Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΩΣ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ


Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΩΣ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ

Του Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Παναγιώτη Σκαλτσή
12 ΔΕΣ Ελληνικής Εταιρείας ΒιβλικώνΤὸν τίτ­λο αὐ­τοῦ τοῦ κει­μέ­νου* τὸν λά­βα­με ἀ­πὸ τὸν ἱ­ε­ρὸ Χρυ­σό­στο­μο, ὁ ὁ­ποῖ­ος κά­νει λό­γο γιὰ τὴ θεί­α Λει­τουρ­γί­α ὡς τῆς εἰ­ρή­νης τὸ μυ­στή­ριο[1]. Τὸ κο­ρυ­φαῖ­ο αὐ­τὸ γε­γο­νὸς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τὸ ὁ­ποῖ­ο καὶ προσ­δι­ο­ρί­ζει τὴν ταυ­τό­τη­τά της ὡς σῶ­μα Χρι­στοῦ[2], ἱ­στο­ρι­κῆς ἐ­πὶ τὸ αὐ­τὸ[3] σύ­να­ξης καὶ κοι­νω­νί­ας τῶν πι­στῶν[4], ἀλ­λὰ καὶ λει­τουρ­γι­κοῦ τό­που πρό­γευ­σης τῶν ἐ­σχά­των[5], ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται σὲ κα­θη­με­ρι­νὴ βά­ση[6] καὶ «εἰς τὸ δι­η­νε­κὲς»[7] ἐρ­γα­στή­ριο κα­ταλ­λα­γῆς, ἑ­νό­τη­τας, εἰ­ρή­νης καὶ συμ­φι­λί­ω­σης τό­σο μὲ τὸ Θε­ό, ὅ­σο καὶ με­τα­ξύ μας[8].
α) Ἡ εἰ­ρή­νη ὡς «κρί­μα δί­και­ον»[9], ἔρ­γο δι­και­ο­σύ­νης δη­λα­δή, στὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη[10], καρ­πὸς τοῦ ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος κα­τὰ τὸν Ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο[11] καὶ ἡ τε­λει­ό­τη­τα τῶν εὐ­λο­γι­ῶν γιὰ τὴν εὐ­στά­θεια τοῦ ἡ­γε­μο­νι­κοῦ κα­τὰ τὸ Μέ­γα Βα­σί­λει­ο[12], εἶ­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη μὲ τὴν ἀ­νὰ τοὺς αἰ­ῶ­νες πο­ρεί­α τοῦ ἀν­θρώ­που στὸν κό­σμο, τὴν ἀ­να­φο­ρά του πρὸς τὸ Θε­ὸ καὶ τὶς σχέ­σεις του μὲ τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους. «Εἰ­ρή­νη πολ­λὴ» σ᾽ ὅ­σους κα­τὰ τὸν ψαλ­μω­δὸ ἀ­γα­ποῦν τὸ νό­μο τοῦ Θε­οῦ[13], εἰ­ρή­νη ποὺ ξε­χει­λί­ζει σὰν πο­τά­μι κα­τὰ τὸν προ­φή­τη Ἠ­σα­ΐ­α[14], δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ὁ προ­φη­τι­κὸς ὁ­ρα­μα­τι­σμὸς τῆς θεί­ας αὐ­τῆς δω­ρε­ᾶς[15] βρῆ­κε τὸ πλή­ρω­μά του στὸ Χρι­στό, τὸν Κύ­ριο τῆς εἰ­ρή­νης ὁ ὁ­ποῖ­ος μᾶς χα­ρί­ζει αυ­τὴ τὴν εὐ­λο­γί­α «διὰ παν­τὸς ἐν παν­τὶ τρό­πῳ»[16].
Ὁ Χρι­στὸς ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὴν εἰ­ρή­νη καὶ εἶ­ναι ἡ εἰ­ρή­νη μας[17]. Γιὰ χά­ρη τῆς εἰ­ρή­νης, δη­λα­δὴ τῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ νέ­ου ἐ­σχα­το­λο­γι­κοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ[18], «κλί­νας οὐ­ρα­νοὺς ἐ­πὶ τὴν γῆν κα­τῆλ­θεν»[19] καὶ ὁ ὕ­μνος ὁ ἀγ­γε­λι­κὸς «Δό­ξα ἐν ὑ­ψί­στοις Θε­ῷ καὶ ἐ­πὶ γῆς εἰ­ρή­νη ἐν ἀν­θρώ­ποις εὐ­δο­κί­α»[20] ποὺ ἀ­κού­στη­κε κα­τὰ τὴ γέν­νη­ση δεί­χνει «ὅ­τι τὴν εἰ­ρή­νην ἡ­μῖν κο­μί­ζων οὐ­ρα­νό­θεν ἦλ­θεν ἐφ᾽ ἡ­μᾶς»[21]. Ἡ πα­λαι­ὰ ἔ­χθρα, ἡ ἁ­μαρ­τί­α δη­λα­δὴ «ποὺ σὰν φραγ­μὸς κρα­τᾶ τὸν ἄν­θρω­πο μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸ Θε­ό»[22], ἀλ­λὰ καὶ ὁ νό­μος κα­ταρ­γή­θη­καν διὰ τοῦ σταυ­ροῦ. Δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἔ­τσι ὁ νέ­ος ἄν­θρω­πος, ὁ κα­τηλ­λαγ­μέ­νος μὲ τὸ Θε­ό[23], ὁ συμ­φι­λι­ω­μέ­νος μὲ τὸ συ­νάν­θρω­πο ἀ­φοῦ οἱ ἐγ­γὺς καὶ οἱ μα­κρὰν διὰ τῆς εἰ­ρή­νης τοῦ Χρι­στοῦ ἔ­γι­ναν ἕ­να[24], ἀλ­λὰ καὶ ὁ εἰ­ρη­νι­κὸς μὲ τὸν ἑ­αυ­τό του ἄν­θρω­πος, δι­ό­τι ὁ Χρι­στὸς «ἐ­σή­κω­σεν ἀ­πὸ τὸ μέ­σον τὰ αἴ­τια τῆς τα­ρα­χῆς, τὰ ὁ­ποῖ­α ἦ­ταν τὰ πά­θη καὶ αἱ ἁ­μαρ­τί­αι καὶ ὁ ἔ­λεγ­χος τῆς συ­νει­δή­σε­ως»[25]. Ὄ­χι μό­νο μὲ τὴ γέν­νη­ση, τὸ σταυ­ρὸ καὶ τὸ θά­να­τό Του ὁ Χρι­στὸς μᾶς φα­νέ­ρω­σε τὴν «ὑ­πε­ρέ­χου­σαν πάν­τα νοῦν»[26] εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ καὶ με­τὰ τὴν ἀ­νά­στα­σή Του μὲ τὸ «εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν»[27] χαι­ρέ­τι­σε τοὺς μα­θη­τές Του. Ὁ­λο­κλη­ρώ­νον­τας δὲ «τὴν σω­τή­ριον οἰ­κο­νο­μί­αν, τὴν εἰ­ρή­νην ἀν­τὶ κλη­ρο­νο­μί­ας τοῖς οἰ­κεί­οις ἀ­φῆ­κε, λέ­γων πρὸς αὐ­τοὺς “Εἰ­ρή­νην τὴν ἐ­μὴν δί­δω­μι ὑ­μῖν, εἰ­ρή­νην τὴν ἐ­μὴν ἀ­φί­η­μι ὑ­μῖν”»[28].
Στὸ Χρι­στὸ λοι­πόν, τὸν ἄρ­χον­τα τῆς εἰ­ρή­νης[29] καὶ ἀ­λη­θι­νὸ εἰ­ρη­νο­ποι­ό[30], ἀ­να­κα­λύ­πτου­με τὸ πραγ­μα­τι­κὸ νό­η­μα τῆς εἰ­ρή­νης, ὡς ζω­ὴ καὶ σω­τη­ρί­α, ὡς θεί­α δύ­να­μη[31] καὶ ἐ­νέρ­γεια ποὺ ἑ­νώ­νει τὰ πάν­τα «σὲ μί­α ἀ­σύγ­χυ­τη συ­νο­χὴ καὶ πραγ­μα­το­ποι­εῖ τὴν κο­σμι­κὴ ἑ­νό­τη­τα ὡς μί­α ὁ­μό­νοι­α καὶ συμ­βί­ω­ση»[32]. «Μί­αν οὖν τι­να καὶ ἁ­πλῆν τῆς εἰ­ρη­νι­κῆς ἑ­νώ­σε­ως θε­ω­ρή­σω­μεν φύ­σιν –σύμ­φω­να μὲ τὰ κεί­με­να Δι­ο­νυ­σί­ου τοῦ Ἀ­ρε­ο­πα­γί­του– ἑ­νοῦ­σαν ἅ­παν­τα ἑ­αυ­τῇ καὶ ἑ­αυ­τοῖς καὶ ἀλ­λή­λοις, καὶ δι­α­σώ­ζου­σαν πάν­τα ἐν ἀ­συγ­χύ­τῳ πάν­των συ­νο­χῇ καὶ ἀ­μι­γῆ καὶ συγ­κε­κρα­μέ­να»[33].
β) Αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴν θεί­αν, ἑ­νω­τι­κὴν καὶ ἀρ­χι­συ­νά­γω­γον εἰ­ρή­νην μᾶς κα­λεῖ ὁ ἀ­ρε­ο­πα­γι­τι­κὸς λό­γος νὰ ἀ­νε­φη­μή­σου­με «ὕ­μνοις εἰ­ρη­ναί­οις»[34], δί­δον­τας ἔ­τσι τὸ στίγ­μα τῆς λει­τουρ­γι­κῆς ση­μα­σί­ας καὶ σπου­δαι­ό­τη­τας αὐ­τῆς τῆς ἀ­ρε­τῆς. Ἡ εἰ­ρή­νη λει­τουρ­γεῖ­ται καὶ ὑ­μνο­λο­γεῖ­ται μὲ νη­φά­λιο τρό­πο καὶ νοῦ γα­λη­νε­μέ­νο, ἀ­παλ­λαγ­μέ­νο ἀ­πὸ ἐμ­πα­θεῖς λο­γι­σμοὺς καὶ ἐμ­πει­ρί­ες ποὺ τα­ράσ­σουν τὴν κα­τά­στα­ση τῆς ψυ­χῆς[35]. Ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α ἰ­δι­αί­τε­ρα, «τὸ οἰ­κο­νο­μη­θὲν ἡ­μῖν τοῦ­το πρὸς σω­τη­ρί­αν μυ­στή­ριον»[36], ἡ μυ­στα­γω­γί­α τῆς ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου[37], ἡ ἀ­να­κε­φα­λαί­ω­ση ὅ­λου τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς ἐν Χρι­στῷ οἰ­κο­νο­μί­ας[38], ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ ἕ­ως τὸ τέ­λος πα­ρα­πέμ­πει στὴν εἰ­ρή­νη σὲ ὅ­λες της μά­λι­στα τὶς δι­α­στά­σεις. Ἀ­να­δει­κνύ­ει τὴν εἰ­ρή­νη ὡς πνευ­μα­τι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α[39] καὶ χά­ρη[40], ὡς «ὀν­τo­λο­γι­κό, δη­λα­δή, ἔρ­γο καὶ δώ­ρη­μα τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ στὸν ἄν­θρω­πο»[41].
«Ὅ­ταν εἰ­σέλ­θει ὁ τῆς ἐκ­κλη­σί­ας προ­ε­στώς –γρά­φει ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος– εὐ­θέ­ως λέ­γει, εἰ­ρή­νη πᾶ­σι·× ὅ­ταν ὁ­μι­λεῖ, εἰ­ρή­νη πᾶ­σι· ὅ­ταν εὐ­λο­γεῖ, εἰ­ρή­νη πᾶ­σι· ὅ­ταν ἀ­σπά­ζε­ται, κε­λεύ­ει, εἰ­ρή­νη πᾶ­σι· ὅ­ταν ἡ θυ­σί­α τε­λε­σθεῖ, εἰ­ρή­νη πᾶ­σι καὶ με­τα­ξὺ πά­λιν χά­ρις ὑ­μῖν καὶ εἰ­ρή­νη»[42]. Πρό­κει­ται ἀ­σφα­λῶς γιὰ τὸν ἀ­να­στά­σι­μο χαι­ρε­τι­σμὸ τοῦ Κυ­ρί­ου μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ον «στὴν εἰ­ρή­νη λαμ­βά­νει τὴν πλή­ρη καὶ σα­φῆ ση­μα­σί­α της, κα­θὼς ἔρ­χε­ται ὡς ἐ­πι­στέ­γα­σμα τῆς δι­δα­σκα­λί­ας καὶ τοῦ ἔρ­γου τοῦ Θε­αν­θρώ­που»[43]. Ἦ­ταν ἄλ­λω­στε ἔ­θι­μο μὲ τὴν εἴ­σο­δο σὲ μί­α οἰ­κί­α νὰ ἀ­πευ­θύ­νουν τὸ χαι­ρε­τι­σμὸ τῆς εἰ­ρή­νης. Ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος προ­έ­τρε­πε τοὺς μα­θη­τές Του νὰ τη­ροῦν αὐ­τὴ τὴν πα­ρά­δο­ση× «εἰ­σερ­χό­με­νοι γάρ φη­σιν εἰς τὰς οἰ­κί­ας λέ­γε­τε εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν»[44]. Πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ ἰ­σχύ­ει ὅ­ταν εἰ­σερ­χό­μα­στε στὴν ἐκ­κλη­σί­α, τὴν κοι­νή μας οἰ­κί­α[45], ὅ­που κα­τὰ τὸν ἅ­γιο Μά­ξι­μο τὸν Ὁ­μο­λο­γη­τὴ βρί­σκου­με «ἄ­συ­λον εἰ­ρή­νης ἀ­νά­κτο­ρον, τὴν ἐν πνεύ­μα­τι φυ­σι­κὴν θε­ω­ρί­αν, τὴν ἄ­μα­χον καὶ πά­σης ἐ­λευ­θέ­ραν τα­ρα­χῆς»[46].
γ) Πιὸ συγ­κε­κρι­μέ­να, με­τὰ τὴν ἐ­ναρ­κτή­ρια δο­ξο­λο­γι­κὴ ἐκ­φώ­νη­ση «Εὐ­λο­γη­μέ­νη ἡ βα­σι­λεί­α…», μὲ τὴν ὁ­ποί­αν ὁ ἱ­ε­ρέ­ας προ­σκα­λεῖ τὴν Ἁ­γί­α Τριά­δα νὰ εἶ­ναι πα­ρού­σα στὸ μυ­στή­ριο[47] προ­δι­α­γρά­φον­τας ἔ­τσι ἀπ᾽ ἀρ­χῆς τὸν ἐ­σχα­το­λο­γι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα τῆς Εὐ­χα­ρι­στια­κῆς σύ­να­ξης, κα­λοῦν­ται οἱ πι­στοὶ νὰ προ­σευ­χη­θοῦν μὲ εἰ­ρή­νη· «Ἐν εἰ­ρή­νῃ τοῦ Κυ­ρί­ου δε­η­θῶ­μεν». Ὑ­πο­δει­κνύ­ε­ται ὁ τρό­πος τῆς προ­σευ­χῆς, χω­ρὶς στοι­χεῖ­α βατ­το­λο­γί­ας, ἐ­πί­δει­ξης καὶ ἐ­σω­τε­ρι­κῆς τα­ρα­χῆς. Ἔ­τσι μᾶς δί­δα­ξε ὁ Χρι­στὸς γρά­φει ὁ Γερ­μα­νὸς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως× «με­τὰ δὲ ἠ­ρέ­μου νο­ὸς τὰς εὐ­χὰς ἡ­μῶν ἀ­πο­δῶ­μεν»[48]. Ἐ­ὰν στὴ δι­ά­νοι­ά μας δὲν ἡ­συ­χά­ζουν ὅ­λοι οἱ λο­γι­σμοὶ «εἰ­ρή­νη οὐκ ἔ­σται» το­νί­ζει ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος[49]. Ὁ ἱ­ε­ρὸς Κα­βά­σι­λας σχο­λι­ά­ζον­τας τὸ «Ἐν εἰ­ρή­νῃ τοῦ Κυ­ρί­ου δε­η­θῶ­μεν» μι­λᾶ γιὰ τὸ κα­θα­ρὸ συ­νει­δὸς τοῦ ἀν­θρώ­που, τὸ εὐ­χα­ρι­στια­κὸ καὶ ἀ­σκη­τι­κὸ ἦ­θος ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζει τὸν με εἰ­ρή­νη προ­σευ­χό­με­νο ἄν­θρω­πο[50].
Στὰ ἑπόμενα Εἰρηνικὰ[51] διαμορφώνεται ἀκόμη περισσότερο τὸ κλίμα τῆς εἰρήνης, ὡς «ἀνενόχλητης εὐφροσύνης» κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο[52], που διέπει τὴ Λειτουργία[53]. Τὸ δεύτερο κατὰ σειρὰν αἴτημα ἀφορᾶ τὴν «ἄνωθεν εἰρήνη» καὶ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας. Ἡ «ἄνωθεν εἰρήνη» ἀναφέρεται σ᾽ ἀντίθεση μὲ τὴν τραγικότητα τοῦ πολέμου[54]. «Ἄνω γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡ ἀληθής –γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος–. Ἐπεὶ ὅσον γε τῇ σαρκὶ συνδεδέμεθα χρόνον, πολλοῖς καὶ τοῖς ἐκταράσσουσιν ἡμᾶς συνεζεύγμεθα»[55]. Ὅσο δηλαδὴ δενόμαστε μὲ τὸ ἐφήμερο, τόσο ἐπηρεαζόμαστε καὶ ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ μᾶς ταράσσουν. Αὐτὸς ὁ κόσμος δὲν εἶναι πρόσφορος γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς εἰρήνης. Ἀρχίζουμε ἁπλῶς ἀπὸ ἐδῶ γιὰ νὰ βροῦμε τὴν πληρότητά της στὰ ἔ­σχα­τα[56]. «Ζήτησον οὖν εἰρήνην, λύσιν τῶν τοῦ κόσμου τούτου θο­ρύ­βων× κτῆσαι γαληνιῶντα νοῦν, ἀκύμονά τινα καὶ ἀτάραχον κα­τά­στασιν τῆς ψυχῆς… Ὁ ζητῶν εἰρήνην, Χριστὸν ἐκζητεῖ, ὅτι αὐτός ἐστιν ἡ εἰρήνη»[57].
gma_9
Ἀ­νά­λο­γες θέ­σεις γιὰ τὴν «ἄ­νω­θεν εἰ­ρή­νη» δι­α­τυ­πώ­νει καὶ ὁ Κα­βά­σι­λας στὸ ἑρ­μη­νευ­τι­κὸ γιὰ τὴ θεί­α Λει­τουρ­γί­α ὑ­πό­μνη­μά του. Ἡ προ­τε­ραι­ό­τη­τα στὴν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση δί­δε­ται στὴν ἐκ­ζή­τη­ση τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ καὶ τῆς δι­και­ο­σύ­νης του κα­τὰ τὸ «Ζη­τεῖ­τε δὲ πρῶ­τον τὴν βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ καὶ τὴν δι­και­ο­σύ­νην αὐ­τοῦ»[58]. Πράγ­μα­τι «τὴν μὲν γὰρ βα­σι­λεί­αν ἡ τῶν ψυ­χῶν σω­τη­ρί­α, ἡ δὲ ἄ­νω­θεν εἰ­ρή­νη τὴν τοῦ Θε­οῦ δι­και­ο­σύ­νην ση­μαί­νει»[59]. Ὅ­πως δὲ ἡ δι­και­ο­σύ­νη δη­λώ­νει τὸ σύ­νο­λο τῶν ἀ­ρε­τῶν, ἔ­τσι καὶ ἡ εἰ­ρή­νη «ἐ­στὶν ἁ­πα­σῶν ἀ­ρε­τῶν ὁ­μοῦ καὶ φι­λο­σο­φί­ας ἁ­πά­σης καρ­πός»[60]. Τὸ ὄ­φε­λος αὐ­τῆς τῆς εἰ­ρή­νης, τῆς ἀ­πὸ τὸ Θε­ὸ προ­ερ­χο­μέ­νης, εἶ­ναι πο­λὺ με­γά­λο, καθ᾽ ὅ­σον ἀ­πὸ αὐ­τὴν ἐ­πη­ρε­ά­ζε­ται καὶ ἡ «πρὸς ἀλ­λή­λους» εἰ­ρή­νη, ἀλ­λὰ καὶ ἡ «πρὸς ἡ­μᾶς αὐ­τούς». Ὁ θο­ρυ­βού­με­νος δὲ νοῦς, ὁ γε­μά­τος ὀρ­γή, μνη­σι­κα­κί­α, ψεῦ­δος, ἀ­φρο­σύ­νη καὶ ἀ­δι­κί­α «Θε­ῷ συ­νελ­θεῖν παν­τε­λῶς ἀ­δύ­να­τον, πρῶ­τον μὲν δι᾽ αὐ­τὴν τὴν φύ­σιν τοῦ θο­ρύ­βου. Κα­θά­περ γὰρ ἡ εἰ­ρή­νη τοὺς πολ­λοὺς ἕ­να δεί­κνυ­σι, οὕ­τως ὁ θό­ρυ­βος τὸν ἕ­να πολ­λὰ ποι­εῖ»[61].
Τὸ τρί­το πε­ρὶ εἰ­ρή­νης αἴ­τη­μα ἀ­φο­ρᾶ τὴν πρὸς ἀλ­λή­λους εἰ­ρή­νευ­ση καὶ ἀ­γά­πη, τὴν εἰ­ρή­νη τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου, τὴν εὐ­στά­θεια τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν καὶ τὴν ἐν Χρι­στῷ ἔ­νω­ση τῶν πάν­των. Κα­λεῖ­ται δη­λα­δὴ ὁ κά­θε λει­τουρ­γη­μέ­νος ἄν­θρω­πος νὰ βι­ώ­νει τὴν εἰ­ρή­νη ὡς τὴν δύ­να­μη ἐ­κεί­νη ποὺ μπο­ρεῖ νὰ με­τα­μορ­φώ­νει τὸν κό­σμο ὁ­λό­κλη­ρο, νὰ ὑ­περ­βαί­νει τὰ ἐμ­πό­δια ἐ­κεῖ­να ποὺ δη­μι­ουρ­γοῦν σχί­σμα­τα καὶ αἱ­ρέ­σεις στὸ σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, νὰ κά­νει πρά­ξη τὴν ἐν­το­λὴ τοῦ Κυ­ρί­ου «ἵ­να πάν­τες ν ὦ­σι»[62]. Εἴ­μα­στε εἰ­ρη­νι­κοὶ «πρὸς ἀλ­λή­λους –γρά­φει ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς– ἀ­νε­χό­με­νοι ἀλ­λή­λων καὶ χα­ρι­ζό­με­νοι, εἴ τις πρός τι­να ἔ­χει μομ­φήν, ὡς καὶ ὁ Χρι­στὸς ἐ­χα­ρί­σα­το ὑ­μῖν, καὶ τὸν πρὸς ἀλ­λή­λους ἔ­λε­ον ἐκ τῆς πρὸς ἀλ­λή­λους ἀ­γά­πης ἐ­πι­δει­κνύ­με­νοι κα­θά­περ καὶ ὁ Χρι­στὸς ἐκ μό­νης τῆς πρὸς ἡ­μᾶς ἀ­γά­πης ἠ­λέ­η­σε καὶ μέ­χρις ἡ­μῶν κα­τῆλ­θεν ὑ­πὲρ ἡ­μῶν»[63]. Σὲ οἰ­κου­με­νι­κὸ δὲ ἐ­πί­πε­δο, στὰ ὅ­ρια τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου, ἡ εἰ­ρή­νη εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α. Ὁ Χρι­στὸς ἄλ­λω­στε εἶ­ναι ὁ κοι­νὸς Δε­σπό­της ὅ­λων καὶ προ­νο­εῖ γιὰ ὅ­λους[64]. Ὁ ἤ­ρε­μος δὲ καὶ ἡ­σύ­χιος βί­ος τῶν ἀν­θρώ­πων, «ἐν πά­σῃ –μά­λι­στα– εὐ­λα­βεί­ᾳ καὶ σε­μνό­τη­τι»[65] ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴν οἰ­κου­με­νι­κὴ καὶ παγ­κό­σμια εἰ­ρή­νη.
Τρα­νὴ ἀ­πό­δει­ξη ὅ­τι δὲν προ­σευ­χό­μα­στε στὴ Λει­τουρ­γί­α μό­νο γιὰ ὅ­σα ἀ­φο­ροῦν τὴν ψυ­χή, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ ὅ­σα ἀ­γα­θὰ σχε­τί­ζον­ται μὲ τὸ σῶ­μα μας, εἶ­ναι καὶ τὸ αἴ­τη­μα γιὰ τοὺς εἰ­ρη­νι­κοὺς και­ρούς[66]. Ἡ ἰ­σορ­ρο­πί­α στὴ φύ­ση, ἡ γα­λή­νη τῶν και­ρι­κῶν φαι­νο­μέ­νων, ἡ φυ­σι­ο­λο­γι­κὴ ἐ­ναλ­λα­γὴ τῶν ἐ­πο­χῶν, ἡ ἀ­πα­ραί­τη­τη βρο­χὴ καὶ ἡ κα­τάλ­λη­λη θερ­μο­κρα­σί­α, εἶ­ναι βα­σι­κὲς προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιὰ τὴν ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που[67]. Ἰ­δι­αί­τε­ρα μά­λι­στα στὶς μέ­ρες μας ποὺ ἡ ἀ­νη­συ­χί­α γύ­ρω ἀ­πὸ τὰ οἰ­κο­λο­γι­κὰ θέ­μα­τα εἶ­ναι αὐ­ξη­μέ­νη, ἡ θε­ο­λο­γι­κὴ δὲ σκέ­ψη δεί­χνει γι᾽ αὐ­τὰ ξε­χω­ρι­στὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον, για­τὶ ἀ­κρι­βῶς οἱ τρα­γι­κὲς συ­νέ­πει­ες κά­θε οἰ­κο­λο­γι­κῆς κρί­σης ἔ­χουν τὸ θλι­βε­ρὸ ἀν­τί­κτυ­πό τους στὴν παγ­κό­σμια εἰ­ρή­νη καὶ τὸν ἄν­θρω­πο[68].
δ) Μετὰ τὰ Εἰρηνικὰ λόγος γιὰ τὴν εἰρήνη γίνεται πρὶν και μετὰ τὰ βιβλικὰ ἀναγνώσματα. Μετὰ τὴν ἀποστολικὴ περικο­πὴ ὁ ἱερέας εἰρηνεύει τὸν ἀναγνώστη μὲ τὸ «Εἰρήνη σοι». Τὸ ἴδιο καὶ μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ἀπὸ τὸ Διάκονο, «Εἰρήνη σοι». Οἱ ἀναφωνήσεις αὐτὲς πρὸς τὴν εἰρήνη, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, φανερώνουν τὶς θεϊκὲς εὐαρεστήσεις ποὺ μεταφέρουν οἱ ἅγιοι ἄγγελοι. Πρόκειται γιὰ ἀμοιβὴ γι᾽ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίσθηκαν νὰ καθαρισθοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ ζήσουν ἐνάρετα. Ἡ εἰρήνη εἶναι ἐκ Θεοῦ σημάδι τοῦ τέλους τῶν μαχῶν ἐνάντια στὶς σκοτεινὲς δυνάμεις καὶ ἔνδειξη ἀρχῆς νέων ἀγώνων «πρὸς γεωργίαν πνευματικήν, εἴτουν ἀρετῶν ἐργασίαν»[69]. Ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης θεωρεῖ ὅτι ἡ εἰρηναία αὐτὴ εὐλογία «ἰδιόν ἐστι τοῦ Χριστοῦ καὶ κληρονομία ἡμῖν ὑπ᾽ αὐτοῦ καταληφθεῖσα»[70].
Τὸ «εἰρήνη πᾶσι» δὲ ποὺ προηγεῖται τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀνα­γνώ­σματος κατὰ τὸν ἑρμηνευτὴ τῆς θείας Λειτουργίας Θεό­δω­ρο Ἀνδίδων σημαίνει ὅτι «ὁ Χριστὸς ὁ τῆς εἰρήνης Πατὴρ εἰς ἑνό­τητα ἤγαγε καὶ τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ ἐπουράνια»[71]. Τὸ «καὶ τῷ πνεύματί σου» ποὺ ἀκολουθεῖ ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ ἀναφέ­ρεται κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο στὴν ἱερατικὴ ποιότητα τοῦ λει­τουργοῦντος, ἡ ὁποία βεβαίως συνδέεται μὲ τὴ βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ παναγίου Πνεύματος[72]. Ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλου­σιώ­της κάνει λόγο γιὰ τὴν ἀδιαίρετον ἕνωση καὶ τὸ δεσμὸ τῆς ἀγάπης ποὺ διὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ ἁγίου Πνεύματος δημιουρ­γεῖται μεταξὺ τῶν πιστῶν[73].
Στὴ Με­γά­λη Εἴ­σο­δο καὶ στὴν με­τα­φο­ρὰ τῶν τι­μί­ων δώ­ρων[74], ὁ­πό­τε καὶ εἰ­σπο­ρεύ­ε­ται ὁ βα­σι­λεὺς τῆς δό­ξης Χρι­στὸς «πολ­λὴν εἶ­ναι δεῖ τὴν γα­λή­νην, πολ­λὴν τὴν ἡ­συ­χί­αν, βa­θεῖ­αν τῶν λο­γι­σμῶν τὴν εἰ­ρή­νην»[75]. Ἐν συ­νε­χεί­ᾳ στὰ πλη­ρω­τι­κὰ με­τα­ξὺ τῶν ἄλ­λων γί­νε­ται λό­γος καὶ γιὰ τὸν «ἄγ­γε­λον εἰ­ρή­νης». Ἡ αἴ­τη­ση αὐ­τή, ὅ­πως καὶ οἱ ἄλ­λες τῶν πλη­ρω­τι­κῶν προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ τὴν τά­ξη τῆς ἀ­πό­λυ­σης πα­λαι­ό­τε­ρα τῶν κα­τη­χου­μέ­νων στοὺς ὁ­ποί­ους ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εὐ­χό­ταν εἰ­ρη­νι­κὴν τὴν ἡ­μέ­ρα καὶ φύ­λα­κα ἄγ­γε­λο ὡς ὁ­δη­γὸ στὴν πο­ρεί­α των[76]. «Εἰ τοί­νυν ἀγ­γέ­λους ἔ­χω­μεν, νή­φω­μεν× κα­θά­περ παι­δα­γω­γῶν τι­νῶν ἡ­μῖν πα­ρόν­των× –ση­μει­ώ­νει ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος– πά­ρε­στι γὰρ καὶ δαί­μων× διὰ τοῦ­τo εὐ­χό­με­θα καὶ λέ­γο­μεν, αἰ­τοῦν­τες τὸν ἄγ­γε­λον τῆς εἰ­ρή­νης»[77].
Ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της σχο­λι­ά­ζον­τας τὰ πα­ρα­πά­νω καὶ ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος προ­φα­νῶς σ᾽ ὅ­σους καὶ στὴν ἐ­πο­χή του συ­νή­θι­ζαν νὰ φεύ­γουν με­τὰ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ἤ με­τὰ τὴν Με­γά­λη Εἴ­σο­δο[78], ὡς ἀ­νά­ξιοι δῆ­θεν νὰ με­τα­λά­βουν, ση­μει­ώ­νει× «Ἐ­σὺ δὲ πῶς κά­μνεις τα­ρα­χήν, καὶ μὲ αὐ­τὴν δι­ώ­κεις μὲν τὸν ἄγ­γε­λον τῆς εἰ­ρή­νης, προ­σκα­λεῖς δὲ τὸν τα­ρα­χο­ποι­ὸν δαί­μο­να;»[79]. Σή­με­ρα βε­βαί­ως τὸ ὡς ἄ­νω αἴ­τη­μα ἀ­φο­ρᾶ ὅ­λους τοὺς πι­στούς[80], γι᾽ αὐ­τὸ καὶ σὲ νε­ώ­τε­ρα πε­ρὶ τὴν θεί­α Λει­τουρ­γί­α ἑρ­μη­νευ­τι­κὰ σχό­λια τὸ ἐν λό­γῳ αἴ­τη­μα σχε­τί­ζε­ται μὲ τὴν ἀ­νάγ­κη ἡ κά­θε μέ­ρα μας νὰ δι­έρ­χε­ται εἰ­ρη­νι­κὰ καὶ ὁ φύ­λα­κας ἄγ­γε­λος ποὺ μᾶς συ­νο­δεύ­ει ἀ­πὸ τὴν ὥ­ρα τῆς βά­πτι­σής μας[81], νὰ εἶ­ναι ἄγ­γε­λος εἰ­ρή­νης[82].
ε) Ἀ­πὸ τὰ σπου­δαι­ό­τε­ρα ση­μεῖ­α τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας μὲ ἱ­στο­ρι­κὴ ἀ­να­φο­ρὰ σὲ Και­νο­δι­α­θη­κι­κὰ λει­τουρ­γι­κὰ πρό­τυ­πα καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐ­σχα­το­λο­γι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο, εἶ­ναι ὁ πρὸ τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως ἀ­σπα­σμὸς τῆς εἰ­ρή­νης, τὸ φί­λη­μα τῆς κοι­νω­νί­ας καὶ τῆς ἀ­γά­πης με­τα­ξὺ τῶν με­λῶν τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος× «Ἀ­γα­πή­σω­μεν ἀλ­λή­λους, ἵ­να ἐν ὁ­μο­νοί­ᾳ ὁ­μο­λο­γή­σω­μεν». Τὸ πα­ράγ­γελ­μα αὐ­τὸ ἀ­πο­τε­λεῖ λει­τουρ­γι­κὴ ἐ­πα­νά­λη­ψη τῆς φρά­σης τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου «Ἀ­σπά­σα­σθε ἀλ­λή­λους ἐν φι­λή­μα­τι ἁ­γί­ῳ»[83] καὶ στη­ρί­ζε­ται στὸ λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου× «ἐ­ὰν οὖν προ­σφέ­ρῃς τὸ δῶ­ρον σου ἐ­πὶ τὸ θυ­σι­α­στή­ριον κἀ­κεῖ μνη­σθῇς ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου ἔ­χει τι κα­τὰ σοῦ, ἄ­φες ἐ­κεῖ τὸ δῶ­ρον σου ἔμ­προ­σθεν τοῦ θυ­σι­α­στη­ρί­ου, καὶ ὕ­πα­γε πρῶ­τον δι­αλ­λά­γη­θι τῷ ἀ­δελ­φῷ σου καὶ τό­τε ἐλ­θὼν πρό­σφε­ρε τὸ δῶ­ρόν σου»[84].
Εἶ­ναι ἀ­πο­στο­λι­κὴ ἐν­το­λὴ ὁ ἀ­σπα­σμὸς τῆς εἰ­ρή­νης, δι­ό­τι ἡ συμ­με­το­χὴ στὴν Εὐ­χα­ρι­στί­α προ­ϋ­πο­θέ­τει τὴν ἑ­νό­τη­τα τῆς πί­στε­ως, ἀλ­λὰ καὶ τὴν πρὸς ἀλ­λή­λους ἀ­γά­πη[85]. Στὴ βά­ση αὐ­τὴ ἀπ᾽ ἀρ­χῆς σὲ ὅ­λους τοὺς λει­τουρ­γι­κοὺς τύ­πους ὁ ἀ­σπα­σμὸς κα­τέ­στη δο­μι­κὸ στοι­χεῖ­ο τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας[86], ἀ­πὸ τοὺς ὑ­πο­μνη­μα­τι­στὲς δέ, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, δό­θη­καν οἱ ἀ­νά­λο­γοι συμ­βο­λι­σμοί. Μνη­μο­νεύ­ου­με ἰδιαίτερα τὴν ἀρ­χα­ϊ­κὴ Λει­τουρ­γί­α τῶν Ἀ­πο­στο­λι­κῶν Δι­α­τα­γῶν (τέ­λη 4ου αἰ.), ὅ­που πρὶν τὴν Ἀ­να­φο­ρὰ καὶ τὴν προ­σφο­ρὰ τῶν δώ­ρων, μὴ ὑ­πάρ­χον­τος τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη, ὁ Δι­ά­κο­νος λέ­γει στὸ λα­ό× «Μή τις κα­τά τι­νος, μή τις ἐν ὑ­πο­κρί­σει. Εἶ­τα καὶ ἀ­σπα­ζέ­σθω­σαν ἀλ­λή­λους οἱ ἄν­δρες καὶ ἀλ­λή­λας αἱ γυ­ναῖ­κες τὸ ἐν Κυ­ρί­ῳ φί­λη­μα, ἀλ­λὰ μή τις δο­λί­ως, ὡς ὁ Ἰ­ού­δας τὸν Κύ­ριον φι­λή­μα­τι πα­ρέ­δω­κεν»[87].
Ἀ­πὸ τοὺς πρώ­τους ποὺ ἑρ­μή­νευ­σαν τὴν «ἀρ­χαι­ό­τα­τη» –κα­τὰ τὸν ἅ­γιο Νι­κό­δη­μο τὸν Ἁ­γι­ο­ρεί­τη– συ­νή­θεια τοῦ ἀ­σπα­σμοῦ ἐν τῇ Λει­τουρ­γί­ᾳ»[88] εἶ­ναι ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων στὴν Ε´ Μυ­στα­γω­γι­κή του Κα­τή­χη­ση, ὅ­που θε­ο­λο­γεῖ ἐ­πὶ τῆς Λει­τουρ­γί­ας τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­α­κώ­βου. «Τὸ φί­λη­μα τοῦ­τo –ση­μει­ώ­νει– ἀ­να­κίρ­νη­σι τὰς ψυ­χὰς ἀλ­λή­λαις, καὶ πᾶ­σαν ἀ­μνη­σι­κα­κί­αν αὐ­ταῖς μνη­στεύ­ε­ται. Ση­μεῖ­ον τοί­νυν ἐ­στὶ τὸ φί­λη­μα τοῦ ἀ­να­κρα­θῆ­ναι τὰς ψυ­χὰς καὶ πᾶ­σαν ἐ­ξο­ρί­ζειν μνη­σι­κα­κί­αν… Τὸ φί­λη­μα δι­αλ­λα­γή ἐ­στι, καὶ διὰ τοῦ­το ἅ­γιον»[89]. Κα­τὰ τὸ Γερ­μα­νὸ Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως τὸ «Ἀ­γα­πή­σω­μεν ἀλ­λή­λους δη­λοῖ καὶ τὴν πρὸς πάν­τας ἀ­γά­πην, καὶ εἰς ἑ­αυ­τοὺς ἀλ­λή­λους, καὶ τὴν τοῦ Θε­οῦ γε­νη­σο­μέ­νην ὁ­μό­νοι­αν, καὶ τὴν τῶν αἰ­σθή­σε­ων πά­ρο­δον, καὶ τὴν τῶν νο­η­τῶν φα­νέ­ρω­σιν, καὶ τὴν τοῦ ἁ­γί­ου συμ­βό­λου τῆς πί­στε­ως, καὶ τὴν και­νὴν τοῦ θεί­ου μυ­στη­ρί­ου δι­α­δο­χήν»[90].
Ἀ­νά­λο­γες ἑρ­μη­νεῖ­ες δί­νουν καὶ οἱ Θε­ό­δω­ρος Ἀν­δί­δων[91] καὶ Συ­με­ὼν Θεσ­σα­λο­νί­κης[92]. Ἀ­φή­σα­με τε­λευ­ταῖ­ο τὸ σχο­λια­σμὸ ποὺ κά­νει στὸ θέ­μα αὐ­τὸ ὁ ἅ­γιος Μά­ξι­μος ὁ Ὀ­μο­λο­γη­τής, ὁ ὁ­ποῖ­ος δί­δει, ὅ­πως ἄλ­λω­στε συ­νη­θί­ζει σὲ ὅ­λα τὰ τε­λού­με­να στὴ Λει­τουρ­γί­α, ἐ­σχα­το­λο­γι­κὴ δι­ά­στα­ση. Ὁ πνευ­μα­τι­κὸς ἀ­σπα­σμὸς προ­τυ­πώ­νει καὶ προ­δι­α­γρά­φει «τὴν ἐ­σο­μέ­νην πάν­των πρὸς ἀλ­λή­λους ἐν τῷ και­ρῷ τῆς τῶν μελ­λόν­των ἀῤ­ῥή­των ἀ­γα­θῶν ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως, κα­τὰ πί­στιν τε καὶ ἀ­γά­πην, ὁ­μό­νοι­άν τε καὶ ὁ­μο­γνω­μο­σύ­νην, καὶ ταυ­τό­τη­τα λο­γι­κήν, δι᾽ ἥν τὴν πρὸς τὸν Λό­γον καὶ Θε­ὸν οἰ­κεί­ω­σιν οἱ ἄ­ξιοι δέ­χον­ται»[93].
IMG_4977
στ) Λί­γο πρὶν τὴν ἁ­γί­α Ἀ­να­φο­ρά, τὸ πρω­το­γε­νὲς αὐ­τὸ κομ­μά­τι τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας ὅ­που κο­ρυ­φώ­νε­ται ἡ ἀ­ναί­μα­κτος καὶ πραγ­μα­τι­κὴ τοῦ Κυ­ρί­ου θυ­σί­α μὲ τὸν κα­θα­για­σμὸ τῶν τι­μί­ων δώ­ρων[94], ὁ Δι­ά­κο­νος ἐκ­φω­νεῖ τὸ «πρό­σχω­μεν τὴν ἁ­γί­αν ἀ­να­φο­ρὰν ἐν Εἰ­ρή­νῃ προ­σφέ­ρειν» καὶ ὁ λα­ὸς ἀ­παν­τᾶ «Ἔ­λε­ον εἰ­ρή­νης, θυ­σί­αν αἰ­νέ­σε­ως». Τὸ δι­α­κο­νι­κὸ πα­ράγ­γελ­μα πα­ρα­πέμ­πει στὸ λό­γο τοῦ Χρι­στοῦ πε­ρὶ κα­ταλ­λα­γῆς καὶ συμ­φι­λί­ω­σης πρὶν τὴ θεί­α κοι­νω­νί­α. Σχο­λι­ά­ζον­τας τὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος το­νί­ζει «μη­δεὶς τῶν ἐ­χόν­των ἐ­χθρὸν προ­σί­τω τῇ ἱ­ε­ρᾷ τρα­πέ­ζῃ καὶ δε­χέ­σθω τὸ σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου× μη­δεὶς προ­σι­ὼν ἐ­χ­θρὸν ἐ­χέ­τω. Ἔ­χθραν ἔ­χεις; μὴ προ­σέλ­θῃς× βού­λει προ­σελ­θεῖν; Κα­ταλ­λά­γη­θι, καὶ τό­τε προ­σελ­θὼν ἄ­ψαι τοῦ ἱ­ε­ροῦ»[95]. Ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ λα­οῦ «Ἔ­λε­ον εἰ­ρή­νης…» μὲ δι­ά­φο­ρες πα­ραλ­λα­γὲς στὶς Λει­τουρ­γί­ες, ἑρ­μη­νεύ­ε­ται ποι­κι­λο­τρό­πως ἀ­πὸ τοὺς ὑ­πο­μνη­μα­τι­στές[96]. Τὴν πλέ­ον θε­ο­λο­γι­κὴ ἑρ­μη­νεί­α δί­δει ὁ ἱ­ε­ρὸς Κα­βά­σι­λας ση­μει­ώ­νον­τας ὅ­τι «προ­σφέ­ρο­μεν οὐ μό­νον μετ᾽ εἰ­ρή­νης ἀλ­λὰ καὶ αὐ­τὴν τὴν εἰ­ρή­νην ἀν­τὶ δώ­ρου καὶ θυ­σί­ας ἑ­τέ­ρας»[97].
«εἰ­ρη­νευ­τι­κὴ Λει­τουρ­γί­α», «αὐ­τὸ τὸ πα­νη­γύ­ρι τῆς συμ­φι­λι­ώ­σε­ως», ὅ­πως εὔ­στο­χα ἔ­χει χα­ρα­κτη­ρι­σθεῖ[98], δὲν τε­λει­ώ­νει ἐ­δῶ. Με­τὰ τὴ θεί­α κοι­νω­νί­α καὶ τὶς εὐ­χὲς τῆς εὐ­χα­ρι­στί­ας ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἐκ­φω­νεῖ τὸ «Ἐν εἰ­ρή­νῃ προ­έλ­θω­μεν»[99]. Ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς εἰ­σήλ­θα­με στὸ Να­ὸ μὲ εἰ­ρή­νη γιὰ τὴ θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ἔ­τσι τώ­ρα φεύ­γου­με ἀ­πὸ τὸ Να­ό, γιὰ νὰ συ­νε­χί­σου­με τὴ Λει­τουρ­γί­α τῆς εἰ­ρή­νης καὶ τῆς ἀ­γά­πης στὴν κοι­νω­νί­α καὶ τὸν κό­σμο. «Θὰ ἦ­ταν σχι­ζο­φρε­νι­κὸ μέ­σα στὸ Να­ὸ νὰ δε­ό­μα­στε: ὑ­πὲρ τῆς εἰ­ρή­νης τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου καὶ να μην ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε ἔ­ξω ἀ­πὸ αὐ­τὸν γιὰ τὴν ἐ­πι­κρά­τη­ση τῆς εἰ­ρή­νης, τὴν ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα τῆς κτι­στῆς δη­μι­ουρ­γί­ας»[100]. Ὅ­σο ὅ­μως «τα­ρατ­τό­με­θα ἀ­πὸ τὰ πά­θη –γρά­φει ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της– ἐν ὅ­σῳ ἐ­λεγ­χό­με­θα ἀ­πὸ τὴν συ­ν­εί­δη­σίν μας, καὶ ἐν ὅ­σῳ δὲν ἔ­χω­μεν ἔ­σω εἰς τὴν καρ­δί­αν μας εἰ­ρή­νην καὶ φι­λί­αν μὲ τὸν Θε­όν, ὅ­λες οἱ εἰ­ρῆ­νες τοῦ κό­σμου εἶ­ναι μά­χες καὶ πό­λε­μοι»[101].
Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ εἶναι εὔστοχος ὁ λόγος τοῦ Ἐλύτη ὅτι «ἡ εἰρήνη θέλει δύναμη νὰ τὴν ἀντέξεις»[102]. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ δύναμη τὴν ἀντλοῦμὲ ἀπὸ τη θεία Λειτουργία, τὸ μυστήριο τῆς καταλλαγῆς καὶ τῆς ἀνάκρασης τῶν ψυχῶν μας. Τὸ πνευμα­τικὸ ἐργαστήριο ὅπου μαθαίνουμε νὰ λειτουργοῦμε ὡς ἄνθρω­ποι προσανατολίζοντας τὴ ζωή μας καὶ τὸν κόσμο στὸ φῶς τῆς ἐν Χριστῷ εἰρήνης καὶ στὴν προοπτικὴ τῆς Εὐχαριστιακῆς-ἐ­σχατολογικῆς ἐλπίδας. Στὸ φῶς τῆς «καινῆς κτίσης»[103] καὶ τῆς «ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν»[104].
* Εἰσήγηση στὴν ἡμερίδα ποὺ ἔγινε στὴν Ἀνωτάτη Ἐκκλησια­στικὴ Ἀκαδημία Ἠρακλείου Κρήτης, 12-13 Νοεμβρίου 2012, μὲ γενικὸ θέμα: «Ἡ εἰρήνη καὶ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ὡς πρό­τυπο ζωῆς στὴ σύγχρονη κοινωνία».

[1]. Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστήν, 50, PG 58, 508.
[2]. Α´ Κορ. 10, 17: «Ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοὶ ἐσμέν× οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν», Βλ. καὶ Γ. Φιλια, «Στὶς πηγὲς τῆς εὐχαρι­στια­κῆς ἑνότητας κλήρου καὶ λαοῦ», ἐν Σύναξη 50 (Ἀπρ. – Ἰούν. 1994) 101-107.
[3]. A´ Κορ. 11, 20.
[4]. Α´ Κορ. 11, 18: «Συνερχομένων ἡμῶν ἐν ἐκκλησίᾳ». Πρβλ. Διονυσιου Αρεοπαγιτου, Περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, 3, 1, PG 3, 425 Β. Βλ. καὶ Α. Σμεμαν, Εὐχαριστία, μτφρ. ἀπὸ τὰ Ρωσικά: Ἀνδρέας καὶ Μαρίκα Χελι­ώτη, ἐκδ. «Ἀκρίτας», Ἀθήνα 1987, σσ. 13-29.
[5]. Μάρκ. 14, 25: «Ἀμὴν λέγω ἡμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ πίω ἐκ τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ». Πρβλ. Ματθ. 26, 29× Λουκ. 22, 18. Π. Βασιλειαδη, Ἐπίκαιρα Ἁγιο­γραφικὰ Θέματα. Ἁγία Γραφὴ καὶ Εὐχαριστία [Βιβλικὴ Βιβλιοθήκη 15], ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 13-28. Ιωαννου (Μητρ. Περγάμου), Εὐχαριστίας Ἐξεμπλάριον, ἐκδ. «Εὐεργέτις», Μέγαρα 2006, σσ. 131-222, Α. Σμεμαν, Eὐχαριστία. Τὸ Μυστήριο τῆς Βασιλείας, μτφρ. ἀπὸ τὰ Ἀγγλικά: Ἰωσὴφ Ροηλίδης, ἐκδ. «Ἀκρίτας», Ἀθήνα2 2000, σσ. 41-70.
[6]. Πράξ. 2, 46. Θεοδωρου Στουδιτου, Ἔργα 2, Μικρὰ Κατήχησις (ἐπιμε­λείᾳ Νικοδήμου Σκρέττα), Κατήχησις ΝΘ΄,  ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσ­σα­λονίκη 1984, σ. 159: «Οὐχὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν τοῦ ἀχράντου αὐτοῦ σώμα­τος καὶ αἵματος μεταλαμβάνομεν;». Γιὰ τὴ σχετικὴ μὲ τὴν περὶ συνεχοῦς μεταλήψεως παράδοση τῆς Ἐκκλησίας βλ. Ν. Σκρεττα (Ἀρχιμ), Ἡ θεία Εὐχα­ριστία καὶ τὰ προνόμια τῆς Κυριακῆς κατὰ τὴ διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων [Σειρά: Κανονικὰ καὶ Λειτουργικὰ 7],  ἐκδ. «Μυγδονία», Θεσσα­λονίκη 2008.
[7]. Ἑβρ. 10, 12.
[8]. Α.Μ. Σταυροπουλου, «Εἰρήνη, ἡ ἑτέρα ὄψη τῆς βίας. Ἡ θεία Λειτουρ­γία ὡς πλαίσιο ὑπερνικήσεως ἀρνητικῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, καταλ­λα­γῆς καὶ εἰρηνεύσεως», ἐν Ἐκκλησία, Δεκέμβριος 2006, ἀριθμ. 11, σσ. 895-901.
[9]. Ζαχ. 7,9.
[10]. Ἠσ. 32, 17: «Καὶ ἔσται τὰ ἔργα τῆς δικαιοσύνης εἰρήνη». Πρβλ. Ἰακ. 3, 18: «Καρπὸς δὲ δικαιοσύνης ἐν εἰρήνῃ σπείρεται τοῖς ποιοῦσιν εἰρήνη».
[11]. Γαλ. 5, 22.
[12]. Ὁμιλία εἰς τὸν ΚΗ΄ Ψαλμόν, PG 29, 305Α: «Ἔοικε δὲ ἡ τελειοτάτη τῶν εὐλογιῶν εἶναι ἡ εἰρήνη, εὐστάθειά τις οὖσα τοῦ ἡγεμονικοῦ».
[13]. Ψαλμ. 118, 165.
[14]. Ἠσ. 48, 18: «Εἰ ἤκουσας τῶν ἐντολῶν μου, ἐγένετο ἂν ὡσεὶ ποταμὸς ἡ εἰρήνη σου».
[15]. Γιὰ τὸ νόημα τῆς εἰρήνης στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὸ περιεχόμενό της ὡς μεσσιακῆς εὐλογίας βλ. Σ. Ε. Καλαντζακη, Οἱ θεολογικὲς διαστάσεις τῆς εἰρήνης στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, Ἀνάτυπο ἀπὸ Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, τόμ. 29, Θεσσαλονίκη 1987, σσ. 105-196.
[16]. Β΄ Θεσ. 3, 16.
[17]. Ἐφ. 2, 17: «Αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν». Αγιου Νεκταριου Πεν­ταπολεως, Τὸ γνῶθι σαὐτόν. Κείμενα Αὐτογνωσίας, ἐκδ. «Ἄθως», Ἀθήνα 2011, σ. 368: «Ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ εἶναι σίγουρη, ἀμετακίνητη, πάγια, μόνι­μη, ἀθάνατη καὶ τέλος δὲν ἔχει. Ἐπειδὴ δὲ εἶναι δῶρο ὑπερκόσμιο, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει ὅριο στὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ· διότι ἂν ἦταν ἀπὸ τὸν κόσμο, θὰ ὑπῆρχε σ’ αὐτὸν ἀπὸ κατασκευῆς κόσμου. Τώρα ὅμως, αὐτὸς ποὺ δέχθηκε τὴν ἄνωθεν εἰρήνη καὶ τὴ διαφύλαξε, θὰ συμβιώνει μ’ αὐτὴν αἰώνια».
[18]. Ι. Δ. Καραβιδοπουλου, «Ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Ἑρμηνεία τοῦ στίχου Λκ 2, 14, ἐν Βιβλικὲς Μελέτες Δ΄, [Βιβλικὴ Βιβλιοθήκη 40], ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 182.
[19]. Γρηγοριου του Παλαμα, Ὁμιλία Α΄, Οἱ τῆς πρὸς ἀλλήλους εἰρήνης. Ρη­θεῖσα μετὰ τρίτην ἡμέραν τῆς πρὸς Θεσσαλονίκην ἐπιδημίας, PG 151, 16D.
[20]. Λουκ. 2, 14.
[21]. Γρηγοριου του Παλαμα, ὅ.π., PG 151, 16D.
[22]. Ι. Δ. Καραβιδοπουλου, Χριστὸς, «ἡ εἰρήνη ἡμῶν». Σχόλιο στὸ Ἐφεσ 2, 14-18, ἐν Βιβλικὲς Μελέτες [Βιβλικὴ Βιβλιοθήκη 9], ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσ­σα­λονίκη 1995, σ. 378. Βλ. καὶ Π. Βασιλειαδη, Ἐπίκαιρα Ἁγιογραφικὰ Θέματα. Ἁγία Γραφὴ καὶ Εὐχαριστία [Βιβλικὴ Βιβλιοθήκη 15], ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 123-130.
[23]. Ρωμ. 5, 10.
[24]. Ἐφ. 2, 15-19. Περισσότερα γιὰ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὡς κοινωνία εἰρήνης βλ. Ι. Δ. Καραβιδοπουλου, Ἀποστόλου Παύλου Ἐπιστολὲς πρὸς Ἐφε­σίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαεῖς, Φιλήμονα [Ἑρμηνεία Καινῆς Διαθήκης 10],  ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 120-133, 441-451.
[25]. Νικοδημου Αγιορειτου, Κῆπος Χαρίτων, ἤτοι Ἑρμηνεία γλαφυρὰ εἰς τὰς θ΄ ὠδὰς τῆς στιχολογίας, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 137.
[26]. Φιλιπ. 4, 7.
[27]. Ἰω. 20, 26. Πρβλ. Λουκ. 24, 36.
[28]. Γρηγορίου του Παλαμα, ὅ.π., PG 155, 17 Α.
[29]. Ἠσ. 9, 6: «Ἄρχων εἰρήνης».
[30]. Κολ. 1, 20: «Καὶ δι’ αὐτοῦ ἀποκαταλλάξαι τὰ πάντα εἰς αὐτόν, εἰρη­νοποιήσας διὰ τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ αὐτοῦ, δι’ αὐτοῦ εἴτε τὰ ἐπὶ τῆς γῆς εἴτε τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Στὴ βάση αὐτή, ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ εἰ­ρηνοποιὸς καὶ ἐγγυητὴς τῆς εἰρήνης μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων διαμορ­φώ­θηκαν ἀπὸ τὸν 11ο αἰ. στὴ λειτουργική μας παράδοση καὶ ξέχωρες εὐχὲς γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀγάπη. Ἡ πρώτη ἔχει τὸν τίτλο· Εὐχὴ εἰς ἀγάπην καὶ εἰρήνην καὶ λέγει τὰ ἑξῆς:
«Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν ὁ τῆς ἀγάπης φυτουργὸς καὶ τῆς εἰρήνης βρα­βευτὴς καὶ τῆς ὁμονοίας δοτήρ· χάρισαι ἡμῖν τὴν ἀγάπην σου, τὸ πλήρωμα τοῦ νόμου σου· δὸς ἡμῖν τὸ αὐτὸ φρονεῖν κατὰ Χριστὸν Ἰησοῦν. Χάρισαι ἡμῖν προσλαμβάνεσθαι ἀλλήλους ἐν ἀγάπῃ, καθὼς καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς προσελάβετο ἡμᾶς. Δὸς ἡμῖν ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζειν καὶ μετ’ εὐνοίας δουλεύειν ἀλλήλοις καὶ ἀναπληροῦν τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ σου μετὰ πάσης προθυμίας λυτρούμενος ἀπὸ πάσης ἐπιβουλῆς καὶ ἐνεργείας τοῦ πονηροῦ. Ὅτι Θεὸς εἰρήνης, ἀγάπης, οἰκτιρμῶν καὶ φιλανθρωπίας ὑπάρχεις καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν…»
(Βλ. M. Arranz, L’ Eucologio Constantinopolitano agli inizi del secolo XI. Ha­giasmatarion & Archieratikon (Rituale & Pontificale) con l’ aggiunta del Lei­tourgikon (Messale), Roma 1996, σ. 357. Ἡ δεύτερη εὐχὴ ἔχει τὸν τίτλο· Εὐχὴ ἔχθρας εἰρηνευούσης καὶ λέγει τὰ ἑξῆς:
«Εὐχαριστοῦμέν σοι Δέσποτα φιλάνθρωπε, τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, καὶ δοτῆρι τῶν ἀγαθῶν, τῷ καθελόντι τὸ τῆς ἔχθρας μεσότοιχον, καὶ εἰρήνην βραβεύσαντι τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, τῷ δωρησαμένῳ καὶ νῦν εἰρήνην τοῖς δούλοις σου (τοῖσδε ῥίζωσον ἐν αὐτοῖς τὸν φόβον σου, καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους ἀγάπην βεβαίωσον, κατάσβεσον πᾶσαν ἔχθραν καὶ ἐριθείαν· περίελε πάντα τὰ τῆς διχοστασίας σκάνδαλα· Ὅτι σὺ εἶ εἰρήνη ἡμῶν καὶ καταφυγή, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρί, καὶ τῷ …»
(Βλ. M. Arranz, ὅ.π., σ. 359).
[31]. Ιωαννου Χρυσοστομου, Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους Α΄,  PG 61, 14.
[32]. D. Pupăză, θεολογία τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ἀγαθοῦ στὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, Διατριβὴ ἐπὶ Διδακτορία, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 158.
[33]. Διονυσιου Αρεοπαγιτου, Περὶ θείων ὀνομάτων, ΙΑ΄, PG 3, 949 C. Γιὰ τὴ θεολογία τῆς εἰρήνης βλ. Α. Β. Νικολαΐδη, Προβληματισμοὶ χριστιανικοῦ ἤθους, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2002, σσ. 60-69.
[34]. Διονυσιου Αρεοπαγιτου, ὅ.π., ΙΑ΄, PG 3, 948 D.
[35]. Γενικότερα ἡ προσευχή, ἀλλὰ καὶ πολὺ περισσότερο ἡ κοινὴ λατρεία γίνεται μὲ πνευματικὲς προϋποθέσεις καὶ ὄχι μὲ νοῦ ρεμβαζόμενο καὶ καρδιὰ γεμάτη πάθη: «Ὁ δὲ γλώσσῃ μὲν ψάλλων, τὸν νοῦν δὲ ρεμβόμενον ἔχων γηίναις φροντίσι καὶ πάθεσιν ἀλόγοις μετεωριζόμενον, ὁμοιοῦται ἀνδρὶ ἐργαλεῖα μὲν περιφέροντι, τέχνην δὲ οὐκ εἰδότι καὶ ἔργον οὐκ ἀνύοντι». (Γρηγοριου του Σιναϊτου, Περὶ Ἡσυχίας καὶ τῶν δύο τρόπων τῆς προσευχῆς, ἐν Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, τόμ. Δ΄, σ. 74. Βλ. καὶ Π. Ι. Σκαλτση, Ἡ πα­ράδοση τῆς κοινῆς καὶ τῆς κατ’ ἰδίαν προσευχῆς μὲ εἰδικὴ ἀναφορὰ στὸ Ὡρολόγιο τοῦ Θηκαρᾶ, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 96-102).
[36]. Ἀπὸ τὴν πρώτη ἐπισυναπτόμενη εὐχὴ στὴν εὐχὴ τῆς Προσκομιδῆς τῆς θείας Λειτουργίας Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου.
[37]. Νικολαου Καβασιλα, Εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν ΙΒ΄,  SC 4bis, 104(10) =  PG 150, 392 D: «Ταύτης δὲ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου μυσταγωγία ἐστὶ τὰ τελούμενα».
[38]. Θεοδωρου Στουδιτου, Ἀντιρρητικὸς Α΄ κατὰ εἰκονομάχων, 10, PG 99, 340: «Συγκεφαλαίωσις τῆς ὅλης οἰκονομίας τόδε τὸ μυστήριον». Βλ. καὶ Π. Ι. Σκαλτση, «Ἡ θεία Λειτουργία: Συγκεφαλαίωση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐν Χρι­στῷ οἰκονομίας», ἐν Θεολογία 20 (Ὀκτ. –Δεκ. 2009) 77-106.
[39]. Γ. Ι. Μαντζαριδη, Χριστιανικὴ Ἠθικὴ ΙΙ, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλο­νίκη 2003, σσ. 253-254: «Ὅπως ἡ χαρά, ἔτσι καὶ ἡ εἰρήνη δὲν πηγάζει ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου. Ὁ Χριστὸς βεβαιώνει ὅτι ἡ εἰρήνη του διαφέρει ἀπὸ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου (Ἰω. 14, 27). Ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου εἶναι περιορισμένη καὶ εὔθραυστη. Βρίσκεται “ἐντεῦθεν τῶν ὁρίων” τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Καὶ ἡ διατήρησή της εἶναι προβληματικὴ καὶ συμβατική. Ἀντίθετα ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπόλυτη καὶ ἀκατάλυτη. Ὑπερβαίνει τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο».
[40]. Ἡ χάρις σχετίζεται μὲ τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ εἰρήνη συνδέεται μὲ τὴ χάρη. Βλ. Ιωαννου Χρυσο­στομου, Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία Α΄, PG 60, 400. Κ. Πα­πα­δη­μητριου, Ἑρμηνεύοντας τὴν εἰρήνη στὴν Καινὴ Διαθήκη. Σύγ­χρονες ἑρμη­νευτικὲς προσεγγίσεις, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 85-88.
[41]. Κ. Παπαδημητριου, ὅ.π., σ. 81.
[42]. Ιωαννου Χρυσοστομου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Κολοσσαεῖς Ἐπιστο­λήν, 3, PG 62, 322-323.
[43]. Κ. Παπαδημητριου, ὅ.π., σ. 81.
[44]. Ματθ. 10, 12. Πρβλ. Λουκ. 10, 5-6.
[45]. Ιωαννου Χρυσοστομου, Εἰς τὸν Ματθαῖον, Ὁμιλία 32/33, 6, PG 57, 384-385: «Καὶ γὰρ οἰκία κοινὴ πάντων ἐστιν ἡ ἐκκλησία, καὶ προλαβόντων ὑμῶν εἴσιμεν ἡμεῖς τὸν ἐκείνων τύπον διατηροῦντες. Διὰ τοῦτο καὶ κοινῇ πᾶσι τὴν εἰρήνην ἐπιλέγομεν εἰσιόντες εὐθέως, κατὰ τὸν νόμον ἐκεῖνον». Στὶς Ἀπο­στολικὲς Διαταγὲς ἐπίσης τονίζεται ὅτι ἐὰν εἰρηνεύουμε ὅταν εἰσερχόμαστε σ’ἕνα σπίτι «πολλῷ μᾶλλον τοὺς ἐν Ἐκκλησίᾳ Θεοῦ εἰσερχομένους χρὴ πρὸ πάντων ἐπεύχεσθαι τῷ λαῷ τὴν τοῦ Θεοῦ εἰρήνην» (ΙΙ, 54, 11-13, SC 320, 304).
[46]. Μαξιμου του Ομολογητου, Μυσταγωγία, Εἰσαγωγὴ – Σχόλια Πρωτο­πρεσβύτερος Δημήτριος Στανιλοάε, μετάφραση Ἰγνάτιος Σακαλής, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1973, σ. 212 (= PG 91, 697 D).
[47]. Σωφρονιου Ιεροσολυμων (Ψευδ.), Λόγος περιέχων τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν καὶ λεπτομερὴ ἀφήγησιν πάντων τῶν ἐν τῇ θείᾳ ἱερουργίᾳ τε­λου­μένων, PG 873, 3991 B. Bλ. καὶ Π. Ι. Σκαλτση, Λειτουργικὲς Μελέτες ΙΙ, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 1779.
[48]. Γερμανου Κωνσταντινουπόλεως, Ἱστορία Ἐκκλησιαστικὴ καὶ Μυστικὴ Θεωρία, PG 98, 401 C. Bλ. καὶ Γρηγοριου του Παλαμα, Ὁμιλία 58, 11, ἔκδ. Σ. Οικονομου, σ. 234: «Εἰρηνεύωμεν πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς ὑποτάσσοντες τὴν σάρ­κα τῷ πνεύματι, καὶ τὴν κατὰ συνείδησιν πολιτείαν αἱρούμενοι, καὶ τὸν ἔνδον ἐν ἑαυτοῖς κόσμον τῶν λογισμῶν κοσμίως καὶ εὐαγῶς κινούμενον ἔχοντες».
[49]. Ιωαννου Χρυσοστομου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Κολοσσαεῖς Ἐπι­στο­λήν, PG 62, 322. Πρβλ. Μακαριου Αιγυπτου, Ὁμιλία ΣΤ΄,  α΄,  SC 474, 224 (= PG 34, 517): «Οἱ προσερχόμενοι τῷ Κυρίῳ ὀφείλουσι τὰς εὐχὰς ἐν ἡσυχίᾳ καὶ εἰ­ρήνῃ καὶ καταστάσσει πολλῇ ποιεῖσθαι, καὶ οὐχὶ ἀπρεπέσι κραυγαῖς καὶ συγ­κεχυμέναις, ἀλλὰ πόνῳ καρδίας καὶ λογισμοῖς νήφουσι προσέχειν τῷ Κυρίῳ». Κατὰ τὶς Διαταγὲς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἐπίσης δίδεται προτεραιότητα στὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνευση τοῦ ἀνθρώπου· «ὁ γὰρ πρὸς ἑαυτὸν μὴ στασιάζων οὐδ’ ἂν πρὸς ἄλλον διαμαχεσθήσεται, ἀλλ’ ἔσται εἰρηνικός, φιλικός, συνάγων τὰ τοῦ Κυρίου καὶ συνεργὸς αὐτοῦ γινόμενος πρὸς τὸ πλεονάσαι αὐτῷ τοὺς σῳζομένους ἐν ὁμονοίᾳ. Οἱ γὰρ ἐπινοοῦντες ἔχθρας καὶ μάχας, ἀντιλογίας καὶ κρίσεις πονηροὶ καὶ τοῦ Θεοῦ ἀλλότριοι τυγχάνουσιν» (ΙΙ, 54, 17-23, SC 320, 304).
[50]. Νικολαου Καβάσιλα, ὅ.π., 12, SC 4bis, 106 (= PG 150, 393 A). Βλ. καὶ Π. Ι. Σκαλτση, «Ἡ θεία Λειτουργία: Τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὴν ἀνθρωπότητα», ἐν Ἐκκλησιαστικὸς Κήρυκας, Θεολογικὴ Ἐπετηρίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κιτίου, τόμ. ΙΖ΄, Λάρνακα 2011, σ. 152. Γιὰ τὴν ἀνθρωπολογικὴ θεώρηση τῆς εἰρήνης βλ. Α. Β. Νικολαΐδη, ὅ.π., σσ. 69-78.
[51]. Πρόκειται «γιὰ σειρὰ αἰτημάτων, πολὺ παλιῶν, ποὺ ὁ διάκονος ἀπο­τει­νόμενος πρὸς τὴ σύναξη, μπροστὰ στὴν ὡραία πύλη, ἀπευθύνει στὸ Θεό. Εἰ­ρηνικὰ λέγονται ἐπειδὴ τὰ τρία πρῶτα μιλοῦν γιὰ τὴν εἰρήνη». Βλ. Ι. Β. Κογ­κουλη, Χ. Κ. Οικονομου, Π. Ι. Σκαλτση, Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰω­άν­νου τοῦ Χρυσοστόμου [Θεία Λατρεία καὶ Παιδεία 1], ἐκδ. Ο.Χ.Α. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 52002, σ. 131. Τὰ Εἰρηνικὰ συνιστοῦν λειτουργικὴ ἐπεξεργασία καὶ ἐπέκταση τοῦ ἀναστασίμου χαιρετισμοῦ τοῦ Κυρίου· «Εἰρήνη ὑμῖν» (Λουκ. 24, 36. Πρβλ. Ἰω. 20, 19· 20, 21· 20, 26). Ὁ τῆς εἰρήνης χαιρετισμὸς ἄλ­λωστε μὲ τὴν εἴσοδο κάποιου σ’ ἕνα σπίτι ἦταν ἰουδαϊκή, ὅπως εἴπαμε, συ­νή­θεια. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφερόμενος στὸ λειτουργικὸ ἐναρκτήριο χαι­ρετισμὸ σημειώνει· «οὐδὲν γὰρ εἰρήνης ἴσον καὶ συμφωνίας. Διὰ τοῦτο καὶ εἰ­σιὼν ὁ πατήρ, οὐ πρότερον ἐπὶ τὸν θρόνον ἀνεβαίνει τοῦτον, ἕως ἂν ἅπασιν ὑμῖν εἰρήνην ἐπεύξητε, καὶ ἀναστὰς οὐ πρότερον ἄρχεται τῆς πρὸς ὑμᾶς διδασκαλίας, ἕως ἂν ἅπασι δῷ τὴν εἰρήνην. Καὶ μέλλοντες εὐλογεῖν οἱ ἱερεῖς, πρότερον τοῦτο ὑμῖν ἐπευξάμενοι, οὕτω τῆς εὐλογίας ἄρχονται» (Λόγοι κατὰ Ἰουδαίων ΙΙΙ, PG 48, 870. Γιὰ τὴ διαμόρφωση αὐτοῦ τοῦ τμήματος τῆς θείας Λειτουργίας βλ. J. Mateos, La célébration de la parole dans la Liturgie Byzantine, [Orientalia Christiana Periodica 191], Roma 1971, σσ. 27-33).
[52]. Μαξιμου του Ομολογητου, ὅ.π., σ. 152 (= PG 91, 680 C).
[53]. Γ. Θ. Βεργωτη, Ἡ μορφωτικὴ διάστασις τῆς θείας Λειτουργίας, Ἀνά­τυ­πο ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τεῦχος 725 (1988), Θεσσαλονί­κη 1988, σσ. 1048-1052.
[54]. Ι. Μ. Φουντουλη, «Θεία Λειτουργία καὶ κόσμος», ἐν Λειτουργικὰ Θέματα Δ΄, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 66.
[55]. Μεγαλου Βασιλείου, Εἰς τὸν ΛΓ΄ Ψαλμόν, PG 29, 376 B.
[56]. Bλ. Γ. Ι. Μαντζαριδη, ὅ.π., σσ. 254-255.
[57]. Μεγαλου Βασιλείου, ὅ.π., PG 29, 376 B.
[58]. Ματθ. 6, 33.
[59]. Νικολαου Καβάσιλα, ὅ.π., 12, SC 4bis, 108 (= PG 150, 393 C).
[60]. Νικολαου Καβάσιλα, ὅ.π., 12, SC 4bis, 108 (= PG 150, 393 D). Bλ. καὶ Π. Ι. Σκαλτση, «Ἡ θεία Λειτουργία: Τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὴν ἀνθρωπότητα», ὅ.π., σ. 152. Γρηγοριου (Ἱερομονάχου), Ἡ θεία Λειτουργία. Σχόλια. Ἅγιον Ὄρος 31993, σσ. 132-135.
[61]. Νικολαου Καβάσιλα, ὅ.π., 12, SC 4bis, 110 (= PG 150, 393 Α). Bλ. καὶ Γρηγοριου του Παλαμα, Ὁμιλία 58, 11, ἔκδ. Σ. Οικονομου, σ. 234: «Εἰρηνεύ­ο­μεν οὖν πρὸς τὸν Θεὸν τὰ εὐάρεστα αὐτῷ ποιοῦντες, σωφρονοῦντες, ἀληθεύ­οντες, δικαιοπραγοῦντες, “προσευχαῖς τε καὶ δεήσεσι προσκαρτε­ροῦν­τες”,  ἄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, ἀλλ’ οὐκ ἐν χείλεσι μόνον».
[62]. Ἰω. 17, 21. Γιὰ τὴν Εὐχαριστία καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, βλ. Π. Βασιλειαδη, Μετανεωτερικότητα καὶ Ἐκκλησία. Ἡ πρόκληση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκδ. «Ἀκρίτας», Ἀθήνα 2002, σσ. 136-141.
[63]. Γρηγοριου του Παλαμα, ὅ.π., σ. 234.
[64]. Νικολαου Καβάσιλα, ὅ.π., 12, SC 4bis, 112 (= PG 150, 396 C). Bλ. καὶ Π. Ι. Σκαλτση, «Ἡ θεία Λειτουργία: Τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὴν ἀνθρωπότητα», ὅ.π., σ. 152. Του ιδιου, Λειτουργικὲς Μελέτες ΙΙ, σσ. 206-211. Γ. Θ. Βεργωτη, ὅ.π., σσ. 1049-1051. Γρηγορίου (Ἱερομονάχου), ὅ.π., σσ. 135-137. Εἰδικότερα γιὰ τὴν κοινωνικὴ διάσταση τῆς εἰρήνης καὶ τὴν εἰρήνη ὡς πολιτισμικὸ ἀγαθὸ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀνάπτυξη καὶ τὴν ὑπέρβαση τῆς βίας βλ. Ι. Σ. Πετρου, Κοινωνικὴ θεωρία καὶ σύγχρονος πολιτισμός, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 196-214. Α. Β. Νικολαΐδη, ὅ.π., σσ. 90-122.
[65]. Α΄ Τιμ. 2, 2.
[66]. Νικολαου Καβάσιλα, ὅ.π., 12, SC 4bis, 112 (= PG 150, 396 D).
[67]. Α. Θεοδωρου, «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν». Ἑρμηνευτικὸ σχόλιο στὴν θεία Λει­τουργία, Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα 2000, σσ. 64-67.
[68]. Η. Β. Οικονομου, Θεολογικὴ Οἰκολογία. Θεωρία καὶ Πράξη, Ἀθήνα 1994. Οἰκολογία καὶ Ἐκκλησία, Κείμενα καὶ Βιβλιογραφία, Ἐπιμέλεια: Θ. Ναν­­τσου, Μ. Κουρουζιδης, Ἀθήνα 1999. Βλ. καὶ Α. Β. Νικολαΐδη, ὅ.π., σσ. 78-90. Ι. Σ. Πετρου, ὅ.π., σ. 212.
[69]. Μαξιμου του Ομολογητου, ὅ.π., σ. 184 (= PG 91, 691 D- 692 A).
[70]. Συμεων Θεσσαλονικης, Διάλογος, Ϟ H΄, PG 155, 203 D.
[71]. Θεοδωρου Επισκοπου Ανδιδων, Προθεωρία κεφαλαιώδης περὶ τῶν ἐν τῇ θείᾳ Λειτουργίᾳ γινομένων συμβόλων καὶ μυστηρίων, PG 140, 437 D. Κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο «τί γὰρ ὄφελος, ἂν μετὰ τοῦδε μὲν εἰρήνην ἔχωμεν, μεθ’ ἑτέρου δὲ πόλεμον καὶ μάχην; τί τὸ κέρδος» (Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Κολοσ­σα­εῖς Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΙΙΙ, PG 62, 322). Ὁ δὲ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης ση­μειώνει ὅτι τὸ Εἰρήνη πᾶσι «δηλοῖ τὴν ἕνωσιν. Χριστὸς γάρ ἐστιν ‘ὁ λύσας τὴν ἔχθραν ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ καὶ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἕν, τὰ ὲν οὐρανῷ, φη­σὶ Παῦλος, καὶ τὰ ἐπὶ γῆς’(Ἐφ. 2, 15)» (Περί τε τοῦ Θείου Ναοῦ, PG 155, 724 A).
[72]. Ι­ω­αν­νου Χρυ­σο­στό­μου, Εἰς Ἐ­πι­στο­λὴν Β΄ πρὸς Τι­μό­θε­ον, Ὁ­μι­λί­α 10, 3, PG 62, 659: «“Ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς με­τὰ τοῦ πνεύ­μα­τός σου” (Β΄ Τιμ. 4, 22). Οὐ­δὲν ταύ­της τῆς εὐ­χῆς ἄ­μει­νον. Μὴ ἄλ­γει, φη­σίν, ὅ­τι ἀ­φί­στα­μαι· Ὁ Κύ­ριος με­τὰ σοῦ. Καὶ οὐκ εἶ­πε· “Με­τὰ σοῦ”, ἀλ­λά· “Με­τὰ τοῦ πνεύ­μα­τός σου”. Δι­πλῆ βο­ή­θεια τῆς χά­ρι­τος τοῦ Πνεύ­μα­τος καὶ τοῦ Θε­οῦ βο­η­θοῦν­τος αὐ­τῇ. Καὶ ἄλ­λως δὲ οὐκ ἔ­στιν εἶ­ναι τὸν Θε­ὸν με­θ’ ἡ­μῶν, μὴ τῆς χά­ρι­τος οὔ­σης τῆς πνευ­μα­τι­κῆς· εἰ γὰρ ἐγ­κα­τα­λει­φθεί­η­μεν, πῶς ἔ­σται με­θ’ ἡ­μῶν;». Ὁ ἴδιος πάλι πατὴρ σ’ ἄλλο κείμενό του τὸ «καὶ τῷ πνεύματί σου» τὸ συνδέει μὲ τὴν ἀνυπόκριτη καὶ εἰλικρινὴ εἰρήνη· «Καὶ ὅταν εἴπω, Εἰρήνη ὑμῖν, εἶτα εἴπητε, Καὶ τῷ πνεύματί σου· μὴ τῇ φωνῇ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῇ γνώμῃ λέγετε· μὴ τῷ στόματι, ἀλλὰ καὶ τῇ διανοίᾳ. Ἂν δὲ ἐνταῦθα μὲν λέγῃς, Εἰρήνη καὶ τῷ πνεύματί σου, ἔξω δέ μοι πολεμεῖς δια­πτύων καὶ κατηγορῶν, μυρίοις λάθρα πλύνων ὀνείδεσι, ποία εἰρήνη αὕτη; Ἐγὼ μὲν γάρ, κἂν μυριάκις κατηγορήσῃς, μετὰ καθαρᾶς καρδίας τὴν εἰρήνην σοι δίδωμι, μετὰ εἰλικρινοῦς γνώμης, καὶ πονηρὸν οὐδὲν δύναμαί ποτε περὶ σοῦ εἰπεῖν· σπλάγχνα γὰρ ἔχω πατρικὰ» (Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστήν, Ὁμιλία ΧΧΧΙΙΙ, PG 57, 385). Βλ. καὶ F. V. De Paverd, Zur Geschichte der Messliturgie in Antiocheia und Konstantinopel gegen ende des vierten Jahrhunderts [Orientalia Christiana Analecta 187], Roma 1970, σσ. 86-93. J. Mateos, ὅ.π., σσ. 126-147.
[73]. Ισιδωρου του Πηλουσιωτου, Ἐπιστολῶν βιβλία πέντε, ΡΚΒ΄, PG 78, 264 C: «Εἰρήνην ἱερεὺς ἀπὸ τοῦ ὕψους τῆς καθέδρας τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐπιφθέγγεται· τὸν Κύριον τῆς καθέδρας μιμούμενος ἀναλαμβανόμενον, εἰρήνην τὴν οἰκείαν ἀφιέντα καὶ διδόντα. Τὸ δὲ “καὶ τῷ πνεύματί σου” παρὰ τοῦ λαοῦ ἀποκρι­νό­με­νον, τοῦτο δοιλοῖ· Εἰρήνην μὲν ἡμῖν παρέσχες, Κύριε, τὴν ἐν ἀλλήλοις ὁμόνοι­αν. Εἰρήνην δὲ δὸς ἡμῖν, τὴν πρὸς σὲ ἀδιαίρετον ἕνωσιν, ἵνα τῷ πνεύματί σου εἰρηνεύοντες, ὃ ἡμῖν ἐν ἀρχῇ τῆς δημιουργίας ἐνέθηκας, ἀχώριστοι τῆς σῆς­γά­πης τυγχάνωμεν». Βλ. καὶ Γρηγορίου (Ἱερομονάχου), ὅ.π., σσ. 136-137, 192: « λαὸς ποὺ δέχεται τὴν εὐλογία τῆς εἰρήνης ἀπὸ τὸν λειτουργό, εὔχεται νὰ ἔχει καὶ αὐτός, ὁ ποιμένας καὶ πατέρας του, τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ».
[74]. Γιὰ τὴ διαμόρφωση, ἐξέλιξη καὶ τὸ συμβολισμὸ αὐτοῦ τοῦ τμήματος τῆς θείας Λειτουργίας βλ. Ι. Β. Κογκουλη, Χ. Κ. Οικονομου, Π. Ι. Σκαλτση, ὅ.π., σσ. 155-159. Τ. Π. Τσομπανη, Ἡ Μεγάλη Εἴσοδος στὴν Εἰκονογραφία, Θεσσαλονίκη 2000.
[75]. Αντωνιου Μοναχου, Λόγος ρ’, Περὶ τῆς μεταλήψεως τῶν θείων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων, PG 136, 1244 C.
[76]. Bλ. F. V. De Paverd, ὅ.π., σσ. 148-150. Π. Ν. Τρεμπελα, Αἱ τρεῖς Λει­τουργίαι κατὰ τοὺς ἐν Ἀθήναις κώδικας, Ἀθῆναι  21982, σ. 87.
[77]. Ιωαννου Χρυσοστομου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Κολοσσαεῖς Ἐπιστο­λήν, Ὁμιλία ΙΙΙ, PG 62, 322. Πρβλ. Τροπάριο θ΄ ὠδῆς Κανόνα Ὄρθρου Δευτέρας (Παρακλητική), ἤχου α΄, «Νέμεις τῆς εἰρήνης ἄγγελον, περι­φρουροῦντα, παντοκράτορ τὴν ποίμνην σου, τῆς εἰρήνης γὰρ καὶ τῆς ἀγάπης σὺ αἴτιος».
[78]. Ἡ συνήθεια νὰ φεύγουν κάποιοι ἐκ τῶν πιστῶν πρὶν ἀπὸ τὰ ἀνα­γνώ­σματα ἢ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ μαζὶ μὲ τοὺς κατηχουμένους εἶναι παλαιά, μαρ­τυ­ρούμενη ἀπὸ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο (PG 57, 22 BC. PG 48, 733 C). Στὴν πράξη αὐτὴ προέβαιναν προφανῶς διότι θεωροῦσαν τὸν ἑαυτό τους ἀνάξιο πρὸς μετάληψη.
[79]. Νικοδημου Αγιορειτου, Ἡ χρηστοήθεια τῶν χριστιανῶν, ἐκδ. Β. Ρηγό­που­λου, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 312.
[80]. Ι. Β. Κογκουλη, Χ. Κ. Οικονομου, Π. Ι. Σκαλτση, ὅ.π., σ. 159.
[81]. Στὴν εὐχὴ ποὺ ἀκολουθεῖ μετὰ τὸν τρίτο ἀφορκισμὸ στὸ Βάπτισμα, σημειώνονται τὰ ἑξῆς: «Σύζευξον τῇ ζωῇ αὐτοῦ ἄγγελον φωτεινόν, ρυόμενον αὐτὸν ἀπὸ πάσης ἐπιβουλῆς τοῦ ἀντικειμένου».
[82]. Γρηγοριου (Ἱερομονάχου), ὅ.π., σ. 232.
[83]. Α΄ Κορ. 16, 20. Βλ. καὶ Β΄ Κορ. 13, 11. Α’ Πέτρ. 5, 14: «Ἀσπάσασθε ἀλλή­λους ἐν φιλήματι ἀγά­πης».
[84]. Ματθ. 5, 23-24. Bλ. καὶ Διαταγαὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ΙΙ, 53, 15-19, SC 320, 300: «Δῶρον δέ ἐστιν Θεῷ ἡ ἑκάστου προσευχὴ καὶ εὐχαριστία· ἐὰν ἔχῃς τι κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου ἢ αὐτὸς ἔχῃ τι κατὰ σοῦ, οὔτε αἱ προσευχαί σου εἰσα­κου­σθή­σονται οὔτε αἱ εὐχαριστίαι σου προσδεχθήσονται διὰ τὴν ὑποκειμέ­νην ὀργήν». Ι. Β. Κογκουλη, Χ. Κ. Οικονομου, Π. Ι. Σκαλ­τση, ὅ.π., σ. 161.
[85]. Νικολαου Καβάσιλα, ὅ.π., 12, SC 4bis, 166 (= PG 150, 421 C). «Ἐπεὶ δὲ τῇ πρὸς ἀλλήλους ἡμῶν ἀγάπῃ καὶ ἡ πρὸς Θεὸν ἀγάπη ἀκολουθεῖ, τῇ δὲ πρὸς Θεὸν ἀγάπῃ καὶ ἡ πρὸς αὐτὸν τελεία καὶ ζῶσα πίστις ἕπεται, διὰ τοῦτο τὴν ἀγάπην εἰπὼν καὶ ἀγαπᾶν ἀλλήλους παραινέσας εὐθὺς τὴν ὁμολογίαν ἐπάγει τῆς πίστεως».
[86]. Κατὰ τὸν Robert Taft ὁ ἀσπασμὸς τῆς ἀγάπης ἀρχικὰ διδόταν ἀμέσως μετὰ τὴ Λειτουργία τοῦ Λόγου. Ἡ ἐξέλιξη καὶ διαμόρφωση τῆς Μεγάλης Εἰσόδου συνέβαλε ὥστε ὁ ἐν λόγῳ ἀσπασμὸς νὰ μετατεθεῖ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν καὶ πρὶν τὴν Ἀναφορά (βλ. The Great Entrance: A History of the Tranfer of Gifts and other Pre-anaphoral Rites [Orientalia Christiana Analecta 200], Ρώμη 42004, σ. 376). Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης τοποθετεῖ τὸν ἀσπασμὸ μετὰ τὴν προσφορὰ τῶν δώρων καὶ τὴν καθολικὴ ὑμνολογία (Σύμβολο Πίστεως), ὁπότε «καὶ τὴν ἁγίαν εἰρήνην ἅπασι διαγγέλλει· καὶ ἀσπασαμένων ἀλλήλους ἁπάντων, ἡ μυστικὴ τῶν ἱερῶν πτυχῶν ἀνάῤῥησις ἐπιτελεῖται» (PG 3, 425 C). Σ’ αὐτὴ περίπου τὴ θέση βρίσκουμε τὸν ἀσπασμὸ καὶ στὶς Λειτουργίες ὅλων τῶν λειτουργικῶν τύπων μὲ σκοπὸ τὴν μεταξὺ τῶν πιστῶν ἕνωση, ἀγάπη καὶ εἰρήνη (βλ. π.χ. Λειτουργίες ἁγίου Μάρκου καὶ ἁγίου Ἰακώβου στὸ Ι. Μ. Φουντουλη, Κείμενα Λειτουργικῆς, τεῦχος Γ΄, Θεῖαι Λειτουργίαι, Θεσσαλο­νί­κη ἄ.ἔ., σσ. 41-42, 105-106. Μόνο ποὺ στὴ Λειτουργία τοῦ ἁγίου Μάρκου δίδεται πρὶν τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ στοῦ ἁγίου Ἰακώβου μετὰ τὸ Σύμ­βολο τῆς Πίστεως. Γιὰ τὴ θέση τοῦ ἀσπασμοῦ στὶς Λειτουργίες τῶν διαφό­ρων λειτουργικῶν τύπων βλ. Π. Ν. Τρεμπελα, Λειτουργικοὶ Τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς (Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Χριστιανικῆς Λατρείας), ἐν Ἀθήναις 1961, σσ. 153-162.
[87]. Διαταγαὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ΙΙ, 57, 76-80, SC 320, 316· 318. Πρβλ. VIII, 11, 35-38, SC 336, 174. «Καὶ ὁ διάκονος εἰπάτω πᾶσιν· “ἀσπάσασθε ἀλλή­λους ἐν φιλήμα­τι ἁγίῳ” καὶ ἀσπαζέσθωσαν οἱ τοῦ κλήρου τὸν ἐπίσκοπον, οἱ λαϊκοὶ ἄνδρες τοῦς λαϊκούς, αἱ γυναῖκες τὰς γυναῖκας». Περισσότερα γιὰ τὸν ἀσπασμὸν τῆς ἀγάπης βλ. F. V. De Paverd, ὅ.π., σσ. 221-234. Π. Ν. Τρεμ­πέλα, Αἱ τρεῖς Λειτουργίαι…, σσ. 88-91. Α. Φυτρακη, «Τὸ φίλημα τῆς ἀγά­πης», ἐν Ἐκκλησία 1 Μαΐου 1945, ἀ­ριθ. 3-4, σσ. 26-29. Α. Μ. Σταυροπουλου, Μνήμη καὶ λήθη στὴ θεία Λειτουρ­γία, ἐκδ. «Λύχνος», Ἀθήνα 1989, σσ. 62-77. Π. Ν. Τρεμπελα, ὅ.π., σσ. 153-162. L. E. Phi­llips, «The kiss of peace and the opening greeting of the pre-anapho­ral dia­logue», ἐν Studia Liturgica 23 (1993) 177-186. D. E. Serra, “The kiss of peace: A suggestion from the ritual structure of the Missa”, ἐν Ecclesia Orans 14 (1997) 79-94. Liturgie et Charité fraternell. Conféren­ces Saints – Serge XLVe Semaine d’ Études Liturgiques, Pa­ris 1998, σσ. 65-86.
[88]. Πηδάλιον 1970, σ. 428.
[89]. Cyrille de Jerusalem, Catecheses Mystagogiques, ἔκδ. A. Piedacnen, Paris1966, SC 126, 148-150.
[90]. Γερμανου Κωνσταντινουπολεως, ὅ.π., PG 98, 425 B.
[91]. Θεοδωρου Ανδιδων, ὅ.π., PG 140, 444 B: «“Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους”, ἐκφωνεῖ ὁ διάκονος, ὥστε τὸν αἰσθητὸν γινόμενον ἀσπασμὸν νοητῶς ἐν τῇ καρδίᾳ εἰσδέχεσθαι καὶ πᾶσαν ἐξορίζειν μνησικακίαν».
[92]. Συμεων Θεσσαλονικης, ὅ.π., PG 155, 297 A: «Ὁ ἀσπασμὸς δὲ σὺν τῇ ὁ­μο­λογίᾳ τῆς πίστεως τὴν ἐπὶ τῇ ὁμολογίᾳ τοῦ Θεοῦ συμφωνίαν καὶ τὴν εἰρή­νην καὶ τὴν ἀγάπην».
[93]. Μαξιμου του Ομολογητου, ὅ.π., σσ. 100-101 (= PG 91, 696 A).
[94]. Νικολαου Καβασιλα, ὅ.π., SC 4bis, 172-176.
[95]. Ιωαννου Χρυσοστομου, Ὁμιλία, ὅτι οὐκ ἀρκεῖ ἡ νηστεία τῆς Τεσσα­ρακοστῆς πρὸς τὸ δύνασθαι κοινωνεῖν, ἀλλὰ καὶ δεῖ τῆς κατὰ ψυχὴν ἀρετῆς πρώτης καὶ πῶς δυνατὸν μὴ μνησικακεῖν… ε΄, PG 49, 204.
[96]. Στὸν παλαιότερο λειτουργικὸ κώδικα Barberini Gr. 336, 8ου αἰ. ὑπάρχει ἡ γραφὴ «Ἔλεος, εἰρήνη». Εἶναι μάλιστα πολὺ διαδεδομένος ὁ τύπος αὐτὸς στὴν Κάτω Ἰταλία (βλ. R. F. Taft, «Textual problems in the diaconal admoni­tion before the Anaphora in the Byzantine Tradition», ἐν Orientalia Christiana Periodica 49 (1983) 340-365. Τὴ διατύπωση αὐτὴ ἔχει καὶ ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Νεί­λου. Βλ. ὅσιος Νεῖλος Καλαβρός. Ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ Νέου (910-1004): Εἰσαγωγὴ-Κριτικὴ ἔκδοσις τοῦ κειμένου-Μετάφραση-Σχόλια-Ὑμνο­γρα­­φικὸ ἔργο ὁσίου, Ὁρμύλια 22002, σ. 326). Ἡ Ἀλεξανδρινὴ Λειτουργία ἐπίσης τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἔχει «Ἔλεος, εἰρήν(η) θυσία (αἰ­νέ­σεως)». Κατὰ τὸν Παναγιώτη Τρεμπέλα ἡ ἔκφραση αὐτὴ ἐξηγεῖται ὡς «προ­τροπὴ τῶν πιστῶν πρὸς συγχώρησιν ἀμοιβαίαν καὶ εἰρήνευσιν» (βλ. Αἱ τρεῖς Λειτουργίαι …, σσ. 95-96).
Δεύτερη γραφὴ ἔχει «Ἔλαιον (=λάδι) εἰρήνης». Ὁ ἅγιος Γερμανὸς Κων/πό­λεως ποὺ τὴν ἀναφέρει, τὴν ἑρμηνεύει χριστολογικά: «Ὁ λαὸς βοᾷ τὴν τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ χάριν ‘Ἔλειον εἰρήνης’» (Ἱστορία ἐκκλη­σιαστικὴ καὶ μυστικὴ θεωρία, PG 98, 428 C).
Tρίτη γραφὴ ἔχει «Ἔλεον, εἰρήνην, (θυσίαν αἰνέσεως)». Ὑπάρχει στὴ Λειτουργία τοῦ ἁγίου Πέτρου καὶ ὁ Θεόδωρος Ἀνδίδων λέγει ὅτι προσφέ­ρο­μεν «Πρῶτον μὲν ἔλεον, εἶτα εἰρήνην ὡς θυσίαν αἰνέσεως» (Προθεωρία κεφα­λαιώδης περὶ τῶν ἐν τῇ θείᾳ Λειτουργίᾳ γινομένων συμβόλων καὶ μυστηρίων Κ΄, PG 140, 445 A).
Ὁ τέταρτος τύπος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἰσχύει σήμερα «Ἔλεον εἰρήνης, θυσίαν αἰνέσεως». Μὲ τὸ πρόβλημα τῆς σχετικῆς διατύπωσης ἀσχολεῖται διε­ξοδικὰ ὁ π. J. Khalil, «A textual- critical study and interpretation of the li­turgical response ‘Ἔλεον εἰρήνης θυσίαν αἰνέσεως’», ἐν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀρ­χαῖος κόσμος. Τιμητικὸ Ἀφιέρωμα στὸν ὁμότιμο Καθηγητὴ Ἰωάννη Λ. Γα­λάνη, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη 2010, σσ. 653-669.
[97]. Νικολαου Καβασιλα, ὅ.π., SC 4bis, 170. Βλ. καὶ Ι. Μ. Φουντουλη, Ἑρ­μη­νεία ἑπτὰ δύσκολων σημείων τοῦ κειμένου τῆς θείας Λειτουργίας ἀπὸ τὸ Νι­κό­λαο Καβάσιλα (Ἀνάτυπο ἀπὸ τὸν τόμο τοῦ Συνεδίου γιὰ τὴν ἁγιοποίηση τοῦ Νικολάου Καβάσιλα), Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 162-163.
[98]. A.M. Σταυροπουλου, Μνήμη καὶ λήθη στὴ θεία Λειτουργία, σ. 76.
[99]. Ἡ Λειτουργία τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου ἔχει «Πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ», τοῦ Ἰακώβου «Ἐν εἰρήνῃ Χριστοῦ πορευθῶμεν», καὶ τῶν Ἀποστολικῶν Δια­τα­γῶν «Ἀπολύεσθε ἐν εἰρήνῃ». Ἀντίστοιχα βιβλικὰ πρότυπα βλ. Κ. Παπα­δημητρίου, ὅ.π., σσ. 79-88.
[100]. Π. Β. Βασιλειαδη, ὅ.π., σ. 122. Βλ. καὶ Σ. Χ. Τσομπανιδη, «Οἱ Ἐκκλη­σίες σὲ ἀναζήτηση μιᾶς “δίκαιης εἰρήνης” σὲ ἐποχὴ παγκοσμιοποίησης», ἐν Καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη [Ἱερὰ Μητρόπολις Δημητριάδος. Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν], «Ἴνδικτος», σ. 121: «Ἡ ἀληθινὴ μετοχὴ στὴ θεία Λειτουργία συνε­πά­γεται τὴ σύνδεση μὲ τὴν κοινωνικὴ ζωή. Ὅποιος ζεῖ τὴν ἐμπειρία τῆς εἰρήνης στὴ θεία Λειτουργία δὲν μπορεῖ νὰ μείνει ἀδιάφορος γιὰ τὴν ἀπουσία της ἀπὸ τὴ σύγχρονη κοινωνία. Ὅποιος μετέχει ἀληθινὰ στὴ θεία Λειτουργία δὲν μπορεῖ ἄλλα νὰ λέει καὶ νὰ κάνει ἐκεῖ, καὶ διαφορετικὰ νὰ σκέφτεται καὶ νὰ πράττει μετὰ τὴ Λειτουργία».
[101]. Νικοδημου Αγιορείτου, Κῆπος χαρίτων, σ. 137.
[102]. Ο. Ελυτη, Τὸ Ἄξιον ἐστί, Ἡ Γένεσις.
[103]. Β΄ Κορ. 5, 17: «Εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις».
[104]. Τροπάριο ζ΄ ὠδῆς Κανόνα τοῦ Πάσχα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου