Τετάρτη 14 Αυγούστου 2019

Πώς πολεμείται το πάθος της μνησικακίας;



Ένα από τα πιο ολέθρια πάθη που ταλαιπωρεί πολλούς ανθρώπους είναι το πάθος της μνησικακίας. Μνησικακία σημαίνει: Θυμόμαστε με αντιπάθεια το κακό που μας έκαναν οι άλλοι. Δυσκολευόμαστε να τους συγχωρήσουμε. Σε ακραίες περιπτώσεις επιθυμούμε ακόμη και την εκδίκησή τους.

Πρόκειται για βαρύτατο πάθος που ως προς την πρόθεση ισοδυναμεί με ανθρωποκτονία σύμφωνα με τον λόγο της Αγίας Γραφής: «Πας ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστί» (Α΄ Ιω. γ΄ 15). Αν θέλουμε το κακό του αδελφού μας, είναι σαν να θέλουμε να φονεύσουμε άνθρωπο.

Τη μνησικακία την αποστρέφεται ο άγιος Θεός. Σημειώνει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Ουδέν ούτως ο Θεός αποστρέφεται ως άνθρωπον μνησίκακον και διατηρούντα οργήν». Τίποτε δεν αποστρέφεται τόσο πολύ ο άγιος Θεός, όσο αποστρέφεται τον άνθρωπο που είναι μνησίκακος και κρατάει μέσα του θυμό κατα του άλλου. Η μνησικακία είναι σατανοκίνητο πάθος που διώχνει τη χάρη του Θεού και κολάζει τον άνθρωπο.

    Αυτό το ολέθριο πάθος πώς θα το πολεμήσουμε; Με τη συγχώρηση. Η συγχώρηση είναι το αποτελεσματικότερο  φάρμακο, που θεραπεύει τη βαρύτατη ασθένεια της μνησικακίας.
    Για να συγχωρούμε αυτούς που μας έφταιξαν, να σκεπτόμαστε ότι δεν αμαρτάνουν μόνον οι συνάνθρωποί μας. Αμαρτάνουμε κι εμείς. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε αμαρτωλοὶ και μάλιστα οφειλέτες μυρίων ταλάντων! Πώς θα ζητήσουμε από τον άγιο Θεό να συγχωρήσει τα πολλα και μεγάλα μας αμαρτήματα, εαν δεν συγχωρούμε αυτούς που μας έφταιξαν; Είναι απαραίτητο να συγχωρούμε τους άλλους, για να συγχωρήσει κι εμάς ο Θεός. Να τους αγαπούμε, για να αγαπήσει κι εμάς ο Θεός. Να τους ελεούμε, για να ελεήσει κι εμάς ο Θεός. Γράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ότι τη συγχώρηση των παραπτωμάτων μας τη βρίσκουμε συγχωρώντας τους αδελφούς· και το έλεος του Θεού το βρίσκουμε ελεώντας τους αδελφούς. Όσο περισσότερη μακροθυμία δείχνουμε στους αδελφούς που μας έφταιξαν, τόσο περισσότερο απολαμβάνουμε τη θεία μακροθυμία.
    Επίσης να σκεπτόμαστε ότι πλησιάζει η Κυριακή και θέλουμε να κοινωνήσουμε. Πώς θα προσέλθουμε στα Άχραντα Μυστηρια, αν διατηρούμε έχθρα στην καρδιά μας; Οφείλουμε να αλληλοσυγχωρηθούμε με τους αδελφούς που πικραθήκαμε και μετα να προσέλθουμε στο Ποτήριο της ζωής. Η τράπεζα της θείας Ευχαριστίας δεν δέχεται όσους μισούνται μεταξύ τους. «Ου δέχεται τους απεχθώς προς αλλήλους έχοντας αύτη η τράπεζα», τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος.
    Εάν έρχονται στη σκέψη μας λογισμοὶ αντιπάθειας και εκδικήσεως, να μην πιάνουμε συζήτηση μαζί τους, αλλά να τους διώχνουμε. Να μην κρατούμε στην ψυχή μας κακία για όσους τυχόν μας ζημίωσαν, μας λύπησαν, είτε με λόγια πικρά μάς πίκραναν, είτε με συκοφαντίες τραυμάτισαν την υπόληψή μας, είτε με αδικίες έγιναν αφορμή να κλάψουμε πολύ, είτε και τη ζωή μας ακόμη επιβουλεύτηκαν. Από όλη αυτή την πικρία πόσο πολύ θα ανακουφισθούμε, εάν τη διώχνουμε από την ψυχή μας! Εάν εμέσουμε το δηλητήριο του μίσους, καταλύσουμε τις έχθρες και μαλάξουμε τα αισθήματα της αντιπάθειας και εκδικήσεως!

Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ Διαβόλου πατρός Ἀγαθαγγέλου Κ. Χαραμαντίδη

Κατά τήν βιβλιοπατερική παράδοση ὁ διάβολος δέν εἶναι προσωποποίηση τῶν παθῶν, ἀλλά πρόσωπο πού δημιουργήθηκε ἀπό τό Θεό ὡς ἄγγελος καί ὅταν ἔχασε τήν κοινωνία μαζί του ἔγινε σκοτεινό πνεῦμα, διάβολος. Ὁ διάβολος, ὡς πρόσωπο, ἔχει αὐτεξούσιο, δηλ. ἐλευθερία, τήν ὁποία δέν παραβιάζει, οὔτε καταργεῖ ὁ Θεός.
Τό μυστήριο τῆς ἀνομίας ἐνεργεῖται στήν ἱστορία, ὁ διάβολος ἐξακολουθεῖ νά γεννᾶ τό κακό καί νά κάνει τό καταστροφικό του ἔργο ἀπό τή στιγμή πού ἐμφανίσθηκε ἡ Ἐκκλησία. Ἡ βιβλική καί πατερική παράδοση, ἔξω ἀπό κάθε θεωρητική καί ἠθική θεώρηση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, μιλᾶ γιά τόν πονηρό ἀντίπαλο τοῦ Θεοῦ καί τόν ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὁ διάβολος στόν ὁποῖο ὑπάρχει μόνο ἡ ἄρνηση καί ὁ ὁποῖος καταστρέφει καί νεκρώνει τά πάντα, γιατί εἶναι πνεῦμα νεκρότητας κατ' ἀποβολήν τῆς ὄντως ζωῆς.
Συνεπῶς ὁ διάβολος εἶναι μιά συγκεκριμένη ὀντότητα, μιά συγκεκριμένη ὕπαρξη. Εἰσέρχεται μέ τήν ὕβρη, τήν οἴηση καί τήν πλάνη στήν ἱστορία, ὡς θεοκτόνος καί ἀνθρωποκτόνος, σάν ἡ ἀπάτη καί τό ψέμα τοῦ μηδενός, σάν τό παράσιτο πού παρωδῆ καί περιπαίζει τή δημιουργία καί τόν ἄνθρωπο. Ἡ ἁμαρτία, τά πάθη, ὁ θάνατος εἶναι τό κακό πού ἐκεῖνος γεννᾶ μέ τή διαστροφή καί τό μῖσος του καί πάνω στό ὁποῖο ἀσκεῖ τήν ἐξουσία καί κυριαρχία του. Τό κακό δέν εἶναι ἄθροισμα ἀνθρωπίνων πράξεων, ἀλλά μία ἐνεργός πρόκληση πού ἔχει τή ρίζα της στή δαιμονική ἀρχή, σέ μία ἀρχή δηλαδή ἔξω ἀπό τόν ἄνθρωπο καί τή φύση του καί πού ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία μπορεῖ νά δέχεται ἤ νά ἀρνεῖται.
Ὁ διάβολος προῆλθε ἀπό τή βούληση καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Οἱ δαίμονες δέν δημιουργήθηκαν δαίμονες ἀπό τό Θεό ἐξ ἀρχῆς, γιατί ὁ Θεός δέν δημιούργησε τό κακό, ἀφοῦ τά πάντα ἐποίησε καλά λίαν. Ἐδημιουργήθηκαν ἄκακοι κατά τήν οὐσία καί τή φύση τους, ἐλεύθεροι, ἀνεξάρτητοι καί αὐτεξούσιοι κατά τή θέληση καί ἐπιθυμία τους, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη μέ τούς ἀγγέλους. Μετά δέ τήν οἰκειοθελῆ πτώση τους ἀπό τήν ἀλαζονεία τους τά λεπτά, ἀερώδη καί ἄχραντα σώματά τους μετεβλήθησαν σέ ζοφώδη καί ἄμαυρα, ἔνυλα καί ἐμπαθῆ.
Ἐπειδή κατά τή δημιουργία τους οἱ δαίμονες συνέστησαν ὁλόκληρο τάγμα θεωρεῖται ὅτι εἶναι πολυάριθμοι καί διακρίνονται σέ ὁμάδες καί τάξεις. Τό πλῆθος τῶν δαιμόνων καί ἡ διάκρισή τους σέ ὁμάδες καί διαβαθμίσεις στηρίζεται στήν πολυωνυμία καί στό ἔργο τους. Ὄντες λοιπόν οἱ δαίμονες πολυάριθμοι καί ποικιλώνυμοι ἀγωνίζονται ἀδιάλειπτα γιά τήν ματαίωση τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Μή δυνάμενοι νά βλάψουν ἀμέσως τό Θεό, στρέφονται πρός τούς ἀνθρώπους καί τούς πολεμοῦν μέ τήν δαιμονώδη σοφία τους, θολώνουν τίς βουλές μας, μᾶς πειράζουν δημιουργώντας πειρασμούς, κάνουν τά πάντα γιά νά πληγώσουν τόν ἄνθρωπο, ἐνεργοῦν διά τῶν παθῶν, μᾶς πολεμοῦν μέ τίς θλίψεις, φέρουν ἐμπόδια στήν προσευχή. Μετέρχεται τόσους τρόπους ὥστε ἐάν ὁ Θεός εἶναι ὁ Ὤν, ὁ διάβολος μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ὡς ὁ μετασχηματιζόμενος.
Ὁ πειρασμός καί ὁ πόλεμος τοῦ διαβόλου δέν εἶναι ποτέ πάνω ἀπό τίς δυνάμεις τῶν ἀνθρώπων, δέ βιάζει τό αὐτεξούσιο καί δέν θίγει τό φυσικό λογισμό του, πού ὁ Θεός ἔδωσε νά κρατᾶ μέ τή διάθεση καί ἐλευθερία του. Ἡ δύναμη τοῦ διαβόλου δέν εἶναι ἀναγκαστική, ἀλλά ἐξαρτᾶται πάντοτε ἀπό τήν ἐλευθερία μας. Τό νά ὑποκύψουμε στούς πειρασμούς εἶναι ὑπόθεση ἰδική μας. Ἤ τό νά κάνει κράτος καί νά ἀσκεῖ ἐξουσία ὁ Σατανᾶς, αὐτό συνδέεται μέ τήν ἐνεργό ἀπόφαση τοῦ ἀνθρώπου, πού διαστρέφοντας τήν ἐλευθερία του, λέει ὄχι στό Θεό καί ναί στό διάβολο. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὑπογραμμίζουν πώς ὁ ἄνθρωπος δέν μένει ποτέ μόνος. Ἄν ἀποδημήσει ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, γίνεται εὐάλωτος σατανικῶν ἐπιδράσεων. Ἄν τά μέλη τοῦ ἀνθρώπου δέν τά χειρίζεται ὁ Χριστός ὡς ἅρματα, λέγει ὁ ἅγ. Συμεών ὁ Ν. Θεολόγος, τά χειρίζεται ὁ διάβολος, μέ τήν συγκατάθεση καί τή συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ πιστός καλεῖται νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς νήψεως καί τῆς προσευχῆς, γιατί ὁ σατανᾶς δέ θά πάψει νά διακωμωδεῖ καί νά περιπαίζει, νά μεταμορφώνεται καί νά ἀπατᾶ, νά διαφθείρει καί νά διαστρέφει τό Ευαγγέλιο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐλευθερία τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ μέ τό νά ὑπόσχεται ἄνεση καί εὐτυχία. Καί ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά φθάσουμε στόν πλήρη ἐξευτελισμό μέ τήν παράδοσή μας στούς δαιμονικούς πειρασμούς, ὅπως σήμερα τόύς συναντοῦμε στίς "Ἐκκλησίες" καί τή λατρεία τοῦ Σατανᾶ.
Ἄν ὁ διάβολος ἔχει τή δυνατότητα νά μεταμορφώνεται σέ ἄγγελον φωτός, τότε κατανοοῦμε πόσο μπορεῖ καί σήμερα νά πειράζει καί νά ἐξευτελίζει τόν ἄνθρωπο μέ τά πιό ἀθῶα, εὐτυχῆ καί χρήσιμα πράγματα. Καταφέρνοντας νά μᾶς στήνει τήν πιό ἔξυπνη παγίδα: τό φαινομενικό θρίαμβο τῆς ἀνθρώπινης ἀνεξαρτησίας.
Λέγουν πολλοί: δέν ὑπάρχει οὔτε Θεός, οὔτε διάβολος. Ἀλλά ἡ ἄρνηση τῶν δαιμόνων ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἀπόρριψη τῆς Θείας Οἰκονομίας τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Χριστός ἐξευτέλισε καί ἀπογύμνωσε τίς δαιμονικές ἀρχές. Ἀλλά καί ἡ ἄρνηση τῆς ὑπάρξεως τοῦ διαβόλου διευκολύνει ὅσο τίποτε τό ἔργο του. Θά πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι γιά νά γίνουμε θεατές τῶν πιό καταπληκτικῶν σημείων καί τεράτων τοῦ διαβόλου, μέ τά ὁποῖα ζητᾶ νά θρέψει τό σύγχρονο ἄνθρωπο· μέ τό νά κάνει τίς πέτρες ψωμί. Πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά ἀντιμετωπίσουμε μιά ἐποχή μυστικῶν πλανῶν καί ἀνθρωποκτόνων, πού θά σημάνουν τό νέο σκοτάδι τῆς γῆς ἀπό τήν ἕκτη ὥς τήν ἐνάτη ὥρα, μέσα στό ὁποῖο θά ἐξαντλεῖται ὁ ἄνθρωπος καί θά κενώνονται τά ἔργα του.
Ἡ σατανιστική Βίβλος διακηρύσσει: "Δῶσε χτύπημα γιά χτύπημα, περιφρόνηση στήν περιφρόνηση, χαμό γιά χαμό μέ πρόσθετο τόκο σέ τετραπλάσια, ἑκατονταπλάσια ἰσχύ". "Ἐξουδετέρωσε κάθε συναίσθημα, ὅλα τά ταμπού καί ὅλες τίς ἀναστολές. Θανάτωσε ὅλους ἐκείνους πού προσπαθοῦν νά σοῦ ἀφαιρέσουν αὐτό τό δικαίωμα".
Ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τή βούλησή του, δέν καταργεῖ τήν ἐλευθερία τῶν λογικῶν ὄντων. Ἔτσι ἀφήνει τόν διάβολο νά ἐργάζεται τό κακό, ἐπειδή εἶναι πρόσωπο. Ὅμως περιορίζει τό καταστρεπτικό του ἔργο μέ τήν ἀγάπη καί τή φιλανθρωπία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ τόν συγχωρεῖ καί κατ' αὐτό τόν τρόπο περιορίζει τό βασίλειο τοῦ πονηροῦ, ἡ τελική ὅμως κατάργηση τοῦ κράτους τοῦ διαβόλου θά γίνη κατά τήν Δευτέρα Παρουσία.
Τό ἔργο τοῦ διαβόλου εἶναι καταστρεπτικό. Μισεῖ ὑπερβολικά τόν ἄνθρωπο καί ὅλη τή δημιουργία. Διακατέχεται ἀπό ὑπερβολική θανατηφόρο μισανθρωπία. Ἐμπνέει σκέψεις ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί τοῦ συνανθρώπου, ἐπηρεάζει τήν βούληση τοῦ ἀνθρώπου, ἐνεργεῖ στή φύση ὀντολογικά. Οἱ Πατέρες λένε ὅτι ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν τήν ὕπαρξη καί μανία τοῦ διαβόλου, πού ἐκδηλώνεται μέ τίς προσβολές ἐναντίον τῆς ψυχῆς, γι' αὐτό ὁ Θεός παραχωρεῖ νά εἰσέρχεται καί στό σῶμα, ὥστε ὅλοι νά ἐννοήσουμε τή μανία του.
Ὁ σατανᾶς κατόρθωσε μέ ἀπάτη καί δόλο νά ὑποδουλώσει στά πάθη καί τήν ἁμαρτία τόν ἄνθρωπο. Ἡ αἰτία πού τόν ὁδήγησε στήν πράξη αὐτή ἦταν ὁ φθόνος. Ἐφθόνησε ὁ διάβολος τόν Ἀδάμ, γιατί τόν ἔβλεπε νά διαμένει στό χῶρο τῆς ἀκέραιας καί ἀναφαίρετης ἀπολαύσεως, τόν Παράδεισο, ἀπό ὅπου ἐκεῖνος δίκαια ἀπομακρύνθηκε.
Αὐτή ἡ προσβολή καί ἡ προσπάθεια τοῦ διαβόλου, νά παρασύρει τόν ἄνθρωπο στά πάθη, μπορεῖ πολλές φορές, νά γίνεται σταδιακά. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέει ὅτι ὁ Σατανᾶς δέν ὑπαγορεύει ἀπευθείας τήν ἁμαρτία καί τήν ξέχωρη ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας βιοτή, ἀλλά "κατά μικρόν ὑποκλέπτει πανούργως" μέ τό νά ὑποψιθυρίζει στόν ἄνθρωπο τή σκέψη ὅτι μπορεῖ νά παραμένει στήν ἀρετή καί νά γνωρίζει ἀφ' ἑαυτοῦ τί πρέπει νά κάνει, χωρίς κἄν νά ἐκκλησιάζεται καί χωρίς νά ὑπακούει στούς ποιμένες καί διδάσκαλους τῆς Ἐκκλησίας. Καί ὅταν κατορθώσει νά τόν βγάλει ἀπό τή λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἀπομακρύνει ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ προηγουμένως τόν παραδώσει στή δουλεία τῶν παθῶν.
Γιατί, τώρα, παραχωρεῖ ὁ Θεός στόν διάβολο νά μᾶς πολεμᾶ; Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἀναφέρει πέντε λόγους:
  • Ὁ πρῶτος εἶναι γιά νά ἔλθουμε σέ διάκριση τῆς ἀρετῆς ἀπό τήν κακία, διεξάγοντας αὐτόν τόν ἀγώνα.
  • Ὁ δεύτερος, ὥστε μέ τόν ἀγώνα νά διατηρήσουμε βέβαιη καί ἀμετάθετη τήν ἀρετή.
  • Ὁ τρίτος γιά νά μήν ὑπερηφανευόμαστε, προκόπτοντες στήν ἀρετή, ἀλλά νά θεωροῦμε ὅτι εἶναι δωρεά Θεοῦ.
  • Ὁ τέταρτος γιά νά μισήσουμε τελείως τήν κακία καί ὁ πέμπτος γιά νά μήν ξεχάσουμε τήν δική μας ἀσθένεια καί τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὅταν φθάσουμε στήν ἀπάθεια.
Τό κακό σήμερα εἶναι ὅτι ἡ παιδεία καί ὅλος μας ὁ πολιτισμός ἀγνοεῖ αὐτή τήν πραγματικότητα. Ὄχι μόνο δέν τά ἀντιμετωπίζει, ἀλλά οὔτε μιλάει γιά τό διάβολο καί τήν ἁμαρτία. Γι' αὐτό μποροῦμε μέ βεβαιότητα νά ποῦμε, ὅτι ἀφήνουμε τόν ἄνθρωπο ἀλύτρωτο, ἀνίσχυρο καί ἀδύνατο.
Καί μεῖς μέ τήν σειρά μας λησμονήσαμε σάν ὀρθόδοξοι ὅτι ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί εἰσερχόμεθα σ' αὐτήν ὄχι γιά νά ἐπιτελέσουμε ἕνα τυπικό καθῆκον καί νά δικαιώσουμε τούς ἑαυτούς μας, ἀλλά γιά νά θεραπευθοῦμε. Γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο, νοσοκομεῖο μέσα στο ὁποῖο εἰσέρχεται ὁ ἄνθρωπος γιά νά θεραπεύσει τόν ἐσωτερικό του κόσμο καί νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη του καί ὄχι γιά νά ξεχωρίσει τόν καλό του ἑαυτό. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἡ κένωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων εἶναι τό πιό ἀποκαρδωτικό φαινόμενο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς. Γιατί ἐνῶ τά μυστήρια δόθηκαν στήν Ἐκκλησία γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, νά ἐξορκίζει, νά πολεμᾶ καί νά νικᾶ τό Σατανᾶ, ἐμεῖς τά μετατρέψαμε σέ εὐκαιρίες ἀτομικῆς κενοδοξίας καί κοινωνικῆς ματαιοδοξίας. Λησμονήσαμε φαίνεται "ὅτι ὅπου δέν εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι οἱ δαίμονες, καί ἐκεῖ πού εἶναι οἱ δαίμονες οἱ ὀρθοί λογισμοί διαφθείρονται καί διαστρέφονται". 
Ἄν αὐτή τήν ἀλήθεια ζήσουμε θά βγοῦμε ἀπό τόν ἐγκλωβισμό μας στήν πλάνη τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας καί θά γίνουμε ἐλεύθεροι.
Ὡστόσο δέν χρειάζεται φόβος. Ὄχι! Ὑπάρχει ὁ Χριστός, ἡ Ἐκκλησία, ἡ λατρευτική ζωή, ἡ προσευχή, ἡ πνευματική ἀνδρεία, ἡ μετάνοια. Μιά ὀρθοδοξία πού δέν νικᾶ, ἀλλά νικᾶται ἀπό τό διάβολο, πού δέν εἶναι φοβερή, ἀλλά φοβᾶται τούς δαίμονες, δέν εἶναι τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας.
Καλούμεθα νά μαρτυρήσουμε μέσα ἀπό τή δογματική μας συνείδηση ὅτι Κύριος τοῦ κόσμου καί τῆς ἱστορίας εἶναι ὁ Χριστός. Ὅποιος γνωρίζει τήν ἀλήθεια αὐτός οὔτε φοβᾶται οὔτε ἀπελπίζεται.
Σέ ἀπάντηση τῆς ἐρωτήσεως, "σύ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἤ ἄλλον προσδοκοῦμεν;" ὁ Κύριος ἀποκριθείς εἶπεν: "πορευθέντες ἀπαγγείλατε ἅ εἴδατε καί ἠκούσατε· τυφλοί ἀναβλέπουσιν, χωλοί περιπατοῦν, λεπροί καθαρίζονται, νεκροί ἐγείρονται, πτωχοί εὐαγγελίζονται. "Ἔφθασεν ἐφ' ἡμᾶς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ".
Μακάρι νά ζήσουμε τήν ἀλήθεια αὐτή τίμια, βαθειά καί εἰλικρινά. Εἶναι ὅ,τι καλύτερο γιά μᾶς, τόν κόσμο μας, τά παιδιά καί τούς νέους μας γιά νά ἀνακαλύψουμε τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς, τήν ἀληθινή φύση τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἐλευθερία καί τή θεογνωσία.

Περί πειρασμών/ Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός († 2009)



Ολόκληρη η πάλη και ο αγώνας του ανθρώπου στην στρατευομένη Εκκλησία ένα νόημα και σκοπό έχει, τη νίκη προς το οργανωμένο κακό, το οποίο είναι η άρνηση του θείου θελήματος. Όλες οι επί μέρους αντιστάσεις, οι οποίες προκαλούν και πιέζουν να γίνουμε προδότες και αρνητές, λέγονται πειρασμοί και έχουν την αρχή τους σε διάφορα αίτια. Το όνομά τους φανερώνει και μέρος της ιδιότητάς τους, διότι με την πάλη και τη μάχη αποκτούμε πείρα του πολέμου και ακόμα μαθαίνομε τα μυστήρια της θείας δικαιοσύνης, «του πνευματικού νόμου», με τον οποίον ο Κύριός μας κυβερνά την κτίση του. Οι μορφές των πειρασμών είναι πολλές, αλλά ο στόχος τους ένας. Να μας αποδείξουν δειλούς και απίστους ενώπιον του Θεού και να μας στερήσουν τα επαγγελθέντα στους πιστούς αγαθά, τα οποία είναι «η ανάσταση και η ζωή». Κάθε πειρασμός που συμβαίνει δεν είναι άσκοπος ή τυχαίος, όπως ίσως θεωρείται, αλλά ούτε και προϊόν της κακοβουλίας μόνον αυτού που τον προκάλεσε, είτε δαίμονος είτε ανθρώπου. Αυτοί που προκαλούν και μεταφέρουν τους πειρασμούς είναι συνήθως γνωστοί και ποικίλοι. Οι πειρασμοί όμως δεν είναι έργο της δικής τους εξουσίας, αλλά παραχώρηση του Θεού που διοικεί και κατευθύνει τα πάντα. Εάν «οι τρίχες της κεφαλής μας είναι όλες μετρημένες»( Ματ. 10, 30) και «όλα εξαρτώνται από το έλεος του Θεού και όχι από την ανθρώπινη θέληση και προσπάθεια»(Ρωμ. 9, 16), τότε πραγματικά «ο άνθρωπος πορεύεται στη ζωή του σαν μια αμυδρή εικόνα και μάταια ταράσσεται»(Ψαλμ. 38, 7). Παραθέσαμε ως τώρα γνώμες των Πατέρων μας γι’ αυτά και για το ότι τα περιστατικά που συμβαίνουν στον άνθρωπο αποτελούν καρπούς των δικών του νοημάτων ή ενεργειών.
Οι πνευματοφόροι Πατέρες επισημαίνουν πέντε κύριες αιτίες, για τις οποίες επιτρέπει ο Θεός στους εχθρούς μας να μας πολεμούν.
Πρώτη αιτία είναι ότι πολεμούμενοι και αντιπολεμούντες αποκτούμε διάκριση της αρετής και της κακίας.
Δεύτερη είναι, για να γίνει και να μείνει σταθερή κατάκτηση αυτό που κατορθώνεται  με πόνο και πόλεμο.
Τρίτη είναι για να μένουμε ταπεινοί, αφού προκόψουμε στην αρετή και τη δικαιοσύνη, και να μην υψηλοφρονούμε.
Τέταρτη είναι να μισήσουμε με ολοκληρωτικό μίσος την κακία.
Πέμπτη τέλος είναι, ότι «όταν γίνουμε  απαθείς με τη χάρη του Θεού» να μη λησμονούμε την αδυναμία μας, ούτε τον Θεό που μας βοηθά σε όλα. Επειδή είναι εκ φύσεως αγαθός  ο Θεός, ή μάλλον αυτοαγαθότης και υπεράγαθος, δεν περιέχει στο κατ’ ευδοκίαν θέλημά του ταλαιπωρία ή θλίψη για τα πλάσματά του και ειδικά τον άνθρωπο.

Τα δεινά που ταλαιπωρούν τη φύση μας δεν είναι συνέπειες της θείας ευδοκίας, αλλά της θείας οικονομίας και παραχωρήσεως. Εάν ο άνθρωπος παρέμενε σταθερά στο πρώτο κατ’ ευδοκίαν θείο θέλημα, τα υπόλοιπα θα ήσαν άγνωστα, γιατί δεν θα είχαν θέση για τη διόρθωση της επαναστατημένης διαγωγής. Η παρακοή και η πτώση του ανθρώπου διέστρεψαν την αρμονία της λειτουργίας των όντων, και έτσι εφαρμόσθηκαν και τα άλλα ιδιώματα του θείου θελήματος, τα οποία προκαλούν την ισορροπία  στην αποστατημένη πλέον φύση. Όλοι πλέον οι πειρασμοί, οι οποίοι προκαλούν την αδιάκοπη πάλη μας, επιτρέπονται οικονομικώς από το Θεό για την επαναφορά μας στην τάξη, εφ’ όσον τα εντός, τα έκτος και τα πέριξ, τα οποία αποτελούν τον κόσμο μας, ευρίσκονται σε επανάσταση και προς τον εαυτόν τους και προς το Δημιουργό. Ο πονηρός και επίβουλος εχθρός και εκδικητής διάβολος απόκτησε εξουσία πάνω μας, ένεκα της εκούσιας υποταγής των πρωτοπλάστων σ’ αυτόν, και της αδυναμίας έκτοτε της ανθρωπίνης φύσεως. Έτσι μετά την πτώση διαστράφηκε η γνώμη μας και αποκτήσαμε «στραμμένη στα πονηρά σκέψη»(πρβλ. Γεν. 8, 21), η οποία έγινε φορέας του παραλόγου και του πονηρού. Στο νόημα της μετανοίας, που δόθηκε από τον Θεό, συμφωνούμε κατά την πρόθεση. Στην πρακτική όμως εφαρμογή αντιστέκονται οι ανωτέρω παράγοντες, και γι’ αυτό ήταν αναγκαία η επέμβαση και επικουρική βοήθεια, για να επιτύχουμε τη λύτρωση. Η επικουρική συμπαράσταση, η οποία μας δόθηκε ελέω Θεού, είναι οι «συμβατικές επιφορές» (δηλ. τα δεινά που μας συμβαίνουν) της θείας οικονομίας για τον αφυπνισμό και διόρθωση, αφού τα περισσότερα στοιχεία της υπάρξεως μας ενεργούν αρνητικά. «Αν εξετάζαμε τους εαυτούς μας, δεν θα τιμωρούμαστε από τον Θεό· αλλά όταν ο Κύριος μας τιμωρεί, μας διαπαιδαγωγεί, έτσι ώστε να μην υποστούμε την τελική καταδίκη μαζί με τον κόσμο»(Α΄Κορ.11,31-32).
Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, «όπως τις ημέρες διαδέχονται οι νύκτες και τα καλοκαίρια οι χειμώνες, έτσι την κενοδοξία και ηδονή διαδέχονται λύπες και οδύνες, είτε στο παρόν, είτε στο μέλλον»(Μαξίμου Ομολογητού, Τετρακόσια Κεφάλαια περί Αγάπης, Εκατοντάς Β, §65).
Παραχωρήθηκαν οι οδύνες και οι λύπες, για να εξοφληθεί εδώ η εμπαθής ζωή, διαφορετικά θα συνεχιζόταν η ασθένεια της αμαρτίας και στο μέλλον, οπότε θα χανόταν η σωτηρία. «Δεν είναι δυνατόν», λέγει πάλιν ο άγιος, «να εκφύγει την μέλλουσα κρίση εκείνος, ο οποίος αμάρτησε, χωρίς να υπομείνει εδώ εκούσιους κόπους ή ακούσιες επιφορές» (ενθ’ ανωτέρω, §66)· και αλλού επαναλαμβάνει, «κανείς να μη σε εξαπατήσει, μοναχέ, ότι είναι δυνατόν να σωθείς, εάν είσαι δούλος στην ηδονή και στην κενοδοξία»(ενθ’ ανωτέρω, §63).
«Όταν σου έλθει πειρασμός από απροσδόκητο γεγονός, να μην κατηγορείς εκείνον, από τον οποίο συνέβη, αλλά αναζήτησε το γιατί συνέβη και θα βρεις οπωσδήποτε διόρθωση. Επειδή, είτε από εκείνον είτε από άλλον άνθρωπο, οπωσδήποτε θα έπινες το πικρό ποτήρι των κριμάτων του Θεού»(ενθ’ ανωτέρω, §42).
Μια ακόμη ερμηνεία για τη γενικότητα των πειρασμών, αναφέρει ο Άγιος Μάξιμος. «Οι επιφορές (επιθέσεις) των πειρασμών συμβαίνουν σε άλλους για την εξάλειψη των αμαρτημάτων, τα οποία έχουν γίνει. Ενώ σε άλλους για την εξάλειψη των αμαρτημάτων, τα οποία τώρα διαπράττονται. Σε άλλους επέρχονται για την παρεμπόδιση αμαρτημάτων, τα οποία πρόκειται να γίνουν, εκτός από εκείνες τις επιθέσεις των πειρασμών, οι οποίες επισυμβαίνουν για δοκιμασία, όπως στην περίπτωση του Ιώβ»(ενθ’ ανωτέρω, §45).
Σημειώνουμε  ένα απλό παράδειγμα από την καθημερινή ζωή. Ως χριστιανοί προσπαθούμε να εκπληρώνουμε τα καθήκοντά μας, αλλά όση και αν είναι η προσπάθειά μας, κάπου ξεφεύγουμε, εφ’ όσον αναμαρτησία δεν υπάρχει. Διά της μετανοίας διορθώνουμε τα λάθη ασφαλώς κατά την κρίση μας, αλλά δεν είναι συνήθως η μετάνοιά μας τόσον ακριβής, ώστε να εξαλείφει την ενοχή μας, και άρα παραμένουν χρέη ανεξόφλητα. Τα χρέη αυτά με το πέρασμα του χρόνου αυξάνουν εξ αιτίας των πολλών αιτίων και αφορμών και της δικής μας αδυναμίας. Οι μονάδες γίνονται δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες, και είναι άγνωστες στη δική μας κρίση, ενώ στη δικαιοσύνη του Θεού είναι γνωστές με ακρίβεια. Τί πρέπει να γίνει τώρα; Ή αυστηρή και ανάλογη μετάνοια σ’ αυτή τη ζωή, ή μέλλουσα κατάκριση μετά θάνατον, οπότε χάνεται η σωτηρία. Τότε το κατ’ οικονομίαν θείο θέλημα αποστέλλει παιδείαν, η οποία είναι «συμβατική επιφορά», ακούσιο οδυνηρό σύμπτωμα, το οποίον αναλογεί στον όγκο των σφαλμάτων και έτσι προκαλείται η εξόφληση, διαφορετικά θα κινδύνευε η σωτηρία. Αυτός είναι ένας τρόπος παραχωρήσεως των πειρασμών.
Γενικώς όμως τέτοιας φύσεως είναι όλα τα θλιβερά, τα οποία μαστίζουν τη ζωή μας, και εμείς επειδή δεν καταλαβαίνουμε το σκοπό της θείας προνοίας εξαγριωνόμαστε κατά των προσώπων ή των πραγμάτων, τα οποία προκάλεσαν τα συμβάντα. Μερικές φορές δεν έχουν συμβεί ως δικά μας λάθη, αλλά ευρίσκονται  στον κατάλογο της δικής μας απροσεξίας και αφέλειας. Για να προλάβει η θεία παναγαθότητα τη ζημιά, ίσως πελώρια πολλές φορές, επιτρέπει σε ένα πειρασμό να εμποδίσει την πρόοδο των αποφάσεών μας. Αυτοί είναι οι ονομαζόμενοι «προλαμβάνοντες πειρασμοί». Υπάρχουν επίσης και «οι επίκτητοι» με τη μετοχή στην ανιούσα και κατιούσα μορφή. Μετέχει κανείς σε ξένους πειρασμούς, όπως παραδείγματος χάριν ο αδικών στους πειρασμούς  του αδικουμένου, ο καταλαλών στους πειρασμούς  του καταλαλουμένου, ο συκοφαντών στους πειρασμούς του συκοφαντουμένου, και γενικά ο πειράζων στους πειρασμούς του πειραζομένου. Αυτή είναι η κατιούσα μορφή της μετοχής στους πειρασμούς.
Στην ανιούσα μορφή οι πνευματικοί Πατέρες με την προσευχή τους κρατούν τους πειρασμούς των πνευματικών τους τέκνων και γενικά εκείνων για τους οποίους αυτοί προσεύχονται. Είναι και οι μεγάλοι πειρασμοί των αγίων και του Χριστού, οι οποίοι βάσταξαν τις αμαρτίες του κόσμου και θεμελίωσαν την Εκκλησία. Γι’ αυτό κανένας πειραζόμενος δεν πρέπει να αγανακτεί και να γογγύζει εναντίον κάποιου, επειδή πληρώνει τις οφειλές της δικής του αμέλειας ή κακοφροσύνης.
Θελήσαμε να γράψουμε για τους πειρασμούς και τις ιδιότητές τους, αλλά δεν κρύβουμε  ότι νοιώσαμε φόβο και μόνον από την περιγραφή. Όταν η αγία Μαρία η Αιγυπτία εξομολογείτο στον αββά Ζωσιμά και διηγείτο τις σκληρές δοκιμασίες των πειρασμών τους οποίους δοκίμασε, στα ερωτήματα του αγίου γι’ αυτούς είπε: «Αββά Ζωσιμά, μη με αναγκάζεις να λεπτολογώ γι’ αυτούς, διότι φοβούμαι μήπως επανέλθουν». Το ίδιο ισχύει και για τον καθένα, όταν ομιλεί γι’ αυτούς. Ο Θεός να μας σώσει από την ορμή και τη μανία τους, αλλά πώς να γίνει, όταν χωρίς αυτούς είναι αδύνατη η σωτηρία; «Εκείνον που αγαπά ο Κύριος τον παιδαγωγεί, μαστιγώνει δε κάθε παιδί του, που αναγνωρίζει ως δικό του»(Παροιμ. 3, 12). Και πάλιν «είναι ευτυχής ο άνθρωπος τον οποίον θα παιδαγωγήσεις, Κύριε, και θα τον διδάξεις με το νόμο σου»(Ψαλμ. 93, 12). Και «αν πάλι δεν έχετε τη διαπαιδαγώγηση που έχουν πάρει όλοι, τότε είστε νόθα και όχι γνήσια παιδιά»(Εβρ. 12, 8).
Δεν είναι τόσον δύσκολος ο αγώνας προς τις δοκιμασίες, όταν συμπαρίσταται η θεία χάρις. «Εγώ θανατώνω και ζωοποιώ, εγώ πληγώνω και γιατρεύω, και δεν υπάρχει κανένας, ο οποίος θα ελευθερώσει (κάποιον) από τα χέρια μου»(Δευτ. 32, 39). Όταν μυστικά συμπαρίσταται η μητρική πρόνοια της χάριτος και βαστάζει τον αθλητή, όλα είναι υποφερτά, διότι αυτός που παιδαγωγεί είναι συγχρόνως και παρηγορητής· «διαπαιδαγωγεί για το καλό μας, για να μετάσχουμε στην αγιότητά  του»(βλ. Εβρ. 12, 10). Αυτό γίνεται στους «κατά φύσιν» πειρασμούς, οι οποίοι συμβαίνουν ή από φυσική αδυναμία και απειρία ή από το φθόνο του εχθρού ή για την πνευματική τελείωση του ανθρώπου. Όλα αυτά θεωρούνται φυσιολογικά εμπόδια, τα οποία υπάρχουν απαραιτήτως στο αγωνιστικό στάδιο του ανθρώπου, για να ολοκληρώσει την ομολογία του. Σ’ όλα αυτά παραφυλάττει αθέατη η συμπαράσταση της χάριτος και παρηγορεί μυστικά τους αγωνιζομένους, οι οποίοι γι’ αυτό πρέπει να έχουν πάντοτε θάρρος. Εκεί όμως, όπου υπάρχουν «παρά φύσιν» πειρασμοί, ο αγώνας είναι πολύ σκληρός και χωρίς ελπίδα, και το θάρρος χάνεται τελείως, ενώ η απόγνωση πνίγει και αποθαρρύνει τον αγωνιζόμενο, μέχρις ότου γογγύσει γιατί γεννήθηκε.
Κύριέ μου, Ιησού Χριστέ, η μόνιμη παρηγορία όσων ελπίζουν σε σένα, γλύτωσέ μας  από αυτή τη σκοτοδίνη και γέμισέ μας με τη δική σου ελπίδα. Αμήν.
Οι «παρά φύσιν» πειρασμοί δεν παράγονται μόνον από επιβουλή του εχθρού, διότι δεν έχει τέτοια εξουσία, αλλά είναι και αποτελέσματα της ραθυμίας και υπερηφανείας, την οποίαν παραλόγως αποδέχθηκε ο άνθρωπος. Η αμέλεια των καθηκόντων ενός αγωνιστή προκαλεί την εγκατάλειψη, διότι είναι ο «γνους και μη ποιήσας» δηλ. αυτός που ενώ γνωρίζει το θέλημα του Θεού, δεν το εφαρμόζει. Παραχωρείται να πέσει στα χέρια των εχθρών του να τον ταπεινώσουν, για να μάθει ποιός τον έσωσε και τον ανέβασε  στο επίπεδο της γνώσεως και της χάριτος, και ότι αυτά δεν ήσαν δικά του κατορθώματα, εφ’ όσον χωρίς τον Χριστό «κανένας δεν μπορεί να κάνει τίποτε»(πρβλ. Ιω. 15, 5), και να είναι στο εξής ταπεινός και νηφάλιος και να μη καταφρονεί τη δωρεά. Οι πειρασμοί όμως όσων δέχθηκαν την υπερηφάνεια είναι σκληρότεροι, διότι «ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται»(Ιακ. 4, 6), και όταν ο Θεός αντιτάσσεται, τότε ποιός θα συμπαρασταθεί;
Ειδικά σ’ αυτούς τους πειρασμούς απουσιάζει το θάρρος. Ο άνθρωπος αισθάνεται εντελώς αβοήθητος και καμιά από τις δεήσεις του δεν εισακούεται. Αισθάνεται απαρρησίαστος και ο Θεός του φαίνεται άτεγκτος και σκληρός. Οι υπόλοιποι τρόποι, οι οποίοι προκαλούσαν την θείαν αντίληψη, τώρα δεν βοηθούν, και ο άνθρωπος δοκιμάζει την αίσθηση του Άδη και πίνει τα πικρά νάματα της κολάσεως. Το μόνο παρήγορο στοιχείο, το οποίον τον συγκρατεί είναι τα δάκρυα, εάν υπάρχουν – διότι και αυτά στερεύουν – και η βαθύτατη ταπείνωση, η οποία κατέρχεται διά μέσου του νου και της κραυγής του «έως Άδου κατωτάτου». Εδώ καταλαβαίνει ο άνθρωπος τη σημασία του «εργάζεσθαι και φυλάσσειν», διότι εάν εργάζεται μεν, δεν φυλάσσει δε, μαθαίνει εκ πείρας ότι «είναι φοβερό να πέσει στα χέρια του αληθινού Θεού»(Εβρ. 10, 31). Όσοι πέσουν σ’ αυτούς τους σκληρούς πειρασμούς έχουν ανάγκην πνευματικής συμπαραστάσεως και ευχών πεπειραμένων Γερόντων, οι οποίοι «γνωρίζουν τον σκοπό των πειρασμών»(βλ. Β’ Κορ. 2, 11) και έμαθαν έτσι «να βοηθούν όσους πειράζονται».
Ο άγιος Μάξιμος αναφέρει τέσσερεις τρόπους εγκαταλείψεως, κατά τους οποίους η σκληρότητα των πειρασμών είναι τρομακτική. Πρώτος είναι ο «οικονομικός», όπως συνέβη στον Κύριόν μας, ο οποίος, αν και με επιμονή και ικεσία ζήτησε απαλλαγή, δεν εισακούσθηκε αλλά εγκαταλείφθηκε, ώστε να επαναφέρει στην πατρική κηδεμονία εμάς τους εγκαταλελειμμένους. Ο δεύτερος είναι ο «δοκιμαστικός», όπως έγινε στον Ιώβ και τον Ιωσήφ, ώστε ο μεν Ιώβ να αναδειχθεί στύλος υπομονής και ανδρείας σε όλες  τις γενεές, ο δε Ιωσήφ αγνότητος και σωφροσύνης. Τρίτος είναι αυτός που έχει σκοπό  την «παίδευσιν», όπως στον Παύλο, για να μείνει ταπεινός λόγω της υπερβολής των χαρισμάτων, και ο τέταρτος ο προς «αποστροφήν», όπως συνέβη στους Ιουδαίους, ώστε τιμωρούμενοι να αναζητήσουν την μετάνοια.
Κάθε πειρασμός γίνεται επωφελής, εάν γίνει καταλλήλως αποδεκτός από τους πάσχοντες. Η συναίσθηση των λόγων της Γραφής, η οποία βεβαιώνει ότι «θα πεταχτούν έξω στο σκοτάδι· εκεί θα κλαίνε, και θα τρίζουν τα δόντια τους»(Ματ. 8, 12) όσοι κριθούν ως αρνητές του θείου θελήματος και όσοι δεν υπομείνουν «εις τέλος» τις δοκιμασίες της χριστιανικής ομολογίας, δυναμώνει το φρόνημα και ανακαινίζει τις δυνάμεις προς υπομονή. Ασφαλώς τα δεινά τα οποία εξαγγέλθηκαν ότι περιμένουν τους αρνητές και προδότες της πίστεως προς τον Θεό δεν διαψεύδονται, διότι δεν είναι παραβολικές αλλά σταθερές δηλώσεις του Κυρίου μας. Το βασανιστικότερο δε από όλα είναι η πληροφορία ότι ξεπέσαμε από την θείαν αγάπη διότι προσβάλαμε και αρνηθήκαμε πλήρως την πατρική στοργή του Σωτήρα μας, η οποία εκδηλώθηκε απολύτως θεοπρεπώς. Κανένας νομίζω δεν θα το αντέξει αυτό. «Έδειξε την αγάπη του ως το τέλος (στο μέγιστο βαθμό) σ’ αυτούς που, μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο του ανήκαν και τους αγαπούσε»(Ιω. 13, 1). Και αυτοί οι ίδιοι ολοκληρωτικά τον αποστράφηκαν!
Πηγή: vatopedi.gr (Γέροντος Ιωσήφ, «Αθωνική Μαρτυρία», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 2, εκδ. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδιού, σ. 67-76)

Προτιμότερη η νυκτερινή Προσευχή




Σας το είπα βέβαια νωρίτερα, αλλά θα σας το πω και τώρα. Ας σηκωνόμαστε τη νύκτα και αν ακόμη δεν κάνης πολλές , κάνε μία με πνευματική καθαρότητα και είναι αρκετό δε ζητώ τίποτε περισσότερο και αν όχι μέσα στα μεσάνυχτα, τουλάχιστον την ώρα του όρθρου.


Δείξε ότι η νύχτα δεν είναι μόνο για το σώμα, αλλά και για την ψυχή μην ανεχθής να περάση με απραξία, αλλά άμοιψε τον Κύριο με την αμοιβή αυτή ή καλλίτερα, και αυτή σε σένα επιστρέφει.
Πες μου λοιπόν, αν πραγματικά πέσουμε σε κάποια φοβερή δοκιμασία, ποιόν δεν παρακαλούμε να μας βοηθήση; Και αν πετύχουμε αμέσως εκείνο που ζητάμε, νοιώθουμε ανακούφισι. Ποιος θα σε βοηθήση ώστε να είναι πρόθυμος να σου κάνη τη χάρι εκείνος, προς τον οποίον απευθύνης το αίτημά σου;
Ποιος θα σε βοηθήση για να μη γυρίζεις εδώ κι εκεί και να ζητάς σε ποιον να απευθύνης το αίτημά σου; να μην έχης την ανάγκη άλλων, ώστε να ζητήσης αυτό μέσω εκείνων;
Τι υπάρχει μεγαλύτερο από αυτό; Διότι Αυτός τότε προ πάντων πραγματοποιεί το αίτημά μας, όταν δεν παρακαλέσουμε άλλους τότε προ πάντων μας κατηγορεί, ως γνήσιος φίλος που είναι, διότι δεν έχουμε εμπιστοσύνη στην φιλία Του, όταν παρακαλέσουμε άλλους για να ζητήσουμε από Αυτόν αυτό που θέλουμε. Έτσι ενεργούμε και εμείς προς εκείνους που μας ζητούν κάτι τότε τους κάνουμε τη χάρι με μεγαλύτερη ευχαρίστηση, όταν έρχωνται και μας το ζητούν αυτοί οι ίδιοι και όχι μέσω άλλων.
– Από το βιβλίο «Χρυσοστομικός Άμβων Ε΄ Η προσευχή Τα νεύρα της ψυχής»

Τι εννοούσε ο Άγιος Πορφύριος όταν έλεγε: «Μέσα μας κουβαλάμε τους αιώνες»




Σαν μεγαλώνουμε με θαυμαστή αγωνία ανακαλύπτουμε ότι φόβοι, ενοχές, άγχος και μια βαθιά ντροπή για τον εαυτό μας, δεν μας ανήκουν απόλυτα.
Πως τα αποκτήσαμε άραγε;
Από που έρχονται και τι ζητάνε από εμάς;


Έμεινα εκστατικός όταν διάβασα στον ότι μέσα μας κουβαλάμε τους αιώνες. «Είναι ένα μυστήριο ο άνθρωπος. Φέρομε μέσα μας κληρονομιά αιώνων….».Κι είναι αλήθεια, ότι μέσα μας κουβαλάμε ένοχα μυστικά αιώνων, γενεών, εκείνα που δεν είπαν, εκείνα που δεν μαθεύτηκαν, αυτά που δεν εξομολογήθηκαν. Σαν σκιές τα ένοχα αυτά μυστικά, στοιχειώνουν την ζωή μας και κληρονομούνται στις υπάρξεις μας.
Όταν μεγαλώνεις με ένα πατέρα αγχώδη ή φοβικό, μια μητέρα εμμονική ή ψυχωτική, δίχως να το ξέρεις και να το θες, ταυτίζεσαι μαζί τους. Νιώθεις ένοχα, ντρέπεσαι για το τραύμα τους. Αισθάνεσαι ότι φταις εσύ. Ότι κάτι πρέπει να κάνεις για να τους λυτρώσεις. Ότι είναι δική σου η ευθύνη της θεραπείας τους.
Και τότε πέφτεις στο φαύλο κύκλο της ψυχικής επανάληψης.
Γιατί στην προσπάθεια σου, ασυνείδητα ή μη, να τους λυτρώσεις θα ταυτιστείς μαζί τους.
Το πρόβλημα τους, θα γίνει δικό σου.Θα αναπαραγάγεις ίδιες συμπεριφορές, φοβίες, πανικούς, εμμονές, και γενικότερα όλο το τραύμα θα κυλήσει μες στην ύπαρξη σου.
Αντί να τους λυτρώσεις, θα χαθείς μαζί τους στην ψυχική μίμηση του τραύματος.
Θα πάρεις το μυστικό τους, την δική τους ντροπή.
Και πως θα ρωτήσει κάποιος σπάει αυτός ο φαύλος κύκλος των ένοχων μυστικών και ψυχικών μεταβιβάσεων;
Όταν συν-χωρέσουμε την αδυναμία των γονέων μας.
Όταν αποδεχθούμε ότι δεν ήταν και δεν έπρεπε να είναι παντοδύναμοι και τέλειοι για να είναι καλοί γονείς.
Ότι απλώς ήταν άνθρωποι και όχι θεοί. Έκαναν αυτό που μπορούσαν και άντεχαν.
Συγχρόνως όμως χρειάζεται και μια αποδοχή και συγχώρεση προς τον εαυτό μας, αναγνωρίζοντας ότι δεν έχουμε την ευθύνη της ζωής των άλλων, ότι δεν είμαστε υπεύθυνοι για τις αδυναμίες, τα λάθη και τα πάθη των άλλων.
Η λύτρωση έρχεται όταν αγκαλιάζοντας την αδυναμία σου νιώσεις επιτέλους δυνατός.
Γιατί αυτή είναι η χριστιανική θεραπευτική, μια αδυναμία που γίνεται δύναμη, ένας σταυρός που μεταμορφώνεται σε ανάσταση, μια άρνηση που γίνεται ζωή και φως.
π.Λίβυος

Αγιος Γέροντας Πορφύριος: «Να διαβάζετε Καινή Διαθήκη καί βίους Αγίων»




Συμβουλές του :
– Αλήθεια, τι βιβλία διαβάζεις;
– Δεν έχω καμία ιδιαίτερη προτίμηση. Τα διαβάζω όλα.


– Βίους Αγίων διαβάζεις;
– Έχω διαβάσει πάρα πολλούς. Και μου αρέσουν πολύ!
– Να διαβάζεις όλους τους βίους των Αγίων. Εγώ τους έχω διαβάσει όλους και πολλούς τους έχω διαβάσει δύο και τρεις φορές. Και σαν μου τύχει κανείς, ευχαρίστως τους ξαναδιαβάζω. Από μικρό παιδί διάβαζα τους βίους των Αγίων και με βοήθησαν πάρα πολύ να γνωρίσω το Θεό και να έλθω πιο κοντά Του. Το ίδιο να κάνεις κι εσύ. Θα έχεις μεγάλο ψυχικό όφελος, γιατί σιγά-σιγά θα αρχίσεις να τους μιμείσαι. Το ίδιο να λες να κάνουν και οι άλλοι…
– Την Καινή Διαθήκη την διαβάζεις;
– Την δεν την έχω απλώς διαβάσει, άλλα την έχω μελετήσει και μάλιστα με πολλή προσοχή! Και συνεχώς κάνω επανάληψη.
– Σωστά πράττεις! Να τη διαβάζεις πολύ. Είναι πηγή ανεξάντλητη! Και όσο τη διαβάζεις, τόσο περισσότερο υπεισέρχεσαι στη σοφία του Θεού! Να προσπαθείς κάθε βράδυ να διαβάζεις έστω μία σελίδα.
– Το ίδιο μου έχει υποδείξει να κάνω και ο πατήρ τάδε.
– Σε καθοδήγησε ορθά. Τις πράξεις των Αποστόλων τις διαβάζεις;
– Τις διαβάζω και μου αρέσουν πολύ. Εκεί πού δεν τα πάω καθόλου καλά, είναι η Αποκάλυψη του Ιωάννου.
– Γιατί; Η Αποκάλυψις είναι όλο σοφία! Είναι το πάν.
– Γιατί, όλο για «σφραγίδες» και «σαλπίσματα» ομιλεί και εγώ δεν τα πολυκαταλαβαίνω! Είναι πολύ δυσνόητα!
– Άμα τη διαβάσεις πολλές φορές και με πίστη στο Θεό, θα δεις πώς η Θεία Χάρη θα σου τα φανερώνει όλα και θα σου φανούν, μετά, όλα πολύ εύκολα! Θα το διαπιστώσεις και μόνος σου πολύ γρήγορα. Η σοφία του Θεού δεν έρχεται μόνης της. Πρέπει εμείς να τη ζητήσουμε. Διάβαζε λοιπόν.Διάβαζε όσο μπορείς την Αγία Γραφή και τους βίους των Αγίων. Αυτό σου συνιστώ.
Από το βιβλίο του Αν. Καλλιάτσου «Ο πατήρ Πορφύριος»

«Όταν κάνεις μετάνοιες, ωφελείσαι διπλά»




Από τους λόγους του :
Όπως εκείνος, έτσι και από τά πνευματικά του παι­διά, ζητούσε νά συνοδεύουν τις προσευχές τους μέ, όσο μπορούσαν, περισσότερες .


Επειδή, όμως, μέ τή χάρη πού είχε άπό τό Θεό, γνώριζε ότι έγώ δέν έπραττα τήν επιθυμία του, θέλησε νά μού μιλήσει γιά τό θέμα αυτό. Αλλά, ευγενής όπως ήταν πάντα, δέν ήθελε νά μέ ρωτήσει ευθέως, εάν έγώ κάνω μετάνοιες- και γιά έναν πρόσθετο μάλιστα λόγο, ότι έγώ τότε ήμουν πολύ νεαρός, άρχισε μέ ένα εντελώς, κατ’ έμέ άσχετο μέ τήν προσευχή, θέμα και συγκεκρι­μένα μού μιλούσε γιά τή γυμναστική και τά ευεργετικά της αποτελέσματα στον ανθρώπινο οργανισμό.
Έτσι, γιά κάθε είδος ασκήσεως, δικαιολογούσε επι­στημονικά σέ ποιο ή σέ ποια μέλη τού σώματος ωφε­λεί. Μέ τον τρόπον αυτό έφθασε και στους κοιλιακούς μύς και στο σημείο αυτό μέ ρώτησε, εάν γνωρίζω πώς μπορούμε να δυναμώσουμε τους κοιλιακούς μυς.
Έγώ, φυσικά, δήλωσα άγνοια.
-Και όμως, μου λέει, έπρεπε νά γνωρίζεις, άφού είσαι επιστήμων. Αφού, όμως, δεν τό έχεις υπόψη, θά σου το πω έγώ. Πρώτα, όμως, θά σέ ρωτήσω κάτι: Κάνεις μετάνοιες;
– Άφού τό γνωρίζετε, Παππούλη μου, ότι δεν κάνω, γιατί μέ ρωτάτε; ήταν ή απάντηση μου.
– Σέ ρωτάω για νά τό βεβαιώσεις ό ίδιος και στή συνέχεια νά σού πω, ότι ή καλύτερη γυμναστική, για τό δυνάμωμα των κοιλιακών μυών είναι οί μετάνοιες! Μη γελάς. Έτσι είναι. Όταν κάνεις μετάνοιες, ωφε­ λείσαι διπλά. Δηλαδή οί μετάνοιες ωφελούν τήν ψυχή, άλλα παράλληλα και τό σώμα εκείνου πού τις κάνει. Άρκεϊ αυτές νά μή γίνονται γιά τό δεύτερο.
Και η μεν ψυχή ωφελείται, γιατί μέ τόν τρόπο αυτό ζητά τήν συγχώρηση και τό έλεος του Θεού, το δέ σώ­μα διότι, χωρίς νά τό ξέρει ό πολύς ό κόσμος, ασκούν­ται κατά τόν πλέον άριστο τρόπο οί κοιλιακοί μύες. Αυτό, βέβαια, δέν τό λέγω στον κόσμο. Τό λέγω μόνο σέ σένα, πού μέ καταλαβαίνεις και δέ θέλω νά τό συζη­τήσεις μέ άλλους.
Όμως, σού συνιστώ νά κάνεις μετάνοιες, όσες μπο­ρείς περισσότερες. Αρχισε στην αρχή μέ λίγες και κάθε μέρα πού περνά, νά προσθέτεις και άπό έναν σταθερό αριθμό, μέχρι νά φθάσεις σέ ένα σημείο, πού εσύ θά νομίσεις ότι αντέχεις.
Έξαλλου, ό ίδιος ό οργανισμός μας προειδοποιεί γιά τά όρια αντοχής του και ανάλογα καθορίζουμε και τόν αριθμό των μετανοιών μας. Ύστε­ρα, δέν είναι υποχρεωτικό, οπωσδήποτε, νά φθάσουμε, καθημερινά, τόν ίδιο αριθμό.
Αυτό θά εξαρτηθεί άπό πολλούς παράγοντες. Όπως είναι ή ψυχική διάθεση, ή κούραση και τέλος ή υγεία μας. Εκείνο πού έχει σημα­σία είναι, νά αρχίσει κανείς έφ’ ενός, και άφ’ έτερου, οί μετάνοιες νά συνοδεύονται άπό πραγματική μεταμέλεία, για τά όσα αμαρτήματα έχουμε διαπράξει και να ζητάμε με όλη τήν δύναμη της ψυχής μας, νά μάς συγχωρήσει ό Κύριος.
Ακόμη, θα μπορούσαμε, καθ’ ον χρόνον κάνουμε τις μετάνοιες, νά λέμε και το «Κύριε Ίησου Χριστέ ελέ­ησαν με». Ό συνδυασμός αυτών των δύο είναι ό,τι καλύτερο μπορεί νά γίνει. Και ό Κύριος όχι μόνο θα μάς ακούσει, άλλα καί θά μάς συγχωρήσει, όταν μάλι­στα αυτό δεν Του το ζητάμε μόνο μέ τά χείλη, άλλα άπό τά βάθη τής ψυχής μας, ανεξάρτητα αν ή ψυχή αυτή είναι κοντά στο Χριστό ή είναι αμαρτωλή καί εγκλωβισμένη μέσα στά δίχτυα τού σατανά· γιατί, όπως όλοι μας έχουμε υπόψη μας, ό Ίησοϋς δε σταυρώθηκε γιά τους πιστούς καί άναμάρτητους, άλλα γιά τους απίστους καί τους αμαρτωλούς.
Ο πατήρ Πορφύριος συνόδευε, πάντοτε, τις προσ­ευχές του μέ πολυάριθμες μετάνοιες. Αυτό έκανε άπό παιδί. Βέβαια, τότε ήσαν περισσότερες σέ αριθμό, σε σύγκριση μέ εκείνες πού έκανε, όταν ήλθε το γήρας, πού, δυστυχώς γιά εκείνον καί γιά εμάς, τον συνόδευαν ανίατες καί βασανιστικές αρρώστιες, οί όποιες έγιναν αιτία νά μήν μπορεί νά προσφέρει στον κόσμο όσα έπρεπε ή όσα, τουλάχιστον, εκείνος ήθελε. [Κ 77-9]
Από το βιβλίο: Ανθολόγιο Συμβουλών γέροντος Πορφυρίου

Πως να σκεφτόμαστε για τους άλλους ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ




Ο έχει τέτοιες δυνάμεις, ώστε να μπορεί να μεταδώσει το καλό ή το κακό στο περιβάλλον του. Αυτά τα θέματα είναι πολύ λεπτά. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Πρέπει να βλέπομε το καθετί με αγαθό τρόπο. Τίποτα το κακό να μη σκεπτόμαστε για τους άλλους. Κι ένα βλέμμα κι ένας στεναγμός επιδρά στους συνανθρώπους μας. Και η ελάχιστη αγανάκτηση κάνει κακό. Να έχομε μέσα στην ψυχή μας αγαθότητα κι αγάπη· αυτά να μεταδίδομε.


