Μέ
τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀνηφορική καί κοπιαστική πορεία τῆς Μεγάλης
Τεσσαρακοστῆς, ἡ πορεία πρός τή συνάντησή μας μέ τόν ἀναστημένο Χριστό,
φθάνει στό τέλος της.
Τόσο ἡ προηγούμενη Κυριακή ὅσο καί ἡ αὐριανή εἶναι ἀφιερωμένες στή μνήμη δύο μεγάλων διδασκάλων τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας: τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου καί τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Δύο ἀντιπροσωπευτικές μορφές τῆς ὀρθόδοξης ἄσκησης.
Κι αὐτό, γιατί ἐκεῖνο πού ζητάει ἀπό μᾶς ἡ Ἐκκλησία εἶναι νά ἐμπλουτίσουμε τόν πνευματικό καί διανοητικό ἐσωτερικό μας κόσμο. Καί ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Σαρακοστή εἶναι ἕνα βιωματικό ταξίδι στό βάθος τοῦ εἶναι μας. Τῆς ἀναζήτησης νοήματος. Τῆς ἀνακάλυψης ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ θεϊκοῦ νοήματος τῆς ζωῆς του⋅ τοῦ κρυμμένου βάθους της.
Γιά παράδειγμα, μέ τό νά ἀπέχουμε ἀπό τήν τροφή νηστεύοντας ξαναβρίσκουμε τή γλύκα της καί ξαναμαθαίνουμε πῶς νά τήν παίρνουμε ἀπό τό Θεό μέ χαρά καί εὐγνωμοσύνη. Μέ τό νά περιορίζουμε τίς ψυχαγωγίες, τή διασκέδαση, τή μουσική, τίς ἀτέλειωτες συζητήσεις, τίς ἐπιπόλαιες κοινωνικότητες, ἀνακαλύπτουμε τελικά τήν ἀξία τῶν εἰλικρινῶν διαπροσωπικῶν ἀνθρώπινων σχέσεων, τῆς τέχνης. Καί τά ξαναβρίσκουμε ὅλ᾿ αὐτά, ἀκριβῶς γιατί ξαναβρίσκουμε τόν ἴδιο τόν Θεό⋅ γιατί ξαναγυρίζουμε σ᾿ Αὐτόν καί δι᾿ Αὐτοῦ σέ ὅλα ὅσα ἐκεῖνος μᾶς προσέφερε μέσα ἀπό τήν τέλεια ἀγάπη καί τό ἔλεός Του.
Συνεχίζοντας τή λυτρωτική πορεία μας πρός τό Πάσχα, τήν Κυριακή τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, διδασκόμαστε ὅτι κάθε ἄνθρωπος, ὅσο ἁμαρτωλός κι ἄν εἶναι, μπορεῖ -ἄν τό θελήσει βαθειά καί ὑπαρξιακά- νά συναντήσει τόν ἀναστημένο Χριστό⋅ φθάνει νά φλογισθεῖ ἀπό τόν πόθο τῆς συνάντησης μαζί Του.
Πέμπτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, καὶ καθὼς ὁδεύουμε πρός τό τέλος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει ἀκόμη ἕνα πρότυπο ἁγιαστικῆς ζωῆς, ἕνα πρότυπο μετανοίας, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει νά ἐντείνουμε τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τῆς περιόδου αὐτῆς, τοῦ «καιροῦ τοῦ εὐπρόσδεκτου τῆς μετανοίας», ὅπως εὔστοχα ἡ ἐκκλησιαστική ποίηση χαρακτηρίζει τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς.
Ἡ ὁσία Μαρία, μιά γυναίκα ἀπόλυτα δουλωμένη στά ἐγωκεντρικά πάθη τῆς ματαιοδοξίας καί τῶν σωματικῶν ἀπολαύσεων, παρ᾿ ὅλο πού, ὅπως γνωρίζουμε, προσπάθησε νά δεῖ καί νά προσκυνήσει τόν τίμιο Σταυρό στά Ἱεροσόλυμα, δέν τά κατάφερε, καθώς τά πάθη της τήν ἐμπόδιζαν. Καί τότε ἦταν πού ἡ ἀκτινοβολία τῆς σταυρωμένης ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ἄνοιξε καί φώτισε τά τυφλωμένα ἀπό τόν ἐγωκεντρισμό μάτια τῆς ψυχῆς της καί μπόρεσε νά σταυρώσει τά πάθη της.
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἡ κατάντια στήν ὁποία εἶχε φθάσει ἡ ὁσία Μαρία, δέν τήν ἀπέκλεισε τελικά ἀπό τή συνάντησή της μέ τόν ἀναστημένο Χριστό.
Τόσο ἡ προηγούμενη Κυριακή ὅσο καί ἡ αὐριανή εἶναι ἀφιερωμένες στή μνήμη δύο μεγάλων διδασκάλων τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας: τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου καί τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Δύο ἀντιπροσωπευτικές μορφές τῆς ὀρθόδοξης ἄσκησης.
Κι αὐτό, γιατί ἐκεῖνο πού ζητάει ἀπό μᾶς ἡ Ἐκκλησία εἶναι νά ἐμπλουτίσουμε τόν πνευματικό καί διανοητικό ἐσωτερικό μας κόσμο. Καί ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Σαρακοστή εἶναι ἕνα βιωματικό ταξίδι στό βάθος τοῦ εἶναι μας. Τῆς ἀναζήτησης νοήματος. Τῆς ἀνακάλυψης ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ θεϊκοῦ νοήματος τῆς ζωῆς του⋅ τοῦ κρυμμένου βάθους της.
Γιά παράδειγμα, μέ τό νά ἀπέχουμε ἀπό τήν τροφή νηστεύοντας ξαναβρίσκουμε τή γλύκα της καί ξαναμαθαίνουμε πῶς νά τήν παίρνουμε ἀπό τό Θεό μέ χαρά καί εὐγνωμοσύνη. Μέ τό νά περιορίζουμε τίς ψυχαγωγίες, τή διασκέδαση, τή μουσική, τίς ἀτέλειωτες συζητήσεις, τίς ἐπιπόλαιες κοινωνικότητες, ἀνακαλύπτουμε τελικά τήν ἀξία τῶν εἰλικρινῶν διαπροσωπικῶν ἀνθρώπινων σχέσεων, τῆς τέχνης. Καί τά ξαναβρίσκουμε ὅλ᾿ αὐτά, ἀκριβῶς γιατί ξαναβρίσκουμε τόν ἴδιο τόν Θεό⋅ γιατί ξαναγυρίζουμε σ᾿ Αὐτόν καί δι᾿ Αὐτοῦ σέ ὅλα ὅσα ἐκεῖνος μᾶς προσέφερε μέσα ἀπό τήν τέλεια ἀγάπη καί τό ἔλεός Του.
Συνεχίζοντας τή λυτρωτική πορεία μας πρός τό Πάσχα, τήν Κυριακή τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, διδασκόμαστε ὅτι κάθε ἄνθρωπος, ὅσο ἁμαρτωλός κι ἄν εἶναι, μπορεῖ -ἄν τό θελήσει βαθειά καί ὑπαρξιακά- νά συναντήσει τόν ἀναστημένο Χριστό⋅ φθάνει νά φλογισθεῖ ἀπό τόν πόθο τῆς συνάντησης μαζί Του.
Πέμπτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, καὶ καθὼς ὁδεύουμε πρός τό τέλος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει ἀκόμη ἕνα πρότυπο ἁγιαστικῆς ζωῆς, ἕνα πρότυπο μετανοίας, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει νά ἐντείνουμε τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τῆς περιόδου αὐτῆς, τοῦ «καιροῦ τοῦ εὐπρόσδεκτου τῆς μετανοίας», ὅπως εὔστοχα ἡ ἐκκλησιαστική ποίηση χαρακτηρίζει τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς.
Ἡ ὁσία Μαρία, μιά γυναίκα ἀπόλυτα δουλωμένη στά ἐγωκεντρικά πάθη τῆς ματαιοδοξίας καί τῶν σωματικῶν ἀπολαύσεων, παρ᾿ ὅλο πού, ὅπως γνωρίζουμε, προσπάθησε νά δεῖ καί νά προσκυνήσει τόν τίμιο Σταυρό στά Ἱεροσόλυμα, δέν τά κατάφερε, καθώς τά πάθη της τήν ἐμπόδιζαν. Καί τότε ἦταν πού ἡ ἀκτινοβολία τῆς σταυρωμένης ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ἄνοιξε καί φώτισε τά τυφλωμένα ἀπό τόν ἐγωκεντρισμό μάτια τῆς ψυχῆς της καί μπόρεσε νά σταυρώσει τά πάθη της.
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἡ κατάντια στήν ὁποία εἶχε φθάσει ἡ ὁσία Μαρία, δέν τήν ἀπέκλεισε τελικά ἀπό τή συνάντησή της μέ τόν ἀναστημένο Χριστό.
Ὅπου κι ἄν βρίσκεται κανείς, ὅταν κεντριστεῖ ἀπό τόν θεῖο πόθο καί ἀπό πίστη ζέουσα καί φλογερή ὅπως ἐκείνη τῆς ὁσίας Μαρίας, μπορεῖ ἀσφαλῶς νά πορευθεῖ πρός αὐτή τή συνάντηση.
Εἶναι ἡ στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος μεταθέτει τόν ἔρωτά του ἀπό τά κτίσματα στόν κτίστη. Αὐτή τή μεγάλη ἀγάπη βίωσαν οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, πού ἦταν πρόθυμοι καί τήν ἴδια τή σωτηρία τους νά θυσιάσουν γιά τό συνάνθρωπο. «Ηὐχόμην γάρ αὐτός ἐγώ ἀνάθεμα εἶναι ἀπό τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μου» γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μά κι ὁ Ἁγιορείτης φωτιστής τοῦ Γένους μας, ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἔλεγε τό ἴδιο ἀκριβῶς μέ ἄλλα λόγια:
«Μά θέλετε εἰπῆ⋅ Καί σύ καλόγερος εἶσαι, διατί συναναστρέφεσαι εἰς τόν κόσμον; Κι ἐγώ ἀδελφοί μου, κακά τό κάμνω, μά ἐπειδή τό γένος μας ἔπεσε εἰς ἀμάθειαν, εἶπα⋅ Ἄς χάσει ὁ Χριστός μου ἐμένα, ἕνα πρόβατον, καί ἄς κερδίσει τά ἄλλα. Ἴσως ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καί ἡ εὐχή σας σώση καί ἐμένα»» .
Ἔτσι λοιπόν, σ᾿ αὐτό τό στάδιο τῆς πορείας μας πρός τό Πάσχα, τῆς πορείας μας πρός τή συνάντηση μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τό παράδειγμα μιᾶς πόρνης, τῆς ὁποίας οἱ πολλές ἁμαρτίες συγχωρέθηκαν, ὅπως καί ἐκείνης τῆς ἄλλης πόρνης τοῦ Εὐαγγελίου, γιά νά μᾶς διαβεβαιώσει γιά ἕνα πρᾶγμα:
Πώς τόν ἀναστημένο Χριστό μπορεῖ κάθε ἄνθρωπος, ἄν τό θελήσει καί τό ἐπιθυμήσει, νά Τόν συναντήσει. Στήν περίπτωση τῆς ὁσίας Μαρίας, ἡ ἁμαρτωλότητά της δέν τῆς ἀπέκλεισε τήν δυνατότητα νά πλησιάσει τόν Χριστό καί νά αἰσθανθεῖ τή λυτρωτική Του παρουσία στή ζωή της.
Ἡ περίπτωση τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι κανείς δέν πρέπει νά ἀποθαρρύνεται ἀπό τήν πνευματική του κατάσταση, ὅσο ἄσχημη κι ἄν εἶναι. Γιά ὅλους ὑπάρχει ἐλπίδα. «Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα⋅ συγγνώμη ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε», θά ἀναφωνήσει σέ λίγες μέρες ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στόν Κατηχητικό του Λόγο τό Πάσχα.
Ἐξάλλου τά μάτια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μέ τά ἴδια μέ τά ἀνθρώπινα μάτια. Ὅτι φαίνεται μακρυνό καί ἄπιαστο στούς ἀνθρώπους, μπορεῖ νά φαίνεται κοντινό στό Θεό, καί τό ἀντίστροφο. Ἄλλωστε, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, «οἱ τελῶνες καί οἱ πόρνες» μᾶς προάγουν στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Κι αὐτό γιατί ἐκεῖνοι γνωρίζουν ὅτι βρίσκονται μακρυά ἀπό τόν Θεό καί γι᾿ αὐτό μποροῦν νά αἰσθανθοῦν τήν ἀνάγκη νά ἐπιστρέψουν, ἐνῶ οἱ «δίκαιοι» πολλές φορές περιχαρακωμένοι στήν «δικαιοσύνη» τους δέν αἰσθάνονται τήν ἀνάγκη τῆς μετάνοιας, γιατί πιστεύουν ὅτι τήν ἔχουν πετύχει ἤδη⋅ δέν αἰσθάνονται τήν ἀνάγκη νά ἐπιστρέψουν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ γιατί εἶναι βέβαιοι ὅτι τήν δικαιοῦνται καί πιστεύουν ὅτι βρίσκονται ἤδη σ᾿ αὐτήν.
Στήν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου πού θά ψάλλουμε αὔριο τό πρωΐ, στόν κανόνα τῆς ὁσίας Μαρίας, ἄν προσέξουμε, ἀντιπαραβάλλεται ἕνας ἄλλος κανόνας πού ἀναφέρεται στήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου καί στήν ὁποία ὁ Χριστός παρουσιάζει τήν τρομερότερη περιγραφή τῆς κολάσεως, ἀπ᾿ ὅσες ὑπάρχουν στό Εὐαγγέλιο. Τό Δοξαστικό μάλιστα τῆς ἡμέρας ὑπογραμμίζει τή μεγάλη ἀλήθεια: «Οὐκ ἔστιν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καί πόσις ἀλλά δικαιοσύνη καί ἄσκησις σύν ἁγιασμῷ». Γι᾿ αὐτό τό λόγο, συνεχίζει τό τροπάριο, «οὐδέ πλούσιοι εἰσελεύσονται ἐν αὐτῇ, ἀλλ᾿ ὅσοι τούς θησαυρούς αὐτῶν ἐν χερσί πενήτων ἀποτίθενται. Ταῦτα καί Δαβίδ ὁ προφήτης διδάσκει λέγων⋅ Δίκαιος ἀνήρ, ὁ ἐλεῶν ὅλην τήν ἡμέραν».
Ὅπως ξεκάθαρα φαίνεται μέσα ἀπό τό τροπάριο αὐτό, δίκαιος θεωρεῖται ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού ἀποθέτει τούς θησαυρούς του στά χέρια τῶν πτωχῶν. Κι αὐτό ἐπιβεβαιώνει τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ πώς τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ ἀνήκουν σ᾿ αὐτούς πού τά ἔχουν ἀνάγκη.
Ἄν γιά τόν Χριστό, ἡ βάση τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἔλλειψη ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου γιά τόν Θεό καί τό συνάνθρωπο, ὁ πλοῦτος πού δέν μοιράζεται καί σ᾿ ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη, δείχνει τήν ἔλλειψη καί τῆς μιᾶς καί τῆς ἄλλης ἀγάπης. Ὁ ἄφρων πλούσιος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει μεταθέσει τόν ἔρωτά του ἀπό τόν δημιουργό του Θεό στούς θησαυρούς του⋅ ἀπό τόν Κτίστη, στά κτίσματα. Καί σάν ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς μετάθεσης τοῦ ἔρωτά του ἀπό τόν Κτίστη στά κτίσματα, δέν ἔχει τήν δυνατότητα ὄχι ἁπλῶς νά ἀγαπήσει, ἀλλ᾿ οὔτε καί νά παρατηρήσει κἄν τό συνάνθρωπό του, ὅπως συμβαίνει μέ τόν πλούσιο τῆς παραβολῆς τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἡ πορνεία τῆς Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας εἶναι ἁμαρτία, ὅπως ἄλλωστε καί ἡ ἀπληστία καί ἡ φιλαργυρία, κυρίως γιατί εἶναι μετάθεση τοῦ ἔρωτα τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Κτίστη στά κτίσματα. Ὅσο πιό βαρύ εἶναι τό φορτίο τῶν ὑλικῶν πραγμάτων πού κουβαλᾶμε μέσα μας, τόσο πιό δύσκολο εἶναι νά συμπορευθοῦμε μέ τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος, ἐλαφρύς ὅπως εἶναι ἀπό κάθε ἐγωκεντρικό φορτίο, ἀφοῦ θυσιάστηκε γιά τή σωτηρία μας, προχωρᾶ μπροστά καί μᾶς ἀφήνει πίσω.
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο ἀπό τό Βίο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας πού ἀξίζει νά προβάλλουμε στήν ἀγάπη σας, εἶναι ἡ μεσιτεία τῆς κυρίας Θεοτόκου γιά τήν ἀνακαινισμένη ἐν μετανοίᾳ ζωῆς της.
Ἀπό τά ὅσα διασώζει ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων στό Βίο τῆς ὁσίας Μαρίας, μᾶς εἶναι γνωστό ὅτι ἡ Ὁσία, μετά ἀπό πολλές ἀποτυχημένες ἀπόπειρες νά εἰσέλθει στό ναό τῆς Ἀναστάσεως στά Ἱεροσόλυμα γιά νά προσκυνήσει τόν τίμιο Σταυρό, ἀπέκαμε, καί κάποια στιγμή κοντοστάθηκε καί εἶδε τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, πού βρισκόταν στό ὑπέρθυρο τοῦ Ναοῦ. Βλέποντας τότε τήν ἀειπάρθενο Θεοτόκο, φωτίσθηκε ὁ νοῦς της καί ἀντιλήφθηκε πώς γιά τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν της, ἐμποδιζόταν νά εἰσέλθει στό Ναό. Τότε ἦταν πού πῆρε τή ἀπόφαση νά μετανοήσει. Καί ἀμέσως, ἔβαλε τήν Θεοτόκο ἐγγυήτρια γιά τήν ἀποχή της ἀπό τά πρότερα ἁμαρτήματά της, καί τήν ἀκόλουθη καί γνωστή σέ ὅλους μας συγκλονιστική μετάνοιά της.
Γιά τήν εἰκόνα αὐτή τῆς Παναγίας τῆς Ἐγγυήτριας, ἀξίζει νομίζω νά μεταφέρω στήν ἀγάπη σας τήν ζῶσα ἁγιορειτική παράδοση. Σύμφωνα μ᾿αὐτήν, ἡ εἰκόνα αὐτή, ἀρίστης βυζαντινῆς τέχνης, βρέθηκε μέ θαυματουργικό τρόπο στό Ἅγιον Ὄρος καί πιό συγκεκριμένα, στό Σπήλαιο τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, στό ἀκρότατο σημεῖο τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου. Αὐτήν τήν εἰκόνα βρῆκε, θείᾳ νεύσει, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος, ἱδρυτής καί θεμελιωτής τοῦ ἀθωνικοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ, περί τό ἔτος 965 καί τή μετέφερε στό καθολικό τῆς Μεγίστης Λαύρας, γιά νά προσκυνεῖται ἀπ᾿ ὅλους τούς πατέρες. Ὅμως τό πρωΐ ἡ εἰκόνα εἶχε ἤδη ἐξαφανιστεῖ καί μεταφερθεῖ μυστηριωδῶς πάλι στό Σπήλαιο. Τότε ὁ Ὅσιος τήν ξαναπῆρε στή Λαύρα καί τήν ἐναπέθεσε στήν ἴδια θέση ἐντός τοῦ ναοῦ. Ἀλλά καί πάλι ἡ εἰκόνα ἀναχώρησε γιά τό Σπήλαιο. Ἔκτοτε πλέον δέν τόλμησε ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος νά τή μετακινήσει, γι᾿ αὐτό καί τήν ἄφησε στό ἴδιο μέρος ὅπου καί μέχρι σήμερα βρίσκεται. Πρόκειται γιά τή θαυματουργό εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἐγγυήτριας. Ἑορτάζεται μάλιστα πανηγυρικά μέ φροντίδα τῆς Μεγίστης Λαύρας, κατά τό Σάββατο τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, κατά τήν Ε’ ἑβδομάδα τῶν νηστειῶν⋅ χθές δηλαδή.
Εἶναι ὠφέλιμο πιστεύω, καί πρός δόξαν Θεοῦ καί τιμήν τῆς Θεοτόκου, τῆς προστάτιδος τόσο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας ὅσο καί τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, ἀλλά καί τῶν πιστῶν τῆς ἐνορίας τοῦ πανηγυρίζοντος αὐτοῦ ἱεροῦ Ναοῦ, νά ἐξιστορήσουμε τό ἀκόλουθο περιστατικό, πού συνέβη πρίν περίπου ἑκατό χρόνια, τό ἔτος 1905, κατά τόν πολύ καταστροφικό σεισμό πού ἔπληξε τήν Χαλκιδική καί τό Ἅγιον Ὄρος, κατά τόν ὁποῖο ἔπαθαν τεράστιες καταστροφές μοναστήρια, σκῆτες καί κελλιά καί μέ ἀρκετά ἀνθρώπινα θύματα. Τήν ἐποχή ἐκείνη μέσα στό Σπήλαιο τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου ζοῦσε μέ μεγάλη ἄσκηση καί πλούσια λειτουργική ζωή ὁ ξακουστός Χαρίτων ὁ Πνευματικός (1836-1906) καί ἡ συνοδεία του.
Ἡ Θεοτόκος ἡ Ἔγγυήτρια, πού οἰκονόμησε τή σωτηρία τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, τί οἰκονόμησε γιά τή σωτηρία τῶν Πατέρων πού ἀσκούνταν στό Σπήλαιο; Οἰκονόμησε, ὁ εὐλαβής Πνευματικός παπᾶ Χαρίτων νά ἐγερθεῖ ἀπό τόν ὕπνο μισή ὥρα γρηγορότερα ἀπό τήν συνηθισμένη ὥρα καί νά ξυπνήσει καί τούς ἄλλους πατέρες, προκειμένου νά ἀρχίσουν τήν Ἀκολουθία τους στό ναό τῆς Παναγίας τῆς Ἐγγυήτριας. Τότε, μέ τό πού ἄρχισε ἡ Ἀκολουθία, ἄρχισε νά σείεται σπήλαιο καί ὀγκωδέστατοι βράχοι ἔπεφταν ἀπό ψηλά μέ τέτοιο κρότο ὥστε νόμιζε κανείς ὅτι ὅλο τό Ὄρος ἔμοιαζε μέ ἡφαίστειο πού ἐκρήγνυτο. Καί τά βράχια πού ἔπεσαν καταπλάκωσαν τό μέρος τοῦ Σπηλαίου ὅπου βρίσκονταν τά κελλιά τῶν πατέρων καί τά παρέσυραν μέχρι τή θάλασσα. Ὅμως οἱ Πατέρες, ἀφοῦ βρίσκονταν ἤδη στό ναό γιά τήν Ἀκολουθία, διαφυλάχθηκαν ἀβλαβεῖς χωρίς νά πάθουν τίποτα. Καί ἀφοῦ τέλειωσε ἡ Ἀκολουθία καί ξημέρωσε, βγῆκαν ἀπό τό Σπήλαιο δοξάζοντας τόν Κύριο καί τήν κυρία Θεοτόκο πού μέ τό θαυματουργικό αὐτό τρόπο τούς εἶχε σώσει.
Οἱ δέ πατέρες τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἀφοῦ συνῆλθαν ἀπό τό φόβο τοῦ σεισμοῦ, ἔστειλαν μερικούς πατέρες μέ ζῶα καί ἱερέα γιά νά δώσουν βοήθεια σέ ὅποιον τυχόν εἶχε γλυτώσει ἀπό τό σεισμό, ὑποθέτοντας ὅτι ἀναμφίβολα δέν θά εἶχε σωθεῖ κανείς. Ὅμως ὅταν κατέβηκαν στό Σπήλαιο, βρῆκαν τούς πατέρες, ὄχι μόνο σώους καί ἀβλαβεῖς, ἀλλά καί ψύχραιμους, παρόλο πού εἶχαν χάσει ὅλα τά ὑπάρχοντά τους ἀπό τήν καταστροφή. Συγκλονισμένοι τότε, ἄκουσαν τούς πατέρες γιά τό παράδοξο θαῦμα τῆς Θεοτόκου, ἐνῶ ἐκεῖνοι πῆγαν νά τούς ψάλλουν τρισάγια καί ἄλλα νεκρώσιμα τροπάρια, ὡς κεκοιμημένους. Καί ἀναχώρησαν, δοξάζοντας τόν Θεό καί τήν Θεοτόκο, πού, ὅπως καί μέ τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία, ἔτσι καί στίς μέρες μας, ἐγγυᾶται τή σωτηρία ὅλων ὅσων μέ εὐλάβεια καί πίστη προστρέχουν στή σκέπη της.
Ἐμεῖς βέβαια, ὡς ἄνθρωποι, δέν φοβόμαστε τίποτε περισσότερο, ὅσο τίς θλίψεις καί τίς δυσχέρειες. Καί εἰδικότερα, τήν τελευταία αὐτή περίοδο, κατά τήν ὁποία ἡ φιλτάτη πατρίδα μας βιώνει σέ ὅλες της τίς διαστάσεις τήν οἰκονομική κρίση, πού εἶναι ὅμως, πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, ἀποτέλεσμα, τῆς πνευματικῆς κρίσης, πού βιώνει ἀπό δεκαετίες ὁ λαός μας. Ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν φύση της, ἐκτός τοῦ ὅτι νοηματοδοτεῖ τόν ἀνθρώπινο βίο καί ἔχει μία πνευματική ἀποστολή, συγχρόνως λειτουργεῖ ἐξισορροπητικά στήν κοινωνία. Ἔτσι, ἡ τρέχουσα κοινωνική καί οἰκονομική κρίση πρέπει νά ἀντιμετωπισθεῖ μέ κρίση, δηλαδή μέ διάκριση, περίσκεψη, σύνεση καί τήν πρέπουσα ἀποφασιστικότητα.
Ἕνα κλῖμα ἐμπιστοσύνης στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος παραχωρεῖ τήν δοκιμασία αὐτή ἀλλά καί κλῖμα ἀλληλεγγύης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, θά πρέπει νά εἶναι τό κλῖμα, πού θά πρέπει νά ἐπικρατήσῃ μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί γενικότερα, μεταξύ ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Εὔχομαι ὁλόψυχα, μεταφέροντας καί τίς εὐχές τοῦ Γέροντός μου, καθηγουμένου τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἀρχιμανδρίτου Προδρόμου καί ὅλων τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων, ὁ Κύριος διά πρεσβειῶν τῆς σήμερα ἑορταζομένης ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καί τῆς Θεοτόκου τῆς Ἐγγυητρίας, νά φωτίζει τό δρόμο μας πρός τή συνάντησή Του κατά τήν λαμπροφόρο ἡμέρα τοῦ Πάσχα.
Χρόνια Πολλά καί Καλήν Ἀνάσταση!
Ἀπόσπασμα ἀπό τήν ὀμιλία τοῦ π. Παταπίου στόν ναό Ἁγ. Ἰωάννου Προδρόμου Χανίων Κρήτης, 31 Μαρτίου 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου