Ὁμιλία ποὺ ἐκφωνήθηκε στὶς 19/5/91, κατὰ τὴν Κυριακὴ ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης τῶν Ἁγίων 318 Πατέρων τῆς Ἃ΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, τιμᾶ τήν μνήμη τῶν
ἁγίων τριακοσίων δεκαοκτώ Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, τῆς ἐν Νικαίᾳ. Καί τήν τιμᾶ ἀφενός μέν γιά νά δοξάσει
τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό, πού πάντοτε διασώζει τήν ἀλήθεια
μέσα στήν Ἐκκλησία Του –διότι οἱ Σύνοδοι πάντοτε διέσωζαν
τήν ἀλήθεια τή δογματική– καί ἀφετέρου δέ γιά νά τιμήσει τούς
θεοφόρους Πατέρες πού συγκροτοῦσαν αὐτές τίς Οἰκουμενικές
Συνόδους.
Ἀλλά
ἡ Ἐκκλησία μας ὁμοίως θέλει νά προβάλλει –ἔτσι τουλάχιστον φαίνεται στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή–
[1] τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν ἐν ἀγάπῃ καί ἀληθείᾳ. Προσέξτε: τήν ἑνότητα ἐν ἀγάπῃ καί ἀληθείᾳ!
Αὐτό τό ἴδιο πρόβλημα φαίνεται ὅτι ὑπάρχει πάντοτε μέσα
στήν Ἐκκλησία, τό πρόβλημα τῆς ἑνότητος ἐν ἀγάπῃ καί
ἀληθείᾳ, ἀκριβῶς γιατί κατά κάποιον τρόπο δέν εἶναι λίγοι
ἐκεῖνοι πού διαταράσσουν αὐτή τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας,
πάντοτε, φυσικά μέχρι σήμερα, ἀλλά καί μέχρι πού νά
τελειώσει ἡ Ἱστορία.
Τό πρόβλημα τῆς ἑνότητος τῶν ἀνθρώπων ἤδη εἶχε τεθεῖ καί
μετά τόν κατακλυσμό τοῦ Νῶε. Θά θυμᾶστε, ὅταν ἔγιναν πολλοί οἱ
ἀπόγονοι τοῦ Νῶε, θέλησαν νά διατηρήσουν αὐτήν τήν
ἑνότητα, πρίν ἀκόμη διασπαροῦν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης,
καί ἄν ἦταν δυνατόν νά διατηρήσουν αὐτήν τήν ἑνότητα καί
μετά τήν διασπορά τους. Γι’ αὐτό θέλησαν νά ἀφήσουν ἕνα
μνημεῖο ἑνότητός τους, πού θά ἦταν ἕνα ὑλικό μνημεῖο, ἕνας
πλίνθινος πύργος, ὁ ὁποῖος θά ἔφθανε ἕως τόν οὐρανό
–τουλάχιστον τέτοια ἀντίληψη μποροῦσαν νά ἔχουν περί
οὐρανοῦ! Ἦταν ὁ γνωστός μας πύργος τῆς Βαβέλ. Ὁ Θεός ὅμως, ὅπως
γνωρίζουμε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀπό τό βιβλίο τῆς Γενέσεως,
συνέχεε τίς γλῶσσες τους, μπέρδεψε τίς γλῶσσες τους, γιά νά μήν
πραγματοποιηθεῖ αὐτό τό μνημεῖο.
[2]
Αὐτό βεβαίως γι’ αὐτούς ἦταν δεῖγμα μιᾶς ἑνότητος, ὅπως
ἤδη σᾶς εἶπα, ἀλλά ἑνότητος ἀνθρωποκεντρικῆς, δηλαδή
ἐπανάληψη τοῦ πραπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Διότι ποιό ἦταν
τό προπατορικό ἁμάρτημα; Ἦταν…ὁ ἀνθρωποκεντρισμός· δηλαδή
ἐγώ, ὁ Ἀδάμ, νά γίνω θεός. Μά στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἦταν νά γίνει
ὁ Ἀδάμ κατά χάριν θεός. Ὄχι· ἐγώ νά γίνω θεός, ἀλλά χωρίς τόν
Θεό. Αὐτή ἡ αὐτονομία, αὐτός ὁ ἀνθρωποκεντρισμός.
Τό ἴδιο ἀκριβῶς γίνεται καί μέ τούς πλανῆτες, πού γυρίζουν
γύρω ἀπό τόν ἥλιο καί φωτίζονται, παίρνοντας ὅμως τό φῶς ἀπό
τόν ἥλιο. Ἄν οἱ πλανῆτες, ἄς ποῦμε, ἔλεγαν κάποια στιγμή «Δέν
χρειαζόμαστε τό φῶς τοῦ ἥλιου· θά χρησιμοποιήσουμε τό δικό
μας τό φῶς», θά τούς λέγαμε: «Ποιό δικό σας φῶς;… Ἐσεῖς οἱ πλανῆτες
δέν εἶστε αὐτόφωτοι». Τό ἴδιο θά λέγαμε καί στούς
πρωτοπλάστους: «Ὤ ἄνθρωποι, δέν εἴσαστε αὐτόφωτοι, δέ
μπορεῖτε νά αὐτοθεωθεῖτε· τήν θέωση θά τήν πάρετε ἀπό τόν
ἴδιο τόν Θεό, καί συνεπῶς τόν χρειάζεστε τόν Θεό». Δέν
μποροῦμε λοιπόν νά γίνουμε ἀνθρωποκεντρικοί, δηλαδή τό
κέντρο γύρω ἀπό τό ὁποῖο θά γυρίζουν τά πάντα· ὁ Θεός θά εἶναι
τό κέντρο καί ὄχι ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ πολυγλωσσία τότε στάθηκε ἕνα σημάδι τῆς διασπάσεως
τῶν ἀνθρώπων. Τί εἶπε ὁ Θεός; «δεῦτε καὶ καταβάντες συγχέωμεν
αὐτῶν ἐκεῖ τὴν γλῶσσαν», νά μπερδέψουμε τή γλώσσα τους. Αὐτό
ὅμως ἔπρεπε νά διορθωθεῖ. Καί διορθώθηκε μέ τήν ἐνανθρώπηση
τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἦρθε ἐδῶ στή γῆ, καί μέ τήν κάθοδο τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτό ἐμφανίστηκε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέ
τήν μορφή πυρίνων γλωσσῶν. Καί οἱ Ἀπόστολοι τήν ἡμέρα τῆς
Πεντηκοστῆς μιλοῦσαν κατά τέτοιον τρόπο, πού ὅλοι ἐκεῖνοι
πού εἶχαν συρρεύσει στά Ἱεροσόλυμα –κι ὁ καθένας ἦταν ἀπό
κάποιο μέρος: ἀπό τήν Περσία, Παρθία, Μικρά Ἀσία, Κρήτη,
Ἑλλάδα, Ἀραβία, Αἴγυπτο, Κυρρήνη καί λοιπά καί λοιπά– ὁ
καθένας, λέει, ἄκουγε τό κήρυγμα τοῦ Πέτρου στή γλώσσα τή δική
του. Ἑνώθηκαν λοιπόν, ἤ μᾶλλον διαλύθηκε ἐκείνη ἡ σύγχυση,
καί ἐπῆλθε ἕνα χεῖλος, ὅπως λέει ἐκεῖ τό βιβλίο τῆς
Γενέσεως, μία γλώσσα, μία φωνή, ὅπως ἦταν στήν ἐποχή τοῦ Νῶε.
Ἐπανέρχεται αὐτή ἡ ὁμοφωνία, ἀλλά ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, μέ τή
διαφορά πώς δέν ὑπάρχει πιά τό μνημεῖο τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ.
Πλέον δέ μπορεῖ νά εἶναι σημεῖο ἑνότητος ὁ πύργος τῆς Βαβέλ·
τό σημεῖο ἑνότητος ἐφεξῆς θά εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἐν
Πνεύματι Ἁγίῳ.
Εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό πού σᾶς λέω, πάρα πολύ
σημαντικό· ἀποτελεῖ τήν καρδία τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς.
Πρέπει νά τό ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι
ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, εἶναι ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Ὁ Χριστός ἔτσι τό εἶπε. Γι’ αὐτό ἡ ἑνότητα δέν εἶναι σέ
κοσμικά πράγματα, σέ πράγματα μέ κοσμικές διαστάσεις. Ὁ
Κύριος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, στήν ἀρχιερατική Του προσευχή
εἶπε: «Πάτερ, ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ», Πατέρα μου, ἐγώ γι’
αὐτούς πού πίστεψαν σ’ ἐμένα παρακαλῶ· «οὐ περὶ τοῦ κόσμου
ἐρωτῶ», δέν παρακαλῶ γιά τόν κόσμο, «ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς
μοι», ἀλλά μόνο γιά ’κείνους πού μοῦ ἔδωσες.
[3]
Θά ξαναπῶ τή φράση, γιατί μερικοί νομίζουν ὅ,τι νομίζουν:
«Δέν παρακαλῶ γιά τόν κόσμο». Θά μοῦ πεῖτε ὅτι κάνει διάκριση.
Ναί. Καί τί κάνει ἐδῶ ὁ Κύριος; Ἀντιδιαστέλλει τό σημεῖο
ἑνότητος· ἐκεῖνο πού Ἐκεῖνος θέτει, καί εἶναι τό πρόσωπό Του
ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀπό τό σημεῖο ἑνότητος τοῦ κόσμου, πού
εἶναι πιά ἕνας νοητός πύργος Βαβέλ.
Φερ’ εἰπεῖν, γιά νά τό κάνουμε ἔτσι ὑλοποιημένο νά τό καταλάβουμε: Δέ μπορεῖ ἡ Ε.Ο.Κ.
[4]
νά εἶναι σημεῖο ἑνότητος τῶν Εὐρωπαίων· δέ μπορεῖ ὁ Ο.Η.Ε. νά
εἶναι σημεῖο ἑνότητος τῶν Ἐθνῶν. Σημεῖο ἑνότητος εἶναι ὁ
Ἰησοῦς Χριστός ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Γιατί; Διότι ὅλα τ’ ἄλλα
εἶναι σημεῖα ἀνθρωποκεντρικά, καί εἶναι ἀμφίβολη ἡ
ἑνότητα πού ὑπόσχονται, εὔκολα σπάζει. Θυμηθεῖτε τά πόδια τοῦ
ἀγάλματος πού εἶχε δεῖ σέ ὄνειρό του ὁ Ναβουχοδονόσορ, στή
Βαβυλώνα, πού ἦταν ἀνομοιογενές τό ὑλικό πού ἦταν
φτιαγμένα, ἀπό ὄστρακο, λέει, δηλαδή κεραμύδι, καί σίδηρο.
Ἔσπασε… ἀνομοιογενές τό ὑλικό.
[5]
Σπάζουν αὐτά τά πράγματα… σπάζουν. Καί σπάζουν γιατί δέν εἶναι
ἐν Θεῷ στημένα. Ὁ Κύριος εἶχε πεῖ: «ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ
σκορπίζει»
[6], αὐτός πού δέν μαζεύει μαζί μου, οὐσιαστικά σκορπίζει.
Ἡ ἑνότητα μέσα στήν Ἐκκλησία πρέπει νά νοηθεῖ,
πρῶτα-πρῶτα καί βασικά, ὀντολογική. Ὅταν λέμε ὀντολογική,
τί ἐννοοῦμε; Ἐννοοῦμε ὅτι μᾶς ἑνώνει ὅλους πραγματικά τό
Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό ἡ ἕνωση λέγεται
ὀντολογική · εἶναι πραγματική. Πῶς; Τί μᾶς ἑνώνει τώρα αὐτή
τή στιγμή ἐδῶ; Ὅσοι κοινωνήσαμε, κοινωνήσαμε τό Σῶμα καί τό
Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό εἶναι σημεῖο ἑνότητος, καί μάλιστα,
σᾶς εἶπα, θεμελιώδους σημασίας. Αὐτή ἡ ὀντολογική ἕνωση
ἐκφράζεται μέ τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί
φανερώνεται μέσα στήν Ἱστορία μέ τή σύναξη τῶν πιστῶν σ’
ἕναν χῶρο, μ’ αὐτό πού λέμε ἐκλησιασμό. Γι’ αὐτό, ὅταν δέν
πραγματοποιεῖται ὁ ἐκκλησιασμός, σπάζει αὐτή ἡ ἑνότητα. Γι’
αὐτό καί οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας μέ ἀφορίζουν, δηλαδή
μέ ξεχωρίζουν, ὅταν δέν ἐκκλησιάζομαι τακτικά. Μοῦ λένε:
«Ἀφοῦ περιφρονεῖς τόν ἐκκλησιασμό, πού εἶναι τό σημεῖο
ἑνότητος τοῦ Χριστοῦ, πήγαινε σέ ἄλλα σημεῖα ἑνότητος, ὄχι
μέ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας». Κι αὐτό γίνεται ὅταν λείψω ἀπό
τήν Ἐκκλησία, χωρίς ἀποχρῶντα λόγο, ἀδικαιολόγητα, τρεῖς
Κυριακές. Γι’ αὐτόν τόν λόγο.
Ἀκόμη, γινόμαστε ὅλοι σύσσωμοι καί σύναιμοι, ἀφοῦ εἴμαστε
ἑνωμένοι μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί ἀποτελοῦμε μέλη
τοῦ ἑνός καί μόνου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Καί εἴμαστε μέλη
ὀντολογικά, πραγματικά, γιατί τό ἴδιο Αἷμα ρέει μέσα στίς
φλέβες μας. Εἴτε εἶμαι στήν Εὐρώπη καί ὁ ἄλλος εἶναι στήν Ἀσία,
εἴτε εἶμαι στήν Αὐστραλία κι ὁ ἄλλος στήν Ἀμερική, στήν
Ἀλάσκα ἤ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, ὅλοι ἀποτελοῦμε τό ἕνα καί μόνο
καί ἀδιαίρετο Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Δεύτερον, ἡ ἑνότητα μέσα στήν Ἐκκλησία ἀκόμη πρέπει νά
νοηθεῖ καί ὡς ἑνότητα ἠθική. Βέβαια, δέν θά μοῦ ἄρεσε πολύ
αὐτή ἡ λέξη· θά τήν ἔλεγα πνευματική· ἀλλά ἐπειδή ἡ λέξη
ἠθική εἶναι μία τρέχουσα λέξη, γι’ αὐτό τήν χρησιμοποιῶ.
Δηλαδή ἀνάμεσα στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά ὑπάρχει τό
ἦθος, νά ὑπάρχει ἡ πνευματική ζωή, τό βίωμα τό πνευματικό,
πού ἐκφράζεται μέ τήν ἀγάπη. Καί ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ τό ἔργο τῶν
πιστῶν· ἐνῶ ἡ ἑνότητα ἀπορρέει ἀπό τό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Τό
ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅ,τι σᾶς εἶπα προηγουμένως. Τό ἔργο τῶν
ἀνθρώπων εἶναι ἡ μεταξύ τους ἀγάπη, πού θά ἐκφράσει τώρα καί
θά παρουσιάσει στά μάτια τῶν ἀνθρώπων αὐτήν τήν ἑνότητα τῆς
Ἐκκλησίας μας.
Ἡ ἠθική ἑνότητα φαίνεται σέ ὅσα γράφει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος στήν Α΄ Πρός Κορινθίους : «Ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι».
Μαλώματα εἶναι ἀνάμεσά σας, λέει στούς Κορινθίους. Ἔριδες,
μαλώματα, μαλώνετε! «ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγὼ μέν εἰμι
Παύλου, ἐγὼ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ». Ὁ ἕνας λέει
ἐγώ ἀνήκω στόν Χριστό, ἄλλος λέει ἀνήκω στόν Παῦλο, ὁ ἄλλος
ἀνήκω στόν Πέτρο, ὁ ἄλλος στόν Ἀπολλώ, τόν διάσημο ρήτορα
Χριστιανό ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια. Καί ρωτάει ὁ Ἀπόστολος:
«Μεμέρισται Χριστός;». Ἔχει κομματιαστεῖ ὁ Χριστός;
«Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες», ὅλοι τό ἴδιο νά
λέτε, «καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα», καί νά μήν ὑπάρχουν ἀνάμεσά
σας διαιρέσεις καί σχίσματα, «ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ
νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμη»
[7], νά βρίσκεστε κάτω ἀπό τήν ἴδια νοοτροπία, τήν ἴδια σκέψη καί τήν ἴδια γνώμη.
Βλέπετε, ἀγαπητοί;…
Αὐτήν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τήν καταστρέφουν τά μέλη
τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν προβάλλουν ἐγωισμούς, ὑπερηφάνειες,
ἰδιοτέλειες, καί γενικά ὅταν ὑπάρχει ἡ ἁμαρτία· αὐτή
καταξεσχίζει τήν ἑνότητα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό
γράφει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας: «Τὴν ἕνωσιν ἀγαπᾶτε,
τοὺς μερισμοὺς φεύγετε».
[8] Νά ἀγαπᾶτε τήν ἕνωση, νά εἶστε ἑνωμένοι· τούς μερισμούς, τά κόμματα, τά κομματιάσματα, νά τά ἀποφεύγετε.
Ἀκόμη, ἕνα τρίτο σημεῖο, πῶς μποροῦμε νά ἐννοήσουμε τήν
ἑνότητα μέσα στήν Ἐκκλησία; Μποροῦμε νά τήν ἐννοήσουμε καί
ὡς δογματική ἑνότητα. Τί σημαίνει δογματική ἑνότητα;
Εἶναι ἡ ἀλήθεια μέσα στήν Ἐκκλησία· εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πίστη
μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὅμως ἐκείνη πού καταστρέφει τήν ἑνότητα
τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ αἵρεση.
Ὁ Κύριος εἶπε τότε στή Σαμαρείτιδα ὅτι τόν Θεό πρέπει νά τόν προσκυνοῦμε «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ»[9].
Εἴδατε; «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ»! Καί ὁ εὐαγγελιστής
Ἰωάννης λέει αὐτό τό ἐκπληκτικό, ὅτι ἡ ἀγάπη πρέπει νά εἶναι
ἐν ἀληθείᾳ.[10]
Παρακαλῶ πάρα πολύ προσέξτε αὐτό ἐδῶ τό σημεῖο·
εἶναι ἐπίκαιρο ὅσο ποτέ ἄλλοτε. Διότι ὁ Οἰκουμενισμός
αὐτή τήν στιγμή –πού δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά ἕνα
ἀνακάτωμα ὅλων τῶν αἱρέσεων, ἕνα ἀνακάτωμα, πραγματικό
ἀνακάτωμα– σοῦ λέει: θά ἔχουμε τήν ἑνότητα ἐν ἀγάπῃ.
Ὄχι, κύριοι· ἡ ἑνότητα δέν θά εἶναι μόνο ἐν ἀγάπῃ,
ἀλλά θά εἶναι ἐν ἀγάπῃ καί ἐν ἀληθείᾳ. Καί τό ἐν ἀληθείᾳ
σημαίνει δογματική ἀλήθεια, δηλαδή ὀρθοδοξότητα. Δέν μπορῶ
ἐγώ νά ἔχω ἑνότητα μ’ ἐσένα, ὅταν ἐσύ δέν πιστεύεις τοῦτο ἤ
ἐκεῖνο καί ἡ πίστη σου εἶναι παρδαλή. Δέν μπορῶ νά ἔχω μαζί σου
ἑνότητα. Ἐξάλλου, γιατί ἀγωνίστηκαν οἱ Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας μας; Γιατί τούς προβάλλει σήμερα ἡ Ἐκκλησία
–τουλάχιστον τούς Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου– καί
τούς τιμᾶ; Γιά νά ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ ἑνότητα πρέπει νά εἶναι
καί ἐν ἀληθείᾳ.
1. Βεβαίως ἡ ἑνότητα ἔχει δύο διαστάσεις. Ἡ πρώτη διάσταση
εἶναι ἡ κατά φύσιν, ἡ φύση μας· εἴμαστε παιδιά τοῦ Ἀδάμ, ὅλοι
ἔχουμε αὐτό πού λέμε ἀνθρώπινη ὑπόσταση. Μπορεῖ ὁ ἄλλος νά
εἶναι ἑτερόδοξος, νά εἶναι ὁτιδήποτε ἄλλο, ἄλλης θρησκείας
καί τά λοιπά. Ἔ, καλά· ὡς ἄνθρωπο, τόν ἀγαπῶ. Εἶναι ἄνθρωπος,
εἶμαι ἄνθρωπος, καί συνεπῶς τόν ἀγαπῶ ἐν ὀνόματι τῆς ἴδιας
φύσεως. Ὅμως ἔχουμε καί μιά ἄλλη ἑνότητα, αὐτήν πού λέμε
ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, γιά τήν ὁποία μιλᾶμε τόση ὥρα. Ἐκεῖ,
ἐάν ὁ ἄλλος δέν πιστεύει, ἐάν δέν εἶναι ἐν ἀληθείᾳ καί δέν
δέχεται ἀπολύτως ὅλες τίς θέσεις τῆς Πίστεως, δηλαδή ὅλα τά
δόγματα, δέν μπορῶ νά ἑνωθῶ μαζί του. Διότι τί θά μᾶς ἑνώσει;
Τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ
Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιεῖται ἀπό ἀνθρώπους πού ἔχουν
διαφορετική πίστη καί ἀντίληψη. Ἐδῶ ὑπάρχουν αἱρετικοί πού
δέν πιστεύουν στήν θεανθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως τήν
ἐποχή ἐκείνη ὑπῆρχαν αἱρετικοί πού ἀρνοῦνταν τή θεότητα
τοῦ Ἰησοῦ, οἱ Ἀρειανοί, τούς ὁποίους ἀντιμετώπισε ἡ Α΄
Οἰκουμενική Σύνοδος, ἔτσι καί σήμερα ὑπάρχουν αἱρετικοί
πού δέν πιστεύουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Θεός. Αὐτό ὅμως εἶναι
μέγιστη βλασφημία. Πῶς λοιπόν θά ἑνωθῶ ἐγώ μαζί τους;… Καί πῶς
θά τούς δεχθεῖ αὐτούς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, πού Τόν βλασφημοῦν, μέ τό
νά μή δέχονται τή θεία Του φύση;…
2. Ἀντιλαμβάνεστε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἡ ἑνότητα πρέπει νά εἶναι καί ἐν ἀληθείᾳ. Τό καταλάβατε;
3. Ἕνας ἐκκλησιαστικός συγγραφέας, ὁ πολύς Ὠριγένης,
λέει τό ἑξῆς: «Ἡ ἑνότης γίνεται δι’ ἀγάπης καί ἀληθείας καί
προαιρέσεως ἀγαθῆς».
[11]
Τί θά πεῖ αὐτό; Τρία στοιχεῖα πρέπει νά συντρέχουν γι’ αὐτή τήν
ἑνότητα. Πρῶτα, ἡ ἀλήθεια· ὅ,τι τόσην ὥρα σᾶς λέω. Ὅλοι νά
πιστεύουμε τό ἴδιο· νά ἔχουμε τήν ἴδια πίστη, τήν ὀρθόδοξο
πίστη. Κατόπιν, ἡ ἀγάπη· νά ἀγαπάει ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Διότι
μπορεῖ νά ἔχουμε τήν ἴδια πίστη, ἀλλά νά μήν ἔχουμε μεταξύ μας
ἀγάπη, γιατί ὑπάρχουν οἱ μικρομεγαλοεγωισμοί… Ναί, οἱ
μικρομεγαλοεγωισμοί! Θέλει ὁ ἄλλος νά προβάλλεται, νά
κάνει τό δικό του, καί τά λοιπά καί τά λοιπά, καί ἐνῶ ἔχουμε ἴδια
πίστη, νά σπάζει ἡ ἑνότητα, γιατί λείπει ἡ ἀγάπη. Καί μετά,
λέει, εἶναι ἡ ἀγαθή προαίρεση. Ἡ ἀγαθή προαίρεση εἶναι ἡ
ἀπουσία τοῦ δόλου. Μέσα σου αὐτό πού λές νά τό πιστεύεις. Αὐτό
πού λένε τά χείλη σου νά τό πιστεύεις. Δέν ὑπάρχει ὁ δόλος·
ὑπάρχει ταπείνωση. Ἄν σοῦ εἰπωθεῖ ὅτι ἔχεις κάπου ἕνα
σημεῖο πλάνης, νά τό ἀποδεχθεῖς καί ἀμέσως νά δεχθεῖς τήν
ἀλήθεια.
Στή Θεία Λειτουργία, ἀγαπητοί μου, κάθε φορά πού
λειτουργοῦμε, λέμε τό ἑξῆς: «Τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν
κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἰτησάμενοι», ἀφοῦ
ζητήσαμε, λέει, τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνία τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους», τούς ἑαυτούς μας καί
τούς ἄλλους, «καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν», καί ὅλη τή ζωή μας, ὅλο τό
εἶναι μας, «Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα», ἄς παραθέσωμε, ἄς τό
βάλουμε στά χέρια τοῦ Χριστοῦ.
Ἐδῶ, σ’ αὐτό τό χωρίο, τό λειτουργικό χωρίο,
περικλείεται ὅλο τό ποιμαντικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ἡ
Ἐκκλησία τί θέλει; Μέ τά κηρύγματα, μέ τά Μυστήρια καί τά
λοιπά, τί ἐπιδιώκει; Ἐπιδιώκει τήν ἑνότητα τῆς πίστεως, νά
ἔχουμε ὅλοι τό ἴδιο πιστεύω. Λέμε «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν…», τ’
ἀκούει ὅλη ἡ Ἐκκλησία. Ὅλοι λοιπόν νά ἔχουμε τό ἴδιο
πιστεύω. Κι ἔτσι, αὐτό τό ἴδιο πιστεύω γίνεται ὁδός πού
ὁδηγεῖ στόν κύριο σκοπό μας, στήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Τί θά πεῖ κοινωνία; Μετοχή. Γιά νά εἴμαστε ὅλοι
μέτοχοι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί μή ξεχνᾶμε, ἡ κοινωνία τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ κορυφή, εἶναι ὁ τελικός σκοπός κάθε
πνευματικῆς φροντίδος.
Μένει ἕνα τρίτο σημεῖο, σ’ αὐτό πού μόλις σᾶς διάβασα·
εἶναι ἡ παράθεση τῶν ἑαυτῶν μας, τῆς ζωῆς μας, καί τῶν ἄλλων στά
χέρια τοῦ Χριστοῦ. «Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα», ἄς
παραθέσωμε. Δηλαδή;
Δηλαδή: Πηγαίνει, κυρία μου ὁ σύζυγός σου στή δουλειά καί τά
παιδιά σου σχολεῖο; Μήν περνᾶς λαχτάρα μέχρι τό μεσημέρι πού
θά ἐπιστρέψουν, μπάς καί τούς πάτησε κανένα αὐτοκίνητο!
Ἔφυγαν; κάνε τήν προσευχή σου· Κύριε, στά χέρια Σου εἶναι ὁ
σύζυγός μου καί τά παιδιά μου. Καί κάνε τίς δουλειές σου ἤρεμα
καί ἥσυχα· ἔβαλες στό χέρι τοῦ Θεοῦ, στό χέρι τοῦ Χριστοῦ,
ἔβαλες τήν ἀσφάλεια τῶν δικῶν σου. Αὐτό θά πεῖ ἄς παραθέσουμε.
Μεγάλο πράγμα ὅταν τούς οἰκείους μας, καί τήν πατρίδα μας, τούς
παραθέτουμε στόν Χριστό. Κύριε, ἐμεῖς τί μποροῦμε νά
κάνουμε;… «Ἐὰν μὴ Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ
φυλάσσων»
[12]. Ἐάν ὁ Κύριος δέν φυλάξει τήν πόλη, μάταια ἀγρύπνησαν οἱ σκοποί της, αὐτοί πού φυλᾶνε τήν πόλη.
Τό λέω αὐτό γιατί ἔχουμε τούς Τούρκους ἀπό ’δῶ, τούς
παρατούρκους ἀπό ’κεῖ… τούς παραπάνω καί τούς παρακάτω… Ὅλους
αὐτούς, ἄν μᾶς ἐπιτεθοῦν, δέν θά μπορέσουμε νά κάνουμε
τίποτα γιά νά τούς βγάλουμε ἀπό τήν πατρίδα μας, ἐάν τήν
πατρίδα μας δέν τήν φυλάει ὁ Χριστός. Αὐτό βεβαίως δέν
καταργεῖ τήν ἄμυνα. Προσέξτε: δέν καταργεῖ τήν φύλαξη τῶν
συνόρων. Μήπως καί οἱ Ἑβραῖοι δέν ἔκαναν πολέμους; Ὅταν ὅμως ὁ
Θεός εὐλογοῦσε τήν προσπάθειά τους, ἦταν τροπαιοφόροι στόν
πόλεμο· ὅταν δέν τήν εὐλογοῦσε τήν προσπάθειά τους, ἦταν κάτι
φοβερό!
Νά σᾶς πῶ πῶς τό λέει ὁ ἴδιος ὁ Θεός: «Ἐάν ἔχετε τή δική μου
τήν εὐλογία, ἑκατό ἀπό σᾶς θά κατατροπώνουν δέκα χιλιάδες,
μυρίους. Καί ἐάν, λέει, εἴσαστε ἐσεῖς μύριοι, ἄν δέν ἔχετε τήν
εὐλογία μου, ἑκατό ἀπό τούς ἐχθρούς σας θά σᾶς κατατροπώνουν»
[13].
Αὐτό θά πεῖ παραθέτω τόν ἑαυτό μου στόν Θεό · ἐκεῖ εἶναι ἡ
ἐλπίδα μας. Ὕστερα ἐμεῖς, ὡς χώρα, οἱ μικροί, –πάντα μικροί
ἤμαστε, σέ ὄγκο, σέ ἔκταση, σέ ἀριθμό– πόσες φορές
νικούσαμε! Γιατί; Παρακαλούσαμε τόν Θεό. Δέν ξέρω ὅμως, ἄν
κάτι μᾶς συμβεῖ, ἐάν παρακαλέσουμε πάλι τόν Θεό. Καί τό λέω
αὐτό γιατί ἤδη μπῆκε ἀρκετή δόση ἀθεΐας μέσα στόν λαό μας,
καί αὐτό τό γνωρίζουμε ὅλοι μας.
Ἀγαπητοί, οἱ ἡμέρες πού περνᾶμε εἶναι διασπαστικές. Αὐτό
βέβαια συμφέρει στούς ἐχθρούς, ὁρατούς καί ἀοράτους, στόν
Διάβολο καί στούς ἄλλους ἐχθρούς, γιατί ἐπιτυγχάνουν τά
σχέδιά τους. Μέσα στήν ἀναμπουμπούλα, λέει μία λαϊκή
παροιμία, χαίρεται ὁ λύκος, δηλαδή μέσα σέ μία
διασπαστικότητα χαίρονται οἱ ἐχθροί.
Γιά μᾶς τούς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς γράφει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος: «Εἰ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπ’
ἀλλήλων ἀναλωθῆτε»
[14]. Ἐάν ὁ ἕνας δαγκώνει τόν ἄλλο, προσέξτε μήπως μεταξύ σας καταναλωθεῖτε, καταστραφεῖτε.
Ὄχι ἔτσι. Ὁ ἴδιος Ἀπόστολος λέει γιά μᾶς στήν Πρός Ἑβραίους:
«Κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων»
[15].
Ἄς προσέχουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὥστε νά παρακινούμαστε σέ
ὀξεῖες ἐκδηλώσεις ἀγάπης, σέ πυρετό ἀγάπης, καί καλῶν
ἔργων!
Τότε ἀκριβῶς, ἀγαπητοί μου, θά μποροῦμε νά διασώζουμε τήν
ἑνότητα, τήν ἑνότητα μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅποιοι βρίσκονται
μέσα σ’ αὐτή, κι ὅποιοι εἶναι αὐτοί, «ἕκαστος ἐφ’ ᾧ ἐτάχθη»
[16]
πού λέει ὁ Ἀπόστολος, ὁ καθένας ἐκεῖ πού τάχθηκε. Αὐτό
σημαίνει ὅτι ὁ μοναχός, ὁ ἄγαμος, ὁ ἔγγαμος, ὁ χειρώνακτας, ὁ
ἐπιστήμονας, ὁ μορφωμένος, ὁ ὀλιγογράμματος, ὁ κατέχων
ἀξιώματα, ὁ ἰδιώτης, ὅλοι εἴμαστε ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, ἕνα
Σῶμα. Αὐτή ἐπιβάλλεται νά εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς
Ἐκκλησίας.
Νά πῶ καί κάτι, μέ τήν εὐκαιρία τοῦ σημερινοῦ Μνημοσύνου; Καί
ἐκεῖνοι πού ἔφυγαν ἀπό τήν παροῦσα ζωή δέν ξεχωρίστηκαν·
εἶναι στό ἴδιο Σῶμα. Γι’ αὐτό στό ἅγιο Δισκάριο βάζουμε τίς
μερίδες καί ζώντων καί κεκοιμημένων. Οἱ κεκοιμημένοι ἁπλῶς
ἔφυγαν ἀπό τά μάτια μας· ὅμως εἶναι ἑνωμένοι μέ τό Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ. Αὐτό μήν τό ξεχνᾶμε ποτέ!
Καί ὅλα αὐτά, αὐτή ἡ ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας,
πρέπει νά εἶναι καί τό τεκμήριο, ἡ ἀπόδειξη τῆς ζωντάνιας τοῦ
Χριστιανισμοῦ πρός τούς ἔξω, σ’ ἐκείνους πού δέν εἶναι
Χριστιανοί.
Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις»
[17]. Τότε θά γνωρίσει ὁ κόσμος ὅτι εἶστε δικοί μου μαθητές, ὅταν ἀνάμεσά σας ἔχετε ἀγάπη καί ἑνότητα.
- [1]. Ἰωάν. 17, 1-13
- [2]. Γέν. 11, 1-9
- [3]. Ἰωάν. 17, 9
- [4]. Εἶναι ἡ σημερινή Εὐρωπαϊκή Ἕνωση
- [5]. Δαν. 2, 1-45
- [6]. Ματθ. 12, 30. Λουκᾶ 11, 23
- [7]. Α΄ Κορ. 1, 10-13
- [8]. Φιλαδελφεῦσιν Ἰγνάτιος, VII, 2
- [9]. Βλ. Ἰωάν. 4, 23-24
- [10]. Βλ. Β΄ Ἰωάν. 1-3. Γ΄ Ἰωάν. 1
- [11]. Origenes, Fragmenta in Jeremiam, 00234
- [12]. Ψαλμ. 126, 1
- [13]. Λευιτ. 26, 7-17
- [14]. Γαλ. 5, 15
- [15] . Ἑβρ. 10, 24
- [16]. Βλ. Α΄ Κορ. 4, 17-24
- [17]. Ἰωάν. 13, 35