία (αἰνέσεως)». Κατὰ τὸν Παναγιώτη Τρεμπέλα ἡ ἔκφραση αὐτὴ ἐξηγεῖται ὡς «προτροπὴ τῶν πιστῶν πρὸς συγχώρησιν ἀμοιβαίαν καὶ εἰρήνευσιν» (βλ. Αἱ τρεῖς Λειτουργίαι …, σσ. 95-96).
Δεύτερη γραφὴ ἔχει «Ἔλαιον (=λάδι) εἰρήνης». Ὁ ἅγιος Γερμανὸς Κων/πόλεως ποὺ τὴν ἀναφέρει, τὴν ἑρμηνεύει χριστολογικά: «Ὁ λαὸς βοᾷ τὴν τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ χάριν ‘Ἔλειον εἰρήνης’» (Ἱστορία ἐκκλησιαστικὴ καὶ μυστικὴ θεωρία, PG 98, 428 C).
Tρίτη γραφὴ ἔχει «Ἔλεον, εἰρήνην, (θυσίαν αἰνέσεως)». Ὑπάρχει στὴ Λειτουργία τοῦ ἁγίου Πέτρου καὶ ὁ Θεόδωρος Ἀνδίδων λέγει ὅτι προσφέρομεν «Πρῶτον μὲν ἔλεον, εἶτα εἰρήνην ὡς θυσίαν αἰνέσεως» (Προθεωρία κεφαλαιώδης περὶ τῶν ἐν τῇ θείᾳ Λειτουργίᾳ γινομένων συμβόλων καὶ μυστηρίων Κ΄, PG 140, 445 A).
Ὁ τέταρτος τύπος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἰσχύει σήμερα «Ἔλεον εἰρήνης, θυσίαν αἰνέσεως». Μὲ τὸ πρόβλημα τῆς σχετικῆς διατύπωσης ἀσχολεῖται διεξοδικὰ ὁ π. J. Khalil, «A textual- critical study and interpretation of the liturgical response ‘Ἔλεον εἰρήνης θυσίαν αἰνέσεως’», ἐν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀρχαῖος κόσμος. Τιμητικὸ Ἀφιέρωμα στὸν ὁμότιμο Καθηγητὴ Ἰωάννη Λ. Γαλάνη, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη 2010, σσ. 653-669.
Δεύτερη γραφὴ ἔχει «Ἔλαιον (=λάδι) εἰρήνης». Ὁ ἅγιος Γερμανὸς Κων/πόλεως ποὺ τὴν ἀναφέρει, τὴν ἑρμηνεύει χριστολογικά: «Ὁ λαὸς βοᾷ τὴν τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ χάριν ‘Ἔλειον εἰρήνης’» (Ἱστορία ἐκκλησιαστικὴ καὶ μυστικὴ θεωρία, PG 98, 428 C).
Tρίτη γραφὴ ἔχει «Ἔλεον, εἰρήνην, (θυσίαν αἰνέσεως)». Ὑπάρχει στὴ Λειτουργία τοῦ ἁγίου Πέτρου καὶ ὁ Θεόδωρος Ἀνδίδων λέγει ὅτι προσφέρομεν «Πρῶτον μὲν ἔλεον, εἶτα εἰρήνην ὡς θυσίαν αἰνέσεως» (Προθεωρία κεφαλαιώδης περὶ τῶν ἐν τῇ θείᾳ Λειτουργίᾳ γινομένων συμβόλων καὶ μυστηρίων Κ΄, PG 140, 445 A).
Ὁ τέταρτος τύπος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἰσχύει σήμερα «Ἔλεον εἰρήνης, θυσίαν αἰνέσεως». Μὲ τὸ πρόβλημα τῆς σχετικῆς διατύπωσης ἀσχολεῖται διεξοδικὰ ὁ π. J. Khalil, «A textual- critical study and interpretation of the liturgical response ‘Ἔλεον εἰρήνης θυσίαν αἰνέσεως’», ἐν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀρχαῖος κόσμος. Τιμητικὸ Ἀφιέρωμα στὸν ὁμότιμο Καθηγητὴ Ἰωάννη Λ. Γαλάνη, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη 2010, σσ. 653-669.
[97]. Νικολαου Καβασιλα, ὅ.π., SC 4bis, 170. Βλ. καὶ Ι. Μ. Φουντουλη, Ἑρμηνεία ἑπτὰ δύσκολων σημείων τοῦ κειμένου τῆς θείας Λειτουργίας ἀπὸ τὸ Νικόλαο Καβάσιλα (Ἀνάτυπο ἀπὸ τὸν τόμο τοῦ Συνεδίου γιὰ τὴν ἁγιοποίηση τοῦ Νικολάου Καβάσιλα), Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 162-163.
[98]. A.M. Σταυροπουλου, Μνήμη καὶ λήθη στὴ θεία Λειτουργία, σ. 76.
[99]. Ἡ Λειτουργία τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου ἔχει «Πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ», τοῦ Ἰακώβου «Ἐν εἰρήνῃ Χριστοῦ πορευθῶμεν», καὶ τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν «Ἀπολύεσθε ἐν εἰρήνῃ». Ἀντίστοιχα βιβλικὰ πρότυπα βλ. Κ. Παπαδημητρίου, ὅ.π., σσ. 79-88.
[100]. Π. Β. Βασιλειαδη, ὅ.π., σ. 122. Βλ. καὶ Σ. Χ. Τσομπανιδη, «Οἱ Ἐκκλησίες σὲ ἀναζήτηση μιᾶς “δίκαιης εἰρήνης” σὲ ἐποχὴ παγκοσμιοποίησης», ἐν Καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη [Ἱερὰ Μητρόπολις Δημητριάδος. Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν], «Ἴνδικτος», σ. 121: «Ἡ ἀληθινὴ μετοχὴ στὴ θεία Λειτουργία συνεπάγεται τὴ σύνδεση μὲ τὴν κοινωνικὴ ζωή. Ὅποιος ζεῖ τὴν ἐμπειρία τῆς εἰρήνης στὴ θεία Λειτουργία δὲν μπορεῖ νὰ μείνει ἀδιάφορος γιὰ τὴν ἀπουσία της ἀπὸ τὴ σύγχρονη κοινωνία. Ὅποιος μετέχει ἀληθινὰ στὴ θεία Λειτουργία δὲν μπορεῖ ἄλλα νὰ λέει καὶ νὰ κάνει ἐκεῖ, καὶ διαφορετικὰ νὰ σκέφτεται καὶ νὰ πράττει μετὰ τὴ Λειτουργία».
[101]. Νικοδημου Αγιορείτου, Κῆπος χαρίτων, σ. 137.
[102]. Ο. Ελυτη, Τὸ Ἄξιον ἐστί, Ἡ Γένεσις.
[103]. Β΄ Κορ. 5, 17: «Εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις».
[104]. Τροπάριο ζ΄ ὠδῆς Κανόνα τοῦ Πάσχα.