Να προσέχομε να μην αγανακτούμε για τους ανθρώπους που μας βλάπτουν· μόνο να προσευχόμαστε γι’ αυτούς με αγάπη. Ό,τι κι αν κάνει ο συνάνθρωπος μας, ποτέ να μη σκεπτόμαστε κακό γι’ αυτόν. Πάντοτε να ευχόμαστε αγαπητικά. Πάντοτε να σκεπτόμαστε το καλό.
Δεν πρέπει ποτέ να σκεπτόμαστε για τον άλλο ότι θα του δώσει ο Θεός κάποιο κακό ή ότι θα τον τιμωρήσει για το αμάρτημά του. Αυτός ο λογισμός φέρνει πολύ μεγάλο κακό, χωρίς εμείς να το αντιλαμβανόμαστε. Πολλές φορές αγανακτούμε και λέμε στον άλλο: «Δεν φοβάσαι τη δικαιοσύνη του Θεού, δεν φοβάσαι μη σε τιμωρήσει;».
Άλλη φορά πάλι λέμε: «Ο Θεός δεν μπορεί θα σε τιμωρήσει γι’ αυτό που έκανες» ή «Θεέ μου, μην κάνεις κακό σ’ αυτόν τον άνθρωπο γι’ αυτό που μου έκανε» ή «Να μην πάθει αυτό το πράγμα ο τάδε».
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, έχομε βαθιά μέσα μας την επιθυμία να τιμωρηθεί ο άλλος. Αντί, όμως να ομολογήσομε το θυμό μας για το σφάλμα του, παρουσιάζομε με άλλον τρόπο την αγανάκτησή μας και, δήθεν, παρακαλούμε τον Θεό γι’ αυτόν. Έτσι, όμως, στην πραγματικότητα καταριόμαστε τον αδελφό.
Κι αν, αντί να προσευχόμαστε, λέμε, «να το βρεις απ’ τον Θεό, να σε πληρώσει ο Θεός για το κακό που μου έκανες», και τότε πάλι ευχόμαστε να τον τιμωρήσει ο Θεός. Ακόμη και όταν λέμε, «ας είναι βλέπει ο », η διάθεση της ψυχής μας ενεργεί κατά ένα μυστηριώδη τρόπο, επηρεάζει την ψυχή του συνανθρώπου μας και αυτός παθαίνει κακό.
Όταν κακομελετάμε, κάποια κακή δύναμη βγαίνει από μέσα μας και μεταδίδεται στον άλλο, όπως μεταφέρεται η φωνή με τα ηχητικά κύματα, και όντως ο άλλος παθαίνει κακό. Γίνεται κάτι σαν βασκανία, όταν ο άνθρωπος έχει για τους άλλους κακούς λογισμούς. Αυτό γίνεται απ’ τη δική μας αγανάκτηση.
Εμείς μεταδίδομε μυστικώ τω τρόπω την κακία μας. Δεν προκαλεί ο Θεός το κακό αλλά η κακία των ανθρώπων. Δεν τιμωρεί ο Θεός, αλλά η δική μας κακή διάθεση μεταδίδεται στην ψυχή του άλλου μυστηριωδώς και κάνει το κακό. Ο Χριστός ποτέ δεν θέλει το κακό. Αντίθετα παραγγέλλει: «Ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς …».
Η βασκανία είναι πολύ άσχημο πράγμα. Είναι η κακή επίδραση που γίνεται όταν κανείς ζηλέψει κι ορεχθεί κάτι ή κάποιον. Θέλει μεγάλη προσοχή. Η ζήλεια κάνει πολύ κακό στον άλλο. Αυτός που βασκαίνει δεν το βάζει καν στο νου του ότι κάνει κακό. Είδατε τι λέει και η Παλαιά Διαθήκη: «Βασκανία γαρ φαυλότητος αμαυροί τα καλά».
Όταν όμως ο άλλος είναι άνθρωπος του Θεού και εξομολογείται και μεταλαμβάνει και έχει πάνω του τον Σταυρό, δεν τον πιάνει τίποτα. Όλοι οι δαίμονες να πέσουν πάνω του δεν καταφέρνουν τίποτα.
Μέσα μας υπάρχει ένα μέρος της ψυχής που λέγεται «ηθικολόγος». Αυτός ο «ηθικολόγος» όταν βλέπει κάποιον να παρεκτρέπεται, επαναστατεί, ενώ πολλές φορές αυτός που κρίνει έχει κάνει την ίδια παρεκτροπή. Δεν τα βάζει όμως με τον εαυτό του αλλά με τον άλλο. Κι αυτό δεν το θέλει ο Θεός.
… Λέμε παραδείγματος χάριν: «Έπρεπε να κάνεις αυτό· δεν το έκανες, να τι έπαθες!». Στην πραγματικότητα, επιθυμούμε να πάθει ο άλλος κακό. Όταν σκεπτόμαστε το κακό, τότε μπορεί πράγματι να συμβεί. Κατά ένα μυστηριώδη και αφανή τρόπο μειώνομε στον άλλο τη δύναμη να πάει στο αγαθό, του κάνομε κακό. Μπορεί να γίνομε αιτία ν’ αρρωστήσει, να χάσει τη δουλειά του, την περιουσία του κ.λπ.
Μ’ αυτό τον τρόπο δεν κάνομε κακό μόνο στον πλησίον μας αλλά και στον εαυτό μας, γιατί απομακρυνόμαστε απ’ την χάρι του Θεού. Και τότε προσευχόμεθα και δεν εισακουόμεθα. «Αιτούμεν και ου λαμβάνομεν». Γιατί; Το σκεφθήκαμε ποτέ αυτό; «Διότι κακώς αιτούμεθα». Πρέπει να βρούμε τρόπο να θεραπεύσομε την τάση που υπάρχει μέσα μας να αισθανόμαστε και να σκεπτόμαστε με κακία για τον άλλο.
Είναι δυνατόν να πει κάποιος, «έτσι που φέρεται ο τάδε θα τιμωρηθεί απ’ τον Θεό», και να νομίζει ότι το λέει χωρίς κακία. Είναι, όμως, πολύ λεπτό πράγμα να διακρίνει κανείς αν έχει ή δεν έχει κακία. Δεν φαίνεται καθαρά. Είναι πολύ μυστικό πράγμα τι κρύβει η ψυχή μας και πώς αυτό μπορεί να επιδράσει σε πρόσωπα και πράγματα.
Δεν συμβαίνει το ίδιο αν πούμε μετά φόβου ότι ο άλλος δεν ζει καλά και να προσευχόμαστε να τον βοηθήσει ο Θεός και να του δώσει μετάνοια· δηλαδή ούτε λέμε, ούτε κατά βάθος επιθυμούμε να τον τιμωρήσει ο Θεός γι’ αυτό που κάνει. Τότε όχι μόνο δεν κάνομε στον πλησίον κακό, αλλά του κάνομε και καλό.
Όταν εύχεται κανείς για τον πλησίον του, μια καλή δύναμη βγαίνει απ’ αυτόν και πηγαίνει στον αδελφό και τον θεραπεύει και τον δυναμώνει και τον ζωογονεί. Μυστήριο πως φεύγει από μας αυτή η δύναμη. Όμως πράγματι αυτός που έχει μέσα του το καλό στέλνει την καλή αυτή δύναμη στους άλλους μυστικά και απαλά. Στέλνει στον πλησίον του φως, που δημιουργεί έναν κύκλο προστασίας γύρω του και τον προφυλάσσει απ’ το κακό. Όταν έχομε για τον άλλο αγαθή διάθεση και προσευχόμαστε, θεραπεύομε τον αδελφό και τον βοηθάμε να πάει προς τον Θεό.
Υπάρχει μία ζωή αόρατη, η ζωή της ψυχής. Αυτή είναι πολύ ισχυρή και μπορεί να επιδράσει στον άλλον, έστω κι αν μας χωρίζουν χιλιόμετρα. Αυτό γίνεται και με την κατάρα, η οποία είναι δύναμη που ενεργεί το κακό. Αν, όμως, πάλι με αγάπη προσευχηθούμε για κάποιον, όση απόσταση κι αν μας χωρίζει, μεταδίδεται το καλό.
Άρα και το καλό και το κακό δεν τα επηρεάζουν οι αποστάσεις. Μπορούμε να τα στείλομε σε αποστάσεις απέραντες. … Ο θρούς της ψυχής μας φθάνει μυστηριωδώς κι επηρεάζει τον άλλον, έστω κι αν δεν εκφράσομε ούτε μια λέξη. Και χωρίς να μιλήσουμε, μπορεί να μεταδώσουμε το καλό ή το κακό, όση κι αν είναι η απόσταση που μας χωρίζει απ’ τον πλησίον. Αυτό που δεν εκφράζεται έχει συνήθως περισσότερη δύναμη απ’ τα λόγια.
Η κακή δύναμη δεν έχει φραγμούς, δεν εμποδίζεται ούτε από κλειδαριές ούτε από αποστάσεις. Η κακή δύναμη μπορεί και το αυτοκίνητο να το γκρεμίσει χωρίς να υπάρχει καμιά βλάβη.
Καταλάβατε, λοιπόν πώς οι κακές μας σκέψεις, η κακή μας διάθεση επηρεάζουν τους άλλους; Γι’ αυτό πρέπει να βρούμε και τον τρόπο να καθαρίσουμε το βάθος του εαυτού μας από κάθε κακία. Όταν η ψυχή μας είναι αγιασμένη, ακτινοβολεί το καλό. Στέλνουμε τότε σιωπηλά την αγάπη μας χωρίς να λέμε λόγια.
Βέβαια αυτό στην αρχή είναι λίγο δύσκολο.
Πρώτα ήταν ανίκανος να κάνει το καλό, (ο απόστολος Παύλος) μετά που ήλθε ο Χριστός μέσα του έγινε ανίκανος να κάνει το κακό. Και φώναζε μάλιστα: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός». Το έλεγε, το κήρυττε με καύχηση, ότι «έχω τον Χριστό μέσα μου», ενώ πρωτύτερα έλεγε: «Ήθελα να κάνω το καλό, αλλά δεν μπορούσα».
Έτσι θ’ αποσπάσουμε την χάρη του Θεού, θα καταστούμε ένθεοι. Άμα δοθούμε κατά κει, άμα δοθούμε στην αγάπη του Χριστού, τότε όλα θα μεταβληθούν, όλα θα μεταστοιχειωθούν, όλα θα μεταποιηθούν, όλα θα μετουσιωθούν. Ο θυμός η οργή, η ζήλεια, ο φθόνος, η αγανάκτηση, η κατάκριση, η αχαριστία, η μελαγχολία, η κατάθλιψη, όλα θα γίνουν αγάπη, χαρά, λαχτάρα, θείος έρως. Παράδεισος!
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ

Ζήλεια και φθόνος: Ο Ρύπος της ψυχής




: Ρύπος της ψυχής είναι η ζήλεια, ο φθόνος, που γεννιέται από την υπερηφάνεια.


Μη ζηλεύεις, αδελφέ μου, κανέναν άνθρωπο για την ευτυχία του εδώ στη γη. Μη ζηλεύεις τον πλούσιο και τον ένδοξο.
Μη ζητάς «θησαυρούς επί της γης, όπου στις και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπτεται διωρίσουν και κλέπτουσι» (Ματθαίος 6. 19).
Να ζηλεύεις και να μιμείσαι τον εργάτη της αρετής, τον άνθρωπο του Θεού τον χαριτωμένο από το Άγιο Πνεύμα, τον πιο ένδοξο από τους ένδοξους και τον πιο πλούσιο από τους πλουσίους, που από ταμιεύει «θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε στις ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέφτες ου διωρίσουν ουδέ κλέπτουσιν» (Ματθαίος 6. 20).
Μη ζηλεύεις αυτόν που επαινούν και κολακεύουν οι άνθρωποι. Οι ανθρώπινοι έπαινοι είναι ασταθείς και ευμετάβλητοι. Συχνά μάλιστα είναι ιδιοτελείς και υστερόβουλοι. Σήμερα τα λόγια τους «γλυκύτερα υπέρ μέλι και κηρίον» (Ψαλμοί 18. 11). Αύριο το στόμα τους «αράς και πικρίας γέμει» (Ρωμαίους 3. 14). Ζήλεψε λοιπόν το μεγαλείο του αφανούς και άδοξου κατά κόσμον ανθρώπου της αρετής, «ου ο έπαινος ουκ εξ ανθρώπων, αλλ’ εκ του Θεού» (Ρωμαίους 2. 29).
Μη λιώνεις από τον φθόνο βλέποντας άλλους να έχουν όσα εσύ δεν έχεις. Ο δικαιοκρίτης Κύριος γνωρίζει καλύτερα από σένα σε ποιον θα δώσει κι από ποιον θα στερήσει, πότε θα χαρίσει και πότε θα ζήτηση, τι θα δώσει και τι θα αφαιρέσει. «… Η ουκ έξεστι μοι ποιήσαι ο θέλω εν τοις εμοίς;», λέει ο ίδιος στους εργάτες του αμπελώνας που διαμαρτυρήθηκαν νια την «άδικη» μεταχείρησή τους (Ματθαίος 20. 1-16).
Η ζήλεια και ο φθόνος είναι αιτία κάθε κάκου και εχθρός κάθε καλού. Απ’ αυτή την αιτία ο Κάϊν φόνευσε τον Άβελ, ο Ησαύ θέλησε να εξοντώσει τον Ιακώβ, ο Σαούλ καταδίωξε τον Δαβίδ.
Η ζήλεια και ο φθόνος τυφλώνουν τον νου, αμαυρώνουν την ψυχή, σκοτίζουν τη συνείδηση, θλίβουν τον Θεό, χαροποιούν τους δαίμονες, κλείνουν τον ουρανό, ανοίγουν την κόλαση. «Ο μισών τον αδελφόν αυτού εν τη σκοτία εστί και εν τη σκοτία περιπατεί, και ουκ οίδε που υπάγει, ότι η σκοτία τύφλωσε τους οφθαλμούς αυτού» (Α’ Ιωάννης 2. 11).
Του Αγίου Δημητρίου Ροστώφ
Πηγή: «Πνευματικό Αλφάβητο» Ιερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής 1996

Φθόνος – Μίσος



ΓΕΝΙΚΑ: Ο φθόνος, ως πάθος, είναι το αντίθετο της συμπόνοιας. Έτσι, συμπόνια είναι ο πόνος για τη δυστυχία του άλλου, ενώ φθόνος είναι ο πόνος για την ευτυχία του άλλου.

Υπάρχει μια “οικογένεια” παθών, που τα “μέλη” της είναι καταστροφικότατα για την ψυχή του πάσχοντα αλλά και τους συνανθρώπους του.
Μητέρα είναι η ζήλια, πατέρας ο φθόνος και το παιδί τους, το μίσος. Αν η ζήλια κυριαρχήσει στο συναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου, τότε ανοίγει ο δρόμος για το φθόνο, αρχικά, και το μίσος, μια βαθύτερη ψυχική κατάσταση, στη συνέχεια.
Ο φθόνος εμφανίζεται με ανάμεικτα συναισθήματα ζήλιας και κακίας. Φθόνοςείναι η πλημμυρίδα σκέψεων που παράγουν κακότητα, επιθυμίες καταστροφής ή απώλειας οποιωνδήποτε αγαθών έχει κάποιος και όχι εμείς. Το απάυγασμα του εκπεμπόμενου φθόνου, εστιάζεται πάνω σε κάτι συγκεκριμένο, απόκτημα ή αρετή του άλλου και μπορεί να προκαλέσει το κακό και την καταστροφή στο “θύμα” του φθόνου του.
Ο άνθρωπος που κυριαρχείται από φθόνο είναι δυστυχισμένος, χωρίς χαρά, γιατί πάντοτε θέλει όλα όσα έχουν οι άλλοι γύρω του, ζηλοφθονώντας τους πάντες. Είναι δυστυχισμένος από τη δική του ατυχία και την ευτυχία του πλησίον. Όπου υπάρχει φθόνος και ζήλια, εμφανίζεται το μίσος. Το μίσος νεκρώνει κάθε άλλο συναισθημα κατευθύνοντας τον άνθρωπο στο γκρεμό της απόλυτης κακίας, κάνοντάς τον ένα μοναδικό είδος της φύσης, αφού κανένα δημιούργημα δεν νιώθει μίσος για κάποιο άλλο.
Ο κυριαρχούμενος από μίσος δε μπορεί να σκεφτεί λογικά, καθόσον παραμένει ποτισμένος ως το ψυχικό του “μεδούλι” με κακότητα, μετατρέποντας την υποδουλωμένη στο πάθος ζωή του σε ντελίριο υπολογισμών και σχεδίων, συχνά ασυνάρτητων, καταστροφής του μισητού αντικειμένου.
Το μίσος μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε πράξεις που ξεφεύγουν από οποιοδήποτε όριο ανθρωπιάς. Αυτός που μισεί σκέφτεται μόνο την καταστροφή του συνανθρώπου, που θα του δώσει την άρρωστη επιβεβαίωση της επικράτησής. Μισώ σημαίνει πως ζω μόνο κάτω από την πίεση της έμμονης ιδέας να ολοκληρωθούν τα σατανικά καταστρεπτικά σχέδιά μου, ενάντιον εκείνου που μισώ.
Αυτή η δαιμονική κατάσταση, που δεν έχει καμία σχέση με την ευτυχισμένη ζωή, οδηγεί τον πάσχοντα στην αυτοεξόντωσή του. “Ο φθονερός γίνεται εχθρός του εαυτού του. Γιατί κατέχεται συνέχεια από λύπες που μόνος του προκαλεί”, έγραψε ο Μένανδρος.
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΟΦΙΑ: Ο βασιλιάς της Σπάρτης, Άγις που, συκοφαντείτο από συγγενείς του, παρακινήθηκε από αυλικούς του να τους τιμωρήσει. Εκείνος όμως δεν συμφώνησε απαντώντας: «Τους λυπούμαι κατάκαρδα.
Ο φθόνος είναι η χειρότερηαυτοτιμωρία. Τιμωρούνται μόνοι τους. Πρώτον από το ίδιο το πάθος τους και δεύτερον από τις δικές μου αρετές. Αυτή η τιμωρία ταρκεί». Βλέπουμε πως το πάθος του φθόνου αποτελεί μία αδιάκοπη κόλαση και τιμωρία στον φθονερό. Ο Περίανδρος έλεγε: “Μηδενί φθόνει”, ενώ ο Αναξίμανδρος: “Φθόνου απέχου”.
Ο Σωκράτης έδωσε επιτυχείς ορισμούς για το πάθος: “Ο φθόνος είναι παιδί της αλαζονείας, εργάτης της εκδίκησης, αρχηγός μυστικής επανάστασης, διαρκές βάσανο της αρετής. Είναι βόρβορος της ψυχής, δηλητήριο κι υδράργυρος που φθείρει τη σάρκα κι αποξηραίνει τον μυελό των οστών. Είναι το έλκος της ψυχής.” Για τα θύματα του φθόνου έγραψε ο Πλούταρχος:
“Όπως όσοι βαδίζουν στον ήλιο, παρακολουθούνται από τη σκιά τους, έτσι κι όσοι έχουν μεγάλη δόξα, παρακολουθούνται από το φθόνο”, ενώ ο Αντισθένης για τους φθονερούς: “Όπως από τη σκουριά ο σίδηρος, έτσι κι οι φθονεροί απ’ το χαρακτήρα τους κατατρώγονται”. Τέλος ο Αριστοτέλης τόνιζε: “Οι ευγενικές καρδιές δεν έχουν χώρο για το μίσος”.
Σύγχρονες προσωπικότητες έχουν ασχοληθεί με το ανθρώπινο μίσος και τις εκφάνσεις του. Έτσι ο Β. Ουγκώ χαρακτηρίζει την ειρωνία ως εκδήλωση μίσους ενώ ο Βερλαίν βλέπει το μίσος στη χυδαιότητα και τη χλεύη. Ακόμη διαβάζουμε πως “η περιφρόνηση είναι το αδιάφορο μίσος” (Κρουγκλόφ), ενώ για τον Χέσσελ ο “Ρατσισμός είναι το μέγιστο μίσος για τον ελάχιστο λόγο”, δίνοντάς μας μια επίκαιρη μορφή μίσους.
Ο Μπαλζάκ έγραψε πως “Το μίσος είναι η κακία των μικρών ανθρώπων”, ενώ δυο αγωνιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποφαίνονται: “Οι άνθρωποι δε γεννιούνται με μίσος μέσα τους. Μαθαίνουν να μισούν, κι αν μαθαίνουν να μισούν, μπορούν να διδαχτούν και την αγάπη, που είναι πιο κοντά στην ανθρώπινη καρδιά από το μίσος” (Μαντέλα), και “Το μίσος δεν αντιμετωπίζει το μίσος. Μόνο η αγάπη μπορεί” (Μ. Λούθερ Κιγκ).
ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ: Οι λόγοι του Χριστού, λίγο πριν το Πάθος Του, όπως μας τους σώζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είναι συνταρακτικοί. Μέσα σε αυτούς ο Χριστός εκφράζει τη θλίψη του γιατί τον εμίσησαν “δωρεάν”. Αυτό το μίσος το είχε προφητεύσει αιώνες πριν σε έναν κατ” εξοχήν «μεσσιανικό ψαλμό», τον 68ο, ο Δαβίδ.
Αναφέρεται επακριβώς στο μίσος που δείξαν οι άνθρωποι της εποχής απέναντι στον Κύριο. Το μίσος εισχώρησε ανάμεσα στους ανθρώπους μετά την Πτώση και το προπατορικό αμάρτημα. Πρώτος μίσησε ο διάβολος τα έργα του Θεού και κυρίως τον άνθρωπο, γι” αυτό και κατάφερε να τον οδηγήσει στην πτώση. Γράφει σχετικά ο Γρηγόριος Παλαμάς:
“Ο φθόνος είναι πατέρας όχι του μίσους μόνο αλλά καί του φόνου, τον οποίο επέφερε σ᾽ εμάς αναμιγνύοντάς τον με δόλο ο δολερός και αληθινά μισάνθρωπος όφις. Διότι καταλήφθηκε από έρωτα (…) για καταστροφή του πλασθέντος κατ᾽ εικόνα και ομοίωση Θεού.” Από την πρώτη γενιά των ανθρώπων ανάμεσα στους αδελφούς Κάϊν και Αβελ εισχώρησε το μισός. Έκτοτε υπάρχουν αμέτρητα περιστατικά μίσους ανάμεσα στους ανθρώπους.
Το μίσος απέναντι στο συνάνθρωπό έχει σκοπό τη βλάβη και την καταστροφή του άλλου. Έτσι γεννιέται ανάμεσα στους ανθρώπους με σατανική επίδραση η ζήλια, που οδηγεί στο μίσος εναντίον του άλλου, δηλαδή σε μια πορεία με μοναδικό σκοπό την καταστροφή του. Κοινωνιολογικά, οι κοινωνικές σχέσεις καθορίζονται ανάμεσα στους ανθρώπους με βάση την αγάπη και το μίσος.
Ο άνθρωπος θεωρεί απόλυτα φυσιολογικό να αγαπά όσους τον αγαπούν και να μισεί όσους τον μισούν. Συνήθως, όμως, ο πνευματικά κατώτερος μισεί τον ανώτερο και, αντί να προσπαθήσει να τον φτάσει, επιθυμεί να τον καταστρέψει.
Ο εξουσιαστής στρέφεται εναντίον όποιου νομίζει ότι μπορεί να του πάρει την εξουσία. Παράδειγμα ο Ηρώδης, που προτίμησε να σφάξει χιλιάδες νήπια όταν ο φόβος του να μην χάσει την εξουσία τον οδήγησε στο μίσος και στο φόνο. Το μίσος είναι κατάσταση εξόχως παθολογική. Ο άνθρωπος που μισεί είναι ανασφαλής. Η “φυσιολογική” κατά την “μακριά του Χριστού” ανθρώπινη λογική αντίδραση στο μίσος είναι το μίσος.
Η λογική της ανταπόδοσης, στο πνεύμα της Π. Διαθήκης. Με την εμφάνισή του Κυρίου συγκλίνουν απέναντι Του πολλές μορφές μίσους. Τον μισούν γιατί είναι ο Υιός του Θεού, γιατί είναι δίκαιος, γιατί θαυματουργεί και ο λόγος του συνταράσσει τα πλήθη. Τον μισούν γιατί αποκαλύπτει την κενότητα των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Το μίσος όμως απέναντι στο Χριστό δεν είχε κανένα ουσιαστικό λόγο ύπαρξης γιατί ο ίδιος ήταν δίκαιος απέναντι σε όλους τους ανθρώπους. Πίσω όμως από αυτούς στέκεται ο διάβολος που μισεί τον Χριστό και οδηγεί εκεί τους ανθρώπους.
Ο Χριστός απέναντι στο μίσος δείχνει γαλήνη, πραότητα και τελικά οδηγείται στο Πάθος, όπου θανατώνεται ατιμωτικά. Όποιος ακολουθεί τον Χριστό, έχει την ίδια τύχη. Το λέει ο ίδιος ο Χριστός στους μαθητές του. Ο κόσμος θα μισήσει τους Χριστιανούς γιατί δεν τους έχει κερδίσει ο πονηρός που είναι εχθρός της ανθρωπότητας. Στη διδασκαλία του Χριστού σκοπός είναι η υπέρβαση του μίσους. Μας το δίδαξε ο ίδιος ο Χριστός προσευχόμενος στο Σταυρό για συγχώρεση των σταυρωτών του. Η πίστη στο Χριστό προϋποθέτει μίμηση Του. Η ανεξικακία του Χριστού στους μισούντες Αυτόν “δωρεάν”, χωρίς κανένα λόγο, μας διδάσκει συγχώρεση για όλους, ακόμα και αυτούς που μας μισούν.
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Διαβάζουμε στην Π.Διαθήκη: “Δεν θα μισήσης τον αδελφόν σου στην διάνοιάν σου”, (Λευίτ. Ιθ΄). Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης χαρακτηρίζει ανθρωποκτόνο τον άνθρωπο που μισεί: “Πας ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστί” (Α” Ιω. γ΄ 15), ενώ αλλού γράφει: “Ο δε μισώντον αδελφόν αυτού εν τη σκοτία εστί… και ουκ οίδε πού υπάγει, ότι η σκοτία ετύφλωσε τους οφθαλμούς αυτού” (Α” Ιωάν. β΄ 11). Ο Απ. Παύλος συμβουλεύει: “Μη γενώμεθα κενόδοξοι, αλλήλοις προκαλούμενοι, αλλήλοις φθονούντες” (Γαλ. ε΄ 26). Ο Μέγας Βασίλειος τονίζει: “Όπως η σκουριά το σίδηρο, έτσι ο φθόνος καταστρέφει την ψυχή που την έχει αυτήν. Ο φθόνος είναι ίδιον κακόν του διαβόλου, πάθος που δεν επιδέχεται ιατρείαν”, ενώ ο Θεολόγος Γρηγόριος αποφαίνεται: “ο φθόνος είναι ρίζα όλων των κακών”. “Ο δαίμονας”, μας λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, “έχει φθόνο,στους ανθρώπους όμως, όχι σε δαίμονα, συ όμως ενώ είσαι άνθρωπος φθονείς τους ανθρώπους, και ποιας θα τύχειςς συγγνώμης;”, ενώ τονίζει: “Ο φθόνος, τους της ψυχής οφθαλμούς πηροί (τυφλώνει)”. Ο Όσιος Θαλάσσιος χαρακτηρίζει τη μνησικακία “ψυχική λέπρα” ενώ το μίσος “ θάνατο της ψυχής”. Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής βεβαιώνει, ότι δεν μπορεί ψυχή λπου τρέφει μίσος προς άνθρωπο, να ειρηνεύσει με τον Θεό: “Εκείνος που βλέπει στην καρδιά του ίχνος μίσους για οποιοδήποτε πταίσμα προς τον οποιονδήποτε άνθρωπο, γίνεται ξένος εξολοκλήρου της αγάπης εις τον Θεόν”. Τέλος ο Ι. Χρυσόστομος συμπεραίνει: “Το πάθος του φθόνου, είναι πολύ χειρότερο και από την πορνεία και μοιχεία. Αυτό την οικουμένην όλην εμόλυνε.”
ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Να διώκουμε την αγάπη, να περιπατούμε με αγάπη, διότι είναι συμπλήρωμα του νόμου η αγάπη, όπως μας διδάσκει ο Απόστολος Παύλος. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να διώκει με το μίσος του το συνάνθρωπό του, αλλα να συγχωρεί και να ελεεί, μιμούμενος το έλεος του Αγίου Τριαδικού Θεού, ο οποίος, με “τὸ έλεός” Του, κατά το ομορφότερο ίσως οξύμωρο σχήμα της Βίβλου, “(μας) καταδιώκει πάσας τὰς ημέρας της ζωής μας” (Ψ. κβ΄6). Άρα φάρμακο του μίσους είναι το έλεος και η αγάπη.
Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου, δάσκαλος – συγγραφέας

Οι 8 λογισμοί της κακίας




Άγιος Κασσιανός ο Ρωμαίος προς τον επίσκοπο Κάστορα, περί των οχτώ λογισμών της κακίας.


1. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΛΙΑΣ
Πρώτα θα κάνω λόγο για την εγκράτεια στα φαγητά, η οποία είναι αντίθετη της γαστριμαργίας, και για τον τρόπο των νηστειών και την ποσότητα των φαγητών.
Και αυτά, όχι από τον εαυτό μου, αλλά καθώς παραλάβαμε από τους αγίους Πατέρες. Εκείνοι λοιπόν, δεν έχουν παραδώσει ένα κανόνα νηστείας, ούτε ένα τρόπο της διατροφής, ούτε το ίδιο μέτρο, γιατί δεν έχουν όλοι την ίδια δύναμη, είτε λόγω ηλικίας, είτε ασθένειας, είτε καλύτερης συνήθειας του σώματος. Έχουν όμως παραδώσει σε όλους ένα σκοπό, να αποφεύγομε την αφθονία και να αποστρεφόμαστε τον χορτασμό της κοιλιάς. Έχουν δει στην πράξη ότι είναι ωφελιμότερο και βοηθά στην καθαρότητα το να τρώει κανείς μία φορά την ημέρα από το να τρώει κάθε τρεις ή τέσσερις ή εφτά ημέρες. Γιατί λένε, εκείνος που επεκτείνεται υπέρμετρα στη νηστεία, υπέρμετρα κατόπιν τρώει. Και από αυτό, άλλοτε εξαιτίας της υπερβολής της αποχής από την τροφή ατονεί το σώμα και γίνεται πιο απρόθυμο για τις πνευματικές εργασίες, και άλλοτε όταν γεμίσει από το βάρος των τροφών προκαλεί αμέλεια και εξασθένηση της ψυχής.
Και πάλι οι άγιοι Πατέρες δοκίμασαν και είδαν ότι δεν είναι για όλους κατάλληλη η διατροφή με χόρτα, ούτε με όσπρια, ούτε όλοι μπορούν να τρέφονται μόνο με ξερό ψωμί. Και άλλος, καθώς είπαν, ενώ τρώει δύο λίτρες ψωμί, πεινά ακόμη, ενώ άλλος τρώει μία λίτρα ή εξ ουγγιές και χορταίνει. Σε όλους λοιπόν, όπως είπα, ένα κανόνα εγκράτειας έχουν παραδώσει, το να μην ξεγελιούνται με τον χορτασμό της κοιλίας(1), ούτε να παρασύρονται από την ηδονή του λάρυγγα.
Γιατί δεν είναι μόνο η διαφορά της ποιότητας των τροφών, αλλά και η ποσότητα που ανάβει τα πυρωμένα βέλη(2) της πορνείας. Γιατί με οποιαδήποτε τροφή όταν γεμίσει η κοιλιά, γεννά το σπόρο της διαφθοράς. Και πάλι δεν είναι μόνο η κραιπάλη του κρασιού που φέρνει μέθη στη διάνοια, αλλά και η αφθονία του νερού και κάθε τροφής η υπερβολική χρήση, τη ζαλίζει και φέρνει νύστα σ’ αυτήν. Αιτία της καταστροφής των Σοδομιτών δεν ήταν η κραιπάλη του κρασιού και των διαφόρων φαγητών, αλλά η αφθονία του άρτου, κατά τον προφήτη(3).
Η ασθένεια του σώματος δεν είναι αντίθετη με την καθαρότητα της καρδιάς, όταν δώσομε στο σώμα εκείνα που απαιτεί η ασθένεια, όχι ό,τι θέλει η ηδονή. Τις τροφές τις χρησιμοποιούμε τόσο ώστε να ζήσομε, όχι για να σκλαβωθούμε στις ορμές της επιθυμίας. Η μετρημένη και μέσα σε λογικά όρια τροφή βοηθά στην υγεία του σώματος, δεν αφαιρεί την αγιότητα. Ακριβής κανόνας εγκράτειας, όπως παρέδωσαν οι Πατέρες, είναι να σταματούμε να τρώμε πριν χορτάσομε. Και ο Απόστολος που είπε: «Μη φροντίζετε για την σάρκα, πως να ικανοποιήσετε τις επιθυμίες της»(4), δεν εμπόδισε την αναγκαία κυβέρνηση της ζωής, αλλά απαγόρευσε την φιλήδονη φροντίδα.
Άλλωστε, για την τέλεια καθαρότητα της ψυχής, δεν αρκεί μόνο η εγκράτεια στα φαγητά, αν δεν συντρέχουν και οι υπόλοιπες αρετές. Λοιπόν, η ταπείνωση με την υπακοή και την καταπόνηση του σώματος, ωφελούν πολύ. Η αποχή από τη φιλαργυρία, όχι μόνον το να μην έχει κανείς χρήματα, αλλά και το να μην τα επιθυμεί, οδηγεί στην καθαρότητα της ψυχής.
Η αποχή από την οργή, από την λύπη, από την κενοδοξία, από την υπερηφάνεια, όλα αυτά προξενούν τη γενική καθαρότητα της ψυχής. Τη μερική καθαρότητα της ψυχής, μέσω της σωφροσύνης, ιδιαίτερα κατορθώνουν η νηστεία και η εγκράτεια. Γιατί είναι αδύνατον εκείνος που έχει γεμάτη την κοιλιά του, να κάνει νοερό πόλεμο εναντίον του πνεύματος της πορνείας. Ώστε λοιπόν πρώτος αγώνας μας ας είναι να συγκρατούμε την κοιλιά μας και να υποδουλώνομε το σώμα. Όχι μόνο με νηστεία, αλλά και με αγρυπνία και κόπο και πνευματικά αναγνώσματα και με το να μαζεύομε την καρδιά μας πάνω στο φόβο της κολάσεως και στον πόθο της βασιλείας των Ουρανών.
2. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΑΡΚΙΚΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ
Δεύτερος αγώνας που έχομε να κάνομε είναι εναντίον του πνεύματος της πορνείας και της σαρκικής επιθυμίας, η οποία επιθυμία αρχίζει από τη μικρή ηλικία να ενοχλεί τον άνθρωπο. Ο αγώνας αυτός είναι μεγάλος και δύσκολος και έχει δύο μέτωπα. Γιατί ενώ τα άλλα ελαττώματα κάνουν τη μάχη μόνο μέσα στη ψυχή, ο σαρκικός πόλεμος είναι διπλός, και στη ψυχή και στο σώμα. Και γι’ αυτό πρέπει να αναλάβομε διπλό πόλεμο.
Γιατί δεν είναι αρκετή η σωματική νηστεία για να αποκτήσομε την τέλεια σωφροσύνη και αληθινή αγνεία, αν δεν ακολουθεί και συντριβή καρδίας και πυκνή προσευχή προς τον Θεό και συχνή μελέτη των Γραφών και κόπος και εργασία των χεριών, τα οποία μπορούν να αναστέλλουν τις ακατάστατες ορμές της ψυχής και να ανακαλούν την ψυχή από τις αισχρές φαντασίες. Προπάντων βοηθά η ταπείνωση της ψυχής, χωρίς την οποία ούτε την πορνεία, ούτε άλλο πάθος μπορεί κανείς να νικήσει. Πρώτα – πρώτα λοιπόν πρέπει με κάθε προσοχή να φυλάγει κανείς την καρδιά του(5) από ρυπαρούς λογισμούς.
Γιατί από την καρδιά βγαίνουν – όπως είπε ο Κύριος – διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείες, πορνείες και τα λοιπά(6). Και η νηστεία δεν έχει διαταχθεί μόνον για κακοπάθεια του σώματος, αλλά και για την προσοχή και νηφαλιότητα του νου, για να μη σκοτιστεί ο νους από τη πολυφαγία και γίνει αδύνατος στην επιτήρηση των λογισμών. Πρέπει λοιπόν όχι μόνο στη σωματική νηστεία να βάζομε όλη την επιμέλειά μας, αλλά και στην προσοχή των λογισμών και στην πνευματική μελέτη, χωρίς τα οποία είναι αδύνατο να ανέβομε στο ύψος της αληθινής αγνείας και καθαρότητας. Πρέπει λοιπόν να καθαρίζομε πρώτα, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, το εσωτερικό του πιάτου και του ποτηριού, για να γίνει και το εξωτερικό τους καθαρό(7).
Γι’ αυτό ακριβώς, αν υπάρχει μέσα μας η φροντίδα να πολεμήσομε νόμιμα και να στεφανωθούμε(8), αφού νικήσομε το ακάθαρτο πνεύμα της πορνείας, να μην έχομε θάρρος στη δική μας δύναμη και άσκηση, αλλά στη βοήθεια του Κυρίου μας και Θεού. Γιατί δεν παύει ο άνθρωπος να πολεμείται από αυτό το πνεύμα, μέχρις ότου πιστέψει αληθινά ότι όχι με τη δική του επιμέλεια και το δικό του κόπο, αλλά με τη βοήθεια του Θεού ελευθερώνεται από αυτή την αρρώστια και ανεβαίνει στο ύψος της αγνείας. Και αυτό είναι υπόθεση πάνω από τη φύση. κατά κάποιο τρόπο υπερβαίνει το σώμα εκείνος που έχει υποτάξει τους ερεθισμούς της σάρκας και τις ηδονές της. Και γι’ αυτό είναι αδύνατον ο άνθρωπος (για να το πω έτσι) με τα δικά του φτερά να πετάξει προς το υψηλό και ουράνιο βραβείο της αγιοσύνης και να γίνει μιμητής των Αγγέλων, αν δεν τον σηκώσει η χάρη του Θεού από τη γη και τη λάσπη. Γιατί με καμιά άλλη αρετή οι άνθρωποι με τη σάρκα που φέρουν δεν εξομοιώνονται περισσότερο με τους αγγέλους, όσο με την αρετή της σωφροσύνης. Με την αρετή αυτή, ενώ βρίσκονται ακόμη στη γη, έχουν το πολίτευμα στους ουρανούς, κατά τον Απόστολο(9).
Δείγμα του ότι αποκτήσαμε τελείως αυτή την αρετή είναι να μη προσηλώνεται η ψυχή κατά τον ύπνο σε καμία εικόνα αισχρής φαντασίας. Γιατί αν και δεν λογαριάζεται ως αμαρτία αυτή η κίνηση στον ύπνο, είναι όμως γνώρισμα ότι η ψυχή είναι άρρωστη και δεν έχει ελευθερωθεί από το σαρκικό πάθος. Γι’ αυτό τις αισχρές φαντασίες που μας έρχονται στον ύπνο, πρέπει να πιστεύομε ότι είναι έλεγχος της προηγούμενης αμέλειας και της ασθένειάς μας, αφού την κρυμμένη μέσα στα απόκρυφά της ψυχής μας νόσο την κάνει φανερή η ρεύση κατά την ανάπαυση του ύπνου. Γι’ αυτό και ο Γιατρός των ψυχών μας, στα απόκρυφα της ψυχής έβαλε το φάρμακο, όπου γνώριζε ότι βρίσκονται και οι αιτίες της ασθένειας, λέγοντας: «Καθένας που βλέπει γυναίκα με σκοπό να την επιθυμήσει, έκανε κιόλας μοιχεία μαζί της μέσα στην καρδιά του»(10). Δε διορθώνει τόσο τους περίεργους και πορνικούς οφθαλμούς, όσο την ψυχή που έχει την κατοικία της μέσα μας, η οποία κακώς μεταχειρίζεται τα μάτια τα οποία έδωσε ο Θεός για το καλό του ανθρώπου. Γι’ αυτό και η σοφή Παροιμία δε λέγει: «Με κάθε τρόπο να προσέχεις τα μάτια σου», αλλά. «Με κάθε τρόπο να προσέχεις την καρδιά σου»(11). Έβαλε δηλαδή το φάρμακο της προσοχής στην καρδιά που μεταχειρίζεται τα μάτια για ό,τι θέλει.
Λοιπόν αυτή ας είναι η φρουρά και προφύλαξη της καρδιάς μας. όταν έρθει στο νου μας ενθύμηση γυναίκας που ξεφύτρωσε από διαβολική δολιότητα, είτε μητέρας ή αδελφής ή άλλων ευλαβών γυναικών, αμέσως να την διώξομε από την καρδιά μας, μήπως επιμένοντας πολύ σ’ αυτή την ενθύμηση, μας κυλήσει εκείνος που μας εξαπατά στο κακό, ο διάβολος, και μας ρίξει μέσα στο γκρεμό των αισχρών και βλαβερών σκέψεων. Αλλά και η εντολή που δόθηκε από το Θεό στον πρωτόπλαστο διατάζει, να συντρίβομε το κεφάλι του φιδιού(12), δηλαδή των αρχή των βλαβερών λογισμών, μέσω των οποίων επιχειρεί αυτό να συρθεί μέσα στις ψυχές μας. Αλλιώς με το να παραδεχτούμε το κεφάλι, που είναι η αρχή του λογισμού, θα παραδεχτούμε και το υπόλοιπο σώμα του φιδιού, που είναι η συγκατάθεση στην ηδονή, και αυτό θα κατακρημνίσει τη διάνοιά μας στην παράνομη πράξη. Αλλά πρέπει κατά την Γραφή, κάθε πρωί να εξολοθρεύομε όλους τους αμαρτωλούς της γης(13), δηλαδή με το φως της γνώσεως να διακρίνομε και να εξολοθρεύομε τους αμαρτωλούς λογισμούς από τη γη, η οποία είναι η καρδιά μας, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Κυρίου. Και όσο είναι ακόμη νήπια οι γιοι της Βαβυλώνας, δηλαδή οι πονηροί λογισμοί, να τους χτυπάμε στο έδαφος και να τους τσακίζομε πάνω στην πέτρα(14), η οποία πέτρα είναι ο Χριστός. Γιατί αν οι νήπιοι λογισμοί μεγαλώσουν και γίνουν άνδρες λόγω της συγκαταθέσεώς μας σ’ αυτούς, τότε δεν θα νικηθούν χωρίς μεγάλο στεναγμό και κόπο.
Μετά τα όσα είπαμε από την Αγία Γραφή, καλό είναι να θυμηθούμε και λόγους αγίων Πατέρων. Είπε λοιπόν ο άγιος Βασίλειος, επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας. «Και γυναίκα δε γνωρίζω και παρθένος δεν είμαι». Τόσο πολύ γνώριζε ότι το δώρο της παρθενίας δεν κατορθώνεται μόνο με αποχή από γυναίκα, όσο με την αγιοσύνη της ψυχής και την καθαρότητα, η οποία κατορθώνεται με το φόβο του Θεού. Λένε επίσης και τούτο οι Πατέρες, ότι δεν μπορούμε να αποκτήσομε τελείως την αρετή της αγνείας, αν δεν αποκτήσομε πρωτύτερα την αληθινή ταπεινοφροσύνη μέσα στην καρδιά μας. Ούτε μπορούμε να κριθούμε άξιοι ν’ αποκτήσομε την αληθινή θεία γνώση, αν μέσα στα απόκρυφα της ψυχής έχει θρονιαστεί το πάθος της πορνείας. Θα δείξομε και από τον Απόστολο πόσο μεγάλο είναι το κατόρθωμα της σωφροσύνης, και αφού αναφέρομε μια φράση του μόνο, θα τελειώσομε: «Επιδιώκετε να έχετε ειρήνη με όλους και τον αγιασμό, που χωρίς αυτόν κανένας δεν θα δει τον Κύριο»(15). Ότι αναφέρεται στο θέμα μας, είναι φανερό από εκείνο που λέει αμέσως παρακάτω: «Κανένας πόρνος και βέβηλος όπως ο Ησαύ»(16). Όσο λοιπόν ουράνιο και αγγελικό είναι το κατόρθωμα της αγιοσύνης, τόσο με βαρύτερες συνωμοσίες και δόλους πολεμείται από τους εχθρούς δαίμονες. Και γι’ αυτό οφείλομε να φροντίζομε να έχομε όχι μόνον εγκράτεια σώματος, αλλά και συντριβή καρδίας και πυκνές προσευχές με στεναγμούς, ώστε το καμίνι της σάρκας μας, το οποίο ο βασιλιάς της Βαβυλώνας ανάβει καθημερινά με τους ερεθισμούς της επιθυμίας, να το σβήσομε με τη δρόσο του Αγίου Πνεύματος(17).
Εκτός από αυτά, μέγιστο όπλο για τον πόλεμο αυτό είναι η κατά Θεόν αγρυπνία. Γιατί όπως η προσοχή και η προφύλαξη της ημέρας ετοιμάζει τη νυχτερινή αγιοσύνη, έτσι η νυχτερινή κατά Θεόν αγρυπνία ετοιμάζει και διευκολύνει την ψυχή στην καθαρότητα της ημέρας.
3. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑΣ
Τρίτος είναι ο αγώνας εναντίον του πνεύματος της φιλαργυρίας, αγώνας ξένος και έξω από την ανθρώπινη φύση, που βρίσκει αφορμή την απιστία του μοναχού. Γιατί οι ερεθισμοί των άλλων παθών, εννοώ του θυμού και της επιθυμίας, έχουν τις αφορμές από το σώμα, και κατά κάποιο τρόπο είναι έμφυτα και έχουν την αρχή από την γέννηση. Γι’ αυτό και χρειάζεται πολύς καιρός για να νικηθούν. Η αρρώστια όμως της φιλαργυρίας έρχεται από έξω και μπορεί ευκολότερα να κοπεί αν καταβάλλει κανείς επιμέλεια και προσοχή. Αν όμως παραμεληθεί, γίνεται πιο καταστρεπτική από τα άλλα πάθη και δύσκολα φεύγει. γιατί είναι ρίζα όλων των κακών(18), κατά τον Απόστολο.
Ας σκεφτούμε ως εξής: οι φυσικές κινήσεις του σώματος υπάρχουν όχι μόνο στα παιδιά, στα οποία κρίση του καλού και του κακού δεν υπάρχει ακόμα, αλλά και σ’ αυτά τα νήπια που τρώνε γάλα, που δεν έχουν ούτε ίχνος ηδονής, δίνουν όμως σημάδι ότι έχουν εκ φύσεως κίνηση στη σάρκα τους. Επίσης και το κεντρί του θυμού παρατηρείται στα νήπια, όταν τα βλέπομε να διεγείρονται ζωηρά εναντίον εκείνων που τα λύπησαν. Και αυτά δεν τα λέω για να κατηγορήσω τη φύση σαν αιτία της αμαρτίας. μη γένοιτο. αλλά για να δείξω ότι ο θυμός και η επιθυμία, αν και για καλό ενώθηκαν με τον άνθρωπο από τον Δημιουργό και είναι κάπως από τα φυσικά προσόντα του σώματος, εξαιτίας της αμέλειας ξεπέφτουν σε πράξεις έξω από τη φύση.
Γιατί η κίνηση του σώματος δόθηκε από τον Δημιουργό για τη γέννηση απογόνων και την παράταση της ανθρωπότητας κατά διαδοχή και όχι για την πορνεία. Και ο θυμός έχει κατασπαρεί μέσα μας για τη σωτηρία, για να θυμώνομε εναντίον της κακίας και όχι να γινόμαστε θηρία εναντίον των ανθρώπων. Αν λοιπόν χρησιμοποιούμε για κακό το θυμό και την επιθυμία, δεν είναι η ανθρώπινη φύση αμαρτωλή ούτε θα κατηγορήσομε τον Πλάστη, όπως δεν κατηγορούμε εκείνον που έδωσε στον άλλον ένα σιδερένιο εργαλείο για μια αναγκαία και ωφέλιμη εργασία, και αυτός το χρησιμοποίησε σε φόνο.
Αυτά τα είπαμε για να φανερώσομε ότι το πάθος της φιλαργυρίας δεν προέρχεται από τη φύση, αλλά μόνο από πολύ κακή και διεφθαρμένη διάθεση. Γιατί η αρρώστια αυτή της φιλαργυρίας, όταν βρει στην αρχή της αποταγής χλιαρή και άπιστη την ψυχή, της υποβάλλει δίκαιες τάχα και ευλογοφανείς προφάσεις για να κατακρατήσει μερικά από εκείνα που έχει. Του λέει ότι θα έχει μακροχρόνια γηρατειά και ασθένεια και ότι εκείνα που δίνει για τις ανάγκες το κοινόβιο δεν είναι αρκετά όχι για άρρωστο, αλλά ούτε για υγιή, και ότι εδώ δεν φροντίζουν όπως χρειάζεται τους αρρώστους, αλλά με πολλή αμέλεια, και αν δεν έχει κρύψει χρυσάφι, θα πεθάνει άθλια.
Τελευταία του υποβάλλει τη σκέψη, ότι ούτε στο μοναστήρι μπορεί να μείνει πολύ, λόγω της βαριάς εργασίας και της αυστηρότητας του ηγουμένου. Και όταν παραπλανήσει τη διάνοια με τέτοιες σκέψεις, για να αποκτήσει έστω και ένα δηνάριο, τότε τον καταφέρνει και εργασία του χεριού να μάθει κρυφά από τον ηγούμενο, από την οποία θα μπορέσει να αυξήσει το χρήμα που τόσο επιθυμεί. Και παραπέρα τον εξαπατά τον άθλιο με κρυφές ελπίδες και του ψιθυρίζει το κέρδος που θα έχει από την εργασία του και την ανάπαυση και αμεριμνησία που θα αποκτήσει.
Και αφού παραδοθεί ολόκληρος στη σκέψη του κέρδους, κανένα άλλο κακό δεν προσέχει. ούτε την παραφορά της οργής αν του συμβεί καμιά ζημιά, ούτε το σκοτάδι της λύπης αν δεν πετύχει το κέρδος, αλλά όπως σε άλλους γίνεται θεός η κοιλιά τους(19), έτσι και σ’ αυτόν γίνεται θεός ο χρυσός. Γι’ αυτό ο μακάριος Απόστολος γνωρίζοντάς τα αυτά, όχι μόνο ρίζα όλων των κακών ονόμασε τη φιλαργυρία, αλλά και ειδωλολατρία την είπε(20).
Ας δούμε λοιπόν σε πόση κακία η αρρώστια αυτή σέρνει τον άνθρωπο, ώστε να τον ρίξει και στην ειδωλολατρεία. γιατί αφού απομακρύνει ο φιλάργυρος το νου του από την αγάπη του Θεού, αγαπά είδωλα, δηλ. ανάγλυφες εικόνες ανθρώπων που είναι χαραγμένες πάνω στα νομίσματα. Με τέτοιους λογισμούς λοιπόν αφού σκοτισθεί ο μοναχός και προχωρήσει στο χειρότερο, δεν μπορεί να έχει διόλου υπακοή, αλλά αγανακτεί, νομίζει ότι πάσχει άδικα, και για την καθε εργασία γογγύζει, αντιλέγει και χωρίς διόλου ευλάβεια σαν άλογο σκληρότατο βαδίζει στο γκρεμό.
Ούτε στην καθημερινή τροφή αρκείται, και διαμαρτύρεται ότι δεν μπορεί να υποφέρει μέχρι τέλος. Και λέει ότι ο Θεός δεν είναι μόνο εκεί, ούτε ότι εκεί αποκλειστικά βρίσκεται η σωτηρία του. και ότι αν δεν φύγει από το μοναστήρι εκείνο, θα χαθεί. Και έτσι έχοντας για συνεργό της διεφθαρμένης γνώμης του τα χρήματα που φυλάει, τα αισθάνεται σαν φτερά και με αυτά μελετά να φύγει από το μοναστήρι. Και λοιπόν απαντά υπερήφανα και άγρια σε όλες τις εντολές που του δίνουν, και νομίζοντας τον εαυτό του ξένο και εξωμέριτη, αν δει στο μοναστήρι ότι κάτι έχει ανάγκη να διορθωθεί, αμελεί και περιφρονεί και κατηγορεί όλα όσα γίνονται.
Έπειτα ζητάει προφάσεις για να οργιστεί και να λυπηθεί, για να μην τον νομίσουν επιπόλαιο και ότι φεύγει από το μοναστήρι χωρίς αιτία. Κι αν μπορέσει με κρυφομιλήματα και μάταια λόγια να εξαπατήσει και άλλον και να τον βγάλει από το μοναστήρι, κι αυτό το κάνει, για να έχει και συνεργό. Έτσι λοιπόν με το να ανάβει από τη φωτιά των χρημάτων του ο φιλάργυρος, ποτέ δεν μπορεί να ησυχάσει στο μοναστήρι του ούτε να ζήσει κάτω από κανόνα. Κι όταν ο διάβολος σαν λύκος τον αρπάξει από την μάνδρα και τον ξεχωρίσει από το ποίμνιο και τον πάρει για να τον φάει, τότε τον φέρνει στο σημείο, τα έργα που βαριόταν να κάνει τις ορισμένες ώρες στο κοινόβιο, αυτά να τα κάνει στο κελί του μέρα και νύχτα με μεγάλη προθυμία.
Και ούτε τις συνήθειες των προσευχών, ούτε τις νηστείες, ούτε τον κανόνα των αγρυπνιών επιτρέπει να τηρεί, αλλά αφού τον δέσει με τη μανία της φιλαργυρίας, όλη του την προθυμία τον πείθει να την δείξει στο εργόχειρό του.Είναι τρεις τρόποι αυτής της αρρώστιας, τους οποίους εξίσου απαγορεύουν οι θείες Γραφές και οι διδασκαλίες των Πατέρων. Ένας είναι που κάνει όσους ήταν φτωχοί, να προσπαθούν εκείνα που δεν είχαν στον κόσμο να τα αποκτήσουν τώρα.
Άλλος είναι που κάνει να μετανοούν όσοι αρνήθηκαν μια φορά τα χρήματα όταν έγιναν μοναχοί και τους βάζει να ζητούν εκείνα που πρόσφεραν στο Θεό. Τρίτος είναι αυτός, ο οποίος αφού από την αρχή δέσει το μοναχό με απιστία και χλιαρότητα, δεν του επιτρέπει να απαλλαγεί τελείως από τις κοσμικές ασχολίες, με το να του υποβάλλει φόβο της φτώχειας και απιστία στην πρόνοια του Θεού, και να τον κάνει παραβάτη των υποσχέσεών του που έδωσε, όταν αρνήθηκε τον κόσμο. Τα παραδείγματα αυτών των τριών τρόπων βρήκαμε ότι κατακρίνονται στην Αγία Γραφή.
Έτσι ο Γιεζή, επειδή επιθύμησε να αποκτήσει χρήματα που δεν είχε πρωτύτερα, δεν πέτυχε την προφητική χάρη, την οποία ο διδάσκαλος ήθελε να του αφήσει ως κληρονομιά. Και αντί ευλογία, κληρονόμησε αιώνια λέπρα με την κατάρα του Προφήτη(21). Και ο Ιούδας που θέλησε να πάρει χρήματα, τα οποία είχε εγκαταλείψει προηγουμένως, αφου ακολούθησε το Χριστό, όχι μόνο γλύστρησε στην προδοσία του Κυρίου και χωρίστηκε από τον χορό των Αποστόλων, αλλά και τη ζωή του τελείωσε με βίαιο θάνατο(22).
Ο Ανανίας και η Σαπφείρα με το να φυλάξουν μερικά από εκείνα που είχαν, τιμωρούνται με θάνατο από το αποστολικό στόμα(23). Ο μέγας Μωυσής στο Δευτερονόμιο παραγγέλει με μυστικό τρόπο σ’ εκείνους που υπόσχονται να αποταχθούν και να φύγουν από τον κόσμο και από φόβο απιστίας πάλι κρατιούνται από τα γήινα πράγματα: «Αν είναι κανείς φοβιτσιάρης και δειλός να μη βγει στον πόλεμο, αλλά να πάει σπίτι του και να καθίσει, μη τυχόν κάνει και τους αδελφούς του να φοβηθούν και αυτοί»(24). Υπάρχει άλλη πιο σίγουρη και καθαρή μαρτυρία;
Δεν μαθαίνομε απ’ αυτά ότι εκείνοι που απαρνούνται τον κόσμο, πρέπει τελείως να τα απαρνούνται όλα κι έτσι να βγαίνουν στον πόλεμο, και όχι με το να κάνουν αρχή νωθρή και διεφθαρμένη, να απομακρύνουν τους άλλους από την ευαγγελική τελειότητα και να τους φέρνουν σε δειλία; Αυτό που λέει καλώς η θεία Γραφή: «Φέρνει μακαριότητα πιο πολύ το να δίνεις παρά το να παίρνεις»(25), το ερμηνεύουν κακώς, καθώς βιάζονται προς εξαπάτησή τους και προς την επιθυμία της φιλαργυρίας, παρεξηγώντας την έννοια του ρητού και την διδασκαλία του Κυρίου που λέει: «Αν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου, και δώστα στους φτωχούς και θ’ αποκτήσεις θησαυρό στον ουρανό, και έλα ακολούθησέ με»(26). Και έτσι συμπεραίνουν ότι από την ακτημοσύνη είναι ανώτερο το να εξουσιάζουν τον πλούτο τους και από αυτόν να δίνουν σε όσους έχουν ανάγκη.
Ας μάθουν αυτοί ότι δεν απαρνήθηκαν ακόμα τον κόσμο, ούτε έφτασαν την μοναχική τελειότητα, αφού ντρέπονται να γίνουν φτωχοί για χάρη του Χριστού σαν τον Απόστολο Παύλο και με την εργασία των χεριών τους να συντηρούν και τον εαυτό τους και να εξυπηρετούν και όσους έχουν ανάγκη(27) και με έργα να εκπληρώσουν την μοναχική υπόσχεση και να δοξαστούν μαζί με τον Απόστολο. Και αφού διασκορπίσουν τον παλιό πλούτο, να αγωνίζονται μαζί με τον Παύλο με πείνα και δίψα, με κρύο και γύμνια τον καλό αγώνα(28).
Γιατί αν γνώριζε ο Απόστολος ότι ο παλιός του πλούτος ήταν πιο χρήσιμος για την τελειοποίηση του ανθρώπου, δεν θα τον περιφρονούσε, αφού ήταν και διακεκριμένος Ρωμαίος πολίτης(29). Αλλά και οι χριστιανοί των Ιεροσολύμων πουλούσαν τα σπίτια και τα χωριάφια τους και έβαζαν το αντίτιμο καταγής κοντά στα πόδια των Αποστόλων(30).
Δεν θα το έκαναν αυτό αν γνώριζαν ότι οι Απόστολοι θεωρούσαν καλύτερο να τρέφονται από τα δικά τους χρήματα και όχι από τον προσωπικό τους κόπο και από τις προσφορές των εθνικών. Ακόμα πιο καθαρά διδάσκει γι’ αυτά ο Απόστολος Παύλος μ’ εκείνα που γράφει προς τους Ρωμαίους: «Τώρα πηγαίνω στην Ιερουσαλήμ για να διακονήσω τους αγίους… Το θέλησαν να τους βοηθήσουν, αλλά ήταν και οφειλέτες τους»(31).
Και ο ίδιος, καθώς ήταν σε δεσμά και φυλακές πολλές φορές και ταλαιπωρημένος από την οδοιπορία, πράγμα που τον εμπόδιζε να εργάζεται όπως συνήθιζε με τα χέρια του για να προμηθεύεται τα αναγκαία, διδάσκει ότι αυτά τα πήρε από τους αδελφούς που ήρθαν από τη Μακεδονία, λέγοντας: «Το υστέρημά μου το συμπλήρωσαν οι αδελφοί που ήρθαν από τη Μακεδονία»(32). Και προς τους Φιλιππησίους γράφει: «Ξέρετε και σεις,
Φιληππήσιοι, ότι αφού αναχώρησα από την Μακεδονία, καμία άλλη εκκλησία δεν με βοήθησε, παρά μόνο σεις, γιατί και στη Θεσσαλονίκη και μια και δυο φορές μου στείλατε τα αναγκαία(33)». Ας είναι λοιπόν και αυτοί κατά την γνώμη των φιλαργύρων πιο ευτυχείς από τον Απόστολο επειδή από τα υπάρχοντά τους του χορήγησαν τα αναγκαία. Αλλά δεν θα φτάσει κανείς σε μια τόσο μεγάλη ανοησία, να το πει αυτό.
Αν λοιπόν θέλομε να ακολουθήσομε την ευαγγελική εντολή και όλη εκείνη την Εκκλησία την θεμελιωμένη από την αρχή πάνω στους Αποστόλους, να μη στηριζόμαστε στις υποκειμενικές γνώμες μας, ούτε όσα έχουν καλά ειπωθεί να τα εξηγήσομε άσχημα. Αλλά, αφού πετάξομε μακριά τη χλιαρή και άπιστη γνώμη μας, να εντυπώσομε καλά στο νου μας την ακρίβεια του Ευαγγελίου. Έτσι θα μπορέσομε να ακολουθήσομε και τα ίχνη των Πατέρων και ποτέ να μην απομακρυνθούμε από την προσοχή και την επιμέλεια του κοινοβίου και τον κόσμο τούτο να τον απαρνηθούμε αληθινά. Καλό είναι λοιπόν και εδώ να θυμηθούμε τον λόγο κάποιου αγίου.
Ο Άγιος Βασίλειος, λοιπόν, ο επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας, σε κάποιον συγκλητικό που απαρνήθηκε με χλιαρότητα τον κόσμο και κράτησε μερικά από τα χρήματά του, λέγεται ότι του είπε ένα τέτοιο λόγο: Και τον συγκλητικό έχασες και μοναχός δεν έγινες».
Πρέπει λοιπόν με κάθε επιμέλεια να ξεριζώνομε από την ψυχή μας τη ρίζα όλων των κακών, που είναι η φιλαργυρία, γνωρίζοντας καλά ότι όταν μένει η ρίζα, εύκολα φυτρώνουν τα κλαδιά. Αλλά την αρετή αυτή είναι δύσκολο να την κατορθώσομε αν δεν μένομε σε κοινόβιο. Γιατί στο κοινόβιο δεν έχομε φροντίδα ούτε για τις απαραίτητες ανάγκες μας. Έχονας εμπρός μας στα μάτια μας, την καταδίκη του Ανανία και της Σαπφείρας, να μας πιάνει φρίκη αν θέλομε να αφήσομε τίποτε στα χέρια μας από την παλιά περιουσία μας. Επίσης ας φοβηθούμε το παράδειγμα του Γιεζή, ο οποίος εξαιτίας της φιλαργυρίας του παραδόθηκε σε αιώνια λέπρα, κι ας φυλαχτούμε μήπως μαζέψομε για τους εαυτούς μας χρήματα τα οποία ούτε στον κόσμο είχαμε. Κι ακόμη έχοντας στο νου μας το κρέμασμα του Ιούδα, ας φοβηθούμε να πάρουμε πίσω κάτι από εκείνα που καταφρονήσαμε όταν γίναμε μοναχοί. Πάνω απ’ όλα, ας έχομε πάντοτε εμπρός μας την αδηλότητα του θανάτου, μήπως σε ώρα που δεν περιμένομε έρθει ο Κύριός μας(34) και βρει λερωμένη τη συνείδησή μας από φιλαργυρία και μας πει εκείνα που είπε στο Ευαγγέλιο προς τον πλούσιο εκείνο: «Ανόητε, αυτή τη νύχτα απαιτούν από σένα τη ψυχή σου. σε ποιον θα πάνε αυτά που ετοίμασες(35);
4. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ
Τέταρτος αγώνας είναι εμπρός μας εναντίον του πνεύματος της οργής. Και είναι ανάγκη, με τη βοήθεια του Θεού, το θανατηφόρο δηλητήριο της οργής να το κόψομε από το βάθος της καρδιάς μας. Γιατί όσο το πονηρό τούτο πνεύμα κάθεται στην καρδιά μας και τυφλώνει με τις σκοτεινές αναταραχές τα μάτια της καρδιάς μας, ούτε το συμφέρον της ψυχής μας μπορούμε να διακρίνομε, ούτε να φτάσομε ποτέ την πνευματική γνώση, ούτε την τελειότητα αγαθής σκέψεως να πάρομε στην κατοχή μας, ούτε να γίνομε μέτοχοι της αληθινής πνευματικής ζωής, ούτε το θείο και αληθινό φως μπορεί να δεχτεί ο νους μας. γιατί λέει η Γραφή: «Ταράχθηκαν τα μάτια μου από το θυμό»(36).
Ούτε θα γίνομε μέτοχοι της θείας σοφίας, και αν ακόμη οι άλλοι μας νομίζουν για πολύ σοφούς, γιατί είναι γραμμένο: «Στον κόρφο των ανοήτων αναπαύεται ο θυμός»(37). Αλλά ούτε και τις σωτήριες σκέψεις της διακρίσεως μπορούμε να αποκτήσομε και αν ακόμη οι άνθρωποι μας νομίζουν για φρόνιμους, γιατί είναι γραμμένο: «Η οργή καταστρέφει και τους φρόνιμους»(38). Αλλά ούτε θα μπορέσομε να αποδώσομε το δίκαιο με προσεκτική και νηφάλια καρδιά, καθώς είναι γραμμένο: «Ο θυμός του ανθρώπου δεν πραγματοποιεί τη δικαιοσύνη του Θεού»(39). ούτε την κοσμιότητα και σεμνότητα που όλοι οι άνθρωποι την επαινούν μπορούμε να αποκτήσομε, γιατί είναι γραμμένο: «Άνθρωπος που θυμώνει δεν είναι κόσμιος»(40).
Όποιος λοιπόν θέλει να φτάσει την τελειότητα και επιθυμεί να αγωνιστεί νόμιμα τον πνευματικό αγώνα, ας είναι ξένος από το ελάττωμα της οργής και του θυμού, και ας ακούει τι παραγγέλει το σκεύος της εκλογής, ο απ. Παύλος: «Κάθε έχθρα και οργή και θυμός και κραυγή και βλασφημία, ας φύγει από σας μαζί με κάθε κακία»(41).
Λέγοντας τη λέξη «κάθε», δε μας άφησε καμία πρόφαση θυμού ούτε σαν αναγκαία, ούτε σαν εύλογη. Εκείνος λοιπόν που θέλει να διορθώσει τον αδελφό του όταν αμαρτάνει ή να του βάλει επιτίμιο, ας φροντίζει να παραμένει ατάραχος, μήπως θέλοντας να θεραπεύσει άλλον, αρρωστήσει ο ίδιος και ακούσει τα ευαγγελικά λόγια: «Γιατρέ, θεράπευσε πρώτα τον εαυτό σου»(42). Και πάλι: «Γιατί βλέπεις το άχυρο στο μάτι του αδελφού σου και δεν παρατηρείς το δοκάρι μέσα στο δικό σου μάτι;»(43).
Γιατί αν από οποιαδήποτε αιτία η κίνηση της οργής θερμανθεί πολύ, τυφλώνει τα μάτια της ψυχής και δεν την αφήνει να δει τον ήλιο της δικαιοσύνης. Όπως εκείνος που βάζει πάνω στα μάτια του χρυσά καλλύματα ή μολύβδινα, εμποδίζει εξίσου την όραση και καμιά διαφορά δεν προκαλεί στη τύφλωση η αξία του χρυσού, έτσι από οποιαδήποτε αιτία, εύλογη δήθεν ή παράλογη, και αν ανάψει η οργή, σκοτίζεται η πνευματική όραση.
Τότε μόνο χρησιμοποιούμε κατά φύση το θυμό, όταν τον στρέφομε εναντίον των εμπαθών και φιλήδονων λογισμών. Έτσι διδάσκει και ο προφήτης: «Να οργίζεστε και να μην αμαρτάνετε». δηλαδή να οργίζεστε κατά των παθών σας και των πονηρών λογισμών, και μην αμαρτάνετε εκτελώντας όσα αυτοί σας υπαγορεύουν.
Κι αυτό θέλει να πει και η συνέχεια: «Για όσα λέτε μέσα στις καρδιές σας, πάνω στο κρεβάτι σας να κατανύγεστε»(44), δηλαδή όταν έρθουν στην καρδιά σας οι πονηροί λογισμοί, αφού τους διώξετε με την οργή, τότε ευρισκόμενοι στην ησυχία της ψυχής σαν σε κάποιο κρεβάτι, μετανοείτε με κατάνυξη. Συμφωνεί σ’ αυτό κι ο μακάριος Παύλος, που ανέφερε αυτόν τον στίχο και πρόσθεσε: «Ο ήλιος να μην βασιλεύει αφήνοντάς σας θυμωμένους, ούτε να δίνετε τόπο στο διάβολο»(45), δηλ. μη διαθέτετε έτσι τον Κύριο Ιησού, τον Ήλιο της δικαιοσύνης, παροργίζοντάς Τον με τη συγκατάθεσή σας στους κακούς λογισμούς, ώστε να δύει στις καρδιές σας και να φεύγει, για να μη βρίσκει τόπο ο διάβολος με την αναχώρηση του Χριστού.
Γι’ αυτόν τον ήλιο λέει και ο Θεός δια μέσου του προφήτη: «Θ’ ανατείλει ο ήλιος της δικαιοσύνης και τα φτερά του θα φέρουν την θεραπεία»(46). Αν πάλι εννοήσομε το ρητό κατά γράμμα, ούτε μέχρι τη δύση του ηλίου δεν μας επιτρέπεται να διατηρούμε την οργή.
Τι λοιπόν θα πούμε γι’ αυτά, εμείς όπου από αγριότητα και μανία της εμπαθούς ψυχικής καταστάσεώς μας, όχι μόνο μέχρι την δύση του ηλίου διατηρούμε την οργή, αλλά και για πολλές μέρες την κρατάμε; Και δε μιλάμε εκφράζοντας την οργή με λόγια, αλλά με την σιωπή μεταξύ μας αυξάνομε το δηλητήριο της μνησικακίας για ψυχική καταστροφή μας.
Και δεν γνωρίζομε ότι πρέπει όχι μόνο να απέχομε από την ενεργητική οργή, αλλά και από την κατά διάνοια, για να μη σκοτεινιάσει ο νους μας από το σκοτάδι της μνησικακίας και ξεπέσει από το φως της πνευματικής γνώσεως και της διακρίσεως, και στερηθεί την κατοίκηση μέσα του του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό και ο Κύριος στα Ευαγγέλια παραγγέλει να αφήνομε το δώρο μας στο θυσιαστήριο και να μονιάζομε πρώτα με τον αδελφό μας(47), γιατί δεν είναι δυνατό να γίνει ευπρόσδεκτο, αν διατηρούμε μέσα μας θυμό και μνησικακία.
Αλλά και ο Απόστολος το ίδιο μας διδάσκει, λέγοντας: «Να προσεύχεστε αδιάλειπτα»(48), και «σε κάθε τόπο να υψώνετε σε προσευχή όσια χέρια, χωρίς οργή και λογισμούς απιστίας»(49). Δεν μένει λοιπόν, παρά ή να μην προσευχόμαστε ποτέ, οπότε είμαστε υπεύθυνοι στην αποστολική παραγγελία, ή να φροντίζομε να τηρούμε τη διαταγή και να προσευχόμαστε χωρίς οργή και μνησικακία. Και επειδή πολλές φορές αν λυπηθούν ή ταραχθούν οι αδελφοί, αδιαφορούμε λέγοντας ότι δεν λυπήθηκαν εξαιτίας μας, ο Γιατρός των ψυχών, θέλοντας να ξεριζώσει τις προφάσεις, παραγγέλει να αφήσομε το δώρο και να συνδιαλλαγούμε όχι μόνο αν είμαστε εμείς λυπημένοι κατά του αδελφού μας, αλλά και αν αυτός είναι λυπημένος εναντίον μας δίκαια ή άδικα, να τον θεραπεύομε δίνοντας εξηγήσεις, και τότε να προσφέρομε το δώρο μας.
Αλλά γιατί να διατρίβομε πολύ στα ευαγγελικά παραγγέλματα αφού και από τον παλαιό νόμο μπορούμε να μάθομε, ο οποίος αν και θεωρείται πιο συγκαταβατικός, λέει: «Μη νιώσεις μέσα σου μίσος για τον αδελφό σου»(50), και αλλού λέει: «Ο δρόμος του μνησίκακου οδηγεί στο θάνατο»(51). Και εδώ όχι μόνον την ενεργητική μνησικακία τιμωρεί, αλλά και την κατά διάνοια.
Πρέπει λοιπόν σύμφωνα με τους θείους νόμους, να αγωνιζόμαστε με όλη τη δύναμή μας εναντίον του πνεύματος της οργής και της αρρώστιας που έχομε μέσα μας. και όχι, επειδή στρέφομε το θυμό εναντίον των ανθρώπων, να επιδιώκομε την ερημία και την απομόνωση, γιατί δήθεν εκεί δεν υπάρχουν αφορμές να μας παρακινούν στην οργή, και στη μόνωση θα κατορθώσομε εύκολα την αρετή της μακροθυμίας. Επειδή είμαστε υπερήφανοι και δεν θέλομε να κατηγορούμε τον εαυτό μας και να αποδίδομε στη δική μας αμέλεια τις αφορμές της ταραχής, επιθυμούμε να χωριστούμε από τους αδελφούς μας. Ενόσω λοιπόν αποδίδομε στους άλλους τις αφορμές της ασθένειάς μας, είναι αδύνατο να φτάσομε την τελειότητα της μακροθυμίας.
Το κυριότερο λοιπόν μέρος της διορθώσεώς μας και της ειρήνης μας δεν κατορθώνεται από τη μακροθυμία των άλλων απέναντί μας αλλά από τη δική μας ανεξικακία προς τους άλλους. Όταν όμως, αποφεύγοντας τον αγώνα της μακροθυμίας, επιδιώκομε την έρημο και την μόνωση, τότε, όσα πάθη φέρνομε αθεράπευτα εκεί, είναι κρυμμένα μέσα μας και δεν χάθηκαν. Επειδή η ερημία και η αναχώρηση σε όσους δεν έχουν απαλλαγεί από τα πάθη τους, ξέρει όχι μόνον να τα διατηρεί, αλλά και να τα σκεπάζει. και ούτε επιτρέπει να αισθάνονται σε ποιο πάθος νικιούνται.
Απεναντίας η έρημος υποβάλλει σ’ αυτούς να φαντάζονται ότι απόκτησαν αρετή και τους πείθει να πιστεύουν ότι κατόρθωσαν τη μακροθυμία και την ταπείνωση, όσο δεν είναι παρών κάποιος που να τους ερεθίζει και να τους φέρνει σε δοκιμασία. Και όταν τύχει αφορμή θυμού που τους προκαλεί και τους δοκιμάζει, αμέσως τα πάθη που βρίσκονται μέσα αποθηκευμένα και λανθάνοντα, σαν άλογα χωρίς χαλινάρι ξεπηδούν από τον τόπο που ησύχαζαν, θρεμμένα από την μακρά ησυχία και αργία, και με μεγαλύτερη σφοδρότητα και αγριότητα σύρουν στον όλεθρο τον άνθρωπο που κάθεται πάνω σ’ αυτά. Γιατί περισσότερο εξαγριώνονται τα πάθη όταν στερούνται τη δοκιμασία που προέρχεται από τους ανθρώπους.
Και αυτήν ακόμη την σκιά της υπομονής και μακροθυμίας, την οποία φαινομενικά νομίζομε, όταν είμαστε μαζί με τους αδελφούς, ότι είχαμε, τη χάνομε από την αμέλεια της εκγυμνάσεως και της απομονώσεως. Όπως τα φαρμακερά φίδια στην ερημιά που ησυχάζουν στη φωλιά τους, τότε δείχνουν τη μανία τους, όταν τα πλησιάσει κανείς, έτσι και οι εμπαθείς άνθρωποι που ησυχάζουν όχι λόγω της αρετής, αλλά αναγκαστικά εξαιτίας της ερημιάς, τότε χύνουν το δηλητήριό τους, όταν αρπάξουν κάποιον που τους πλησιάζει και τους ερεθίζει.
Και γι’ αυτό πρέπει εκείνοι που επιζητούν την τελειότητα της πραότητας, να φροντίζουν όσο μπορούν περισσότερο, όχι μόνο εναντίον των ανθρώπων να μην οργίζονται, αλλά ούτε και εναντίον των ζώων, ούτε κατά των αψύχων. Γιατί θυμούμαι, όταν ήμουν στην έρημο θύμωσα εναντίον καλαμιού που δεν μου άρεσε το πάχος ή η λεπτότητά του. Επίσης θύμωσα και εναντίον ξύλου που δεν μπόρεσα να το κόψω αμέσως. Επίσης και εναντίον πέτρας από εκείνες που βγάζουν φωτιά, όταν προσπάθησα να βγάλω φωτιά και δεν έβγαλε γρήγορα. Έτσι είχε δυναμώσε η οργή, ώστε να στρέφεται και κατά των αναισθήτων πραγμάτων.
Αν λοιπόν επιθυμούμε να επιτύχομε το μακαρισμό του Κυρίου, όχι μόνον την ενεργητική οργή, όπως είπαμε, αλλά και την κατά διάνοια πρέπει να εμποδίσομε. Γιατί δεν ωφελεί τόσο πολύ να συγκρατούμε το στόμα μας στο καιρό του θυμού να μη λέει λόγια μανιασμένα, όσο να καθαρίζομε την καρδιά μας από την μνησικακία και να μη στριφογυρίζομε μέσα στο μυαλό μας πονηρούς λογισμούς εναντίον του αδελφού.
Γιατί η ευαγγελική διδασκαλία παραγγέλει να κόβομε τις ρίζες των αμαρτημάτων, παρά τους καρπούς. επειδή όταν κοπεί η ρίζα του θυμού από την καρδιά, ούτε μίσος ούτε φθόνος προχωρεί σε έργο. Όποιος μισεί τον αδελφό του, έχει ονομαστεί ανθρωποκτόνος(52), που φονεύει αυτόν με την διάθεση του μίσους κατά διάνοια. αυτού το αίμα δεν το βλέπουν οι άνθρωποι, αφού δεν χύθηκε με χτύπημα ξίφους. αλλά ότι κατά διάνοια και κατά διάθεση φονεύτηκε, το βλέπει ο Θεός, ο Οποίος όχι μόνο για τις πράξεις, αλλά και για τους λογισμούς και τις προαιρέσεις αποδίδει στον καθένα στεφάνια ή τιμωρίες, καθώς λέει ο Ίδιος δια μέσου του προφήτη: «Ιδού, έρχομαι για να συγκεντρώσω τα έργα και τις σκέψεις τους»(53).
Και πάλι, ο Απόστολος λέει: «Όταν οι λογισμοί τους κατηγορούν αναμεταξύ τους ή και απολογούνται, κατά την ημέρα που ο Θεός θα κρίνει τα κρυφά έργα των ανθρώπων»(54). Αυτός ο Ίδιος ο Κύριος διδάσκει να αποβάλλομε κάθε οργή και λέει στα Ευαγγέλια: «Όποιος οργίζεται κατά του αδελφού του, θα είναι ένοχος στο δικαστήριο»(55). Τα ακριβή αντίγραφα (του Ευαγγελίου) έτσι περιέχουν αυτό το χωρίο. Γιατί η λέξη «εική» δηλ. χωρίς λόγο, είναι μεταγενέστερη προσθήκη. κι αυτό είναι φανερό και από το πνεύμα της Γραφής. Επειδή το θέλημα του Κυρίου είναι να κόβομε με κάθε τρόπο τη ρίζα και το σπινθήρα της οργής και να μην κρατάμε καμιά πρόφαση οργής. μήπως θυμώνοντας στην αρχή εύλογα τάχα, ύστερα πέσομε στη μανία του παράλογου θυμού.
Η τέλεια θεραπεία της ασθένειας της οργής είναι αυτή: να πιστέψομε ότι ούτε για δίκαιες ούτε για άδικες αφορμές επιτρέπεται ποτέ να θυμώνομε. Επειδή όταν η οργή σκοτίσει τη διάνοια, ούτε διάκριση, ούτε σωστή σκέψη, ούτε δικαιοσύνη θα βρεθεί μέσα μας. ούτε και ναός του αγίου Πνεύματος μπορεί να γίνει η ψυχή μας, αλλά θα μας κατακυριεύσει το πνεύμα της οργής σκοτίζοντας τη διάνοιά μας. Τελευταίο απ’ όλα, πρέπει να έχομε εμπρός στα μάτια μας κάθε ημέρα, την αβεβαιότητα της ώρας του θανάτου μας, κι έτσι να φυλαγόμαστε από την οργή. Και ας γνωρίζομε ότι ούτε η σωφροσύνη, ούτε η απάρνηση του υλικού κόσμου, ούτε οι νηστείες και αγρυπνίες θα μας ωφελήσουν κατά την ημέρα της κρίσεως, αν βρεθούμε ένοχοι επειδή κατεχόμαστε από οργή και μίσος.
5. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ
Πέμπτος είναι ο αγώνας εναντίον του πνεύματος της λύπης, το οποίο σκοτίζει την ψυχή από κάθε πνευματική θεωρία και την εμποδίζει από κάθε αγαθή πράξη. Επειδή όταν το πονηρό αυτό πνεύμα αρπάξει την ψυχή και την σκοτίσει ολόκληρη, δεν της επιτρέπει να προσεύχεται με προθυμία. δεν την αφήνει να εγκαρτερεί στην ωφέλεια των ιερών αναγνωσμάτων. δεν ανέχεται να είναι ο άνθρωπος πράος και να κινείται εύκολα σε κατάνυξη και συμπάθεια προς τους αδελφούς. για όλες τις εργασίες και εναντίον ακόμη της υποσχέσεως του μοναχικού βίου φέρνει μίσος.
Και γενικά η λύπη, αφού ανακατώσει όλες τις σωτήριες σκέψεις της ψυχής και παραλύσει τη δραστηριότητα και την καρτερία της, τη φέρνει σε σημείο να είναι σαν ανόητη και ηλίθια, δένοντάς την με τον λογισμό της απελπισίας. Γι’ αυτό, αν έχομε σκοπό να αγωνιστούμε τον πνευματικό αγώνα και να νικήσομε, με τη βοήθεια του Θεού, τα πονηρά πνεύματα, όσο μπορούμε με μεγαλύτερη προσοχή ας φυλάξομε την καρδιά μας από το πνεύμα της λύπης. Γιατί όπως ο σκόρος τρώει το ρούχο και το σκουλήκι το ξύλο, έτσι η λύπη κατατρώγει την ψυχή του ανθρώπου. Πείθει τον άνθρωπο να αποφεύγει κάθε καλή πνευματική συναναστροφή και δεν επιτρέπει ούτε από γνήσιους φίλους να δέχεται συμβουλή, ούτε καλή και ειρηνική απάντηση να δίνει σ’ αυτούς, αλλά αφού καταλάβει όλη την ψυχή, τη γεμίζει με δυσαρέσκεια, πλήξη και μελαγχολία. Και τότε τη βάζει να αποφεύγει τους ανθρώπους, γιατί γίνονται σ’ αυτήν αίτιοι ταραχής.
Και δεν επιτρέπει στην ψυχή να εννοήσει, ότι όχι απέξω αλλά μέσα της έχει την αρρώστια, η οποία τότε φανερώνεται, όταν έρθουν οι πειρασμοί και με την δοκιμασία την φέρουν στην επιφάνεια. Γιατί ποτέ δεν μπορεί να βλαφτεί ο άνθρωπος από άλλον, αν δεν έχει μέσα του αποθηκευμένες τις αφορμές των παθών. Και γι’ αυτό ο Δημιουργός των πάντων και Γιατρός των ψυχών, ο Θεός, ο μόνος που γνωρίζει ακριβώς τα τραύματα της ψυχής, δεν παραγγέλει να αποφεύγομε τις συναναστροφές των ανθρώπων, αλλά να κόβομε τις αιτίες της κακίας που είναι μέσα μας, και να γνωρίζομε ότι η υγεία της ψυχής δεν κατορθώνεται με τον χωρισμό από τους ανθρώπους, αλλά με την διαμονή και εξάσκηση με τους ενάρετους ανθρώπους.
Όταν λοιπόν για προφάσεις που τις νομίζομε δήθεν εύλογες, εγκαταλείπομε τους αδελφούς, δεν κόψαμε τις αφορμές της λύπης αλλά μόνον κάναμε εναλλαγή τους, γιατί η αρρώστια που έχομε μέσα μας τις ανακινεί πάλι εξαιτίας άλλων πραγμάτων.
Γι’ αυτό όλος ο πόλεμος ας είναι εναντίον των παθών που είναι μέσα μας, γιατί αν αυτά με τη χάρη και τη βοήθεια του Θεού, βγουν από την καρδιά μας, όχι μόνο με τους ανθρώπους, αλλά και με τα άγρια θηρία εύκολα μπορούμε να ζήσομε, όπως λέει ο μακάριος Ιώβ: «Τα άγρια θηρία θα γίνουν ειρηνικά μαζί σου»(56). Πρώτα πρώτα λοιπόν να αγωνιστούμε εναντίον του πνεύματος της λύπης, που φέρνει την ψυχή στην απελπισία, για να το εξορίσομε από την καρδιά μας. Γιατί αυτό το πνεύμα δεν επέτρεψε στον Κάιν να μετανοήσει μετά την αδελφοκτονία, ούτε στον Ιούδα μετά την προδοσία του Κυρίου. Μια μόνο λύπη να έχομε, την μετάνοια για τις αμαρτίες μας ενωμένη με την αγαθή ελπίδα, για την οποία ο Απόστολος λέει: «Η κατά Θεόν λύπη προξενεί μετάνοια που οδηγεί σε οριστική σωτηρία»(57). Κι αυτό, γιατί η κατά Θεόν λύπη τρέφοντας την ψυχή με την ελπίδα που ακολουθεί την μετάνοια, είναι ανάμικτη με χαρά.
Γι’ αυτό και πρόθυμο και υπάκουο για κάθε καλή πράξη, ευκολοπλησίαστο, ταπεινό, πράο, ανεξίκακο, υπομονετικό σε κάθε αγαθό κόπο και κάθε συντριβή κάνει τον άνθρωπο η λύπη αυτή, αφού είναι κατά Θεόν. Και με αυτό λοιπόν γίνονται οι καρποί του αγίου Πνεύματος φανεροί στον άνθρωπο, δηλαδή η χαρά, η αγάπη, η ειρήνη, η μακροθυμία, η αγαθότητα, η πίστη, η εγκράτεια(58). Από την αντίθετη λύπη είναι φανεροί οι καρποί του πονηρού πνεύματος, οι οποίοι είναι ακηδία, ανυπομονησία, θυμός, μίσος, αντιλογία, απελπισία, οκνηρία στην προσευχή. Αυτή την λύπη πρέπει να την αποφεύγομε, όπως και την πορνεία, και τη φιλαργυρία και το θυμό και τα υπόλοιπα πάθη. Αυτή η λύπη θεραπεύεται με την προσευχή και την ελπίδα στον Θεό και την μελέτη των θείων λόγων και με την συναναστροφή με ευλαβείς ανθρώπους.
6. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΚΗΔΙΑΣ
Έκτος είναι ο αγώνας μας εναντίον της ακηδίας (αμέλεια, πλήξη) που ενώνεται και βοηθεί το πνεύμα της λύπης. Δεινός και βαρύς δαίμονας αυτός, πολεμά πάντοτε τους μοναχούς. Αυτός επιτίθεται εναντίον του μοναχού κατά το μεσημέρι προκαλώντας του ατονία και φόβο και μίσος εναντίον του τόπου όπου ασκείται και εναντίον των αδελφών που είναι μαζί του και εναντίον κάθε εργασίας, ακόμη και της αναγνώσεως των θείων Γραφών. Του υποβάλλει ακόμη και λογισμούς μεταβάσεως σε άλλο τόπο, και ότι αν δεν πάει αλλού, μάταια κοπιάζει εδώ και χάνει τον καιρό του.
Επίσης του φέρνει κατά το μεσημέρι και πείνα τόση, όση δεν θα προξενούσε σ’ αυτόν τριήμερη νηστεία ή μακρά οδοιπορία ή βαρύτατος κόπος. Έπειτα του υποβάλλει λογισμούς ότι με κανένα άλλο τρόπο δεν μπορεί να απαλλαγεί από την ασθένεια αυτή και το βάρος της, παρά με το να βγαίνει έξω συνεχώς και να επισκέπτεται τους αδελφούς, τάχα για ωφέλεια ή επίσκεψη των ασθενών.
Κι όταν δεν μπορέσει να τον εξαπατήσει με αυτά, τότε αφού του φέρνει πολύ βαρύ ύπνο, επιτίθεται εναντίον του σφοδρότερος και δυνατότερος, και δεν μπορεί διαφορετικά να νικηθεί, παρά με την προσευχή και την αποχή από την αργολογία και με την μελέτη των θείων λόγων και την υπομονή στους πειρασμούς. Γιατί αν δεν τον βρει ασφαλισμένο με αυτά τα όπλα, τότε αφού τον κατατρυπήσει με τα βέλη του, τον κάνει άστατο, ονειροπόλο, ράθυμο, άεργο και τον οδηγεί να επισκέπτεται πολλά μοναστήρια και να μην φροντίζει για τίποτε άλλο, παρά πού γίνονται τραπέζια και συμπόσια. Γιατί η διάνοια αυτού που έπεσε σε ακηδία τίποτε άλλο δεν φαντάζεται παρά τις μάταιες σκέψεις όσων αναφέραμε. Από αυτά τον δεσμεύει και σε κοσμικά πράγματα και τον δελεάζει λίγο-λίγο σε επιβλαβείς ασχολίες, μέχρις ότου και από αυτή τη μοναχική ζωή τον διώξει.
Ο Απόστολος, γνωρίζοντας πόσο βαριά είναι αυτή η αρρώστια και επειδή ήθελε ως σοφός γιατρός να τη βγάλει μαζί με τη ρίζα από τις ψυχές μας, μας φανερώνει τις αιτίες από τις οποίες γεννιέται και λέει: «Σας παραγγέλομε αδελφοί, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να αποχωρίζεστε από κάθε αδελφό που συμπεριφέρεται άτακτα και όχι σύμφωνα με την παράδοση που παραλάβατε από εμάς.
Γνωρίζετε πως πρέπει να μας μιμείστε, επειδή δε ζήσαμε ως άτακτοι ανάμεσά σας, ούτε πήραμε από κανέναν το φαγητό μας δωρεάν, αλλά εργαζόμαστε ημέρα και νύχτα με κόπο και μόχθο για να μην επιβαρύνομε κανένα σας. όχι γιατί δεν είχαμε τέτοιο δικαίωμα, αλλά για να σας δώσομε παράδειγμα να μας μιμείστε. Και όταν είμαστε κοντά σας, αυτή την εντολή σας δίναμε, ότι όποιος δεν θέλει να εργάζεται, ούτε να τρώει. Γιατί μαθαίνομε ότι μερικοί από σας δεν εργάζονται, αλλά περιεργάζονται ξένες υποθέσεις. Σ’ αυτούς παραγγέλομε, στ’ όνομα του Ιησού Χριστού, να εργάζονται ήσυχα για να κερδίζουν το ψωμί τους»(59).
Ας ακούσομε πόσο καθαρά φανερώνει τις αιτίες της ακηδίας ο Απόστολος. Εκείνους που δεν εργάζονται τους ονομάζει άτακτους, φανερώνοντας με μία λέξη πολλή κακία. Γιατί ο άτακτος, είναι και ανευλαβής και αυθάδης στα λόγια και πρόχειρος σε κατηγορίες και γι’ αυτό είναι ακατάλληλος για την ησυχία και δούλος της ακηδίας. Παραγγέλει λοιπόν να αποχωριζόμαστε από αυτούς σαν να έχουν κολλητική αρρώστια. Με τη φράση «και όχι σύμφωνα με την παράδοση που παραλάβατε από εμάς», φανερώνει ότι αυτοί είναι υπερήφανοι και καταφρονητές και ακυρώνουν τις αποστολικές παραδόσεις. Κατόπιν λέει: «Δεν πήραμε το φαγητό μας δωρεάν από κανένα, αλλά εργαζόμαστε νύχτα και ημέρα με κόπο και μόχθο».
Ο δάσκαλος των εθνών, ο κήρυκας του Ευαγγελίου, που ανέβηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό, αυτός που λέει ότι ο Κύριος διέταξε τους κήρυκες του Ευαγγελίου να συντηρούνται από τους ακροατές του κηρύγματος(60), αυτός εργάζεται ο ίδιος νύχτα και ημέρα με κόπο και μόχθο για να μην επιβαρύνομε κανένα. Τι λοιπόν θα κάνομε εμείς, που είμαστε στην εργασία οκνηροί και επιδιώκομε την σωματική ανάπαυση, εμείς που ούτε κήρυγμα του Ευαγγελίου μας έχει ανατεθεί, ούτε η μέριμνα για τις Εκκλησίες, αλλά μόνο η φροντίδα για την ψυχή μας; Κατόπιν για να δείξει πιο καθαρά την βλάβη που φέρνει η αργία, καταλήγει: «Δεν εργάζονται καθόλου αλλά περιεργάζονται».
Γιατί από την αργία γεννιέται η περιέργεια, από την περιέργεια η αταξία και από την αταξία κάθε κακία. Για την θεραπεία όλων αυτών, συμπληρώνει: «Να εργάζονται ήσυχα για να κερδίζουν από το ψωμί τους». Και για να τους επιπλήξει περισσότερο, λέει: «Όποιος δεν θέλει να εργάζεται, ούτε να τρώει».Αυτές τις αποστολικές διαταγές έχοντας υπόψη οι άγιοι πατέρες της Αιγύπτου, δεν αφήνουν ποτέ να μένουν αργοί οι μοναχοί και μάλιστα οι νεώτεροι, επειδή γνωρίζουν ότι με την υπομονή της εργασίας και την ακηδία διώχνουν, και την τροφή τους προμηθεύονται, και βοηθούν όσους έχουν ανάγκη.
Γιατί δεν εργάζονται μόνο για τις δικές τους ανάγκες, αλλά και σε ξένους και φτωχούς και φυλακισμένους δίνουν από την εργασία τους, πιστεύοντας ότι η αγαθοεργία αυτή είναι θυσία αγία και ευπρόσδεκτη στο Θεό. Και λένε επίσης οι πατέρες, ότι ο εργαζόμενος πολεμά με ένα δαίμονα πολλές φορές και στενοχωρείται από αυτόν, ενώ ο αργός αιχμαλωτίζεται από χιλιάδες πονηρά πνεύματα.
Καλό είναι ακόμα να θυμηθούμε και το λόγο που μου είπε ο αββάς Μωυσής, που ήταν πολύ άξιος μεταξύ των πατέρων. Αφού είχα καθήσει λίγο καιρό στην έρημο, με πείραξε ο δαίμονας της ακηδίας. Τον επισκέφθηκα τότε και του είπα: «Χθες ενοχλήθηκα πάρα πολύ από την ακηδία και εξασθένησα υπερβολικά. και δε γλύτωσα από αυτή, παρά όταν σηκώθηκα και επισκέφτηκα τον αββά Παύλο». Σ’ αυτά μου αποκρίθηκε ο αββάς Μωυσής: «Έχε θάρρος. δεν ελευθερώθηκες από την ακηδία, αλλά μάλλον παραδόθηκες και υποδουλώθηκες σ’ αυτή. Να γνωρίζεις λοιπόν ότι τώρα θα σε πολεμήσει περισσότερο ως λιποτάκτη, αν στο εξής δεν φροντίσεις με την υπομονή και την προσευχή και την εργασία των χεριών σου να παλαίψεις εναντίον της και να τη νικήσεις».
7. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ
Έβδομος είναι ο αγώνας κατά της κενοδοξίας. Αυτό το πάθος είναι πολύμορφο και πολύ λεπτό και δεν το εννοεί γρήγορα ούτε εκείνος που πειράζεται από αυτό. Επειδή οι προσβολές των άλλων παθών είναι πιο φανερές και ευκολότερα καταπολεμούνται, καθώς η ψυχή αναγνωρίζει τον εχθρό και με την αντίρρηση στις προσβολές του και την προσευχή, αμέσως τον ανατρέπει. Η κενοδοξία όμως, με το να είναι πολύμορφη όπως είπαμε, δύσκολα νικιέται. Γιατί φανερώνεται σε κάθε πράξη και σε φωνή και σε λόγο και σε σιωπή και σε έργο και σε αγρυπνία και σε νηστεία και σε προσευχή και σε πνευματικές αναγνώσεις και σε ησυχία και σε μακροθυμία.
Με όλα αυτά προσπαθεί να προσβάλλει το στρατιώτη του Χριστού. Όποιον δεν μπόρεσε να απατήσει στην κενοδοξία με την πολυτέλεια των ρούχων, δοκιμάζει να τον πειράξει με το φτωχικό ρούχο. Όποιον δεν μπόρεσε να πολεμήσει με την τιμή, τον πολεμά με το να νομίζει ότι υπομένει την ατιμία. Και όποιον δε μπόρεσε να καταφέρει στην κενοδοξία με τη γνώση των λόγων, τον δελεάζει με την σιωπή, να κενοδοξεί δήθεν ως ήσυχος. Και όποιον δε μπόρεσε να φέρει σε χαλαρότητα με την πολυτέλεια των τροφών, τον κάνει να επιζητεί τον έπαινο με τη νηστεία. Και γενικά κάθε έργο, κάθε απασχόληση δίνει αφορμή στον πονηρό αυτό δαίμονα.
Ακόμη αυτός υποβάλλει επιθυμία για το αξίωμα της ιερωσύνης. Θυμάμαι κάποιον γέροντα, όταν ήμουν στη σκήτη, που πήγε στο κελί ενός αδελφού για επίσκεψη, και αφού πλησίασε την πόρτα, τον άκουσε να μιλάει από μέσα. Ο γέροντας νόμισε ότι μελετά κάτι από την Γραφή και στάθηκε για να ακούσει. Κατάλαβε τότε ότι ο αδελφός είχε βγει από τα λογικά του από την κενοδοξία και χειροτονούσε τον εαυτό του διάκονο και έκανε απόλυση των κατηχουμένων. Όταν λοιπόν ο γέροντας τα άκουσε αυτά, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε.
Ο αδελφός αφού τον υποδέχτηκε, τον προσκύνησε κατά την συνήθεια και τον ερώτησε να μάθει αν στεκόταν πολλή ώρα εμπρός στην πόρτα. Ο γέροντας με χαριτωμένο τρόπο του είπε: «Τώρα ήρθα, όταν έκανες την απόλυση των κατηχουμένων». Ο αδελφός μόλις το άκουσε, έπεσε στα πόδια του γέροντα και τον παρακαλούσε να προσευχηθεί γι’ αυτόν, για να ελευθερωθεί από αυτή την πλάνη. Αυτό το θυμήθηκα για να δείξω σε πόση αναισθησία φέρνει τον άνθρωπο αυτός ο δαίμονας.
Εκείνος λοιπόν που θέλει να πολεμήσει τέλεια και να στεφανωθεί με το στεφάνι της δικαιοσύνης, πρέπει με κάθε τρόπο να φροντίσει να νικήσει το πολύμορφο αυτό θηρίο, έχοντας πάντοτε μπροστά στα μάτια του το ρητό του Δαβίδ: «Ο Κύριος διασκόρπισε τα κόκκαλα των ανθρωπάρεσκων»(61). Και να μην κάνει τίποτε επιδιώκοντας τον ανθρώπινο έπαινο, αλλά να επιζητεί την αμοιβή μόνο από τον Θεό. Και αποβάλλοντας πάντοτε τους λογισμούς που έρχονται στην καρδιά του και τον επαινούν, να εξουθενώνει τον εαυτό του ενώπιον του Θεού. Έτσι θα μπορέσει με τη βοήθεια του Θεού να απαλλαγεί από το πνεύμα της κενοδοξίας.
8. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ
Όγδοος είναι ο αγώνας κατά της υπερηφάνειας. Φοβερότατος αυτός ο αγώνας και από όλους τους προηγούμενους αγριότερος. Αυτός πολεμά προπάντων τους τέλειους και προσπαθεί να καταστρέφει
εκείνους που ανέβηκαν σχεδόν στην κορυφή των αρετών. Και όπως μια κολλητική και θανατηφόρα αρρώστια δεν καταστρέφει ένα μέλος του σώματος, αλλά ολόκληρο το σώμα, έτσι και η υπερηφάνεια όχι μόνον ένα μέρος της ψυχής, αλλά ολόκληρη την καταστρέφει. Και το καθένα από τα άλλα πάθη, αν και ταράζει την ψυχή, αλλά με το να πολεμά μια μόνο αρετή, εκείνη που είναι αντίθετή του, και να προσπαθεί αυτή να νικήσει, σκοτίζει και ταράζει την ψυχή εν μέρει. Ενώ το πάθος της υπερηφάνειας σκοτίζει ολόκληρη την ψυχή και την ρίχνει σε τέλεια πτώση.
Για να εννοήσουμε καλύτερα τα λεγόμενα, ας σκεφτούμε ως εξής: Η γαστριμαργία προσπαθεί να διαφθείρει την εγκράτεια. η πορνεία, τη σωφροσύνη. η φιλαργυρία την ακτημοσύνη. ο θυμός, την πραότητα. και όλα τα λοιπά είδη της κακίας, τις αντίθετες αρετές. Η υπερηφάνεια όμως, όταν κυριεύσει την άθλια ψυχή, σαν φοβερότατος τύρρανος που κατέλαβε μια μεγάλη και δοξασμένη πόλη, την καταστρέφει ολόκληρη και την κατεδαφίζει από τα θεμέλια. Μάρτυρας γιʼ αυτό είναι ο άγγελος εκείνος που έπεσε από τον ουρανό εξαιτίας της υπερηφάνειάς του, ο οποίος αν και δημιουργήθηκε από τον Θεό και στολίστηκε από Αυτόν με κάθε αρετή και σοφία, δεν θέλησε να τα αποδίδει όλα αυτά στον Κύριο, αλλά στη δική του φύση.
Και έτσι νόμιζε ότι είναι ίσος με τον Θεό. Ελέγχοντας αυτήν την σκέψη του, ο προφήτης έλεγε: «Συ είπες με το νου σου. θα καθήσω πάνω σε ψηλό βουνό, θα στήσω το θρόνο μου πάνω στα σύννεφα, θα γίνω όμοιος με τον Ύψιστο. Και όμως εσύ είσαι άνθρωπος και όχι θεός»(62). Και πάλι άλλος προφήτης λέει: «Γιατί καυχιέται μέσα στην κακία του ο δυνατός;»(63) Γνωρίζοντας αυτά, ας φοβηθούμε και με κάθε προσοχή ας φυλάξομε την καρδιά μας από το θανατηφόρο πνεύμα της υπερηφάνειας, λέγοντας πάντοτε στον εαυτό μας, όταν κατορθώσομε κάποια αρετή, τον λόγο του Αποστόλου: «Όχι εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που είναι μαζί μου»(64), και τον λόγο του Κυρίου: «Ότι χωρίς τη βοήθειά Μου, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(65).
Επίσης, το λόγο του προφήτη: «Αν ένα σπίτι δεν το οικοδομήσει ο Κύριος, μάταια κουράστηκαν οι οικοδόμοι(66), και το: «Δεν εξαρτάται από εκείνον που θέλει, ούτε από εκείνον που τρέχει, αλλά από το Θεό που θα δείξει έλεος»(67). Επειδή και αν ακόμη έχει κανείς ολόθερμη προθυμία και αποφασισμένη προαίρεση, εφόσον είναι δεμένος με σάρκα και αίμα, δεν μπορεί να φτάσει την τελειότητα, παρά μόνο με την χάρη και το έλεος του Χριστού.
Και ο Ιάκωβος λέει: «Κάθε ωφέλιμη δωρεά προέρχεται από ψηλά»(68). Και ο απ. Παύλος: «Τι έχεις που δεν το πήρες από το Θεό; Κι αν έχεις πάρει, γιατί καυχιέσαι σαν να μην πήρες(69), αλλά υπερηφανεύεσαι σαν να είναι δικά σου;» Ότι με τη χάρη και το έλεος του Θεού έρχεται η σωτηρία, είναι μάρτυρας αληθινός εκείνος ο ληστής, ο οποίος κέρδισε τη βασιλεία των Ουρανών όχι ως ανταμοιβή της αρετής του, αλλά με τη χάρη και το έλεος του Θεού(70).
Γνωρίζοντας αυτά οι Πατέρες μας όλοι, με μια γνώμη, μας παρέδωσαν ότι δεν μπορούμε διαφορετικά να φτάσομε στην τελειότητα της αρετής, παρά μόνο με την ταπείνωση, η οποία έρχεται στον άνθρωπο από την πίστη και το φόβο του Θεού, από την πραότητα και την τέλεια ακτημοσύνη. Με τις αρετές αυτές κατορθώνεται και η τέλεια αγάπη, με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
1. Παροιμ. 24, 15.
2. Εφ. 6, 16.
3. Ιεζ. 16, 49.
4. Ρωμ. 13, 14.
5. Παροιμ. 4, 23.
6. Ματθ. 15, 19.
7. Ματθ. 23, 26.
8. Β΄ Τιμ. 2, 5.
9. Φιλιπ. 3, 20.
10. Ματθ. 5, 28.
11. Παροιμ. 4, 23,
12. Γεν. 3, 15.
13. Ψαλμ. 100, 8.
14. Ψαλμ. 136, 9.
15. Εβρ. 12, 14.
16. Εβρ. 12, 16.
17. Δαν. 3, 19.
18. Α΄ Τιμ. 6, 10
19. Φιλιπ. 3, 19.
20. Α΄ Τιμ. 6, 10.
21. Δ΄ Βασιλ. 5, 25.
22. Ματθ. 27, 5.
23. Πραξ. 5, 1-10.
24. Δευτ. 20, 8.
25. Πραξ. 20, 35.
26. Ματθ. 19, 21.
27. Πραξ. 20, 34.
28. Β΄ Τιμ. 4, 7.
29. Πραξ. 22, 25.
30. Πραξ. 4, 34.
31. Ρωμ. 15, 27.
32. Β΄ Κορ. 11, 9.
33. Φιλιπ. 4, 15.
34. Ματθ. 24, 44.
35. Λουκ. 12, 20.
36. Ψαλμ. 6, 8.
37. Εκκλ. 7, 9.
38. Παρμ. 15, 1.
39. Ιακ. 1, 20.
40. Παροιμ. 11, 25.
41. Εφ. 4, 31.
42. Λουκ. 4, 23.
43. Ματθ. 7, 3.
44. Ψαλμ. 4, 5.
45. Εφ. 4, 27.
46. Μαλ. 4, 2.
47. Ματθ. 5, 23.
48. Α΄ Θεσ. 5, 17.
49. Α΄ Τιμ. 2, 8.
50. Λευιτ. 19, 17.
51. Παροιμ. 12, 28.
52. Α΄ Ιω. 3, 15.
53. Σ. Σειρ. 35, 22.
54. Ρωμ. 2, 15.
55. Ματθ. 5, 22.
56. Ιώβ 5, 23.
57. Β΄ Κορ. 7, 10.
58. Γαλ. 5, 22.
59. Β΄ Θεσ. 3, 6-12.
60. Α΄ Κορ. 9, 14.
61. Ψαλμ. 52, 6.
62. Ησ. 14, 13.
63. Ψαλμ. 51, 1.
64. Α΄ Κορ. 15, 10.
65. Ιω. 15, 5.
66. Ψαλμ. 126, 1.
67. Ρωμ. 9, 16.68. Ιακ. 1, 17.
69. Α΄ Κορ. 4, 7.
70. Λουκ. 23, 43.