Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Λόγοι των όντων: Το γίγνεσθαι των όντων δια των λόγων τους (3ο μέρος) Πώς τα όντα επιτυγχάνουν τον λόγο ύπαρξής τους Παύλος Κλιματσάκης


Πηγή: Aντίφωνο
Αναδημοσίευση από: http://antifono.gr

Σε αυτό το τρίτο μέρος θα ασχοληθούμε με την διδασκαλία του Μαξίμου σχετικά με το γίγνεσθαι των όντων δια των λόγων τους, ιδίως του ανθρώπου και βέβαια σε αναφορά προς την εσχατολογική προοπτική αυτού.
Πρώτα από όλα ο π. Νικόλαος εκθέτει την «φιλοσοφία της κινήσεως» του Μαξίμου. Σύμφωνα με τον ιερό συγγραφέα κανένα από τα κτιστά όντα δεν μπορεί να είναι ακίνητο και ατρεπές: «Διότι όλα τα εκ Θεού προερχόμενα όντα και υπάρχοντα μετά από Αυτόν, υπόκεινται στην κίνηση [και τη μεταβολή], καθώς δεν είναι αυτοκίνητα  ή αυτοδύναμα∙ και μάλιστα όχι κατά αντιδιαστολή αλλά συμφώνως προς τον λόγον, τον οποίο εναπέθεσε δημιουργικά εντός τους η αιτία που τα συνέστησε» (σελ. 217).
Αυτό σημαίνει, όπως εξηγεί ο π. Νικόλαος, ότι τα όντα δεν κινούνται κατά αντιδιαστολή προς τον Θεό [και το θέλημά Του], αλλά σύμφωνα με το θέλημά Του, τον άκτιστο δηλαδή λόγο της φύσεως τους [οι λόγοι της φύσεως των όντων ως άκτιστοι είναι θέλημα Θεού και προϋπάρχουν σε Αυτόν, προτού υπάρξουν εκτός Θεού δια της δημιουργίας του κόσμου ως ουσίες των όντων].
Η κίνηση των όντων αφορά κατά τον Μάξιμο την σχετική με αυτά Οικονομία και όχι την ουσία τους, η οποία είναι βεβαίως αμετάβλητη, σταθερή: «Όλα τα όντα αναφορικά με τον λόγο κατά τον οποίο έλαβαν υπόσταση είναι εντελώς στάσιμα και ακίνητα, όσον αφορά όμως τον λόγο τον σχετικό με την κατάστασή τους, κατά τον οποίο συστήνεται και διεξάγεται όλη η σχετική με αυτά οικονομία, όλα κινούνται και δεν μένουν στάσιμα». [παρατηρούμε ότι τα όντα λαμβάνουν υπόσταση, η οποία είναι η ατομική τους ύπαρξη σύμφωνα με κάποιον άκτιστον λόγο, ο οποίος νοείται ως ουσία τους. Αυτή η ουσία τους είναι αμετάβλητη] Ο π. Νικόλαος εξηγεί ότι η αναφερθείσα από τον Μάξιμο κίνηση, η σχετική με την οικονομία των όντων, δεν αφορά στην αλλοίωση και φθορά των όντων, αλλά αποτελεί οντολογικό τους χαρακτηριστικό. (σελ. 218) [πρόκειται δηλαδή για μια κίνηση που τα αφορά με ουσιαστικό τρόπο, αν και δεν μεταβάλλει την ουσία τους, δηλαδή τον λόγο σύμφωνα με τον οποίο υπάρχουν. Περαιτέρω η ατομική τους ύπαρξη, και δη ως μεταπτωτική, υπόκειται σε αλλοίωση και φθορά, αλλά αυτή δεν είναι η κίνηση η κατά την ουσία τους] Ο π. Νικόλαος εξηγεί ότι ο Μάξιμος διακρίνει την «προς το μη ον παράλογον φοράν» [που είναι αποτέλεσμα της πτώσεως] από την «θετικήν κίνησιν» ως ιδιότητα του λόγου της φύσεως του κτιστού [τα κτιστά όντα έχουν κίνησιν και προπτωτικά, ο δε άνθρωπος έχει έργο και προ της πτώσεως]. Η θετική αυτή κίνηση είναι «άνοδος και αποκατάστασις» του κτιστού στον θείον σκοπόν του [μετά την πτώση, βέβαια, μόνο δια του Χριστού].
Ο Μάξιμος, παρατηρεί ο π. Νικόλαος, θεωρεί λοιπόν την κίνηση «δύναμιν φυσικήν» των όντων που επείγονται προς τον σκοπό τους [σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η κίνηση είναι έκφραση της δυνάμεως μιας ουσίας, η οποία ενεργεί προς ένα τέλος]. Πρόκειται ακόμα για «ενέργειαν δραστικήν» των όντων που τα κατευθύνει προς εκείνον τον απαθή, αυτοτελή, αγένητο, ακίνητο, τέλειο, πλήρη και άναρχο σκοπό που είναι ο Θεός. [ο Θεός είναι λοιπόν η αιτία της κινήσεως των όντων, αλλά ως σκοπός] Ο π. Νικόλαος αναφέρει εν προκειμένω τον Ωριγένη, ο οποίος θεωρούσε την κίνηση ως προηγούμενη της δημιουργίας, και την ίδια την δημιουργία ως προκύπτουσα δια του «κόρου», δια του χορτασμού των πνευμάτων όσο  αναπαύονταν εντός του Θεού∙ αυτά λοιπόν, εξαιτίας κόρου, εκινήθηκαν και εξέπεσαν του Θεού, με αποτέλεσμα την γένεση του κόσμου, επίστευε ο Ωριγένης. Ορισμένα δε από τα πνεύματα φυλακίστηκαν σε σώματα δίκην τιμωρίας, οπότε η σωτηρία τους έγκειται στην απελευθέρωση των ψυχών από το σώμα και την επιστροφή τους στο Θεό [πρόκειται, θα λέγαμε για ένα χριστιανισμό κατά το πρότυπο του νεοπλατωνισμού] Στην ωριγενική τριάδα «κίνησις, γένεσις, στάσις» ο Μάξιμος αλλάζει τη σειρά των δύο πρώτων όρων∙ έχουμε λοπόν «γένεσις, κίνησις, στάσις». Καθώς η δημιουργία οφείλεται στην ελεύθερη θέληση του Θεού, η κίνηση των κτιστών όντων δεν μπορεί είναι καθ’ εαυτή κακή. [η κίνηση και η μεταβολή δεν είναι δηλαδή μόνο αλλοίωση και φθορά. Ο Θεός δεν μπορεί να δημιούργησε τα όντα για να μεταβαίνουν στο μη ον. Σε αυτό το σημείο βρίσκουμε τόσο θεολογικό όσο και φιλοσοφικό μίτο που μας οδηγεί εκτός της φρικτής πλάνης του νατουραλισμού που εκφράζεται όσον αφορά τα έμβια όντα μέσω της θεωρίας της δαρβινικά νοούμενης εξελίξεως] Τα κτιστά όντα είναι ανυπερθέτως κινητά, και η κίνησή τους είναι έκφραση της αναγκαιότητας της ίδιας της φύσεώς τους [έκφραση του λόγου της ουσίας τους]. (σελ. 220) Η κίνησή τους [σύμφωνα με τον λόγο τους] είναι μεν «πάθος», αλλά όχι εμπαθής, όπως συμβαίνει στην μεταπτωτικότητα.
Ο π. Νικόλαος αναφέρει τον Στανισλοάε, ο οποίος παρατηρεί ότι κατά τον Μάξιμο η ορθή κίνηση των όντων είναι εκείνη που είναι σύμφωνη με τον όρο και το μέτρο τους. Το μόνο δυνατό νόημα της κινήσεως των κτιστών είναι η κατεύθυνσή της προς τον άκτιστο Θεό. (σελ. 220) Η ελεύθερη αυτή κίνηση των κτιστών τελειώνει με τη στάση τους μετά την μετάβαση των πεπερασμένων στη θεία απειρότητα: «πάσης γενέσεως και κινήσεως των όντων αρχή και τέλος εστί ο Θεός, ως εξ αυτού γεγενημένων και δι’ αυτού κινουμένων, και εις αυτόν την στάσιν ποιησομένων». Εν προκειμένω ο π. Νικόλαος υπενθυμίζει όσα ειπώθηκαν σχετικά με τις υπόλοιπες δέκα τριάδες όρων, που ακολουθούν το πρότυπο «γένεσις, κίνησις, στάσις», και άγουν από το είναι δια μέσου του ευ είναι στο αεί ευ είναι ως τέλος του γίγνεσθαι των όντων. Αυτό το γίγνεσθαι ολοκληρώνει το «σχέδιο του Θεού» για την κτίση. (σελ. 221) Με βάση λοιπόν εκείνα τα αναφερθέντα και υπό το πρίσμα της κινήσεως του κτιστού προς τον ύψιστο σκοπό που είναι ο Θεός, μπορεί να λεχθεί ότι το γίγνεσθαι, η κίνηση που οδηγεί σε αυτόν τον σκοπό είναι η απαραίτητη υπαρξιακή προϋπόθεση για την εν Θεώ στάση των όντων και την κοινωνία με Εκείνον. Η κίνηση είναι, θα λέγαμε, το «μέσον» που καθιστά τα όντα κοινωνικά μεταξύ τους και με τον Θεό. (σελ. 222) [σημαντική παρατήρηση, που σημαίνει ότι τα όντα δεν προάγονται στην κοινωνία με τον Θεό μηχανικώ τω τρόπω, αλλά ως αποτέλεσμα της ιδίας ενέργειας τους, δια της οποίας θέτουν αυτό το οποίο δηλώνει ο λόγος τους, και το οποίο περαιτέρω υποδηλώνει το άκτιστο θέλημα του Θεού∙ ή, στην αντίθετη και κακή περίπτωση δεν θέτουν τον λόγο τους στην ύπαρξη, δεν πραγματώνουν δηλαδή το θέλημα του Θεού. Επομένως, η κίνηση άπτεται άμεσα του ζητήματος της θελήσεως].

Θέληση και κίνηση
Με βάση τη διάκριση ότι, ενώ μεν η δημιουργία των άλλων κτισμάτων έλαβε χώρα απλώς δια του θείου λόγου, η κατ’ εικόνα πλάση του ανθρώπου τον κάνει να διαθέτει ελεύθερη συνειδητή ζωή. Με αφετηρία λοιπόν την ελευθερία και την συνειδητότητα του ανθρώπου μπορεί να νοηθεί η καλούμενη από τον Μάξιμο «αυτεξούσιος κίνησις» του ανθρώπου προς την κοινωνία με τον Θεό∙ αυτεξούσιο, επομένως, και θέληση στον Μάξιμο ταυτίζονται (σελ. 222) Ακολουθούν κάποιοι πολύ ενδιαφέροντες ορισμοί του αυτεξουσίου από τον Μάξιμο: «κυριότης έννομος των εφ’ ημίν πρακτών ή κυριότης ακώλυτος της των εφ’ ημίν χρήσεως∙ ή όρεξις των εφ’ ημίν αδούλωτος» [εύκολα διακρίνει κανείς τις αριστοτελικές καταβολές αυτών των εκφράσεων∙ τα «εφ’ ημίν πρακτά» είναι το ερώτημα της αριστοτελικής ηθικής. Ο όρος «όρεξις» συσχετίζεται στον Αριστοτέλη και με το τμήμα της ψυχής που καλείται ορεκτικόν ή επιθυμητικόν] Ο π. Νικόλαος παραθέτει και άλλους ενδιαφέροντες ορισμούς του Μαξίμου, όπως της «διαβουλεύσεως» («βουλευόμεθα περί των εφ’ εμίν και δι’ ημών γίνεσθαι δυναμένων») και της «γνώμης» (γνώμην είναι φασίν όρεξιν ενδιάθετον των εφ’ ημίν) [δεν πρέπει να συγχέεται με την δόξα] Περαιτέρω, ο Μάξιμος σημειώνει ότι «κατ’ εξουσίαν βουλευόμεθα», επομένως η γνώμη μας είναι αυτεξούσια, δεν μας επιβάλλεται. [επί αυτού, το οποίο επιθυμούμε, έχουμε εξουσία]. Ο Μάξιμος ορίζει ακόμα το θέλημα ή την θέληση ως «δύναμιν του κατά φύσιν όντος ορεκτικήν και των ουσιωδώς τη φύσει προσόντων συνεκτική πάντων ιδιωμάτων». (σελ. 223) Λέγει ο Μάξιμος «Με το θέλημα συνέχεται [έχει συνοχή] φυσικώς η ουσία και επιθυμεί να ζει και να κινείται με αίσθηση και νου, ποθώντας την ίδια την πληρότητα της φυσικής της υπάρξεως. Διότι η φύση είναι θελητική του εαυτού της [σημαντικό] και όλων εκείνων τα οποία την συνιστούν ως τέτοια∙ και αυτό επειδή είναι ορεκτικά επηρτημένη προς τον λόγο σύμφωνα με το οποίο έγινε». [πολύ σημαντικά όλα αυτά: Ο Μάξιμος εξηγεί τι είναι η θέληση υπό την έννοια ότι κάθε φύση ορέγεται τον εαυτό της και ό,τι συνιστά τον εαυτό της, διότι είναι συναρτημένη προς τον λόγο της∙ επομένως, ορεγόμενη τον εαυτό της, ορέγεται τον λόγο της, με άλλα λόγια το κεκρυμμένο εντός της θεϊκό στοιχείο και επιδιώκοντας αυτά άγεται εν τέλει προς την κοινωνία με τα άλλα όντα και με τον Θεό]
Ο π. Νικόλαος σχολιάζει σε σχέση με τα αναφερθέντα ότι η φύσις ενός όντος ορέγεται τον λόγο της ουσίας της και μέσω αυτού όλα τα συστατικά  του κατά φύσιν τρόπου της υπάρξεώς της. (σελ. 223) [αυτή η υπαρκτική πληρότητα είναι η κοινωνία με τα άλλα όντα και με τον Θεό] Η θέληση είναι λοιπόν έκφραση της ζωής της ουσίας και της κινήσεώς της προς επίτευξη της πληρότητας [ο Πλάτων, επειδή δεν μπορούσε να δει την προέλευση των ιδεών εν Θεώ ως άκτιστους λόγους δια των οποίων τα όντα είναι δυνατόν να κοινωνούν και να υπερβαίνουν επομένως την εξατομίκευση, θα έλεγε ότι δεν είναι δυνατόν στο καθ’ έκαστον, στο ατομικό ον να φθάσει στην ιδέα του] Σε σχέση με τον άνθρωπο το φυσικό θέλημα [το θέλημα επί τη βάσει της οικείας φύσεως] συγκεκριμενοποιείται επί τη βάσει της γνώμης του εκάστοτε ανθρώπου «η οποία, όπως αναφέρθηκε είναι όρεξις ενδιάθετος των εφ’ ημίν, εξ ης η προαίρεσις». (σελ 224) Ο π. Νικόλαος εξηγεί ότι η γνώμη γεννά την προαίρεση, εφόσον έχει προηγηθεί διαβούλευση σχετικά με τα εφ’ ημίν πρακτά, και ότι προαιρούμεθα αυτεξουσίως, έχοντας δηλαδή εξουσία επί του εαυτού μας [ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τον όρο «εκουσίως», ο οποίος τελικά τον οδηγεί στην αναίρεση του Σωκρατικού «ουδείς εκών κακός». Εξηγεί δε ότι «εκουσίως» σημαίνει χωρίς εξωτερικό καταναγκασμό, αλλά εφόσον εμείς οι ίδιοι είμαστε η αιτία αυτού που πράττουμε. Η προαίρεση λοιπόν δηλώνει ότι ο άνθρωπος έχει εξουσία επί της επιλογής του σχετικά με αυτό που θα πράξει]
Στην συνέχεια εισάγεται η σημαντικότατη διάκριση ανάμεσα στο φυσικό και το γνωμικό θέλημα. Ο π. Νικόλαος εξηγεί ότι  το «θέλειν» είναι προσόν της φύσεως [αφού ο λόγος της ουσίας ενός όντος πρέπει να πραγματωθεί στο πλαίσιο μιας ατομικής ύπαρξης], ενώ το «πώς θέλειν», δηλαδή ο τρόπος ενεργοποιήσεως του θέλειν είναι χαρακτηριστικό της υποστάσεως, δηλαδή του προσώπου κατά τον Μάξιμο. (σελ. 224) [ο λόγος του όντος είναι άκτιστος, αλλά το ον ως ατομικό υπάρχει, έχοντας τον λόγο του ως ουσία του∙ ο λόγος ως το εντός του κτιστού κεκρυμμένο θείο είναι, καλεί το ατομικό κτιστό ον να κινηθεί, προκειμένου να εξομοιωθεί με τον λόγο του και εν τέλει με τον καθολικό λόγο, τον Θεό, μια κίνηση που περνάει μέσα από την αλληλοπεριχώρηση με τα άλλα κτιστά όντα. Η κίνηση αποτελεί έκφραση της κατά φύσιν θελήσεως του κτιστού όντος. Αλλά στον άνθρωπο λόγω της αυτεξουσιότητας ενδέχεται η θέληση να είναι παρά φύσιν] Χωρίς το φυσικό θέλημα δεν είναι δυνατόν να υπάρξει κίνηση, αφού αυτό είναι «η πρώτιστη φυσικών ιδιωμάτων και κινημάτων έμφυτος δύναμις» [ως θέληση εκφέρεται το δύνασθαι ενός  λογικού κτιστού όντος να ενεργεί∙ η δύναμη εδώ προκύπτει από την ικανότητα του λογικού όντος να σχηματίζει μια έννοια σχετικά με το πρακτόν τέλος]. Η κίνηση εκφέρεται όχι γενικά και αφηρημένα αλλά δι’ ενός τρόπου [συγκεκριμένα], που είναι η αυτεξούσια προσωπική γνωμική ενεργοποίηση της κινήσεως. (σελ. 225) [ο άνθρωπος είναι ατομικός και πράττει, ενεργεί δραστηριοποιώντας της αυτεξουσιότητά του επί τη βάσει της γνώμης μου, της προσωπικής του πεποιθήσεως σχετικά με το αληθές] Το πράττειν είναι δηλαδή προσωπικό [εξατομικευμένο και έχον την αφετηρία του στην αυτεξουσιότητα του καθ’ έκαστον ανθρώπου] και για να υπάρξει χρειάζεται φυσική κινητικότητα, φυσικό θέλημα, και τρόπος κινήσεως (γνωμικό θέλημα).
Σε μία σημαντική σημείωση ο π. Νικόλαος εξηγεί περαιτέρω ότι το γνωμικό θέλημα παρέχει υπόσταση, τρόπο υπάρξεως στο φυσικό θέλημα [το φυσικό θέλημα λαμβάνει ατομική εκφορά ως γνωμικό θέλημα] και έτσι ελευθερώνει το φυσικό θέλημα από τους αναγκασμούς της φύσεως, ανοίγει το φυσικό θέλημα προς την ελευθερία της υποστάσεως. Έτσι στην Χριστολογία του ο Μάξιμος αντιδιαστέλλεται στον μονοθελητισμό, θεωρώντας ότι ο Χριστός έχει μεν δύο φυσικά θελήματα, αλλά ένα μόνο γνωμικό θέλημα. Ο π. Νικόλαος σχολιάζει περαιτέρω ότι ο Μάξιμος με την διάκριση φυσικού-γνωμικού θελήματος μπορεί να διανοίξει ορίζοντες στις φιλοσοφικές αλλά και σε επιστημονικές σπουδές, οι οποίες περιορίζονται από την αντιμετώπιση του ανθρώπου ως κλειστής ατομικής φύσεως στα όρια του κτιστού κόσμου (σελ 225) [δεν διαβλέπουν δηλαδή ότι ο άνθρωπος δεν είναι ον αποκλεισμένο στην ατομικότητά του, αλλά μπορεί να διανοιχθεί στην κοινωνία] Στην διάκριση φυσικού-γνωμικού θελήματος λανθάνει η δυνατότητα ανοίγματος προς έναν νέον τρόπο ύπαρξης που τον χαρακτηρίζει η υποστατική ελευθερία του ανθρώπινου είναι από τα αναγκαστικά δεδομένα της φύσεώς του [ο άνθρωπος μπορεί μέσω του γνωμικού του θελήματος, στο οποίο εκφέρεται η εξατομικευμένη του θέληση να θέσει τον εαυτό του κοινωνητικά, με άλλα λόγια σύμφωνα με τον λόγο του είναι του∙ αυτό σημαίνει να θέσει τον εαυτό του ως ανεξάρτητο από τους καταναγκασμούς της φύσεώς του, όπως αυτοί εμφανίζονται στους βιολογικούς και ψυχολογικούς όρους της ύπαρξης ενός ανθρώπου – βέβαια αυτό που πραγματικά ελευθερώνει είναι η χάρις, ο άνθρωπος μπορεί ωστόσο να επιλέξει τον κατά φύσιν τρόπο της υπάρξεως]
Προκειμένου η γνωμική ενεργοποίηση της φυσικής κινήσεως να μην αποτελεί εκτροπήν και ολίσθημα, πρέπει να είναι «κατά λόγον», σε συμφωνία προς τον λόγον της φύσεως, με άλλα λόγια, με το θέλημα του Θεού, και αυτό ο Μάξιμος το ονομάζει «σύμβασιν των θελήσεων Θεού και ανθρώπου» (σελ. 226) Αυτό λαμβάνει χώρα στους αγίους, οι οποίοι δεν αναιρούν την ιδίαν θέλησή τους, αλλά αυτή συμφωνεί [αυτεξουσίως, εννοείται] με την θέληση του Θεού. Οι άγιοι, όπως σημειώνει ο π. Νικόλαος, αυτεξούσια προαιρούνται και κινούνται προσωπικά με το γνωμικό τους θέλημα προς την σωτηρία, η οποία είναι και το θέλημα του Θεού. Αυτή η σύμβαση των θελήσεων όχι μόνο δεν αναιρεί αλλά επιβεβαιώνει το αυτεξούσιο, είναι το αληθές αυτεξούσιο (σελ. 226) [διότι κατά την εκχώρηση της θελήσεως μας στην θέληση του Θεού πράττουμε σύμφωνα με τον λόγο της φύσεώς μας, δηλαδή κοινωνητικά] Αυτός ο τρόπος κινήσεως των αγίων συνιστά μίμηση της κινήσεως  του αγαθού θελήματος του Θεού και ενεργοποιείται κυρίως δια της προσευχής. (σελ. 227) Η προσευχή αποτελεί κατά τον Μάξιμο τρόπο προσωπικής πληρώσεως του θείου θελήματος. Το δε θέλημα του Θεού, προς το οποίο πρέπει να συντονιστεί η προσωπική γνωμική κίνηση των πιστών, είναι η διηνεκής λατρεία [αυτά εκφράζουν την θέληση των αγίων προς κοινωνία με τον Θεό – λατρεύω κάποιον σημαίνει θέλω να κοινωνήσω μαζί του]. Περαιτέρω, όπως τονίζει ο π. Νικόλαος, όταν ο πιστός ζητά να γίνει το θέλημα του Θεού στη γη, λατρεύει το Θεό, όπως οι άγγελοι. (σελ. 227) [οι άγγελοι ορούν την θεϊκή δόξα και επιζητούν την κοινωνία με τον Θεό] Το δε θέλημα του Θεού δεν είναι άλλο από την σωτηρία του ανθρώπου [με άλλα λόγια, αυτό που και ο ίδιος ο άνθρωπος κανονικά θέλει]. Το θείο και το ανθρώπινο θέλημα συμβαδίζουν μοναδικώ τω τρόπω στην προσευχή, όπου ο άνθρωπος λατρευτικά ζητεί την πραγμάτωση του σωτηριώδους θελήματος του Θεού. Περαιτέρω, εξηγεί ο π. Νικόλαος, η προσευχή είναι η κινητήρια δύναμη με την οποία ο πιστός, εκείνος δηλαδή που γνώρισε τον Θεό και θέλχθηκε από την ωραιότητά Του και ζει ανυμνώντας Τον ασιγήτως, όπως οι άγγελοι, εισχωρεί και αναπαύεται στα άδυτα της θείας ενότητας. (σελ. 228) Στην προσευχή ο πιστός δηλώνει πώς «μη εαυτού είναι βούλεται», δεν θέλει να ανήκει στον εαυτό του, αλλά στον Θεό.

Η κίνηση ως έκσταση και αγάπη
Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι ο Θεός σχετίζεται με την κτίση ηθελημένα και αγαπητικά. Μία περαιτέρω λοιπόν συνέπεια της θεολογίας των ακτίστων λόγων διαφωτίζει το ερώτημα πώς ο Θεός, ο οποίος σχετίζεται με τα όντα κινούμενος, παραμένει ως άκτιστος ακίνητος. Ο Μάξιμος, εξηγεί ο π. Νικόλαος, αντιλαμβάνεται ότι ο Θεός κινείται προς τα όντα [και σχετίζεται με αυτά], καθώς κινεί τα όντα δια των φύσει κινητικών λόγων τους προς τον εαυτό Του: «έτσι και το θείο, ενώ είναι εντελώς ακίνητο κατά φύσιν και ουσίαν, καθώς είναι άπειρο και ασυσχέτιστο και ακαθόριστο, λέγεται ότι κινείται σαν λόγος ενυπάρχων στις ουσίες των όντων, καθώς κινεί δια της προνοίας κάθε ον σύμφωνα με τον λόγο κατά τον οποίο αυτό κινείται» (σελ. 229) [αφού ο λόγος κάθε όντος κέκρυπται εντός του, αυτό σημαίνει ότι η κίνηση των όντων κατά τον λόγον τους είναι και κίνηση του Θεού και συσχετισμός Του προνοητικός με κάθε ον] Η ακινησία [το άτρεπτον] λοιπόν της άκτιστης φύσεώς Του δεν συγκρούεται με την προσωπική ηθελημένη και αγαπητική σχέση του Θεού με τα όντα, η οποία αποτελεί συσχέτιση κατ’ ενέργειαν και όχι κατ’ ουσίαν. (230) Ο π. Νικόλαος υπενθυμίζει εν προκειμένω την αφετηρία αυτής της διδασκαλίας στον Αρεοπαγίτη, ο οποίος ονομάζει την κίνηση αυτήν του Θεού «έξω εαυτού κίνηση» και «εκστατικήν υπερούσιον δύναμιν» [εμείς στο Θεός και Κόσμος την ονομάσαμε αυτοετεροίωση του Θεού, δια της οποίας ο Θεός είναι, παρίσταται σε αυτό το οποίο ο ίδιος δεν είναι, εξηγώντας ότι αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό του Θεού προκειμένου η δημιουργική του δύναμη να νοηθεί ως ελεύθερη προαγωγή των όντων στο είναι]
Ο Θεός λοιπόν ως υπερούσιος είναι εκστατική δύναμη και έτσι καλείται από τον Αρεοπαγίτη «εραστόν και αγαπητόν» αλλά και «έρως και αγάπη». Αντίστοιχα, ο Μάξιμος λέγει ότι «καθώς το θείο είναι έρως και αγάπη, κινείται, και καθώς είναι αντικείμενο έρωτος και αγάπης, κινεί προς τον εαυτό Του … κινείται μεν ποιών σχέση ενδιάθετης αγάπης και έρωτος μέσα στα όντα που είναι δεκτικά αυτών, και κινεί καθώς φυσιολογικά έλκει την έφεση των κινουμένων προς Αυτόν … κινεί και κινείται, καθώς διψά να διψάται και καθώς αγαπά να αγαπάται». (σελ. 230) Η κίνηση του Θεού κινεί την έφεση των ανθρώπων να Τον αγαπούν. Ο π. Νικόλαος εξηγεί ότι το θείον κινείται εντός των λογικών όντων και κινεί τα όντα δια των λόγων τους. [καθώς οι λόγοι είναι ο κεκρυμμένος εντός τους Θεός] Η κίνηση του Θεού προκαλεί την έκσταση των λογικών όντων προς Αυτόν «καθώς είναι συγκεντρωτικός προς τον εαυτόν Του και κινεί προς ερωτική συνάφεια πνευματική … ώστε κάθε δημιούργημά Του μέσω του ιδιαίτερου λόγου του να επιστρέφει σε Αυτόν» [επιστροφική κίνηση της δημιουργίας προς τον Θεό] Τα παραπάνω, παρατηρεί ο π. Νικόλαος δεν πρέπει να θεωρηθούν υπό το πρίσμα της ιδέας της απορροής, όπως στον Νεοπλατωνισμό, αλλά πρόκειται για μια σχέση που δημιουργεί ο Θεός προς μια συνειδητή ετερότητα, η οποία βρίσκεται εκτός του, και η οποία απαντά [ή όχι] στην κλήση της σχέσεως αυτής [με άλλα λόγια, η έξοδος του Θεού από τον εαυτό του ως δημιουργική ενέργεια και ως σχετισμός με το δημιουργημένο ον γίνεται υπό το πρίσμα της ελευθερίας∙ ο Θεός ελεύθερα δημιουργεί τον κόσμο, επειδή θέλει να θέσει τον εαυτό Του εκτός Του, ώστε να υπάρχει αυτό το οποίο αλλιώς δεν μπορεί να υπάρχει, δηλαδή το κτιστό. Επίσης ελεύθερα σχετίζεται με το δημιουργημένο ον, και αυτό σημαίνει ότι ο σχετισμός δεν προκύπτει μέσω κάποιας ανάγκης, αλλά ως αγαπητική σχέση. Στον Νεοπλατωνισμό η κίνηση του Ενός δεν μπορεί να νοηθεί ως αγαπητική κίνηση, διότι εν τέλει δεν είναι κίνηση προσωπική, το Εν δεν περιέχει εντός του τον χαρακτήρα της κοινωνίας, αλλά αντίθετα απορροφά τις διαφορές στην ενότητά του. Επομένως, η ύπαρξη του κόσμου δεν μπορεί να νοηθεί ως ελεύθερη πράξη, διότι δεν μπορεί να νοηθεί καν ως πράξη. Ο Νους που θα μπορούσε να νοηθεί ότι αποτελεί πηγή του πράττειν είναι στην πραγματικότητα η πρώτη έκπτωση από την απολυτότητα, την θεϊκότητα του Ενός. Επομένως, δεν υπάρχει και η δυνατότητα σχετισμού -καλύτερα, κοινωνίας- του εκτός του Ενός όντος με τον Εν, αλλά απλώς επιστροφή στην ενότητα με κατάργηση της διαφοράς. Αλλά αυτό δεν είναι σωτηρία.]
Ο π. Νικόλαος παρατηρεί ότι με τα αναφερθέντα τονίζεται ο προσωπικός χαρακτήρας της κινήσεως των λογικών όντων ως συνειδητής και ηθελημένης ανταποκρίσεως στην θεϊκή κλήση. Η ενδεχόμενη ανταπόκριση καθιστά το ίδιο το κτιστό ον εκστατικό [σημαντικό ζήτημα], κάτι που λαμβάνει χώρα βαθμιαία. Αρχικά, ως μεταποίηση του φυσικού θυμού και της επιθυμίας του ανθρώπου, η οποία μετασχηματίζεται από τον θεωρητικό νου σε «ακήρατον του θείου έρωτος ηδονήν», ενώ ο φυσικός θυμός μεταμορφώνεται σε «πνευματικήν ζέσιν και διάπυρον αεικινησίαν και σώφρονα μανίαν». (σελ 232) Πρόκειται, όπως εξηγεί ο π. Νικόλαος, για ένα πάθος ολόκληρης της υπάρξεως, όχι απλώς κίνηση του νου ή της επιθυμίας. Η κίνηση του νου οδηγεί στον έρωτα, και αυτός προξενεί την έκσταση προς το αντικείμενο του. Το πάθος της εκστάσεως καθιστά την κίνηση επείγουσα μέχρι τον τελικό εναγκαλισμό. Η έκσταση είναι ερωτική κίνηση κατά τον Μάξιμο, εξηγεί ο π. Νικόλαος. (σελ. 233) Αυτή η κίνηση θα οδηγήσει τελικά στο να λάβει η ύπαρξη την ποιότητα του αγαπημένου, ώστε να μην θέλει πλέον να γνωρίζεται από τον εαυτό της, αλλά από τον αγαπημένο στον οποίο περιέχεται. Αυτή η κατάσταση της «μετουσίας του αγαθού» Θεού είναι η κατάργηση του θανάτου κατά τον Μάξιμο. (σελ. 234) Ο π. Νικόλαος εξηγεί ότι η εισβολή του θανάτου έλαβε χώρα μέσω του αυτεξουσίου μας, και επομένως η εκούσια και ολοκληρωτική παραχώρηση του αυτεξουσίου μας στον Θεό, η οποία από τον Μάξιμο ονομάζεται «γνωμική εκχώρηση», μας κάνει να αποφεύγουμε αυτό το οποίο δεν θέλει ο Θεός. Πρόκειται για την κατάσταση της υπακοής, όπως του Χριστού στο θέλημα του Πατρός, ή όπως όταν λέει ο Παύλος «ουκέτι ζω δε εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». (σελ. 234) Επίσης είναι η κατάσταση της εικόνας η οποία έχει ανέλθει και προσαρμοσθεί στο πρωτότυπό της. Tότε πλέον υπάρχει «μια και μόνη δια πάντων ενέργεια» του Θεού, η αγάπη Του, δια της οποίας προσφέρει στους αγαπημένους Του την μετοχή στην άπειρη και θεία και απολαυστική γνώση των όντων και των θαυμασίων Του. Περιεχόμενο της άπειρης αγάπης είναι η άπειρη γνώση.
Όταν οι ψυχικές δυνάμεις, (θυμός, επιθυμία, λόγος, νους) συναχθούν και ενωθούν περί τα θεία, γεννιέται η αγάπη. Ο τρόπος δια του οποίου λαμβάνει χώρα η αναφερθείσα συναγωγή των ψυχικών δυνάμεων είναι οι αρετές. Οι αρχαιοελληνικές αρετές της φρόνησης, της ανδρείας, της σωφροσύνης και της δικαιοσύνης συντιθέμενες αποδίδουν κατά τον Μάξιμο τις γενικότερες αρετές της σοφίας και της πραότητας, εκ των οποίων η πρώτη μεν είναι τελείωση της γνώσεως, ενώ η δεύτερη της πράξεως. Η γενικότατη όμως αρετή είναι η αγάπη «η οποία είναι εκστατική [οδηγεί στην υπέρβαση του εαυτού, στην κοινωνία] … και ενοποιητική αυτών που ξεκίνησαν από αυτήν και κινούμενοι δι’ αυτής, ετελείωσαν σε αυτήν, αλλά πάνω απ’ όλα θεοποιητική». (σελ. 235) Ο π. Νικόλαος σχολιάζει ότι, όπως η αγαπώσα θέληση του Θεού δημιουργεί τον κόσμο εκ του μηδενός, κινώντας δια των ακτίστων λόγων τις άκτιστες ενέργειές Του, έτσι και η ανθρώπινη κίνηση [το ανθρώπινο πράττειν] γίνεται εκστατική, όταν το γνωμικό θέλημα [η θέληση του ανθρώπου ως ατομικού] φτάσει δια των αρετών στην αγάπη. [η εξάσκηση των αρετών προετοιμάζει τον άνθρωπο στο να αποκτήσει αγάπη, εκείνη την αγάπη όμως που είναι ανάλογη με την θεϊκή, η οποία δηλαδή θέλει να είναι το έτερον του εαυτού της, όπως ο Άκτιστος θέλει να είναι το κτιστό∙ Σε αυτό το επίπεδο ο άνθρωπος μπορεί να δεχθεί την χάρη και να γίνει και οντολογικά εκστατικός, να ενωθεί δηλαδή με τον Θεό] Η έκσταση είναι συνεπώς, σχολιάζει περαιτέρω ο π. Νικόλαος, αδιανόητη χωρίς την εισαγωγή των ψυχικών δυνάμεων δια της κινήσεως του γνωμικού θελήματος στην αγάπη. Η αγάπη ως έκσταση καθιστά τον άνθρωπο πρόσωπο, δηλαδή θεοποιεί το λογικό πλάσμα. [πρόσωπο = το άτομο, το Εγώ που κοινωνεί, άρα αγαπά] Αυτή η θεοποίηση είναι, όπως λέγει ο Μάξιμος, η ταύτιση του λογικού πλάσματος με τον «καθ’ ον έστι και γεγένηται θεοτελή λόγον» (σελ. 236) [πολύ ενδιαφέρον: ο άνθρωπος δεν θεοποιείται γενικά και αφηρημένα, αλλά σύμφωνα με τον θεϊκό λόγο, κατά τον οποίον εδημιουργήθηκε, και ο οποίος τρόπον τινά αποτελεί την προσωπική ουσία του]
Η εκστατική αγάπη είναι περαιτέρω «ενοποιητική» αυτών που κινούνται δι’ αυτής, και αυτή η ενοποίηση εικονίζει την τριαδική ενότητα του Θεού [η αγάπη ποιεί κοινωνία]. Οδηγεί ακόμα στην κατά μετοχήν γνώση του κοινωνικού τρόπου της υπάρξεως των όντων. (σελ. 236) [πολύ σημαντικό: οι επιστήμες γνωρίζουν τα όντα μόνο κατ’ εκείνον τον τρόπο της υπάρξεως τους, στον οποίο υπάρχουν εξατομικευμένα] Αυτή η γνώση εμφανίζεται αποκλειστικά κατά την θέωση του ανθρώπου. Η εκστατική αγαπητική κίνηση είναι η «ευθυπορία προς τους λόγους των όντων» ως θελημάτων του Θεού και οδηγεί στην ανάδειξη του κατά φύσιν τρόπου υπάρξεως του σύμπαντος κόσμου δια του ανθρώπου. (σελ. 237) [με άλλα λόγια, ευθυπορία προς την κοινωνία των όντων] Η αγάπη είναι, όπως εξηγεί ο π. Νικόλαος, κίνηση υπερβάσεως της φιλαυτίας και προσχώρηση στην θυσιαστική ευχαριστιακή αγάπη του Χριστού. Η φιλαυτία υπερβαίνεται, επειδή η επίτευξη της αγάπης είναι ασκητική και κενωτική [η εν Χριστώ αγάπη δεν είναι άμεση, αλλά προκύπτει ασκητικά], προϋποθέτει δηλαδή αληθινή αυταπάρνηση κατά το πρότυπο του Χριστού [όποιος θέλει να κερδίσει την ψυχή του, πρέπει να την χάσει]. Ο π. Νικόλαος παρατηρεί εν προκειμένω ότι είναι αδύνατον να κατορθωθεί χωρίς την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος [το οποίο παρέχει την χάρη. Με άλλα λόγια, όσο κι αν ασκηθεί κανείς, δεν μπορεί να υπερβεί πραγματικά τον εγκλεισμό στην ατομικότητά του∙ το Άγιο Πνεύμα επενεργεί την αναίρεση των ορίων της ατομικότητας και την κοινωνία με τον Θεό]
Κατά τον Μάξιμο το Άγιο Πνεύμα είναι η ζωοποιός δύναμις των όντων, η οποία εκδηλώνεται, όταν Αυτό κινείται «κατά δύναμιν προνοητικώς δια πάντων χωρούν και τον εν εκάστω λόγον κατά φύσιν ανακινούν» [πολύ ενδιαφέρουσα διατύπωση: η χάρις ανακινεί στον καθ’ έκαστον άνθρωπο τον κατά φύσιν λόγον, ουσιαστικά επαναφέρει τον άνθρωπο στην φύση του]. Ο π. Νικόλαος σημειώνει ότι η ανακίνηση των λόγων προς τον κατά φύσιν τρόπο υπάρξεώς τους από το Άγιο Πνεύμα, δηλώνει ότι αυτό κατευθύνει την φυσική κίνηση των όντων, και όταν αυτή προσλαμβάνει σε έναν άνθρωπο την μορφή της προσωπικής εκστατικής αγάπης προς τον Θεό, τότε σε αυτόν έχει «εκνικήσει» η χάρις του Πνεύματος. Σε αυτήν την περίπτωση το Άγιο Πνεύμα έχει καταστρέψει την φιλαυτία και έχει οδηγήσει το ανθρώπινο θέλημα σε αγαπητική υποταγή στο θέλημα του Θεού. (σελ. 238) Το Άγιο Πνεύμα στηρίζει, συνέχει και κατευθύνει την εκστατική αγάπη των ανθρώπων ως πορεία προς την εσχατολογική καθολικότητα της αμοιβαίας αγαπητικής προσωπικής κοινωνίας Θεού και ανθρώπου εν Χριστώ [η κοινωνία Θεού και ανθρώπου είναι εν Χριστώ και επουδενί άνευ αυτού∙ ο Χριστός μεσολαβεί ανάμεσα σε Θεό και άνθρωπο, αλλά το Άγιο Πνεύμα αναιρεί τα όρια του εξατομικευμένου ανθρώπου∙ χωρίς την υπέρβαση των φυσικών ορίων του ο άνθρωπος δεν μπορεί να μετάσχει στην από τον Χριστό πραγματωθείσα ενοποίηση κτιστού και ακτίστου].

Το ευχαριστιακό γίγνεσθαι
Σύμφωνα με τον π. Νικόλαο, το αληθινό πεπρωμένο του ανθρώπου είναι να κοινωνήσει ελεύθερα με τον Θεό, καθώς η κοινωνία με Αυτόν παρέχει το «όντως είναι». (σελ. 239) [σημαντικό. Στο ερώτημα τί είναι το αληθές, το «όντως ον» ο χριστιανισμός απαντάει εκείνο που παρέχεται δια του Χριστού] Κατά τον Μάξιμο η «παράλογη» κίνηση του ανθρώπου [στην αμαρτία] είναι «έρως του μηδενός» και καταστροφή της αγάπης και «εις το μη ον μετάπτωσις» και θάνατος. Αντιστοίχως, άρση του θανάτου είναι η «γνωμική εκχώρηση», δηλαδή η ελεύθερη παραχώρηση του αυτεξουσίου του ανθρώπου στον Θεό κατά μίμηση Χριστού και η συνακόλουθη αγαπητική έκσταση προς τον Θεό δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος που προάγει την εν Χριστώ υιοθεσία  του Ανθρώπου, η οποία είναι εν τέλει «ομοιότητα θεία και θέωση» με την «καθολική αναφορά και συνέλευσιν των πάντων μέσα στην Εκκλησία». (σελ. 240) Στην εκκλησία επιτελείται μια βαθμιαία υπέρβαση του θανάτου με την κοινωνία ανθρώπου και Θεού, εφόσον ο άνθρωπος ελεύθερα «εξίσταται» κινούμενος αγαπητικά προς τον Θεό. Πρόκειται για μια πορεία συνεχών προοδευτικών επαυξήσεων της κοινωνίας με τον Θεό∙ μια προοδευτική πρόσβαση σε μια όλο βαθύτερη κοινωνία των κτιστών όντων με τον δημιουργό τους, αλλά και μεταξύ τους.
Όπως σημειώνει ο π. Νικόλαος, ο Μάξιμος εντάσσει στο αναφερθέν θεοποιητικό γίγνεσθαι σύμπασα την κτίση. Όπως ειπωθηκε στο 2ο μέρος αυτής της παρουσίασης, ο κόσμος ανακεφαλαιώνεται στο πρόσωπο του Χριστού μέσω της ανθρώπινης φύσεως Του. Έτσι ο Θεός εν Χριστώ συνέχει και συνάγει τα αισθητά και τα νοητά ως αιτία τους, αρχή και τέλος τους. Περαιτέρω, όλα αυτά που είναι σε διάσταση, τα κάνει να «συννεύουν» το ένα προς το άλλο, οδηγώντας τα σε «μια ταυτότητα κινήσεως και υπάρξεως αδιάφθορον και ασύγχυτον». (σελ. 241) Δια του Χριστού πραγματοποιείται δηλαδή μια  ασύγχυτη και αδιαίρετη ενότητα φύσεων, μία «αδιάλυτος σχέσις των όντων» που συνιστά ταυτόχρονα γίγνεσθαι προς τον Θεό. [το να κοινωνούν τα όντα μεταξύ τους, σημαίνει να κοινωνούν με τον Θεό διότι η μεταξύ τους κοινωνία επέρχεται μόνο δια της κοινωνίας τους με τον Χριστό] Μόνον ο Θεός μπορεί να είναι «η αιτία της ολότητος, καθ’ ην η τε ολότης αυτή και τα της ολότητος μέρη φαίνεσθαι τε και είναι πέφυκεν» (σελ. 242)
Στον πλαίσιο του κτιστού όντος [και δη στον μεταπτωτικό κόσμο] η κίνηση είναι «αλλοιωτική» και οδηγεί στην φθορά. Τέλος στην κίνηση αυτή δίδεται με την παρουσία της «απεράντου στάσεως», την τελική δηλαδή σύναψη της φύσεως που κινείται κατά τον λόγον της με την έσχατη Πρόνοια ττου Θεού για το κτιστό, οπότε «η φύση εν τω Θεώ γινομένη … στάσιν αεικίνητον έξει και στάσιμον ταυτοκινησίαν περί το ταυτόν και έν και μόνον αϊδίως γινομένη». (σελ. 242) Όπως σημειώνει ο π. Νικόλαος, η έσχατη ολοκλήρωση του κατά φύσιν τρόπου υπάρξεως των όντων είναι η πληρότητα της κοινωνίας τους εν Θεώ∙ σε αυτό το σημείο ο πιστός έχει καταστήσει, θα λέγαμε, τον Θεό «ποιότητα» και «γνώρισμα» κατά χάριν της υπάρξεώς του, λέγει τολμηρά ο Μάξιμος. Θεώνεται «στάσιν αεικίνητον λαβών, απέραντον των θείων απόλαυσιν, και κίνησιν στάσιμον την επ’ αυτοίς ακόρεστον όρεξιν». (σελ. 242) Η θέωση ως κοινωνία Θεού και ανθρώπου χαρακτηρίζεται από αεικίνητο στάσιν και στάσιμη αυτοκινησία, όπου στην πρώτη μεν υπονοείται η ανάπαυση στο υπέρτατο ον, ενώ στην δεύτερη η διηνεκής απόλαυση του Θεού. Υπάρχει λοιπόν και στην κατάσταση της θέωσης ένα γίγνεσθαι, αλλά ένα μεταμορφωμένο θεωμένο γίγνεσθαι, το οποίο τηρεί την κοινωνία Θεού και ανθρώπου ζωντανή. (σελ. 243) Η εσχατολογική αυτή κοινωνία κινεί το γίγνεσθαι προς μία όλο και μεγαλύτερη εμβάθυνση και άπειρη πληρότητα [από δόξης εις δόξαν]
Το τέλος των όντων καλείται από τον Μάξιμο «αλήθεια». Τα όντα κινούνται προς την αλήθεια «συνελκόμενα» προς αυτήν «γενικώ τινι λόγω». Σύμφωνα με τον Μάξιμο, μετά την πτώση το νόημα και η αλήθεια των όντων κρύβονται στο τέλος τους, με άλλα λόγια, στον Χριστό, ο οποίος έλκει τους πάντες προς τον εαυτόν Του, προς την αλήθεια Του. Όπως επισημαίνει ο π. Νικόλαος, για να ευοδωθεί το προσωπικό γίγνεσθαι προς την αλήθεια του αρχιερέα Χριστού, πρέπει η κίνηση της εκστατικής αγάπης να ενσωματωθεί στο ευχαριστιακό γίγνεσθαι της Εκκλησίας, καθώς η θεία Ευχαριστία είναι η μόνη, η οποία οντολογικά [πραγματικά] ενσωματώνει τον πιστό στο κυριακό σώμα και στην κοινωνία με τον Θεό. Η Ευχαριστία είναι επομένως οντολογική προϋπόθεση κάθε ιδιαίτερου προσωπικού γίγνεσθαι, ώστε αυτό να οδηγήσει σε κοινωνία με τον Θεό. (σελ. 247)
Με το τρίτο αυτό μέρος ολοκληρώθηκε η παρουσίασή μας της διατριβής του π. Νικολάου σχετικά με τους λόγους των όντων. Επ' ουδενί όμως ολοκληρώθηκε η φιλοσοφική ενασχόλησή μας με αυτό το κρίσιμο θέμα, και εννοώ φιλοσοφικά κρίσιμο θέμα. Η διδασκαλία του Μάξιμου για τους λόγους των όντων μοιάζει να αποτελεί μια «ξεχασμένη φιλοσοφία» της Ορθοδοξίας, η οποία, καιρός είναι, να έρθει στο φως. Δεσμευόμεθα να επανέλθουμε στο θέμα μετά από ενδελεχέστερη κατευθείαν εξέταση των κειμένων του αγίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου