Δέν ξέρω, ἀδελφοί μου, ἐσεῖς τί θά λέγατε μέ βάση αὐτά πού ξέρετε, πού βλέπετε, πού μαθαίνετε, ἀλλά ὑποθέτω πώς θά συμφωνήσετε μαζί μου, ἄν πῶ ὅτι ἡ ζωή πού ζοῦμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἀλλά καί πολλά τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι ἕνα μυστήριο.
Ὁ ἄνθρωπος βέβαια προσπαθεῖ νά ἔχει πολλές γνώσεις καί κυρίως, θά ἔλεγα, προσπαθεῖ νά γνωρίσει τόν ἑαυτό του, τούς ἄλλους ἀνθρώπους, τά τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ὥστε νά μήν καλύπτονται ὅλα αὐτά ἀπό ἕνα μυστήριο. Τό παράδοξο ὅμως εἶναι ὅτι ἐκεῖ πού νομίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι κατάλαβε τόν ἑαυτό του, τούς ἄλλους, κατάλαβε τήν καθημερινή πραγματικότητα, πάλι γιά μιά στιγμή βρίσκεται μπροστά σέ ἕνα μυστήριο, καί ὡς πρός τόν ἑαυτό του καί ὡς πρός τούς ἄλλους.
Ἡ ζωή γενικά εἶναι ἕνα μυστήριο. Μυστήριο εἶναι καί τό πῶς ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, πῶς κυοφορεῖται, πῶς ἔρχεται στόν κόσμο καί πῶς ἀναπτύσσεται. Μυστήριο ἐπίσης εἶναι γιατί ἐνεργεῖ καί συμπεριφέρεται μέ τόν ἄλφα ἤ βῆτα τρόπο. Καί τελικά, μολονότι ἀκούει κανείς μερικά πράγματα, εἴτε ἐδῶ εἴτε κάπου ἀλλοῦ, μολονότι διαβάζει κάποια πράγματα καί κάτι προσπαθεῖ νά κάνει, προκειμένου νά βοηθήσει τούς συνανθρώπους του, ἔρχεται ὥρα πού ἀναγκάζεται νά σηκώσει τά χέρια. Πόσοι γονεῖς, γιά παράδειγμα, ὄχι ἁπλῶς προσπάθησαν νά κάνουν κάτι μέ τά παιδιά τους, ἀλλά ὄντως κουράστηκαν, κοπίασαν κυριολεκτικά, ἀγρύπνησαν, ἔκλαψαν, φρόντισαν μέ κάθε τρόπο γιά τήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν τους. Παρά ταῦτα, πολλές φορές ἴσως ἔφτασαν στό σημεῖο νά σηκώσουν τά χέρια λέγοντας: «Τέλος πάντων, τί συμβαίνει μέ αὐτό τό παιδί; Γιατί πᾶνε ἔτσι τά πράγματα;»
Μυστήριο λοιπόν ἡ ζωή γιά τόν καθένα μας. Μυστήριο ὁ ἐρχομός τοῦ ἀνθρώπου στόν κόσμο. Μυστήριο καί τό πόσο ἐπιδρᾶ ἡ ὅλη ζωή καί ἡ ὅλη ψυχική κατάσταση καί ὁ ὅλος ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τότε πού ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά ὑπάρχει καί ἔρχεται στόν κόσμο καί μεγαλώνει, ἕως ὅτου νά ἔρθει ἡ ὥρα νά φέρει ἀπογόνους, νά φέρει παιδιά στόν κόσμο. Εἶναι δηλαδή μυστήριο πόσο ἐπηρεάζει τά παιδιά του ἡ ζωή αὐτή ἡ δική του, τήν ὁποία ζεῖ ἀπό τήν πρώτη στιγμή, ἀπό τήν ὥρα πού εἶναι στήν κούνια του καί ἀκόμη δέν ξέρει τίποτε, δέν καταλαβαίνει τίποτε –καλά καλά νά φάει δέν ξέρει– ἕως τήν ὥρα πού θά φέρει δικά του παιδιά στόν κόσμο. Ναί, εἶναι μυστήριο τό πόσο ὁ ψυχικός του κόσμος, ἡ ψυχική του κατάσταση, ἡ ὅλη ὕπαρξή του, ἡ ὅλη δομή του ἐπηρεάζει τά παιδιά του. Πολύ, λίγο, ἔτσι ἀλλιῶς, πάντως τά ἐπηρεάζει. Ἀλλά πάντοτε μένει ἕνα μυστήριο αὐτό.
Δηλαδή, λέγαμε πέρσι ὅτι τό παιδί, ὄχι ἁπλῶς ἀφοῦ γεννηθεῖ καί μεγαλώσει λίγο, ἐπηρεάζεται ἀπό τή συμπεριφορά τῶν γονέων του, τῶν ἄλλων μελῶν τῆς οἰκογενείας καί τῶν δασκάλων του, ἀλλά ἀκόμη καί ὅταν κυοφορεῖται, καί τότε ἀκόμη, ὁ νέος ἄνθρωπος, καθώς δημιουργεῖται, ἐπηρεάζεται ἀπό τήν ὅλη κατάσταση τῆς μητέρας του. Ὅμως ἀκόμη πιό βαθιά πάει τό πράγμα: τό παιδί ἐπηρεάζεται ἀπό τήν ἄλφα ἤ βῆτα ζωή πού ἔκανε αὐτός ὁ πατέρας ἤ αὐτή ἡ μητέρα, ὅταν ἦταν δέκα, δεκαπέντε, εἴκοσι ἐτῶν, πρίν ἀκόμη δηλαδή παντρευτοῦν καί γεννήσουν παιδιά.
{Δέν εἶναι τυχαῖο τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος γεννιέται τόσο ἀδύναμος}
Γι᾿ αὐτό μετά φόβου καί τρόμου, μέ τήν καλή βέβαια ἔννοια –ἔτσι ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι πρέπει μετά φόβου καί τρόμου νά ἐργαζόμαστε γιά τή σωτηρία μας (Βλ. Φιλιπ. 2, 12)– καί ὄχι μέ τήν ἔννοια τοῦ φόβου καί τοῦ τρόμου πού δημιουργεῖ ἄγχος, καί χάνει τά πάντα ὁ ἄνθρωπος καί δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε ἔπειτα, μέ φόβο Θεοῦ, θά ἔλεγα, πρέπει νά χειρίζεται κανείς ὅλα αὐτά τά πράγματα καί νά κάνει ὅ,τι μπορεῖ. Καί καθώς ἑτοιμάζεται νά εἰσέλθει στόν γάμο καί ἀφοῦ εἰσέλθει, καί καθώς ἑτοιμάζεται νά γίνει γονέας καί ἀφοῦ γίνει γονέας, μετά φόβου καί τρόμου νά προσέχει τά παιδιά του, νά τά διαπαιδαγωγεῖ, νά τά φροντίζει καί νά τά ὁδηγεῖ πρός τά κεῖ πού πρέπει νά τά ὁδηγήσει.
Δέν εἶναι τυχαῖο τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος κυοφορεῖται ἐννέα ὁλόκληρους μῆνες· ὅπως ἐπίσης καί τό ὅτι δέν γεννιέται ὅπως γεννιέται τό μοσχαράκι, τό κατσικάκι κτλ., πού ἀμέσως μετά τή γέννησή του μπορεῖ νά σταθεῖ στά πόδια του καί νά πάει μόνο του νά θηλάσει, καί ὕστερα ἀπό λίγο καιρό νά ἀρχίσει νά τρώει καί χόρτο κτλ. Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος γεννιέται τόσο ἀδύναμος καί ὅτι θά ἀργήσει πάρα πολύ νά φτάσει στό σημεῖο μόνος του νά καταλάβει τόν ἑαυτό του. Κατ᾿ ἀρχήν θά ἀργήσει πάρα πολύ –περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο ὄν– νά εἶναι σέ θέση μόνος του νά φροντίσει τόν ἑαυτό του, νά σταθεῖ δηλαδή στά πόδια του καί νά συντηρηθεῖ.
Ὅλα αὐτά ὅμως εἶναι μέσα στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ἔχουν τόν λόγο τους. Ὅπως τά βλέπουμε ἐμεῖς ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά –πῶς τά βλέπει ὁ Θεός ἀπό τή δική του πλευρά εἶναι ἄλλο θέμα– ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἐφήμερος, ὅπως ἕνα ζῶο πού σήμερα ὑπάρχει καί αὔριο δέν ὑπάρχει, ἀλλά προορίζεται νά ζήσει αἰωνίως, στόν αἰώνα τόν ἅπαντα, ὅσο θά ζεῖ καί ὁ Θεός, δηλαδή πάντοτε, καί ἐφόσον τά θεμέλια αὐτῆς τῆς αἰωνίου ζωῆς τίθενται σ᾿ αὐτήν ἐδῶ τή ζωή, εἶναι ἀνάγκη αὐτή ἡ ζωή του νά θεμελιωθεῖ καλά, σωστά. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος, μόλις γεννιόταν, εἶχε τή δύναμη νά σηκωθεῖ ἀμέσως, ὅπως ἕνα κατσικάκι, ἕνα μοσχαράκι, ἐάν δηλαδή γεννιόταν, τρόπον τινά, ἀποτετελεσμένος καί ὁλοκληρωμένος, ἴσως δέν θά μποροῦσε νά ἀναπτυχθεῖ κατά τρόπο πού νά μπορεῖ νά βαστάσει ἐπάνω του τήν αἰώνια ζωή.
Ὁ ἄνθρωπος ἑπομένως γεννιέται ὅπως γεννιέται, ὥστε καί κατά τήν κυοφορία καί πολύ περισσότερο μετά τή γέννησή του –τότε βλέπουμε ὅλη τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου· κατά τήν κυοφορία σέ ὅλα τά ζῶα ὑπάρχει ἀδυναμία– καθώς θά ἐπιδειχθεῖ ἡ ἀνάλογη φροντίδα ἀπό τούς γονεῖς στό ἀδύναμο, στό εὔπλαστο αὐτό πλασματάκι, νά βάλει σωστά θεμέλια· νά ἔχει τή σωστή διάπλαση καί διαπαιδαγώγηση, νά πάρει τήν κανονική του ἀνάπτυξη, νά γίνει δηλαδή ἕνας σωστός ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θά μπορέσει νά ζήσει αἰωνίως. Δέν εἶναι λοιπόν τυχαῖο, ἀλλά εἶναι μέσα στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ νά ἔρχεται ὅπως ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος στόν κόσμο καί νά μεγαλώνει ὅπως μεγαλώνει.
{Ἕνα ἀσυγχώρητο λάθος τῶν γονέων}
Ὡστόσο, ὅσο ἀπό τή μιά πλευρά εἶναι καλό τό ὅτι αὐτό τό πλασματάκι εἶναι τόσο ἀδύναμο, εἶναι τελείως στά χέρια τῶν γονέων, καί μποροῦν, τρόπον τινά, νά τό διαπλάσουν ὅπως θά ἤθελαν –τουλάχιστον μέχρι μιά ὁρισμένη ἡλικία– ἄλλο τόσο ἀπό τήν ἄλλη πλευρά εἶναι ἐπικίνδυνο. Διότι αὐτό τό πλασματάκι, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ἀδύναμο, μπορεῖ νά παραμορφωθεῖ, πάλι ἐξαιτίας τῶν γονέων, ἐξαιτίας κάποιας κακῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν πραγμάτων ἀπό μέρους τῶν γονέων. Ἀντί δηλαδή αὐτό τό παιδί νά διαπαιδαγωγηθεῖ σωστά –καί θά λέγαμε ἐδῶ, κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, νά μορφωθεῖ μέσα του ὁ Χριστός (Γαλ. 4, 19)– μπορεῖ νά παραμορφωθεῖ. Καί δέν εἶναι λίγα τά παραδείγματα ἐκεῖνα –ὅλοι τά βλέπουμε μέσα στήν κοινωνία, καί μακρύτερα καί κοντά μας ἴσως– πού ἄνθρωποι, τότε πού ἦταν ἀδύναμα πλάσματα, ὄντως παραμορφώθηκαν ἀπό κακούς γονεῖς ἤ ἀπό γονεῖς οἱ ὁποῖοι δέν ἤξεραν νά τούς διαπλάσουν καλά καί νά τούς διαπαιδαγωγήσουν σωστά. Καί ἔτσι εἶχαν τήν ἐξέλιξη πού εἶχαν καί ἔφτασαν ἐκεῖ πού ἔφτασαν.
Τό ὅτι εἶναι ἀδύναμο λοιπόν τό παιδί ἀπό μιά πλευρά εἶναι ἕνα προνόμιο, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη εἶναι ἕνα μειονέκτημα. Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὅμως δέν πῆρε τήν ἀρνητική πλευρά ἀλλά τή θετική καί ἔτσι μᾶς παρουσιάζει τά παιδιά, ἀκριβῶς διότι καλούμαστε ὁ καθένας νά κάνουμε τό καθῆκον μας ὡς γονεῖς.
Ὅπως λέγαμε, κατ᾿ ἀρχήν οἱ γονεῖς ἐπιδροῦν στό παιδί τους μέ τήν ὅλη κατάσταση πού εἶχε δημιουργηθεῖ μέσα τους, πρίν ἀκόμη σκεφθοῦν τόν γάμο· ὅπως ἐπίσης ἐπιδροῦν, ὅταν πιά κυοφορεῖται τό παιδί ἀλλά καί ἀφοῦ γεννηθεῖ. Εἶναι κάποια πράγματα πού καλά-καλά βέβαια δέν τά καταλαβαίνουν οἱ γονεῖς. Πέρα ὅμως ἀπό ὅλα αὐτά, ἐκεῖ πού κυρίως τά θαλασσώνουν καί κάνουν θανάσιμα λάθη, ἀσυγχώρητα λάθη, εἶναι ὅτι τό παιδί τους δέν τό βλέπουν ὡς ἕναν ξεχωριστό ἄνθρωπο. Διότι, παρ᾿ ὅλο πού εἶναι ἕνα ἀδύναμο πλάσμα, πρέπει νά τό βλέπουν ὡς ἕνα πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ὡς ἕναν ξεχωριστό ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔχει τή δική του προσωπικότητα, καί ὡς αὐτοτελής ἄνθρωπος θά ἀναπτυχθεῖ καί θά γίνει ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πάντοτε βέβαια σέ στενή σχέση μέ τούς ἄλλους. Καί ἐφόσον θά εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, θά εἶναι ἔπειτα καί δικός μας ἄνθρωπος καί δικός μας ἀδελφός καί ἀδελφός ἐν Χριστῷ.
Κάνουν λοιπόν οἱ γονεῖς τό ἀσυγχώρητο λάθος νά θεωροῦν τό παιδί κτῆμα τους, δηλαδή σάν ἕνα πράγμα δικό τους, ὁπότε τοῦ συμπεριφέρονται καί τό χρησιμοποιοῦν ἀνάλογα. Ἀπό δῶ καί πέρα, τό ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι κάνουν φοβερά λάθη καί τραυματίζουν τό παιδί, τό πληγώνουν, τό παραμορφώνουν· ἐν πάσῃ περιπτώσει, οἱ γονεῖς συντελοῦν μέ τή στάση τους νά μήν ἔχει τό παιδί μιά σωστή ἐξέλιξη.
Καί θυμάστε, ἐπιμείναμε πάρα πολύ πάνω σ᾿ αὐτό τό σημεῖο, ὅπως καί στό ἄλλο σημεῖο πού εἶναι κοντά σ᾿ αὐτό καί ἔχει σχέση μέ αὐτό, δηλαδή στήν ἀγάπη. Χρειάζεται οἱ γονεῖς νά ἀγαπήσουν τό παιδί ὡς αὐτοτελή προσωπικότητα, ὡς ξεχωριστό ἄνθρωπο, ὡς ἄνθρωπο πού ἀνήκει πρωτίστως στόν Θεό. Οἱ γονεῖς ἁπλῶς ἔγιναν συνεργοί τοῦ Θεοῦ καί ἔχουν περισσότερο μιά εὐθύνη ἀπέναντι στό παιδί τους παρά, τρόπον τινά, δικαιώματα. Ἔχουν εὐθύνη ὡς συνεργοί τοῦ Θεοῦ –καί αὐτό θά εἶναι ἡ μεγάλη τους εὐτυχία καί ἡ χαρά· δέν μένουν δηλαδή χωρίς ἀμοιβή– νά τό ἀναθρέψουν ὅπως θέλει ὁ Θεός.
Ἄν δέν δοῦν τό παιδί ἔτσι, δέν μποροῦν νά τό ἀγαπήσουν σωστά. Ὅταν ὅμως τό δοῦν ὡς μιά ξεχωριστή προσωπικότητα καί ὄχι σάν δικό τους πράγμα, θά τό ἀγαπήσουν σωστά. Νά τό ἐξηγήσω καλύτερα. Πολλές φορές οἱ γονεῖς σκοτώνονται γιά νά ἐκδηλώσουν τήν ἀγάπη στά παιδιά τους, ἀλλά ἡ ἀγάπη αὐτή κατά βάθος εἶναι ἐγωιστική ἀγάπη, κατά βάθος ἐξυπηρετεῖ αὐτούς τούς ἴδιους καί ἑπομένως ὄχι μόνο δέν τρέφει τό παιδί, ὄχι μόνο δέν τό προάγει καί δέν τό μορφώνει, ἀλλά τό παραμορφώνει καί τό καταστρέφει.
{Τό παιδί ξεχωριστός ἄνθρωπος ἀξιοσέβαστος ἀπό ὅλους}
Ἕως ὅτου τό παιδί νά μεγαλώσει, ἕως ὅτου νά μπορέσει νά καταλάβει ὅτι εἶναι ἕνας ξεχωριστός ἄνθρωπος, ἀξιοσέβαστος ἀπό τούς πάντες, πρῶτα ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τούς ἀγγέλους, θά περάσει καιρός. Ἄνθρωπος γεννιέται στόν κόσμο, καί σκύβουν, θά λέγαμε, οἱ ἄγγελοι καί προσκυνοῦν. Γιατί; Γιατί ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ (Βλ. Κολ. 1, 15), καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἁγίας Τριάδος (Βλ. Γεν. 1, 26-27). Καί ὅταν οἱ ἄγγελοι βλέπουν αὐτό τό μωρουδάκι, τό ἀδύναμο αὐτό πλασματάκι, τό προσκυνοῦν –μή σᾶς φαίνεται παράξενο– καί μάλιστα ἀφοῦ βαπτισθεῖ, ἀλλά καί ὅταν δέν ἔχει βαπτισθεῖ, ἐφόσον δυνάμει εἶναι χριστιανός, διότι μπορεῖ νά βαπτισθεῖ καί νά γίνει χριστιανός. Οἱ ἄγγελοι τό προσκυνοῦν, διότι –μή σᾶς φανεῖ ὑπερβολικό καί παράξενο· τό λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας– οἱ ἄγγελοι διά τοῦ ἀνθρώπου ἐπικοινωνοῦν μέ τόν Θεό. Καί αὐτό, γιατί εἶναι ὁ ἄνθρωπος Χριστός· ἀλλά μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ εἴμαστε κι ἐμεῖς καί τό κάθε πλασματάκι. Ἀπό αὐτῆς λοιπόν τῆς πλευρᾶς, πρῶτα οἱ ἄνθρωποι καί ἔπειτα οἱ ἄγγελοι. Ἔτσι βλέπουν τό θέμα αὐτό οἱ ἅγιοι.
Πότε λοιπόν τό παιδί θά μεγαλώσει καί θά καταλάβει ὅτι εἶναι μιά ξεχωριστή, μιά αὐτοτελής προσωπικότητα! Ὄχι γιά νά ὑπερηφανευθεῖ, ἀλλά γιά νά ταπεινωθεῖ καί νά ἐξαρτηθεῖ πλήρως ἀπό τόν Θεό. Ἄν βέβαια τό καταλάβει καμιά φορά. Δέν θά μπορέσει ὅμως ποτέ νά τό καταλάβει σωστά αὐτό τό πράγμα, ἐκτός ἄν γνωρίσει κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο πού θά τό βοηθήσει νά καταλάβει, ὥστε νά γίνει κάποιο θαῦμα στήν ψυχή του, μιά ἀλλαγή βασική καί σωστική. Μόνο ἔτσι. Ἀλλιῶς, καθώς μεγαλώνει τό παιδί μέ αὐτή τή νοοτροπία, νά τό θεωροῦν δηλαδή οἱ γονεῖς του σάν ἐξάρτημά τους, νά τό θεωροῦν καταδικό τους καί κτῆμα τους, δέν πρόκειται νά τό καταλάβει.
Ἀκριβῶς ἀπό δῶ ξεκινοῦν ὅλα ἐκεῖνα τά προβλήματα καί ὅλες ἐκεῖνες οἱ δυσκολίες πού γνωρίζουμε στίς σχέσεις γονέων καί παιδιῶν, καί γιά τά ὁποῖα μιλήσαμε διεξοδικά πέρσι. Ὅταν οἱ γονεῖς δέν ἀναγνωρίζουν τήν αὐτοτέλεια καί τήν ξεχωριστή προσωπικότητά του, τό παιδί αὐτά ὑποσυνείδητα τά ζεῖ καί ἀντιδρᾶ. Ἀλλά καθώς αὐτό ἀντιδρᾶ, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἀντιδροῦν καί οἱ γονεῖς, καί καταλαβαίνει κανείς τί δημιουργεῖται.
Καί ὅταν κάποτε μεγαλώσει τό παιδί καί λίγο πολύ τό ἀντιληφθεῖ αὐτό, ὅτι δηλαδή εἶναι μιά ξεχωριστή προσωπικότητα, τό ἀντιλαμβάνεται κατά ἕνα στραβό τρόπο. Γι᾿ αὐτό, ἐνῶ κατά βάσιν εἶναι ἅγιο πράγμα νά θέλει κανείς νά ἐπιβεβαιώσει τήν ὕπαρξή του μέσα σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο –ἀφοῦ καί οἱ ἄγγελοι σκύβουν καί ἀναγνωρίζουν τόν ἄνθρωπο– ἐπειδή ἀπό αὐτές τίς συγκρούσεις δημιουργήθηκαν μέσα του τραύματα καί τά ἄλλα ἐπακόλουθα, τό παιδί τελικά εἶναι ἕνας ἐπαναστάτης, ἕνας ἀντάρτης, ἕνας ἐγωιστής, καί οὐσιαστικά ἀλλά καί λίγο ἐπίπλαστα, θά λέγαμε, ὅπως τό βλέπουν οἱ ἄλλοι ἀπ᾿ ἔξω. Καί καταλαβαίνετε τί γίνεται.
Ἐάν λοιπόν οἱ γονεῖς προσέξουν αὐτό τό σημεῖο καί τό καταλάβουν, θά βοηθήσουν πολύ τά παιδιά τους. Εἶναι ὅμως πολύ δύσκολο. Νά τό ξέρετε. Ἐξ ὅσων ἐγώ καταλαβαίνω, εἶναι πάρα πολύ δύσκολο. Ὅσο ἁπλό φαίνεται τό νά ἀναγνωρίσουν ὡς ξεχωριστή προσωπικότητα τό πλάσμα τους καί ἔτσι νά τό ἀγαπήσουν, τόσο δύσκολο εἶναι στήν ἐφαρμογή του. Εἶναι δύσκολο νά τό συλλάβει κανείς καλά-καλά, νά τό ζήσει καί ἀνάλογα ἔπειτα νά συμπεριφερθεῖ πρός τά παιδιά του ἤ πρός τά παιδιά ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου καί γενικότερα πρός κάθε ἄνθρωπο.
Γι᾿ αὐτό καί αὐτά πού λέμε δέν μπορεῖ κανείς νά τά καταλάβει καλά καί νά ἐνεργήσει σωστά. Προσέχω μερικές φορές κάποιες ἐρωτήσεις πού μοῦ γίνονται, καί θαυμάζει κανείς πῶς ὑπάρχουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἀπορίες. Αὐτό βέβαια δέν σημαίνει ὅτι δέν πρέπει νά κάνει κανείς ἐρωτήσεις. Νά ρωτάει, γιατί ρωτώντας ξανά καί ξανά, κάποτε κάτι θά καταλάβει. Ἀλλά, ἐν πάσῃ περιπτώσει, θαυμάζει κανείς πῶς ὑπάρχουν τέτοιου εἴδους ἀπορίες καί πῶς δέν μπορεῖ κανείς νά καταλάβει κάποια ἁπλά πράγματα, ὥστε στή συνέχεια νά συμπεριφερθεῖ πρός τά παιδιά του καί γενικά πρός τούς ἄλλους βάσει αὐτῆς τῆς κατανοήσεως καί τῆς νέας νοοτροπίας καί ἀντιλήψεως πού θά δημιουργηθεῖ μέσα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου