Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Η έννοια της μεσότητας στον Αριστοτέλη και την Πατερική Παράδοση Πατέρες τής Εκκλησίας διάβαζαν Αριστοτέλη Απόστολος Β. Νικολαΐδης, Καθηγητής της Κοινωνιολογίας της Θρησκείας και της Κοινωνικής Ηθικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών


Πηγή: Πρακτικά διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου: «Αριστοτέλης και Χριστιανισμός». 24 - 25 Νοεμβρίου 2016. Συνεδρία 3η. © Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κοσμητεία Θεολογικής Σχολής.

Τον Αριστοτέλη δεν διάβασαν μόνο Άραβες και σχολαστικοί της Δύσης αλλά και οι ανατολικοί πατέρες της Εκκλησίας που τον εξέλαβαν ως προ Χριστού χριστιανό. Έτσι ήταν φυσικό να υπάρχουν επιδράσεις κυρίως στα θέματα της Ηθικής, ιδιαίτερα δε στην εννοιολόγηση και τη χρήση της έννοιας της μεσότητας, χρησιμοποιώντας είτε τον ίδιο όρο είτε συνώνυμά της όπως συμμετρία, μέτρον, βασιλική οδός κ.α.
Αυτό ήταν αδύνατο να μη συμβεί από τη στιγμή μάλιστα που η μεσότητα αποτελεί το κέντρο αναφοράς όχι μόνο της αριστοτελικής αλλά και της Χριστιανικής Ηθικής – θα έλεγα της εκκλησιαστικής ζωής γενικότερα. Πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε ότι αυτές οι επιδράσεις εντάσσονται στη λογική της επιλεκτικής και αποσπασματικής πρόσληψης και χρήσης του υλικού για την καλύτερη και αποτελεσματικότερη διατύπωση των θεολογικών και ηθικών χριστιανικών αληθειών, αφού τόσο τα κριτήρια όσο και οι σκοπιμότητες είναι διαφορετικά από εκείνα του Αριστοτέλη.
Στα χρονικά όρια αυτής της εισήγησης θα προηγηθούν ελάχιστα επιγραμματικά για την έννοια της μεσότητας στον Αριστοτέλη και θα ακολουθήσει μια εκτενέστερη αναφορά για το πως κατανοείται και χρησιμοποιείται η μεσότητα στην πατερική παράδοση.
Κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να είναι κατά τον Αριστοτέλη ελλειπτική, υπερβολική η μεσαία. Η υπερβολή και η έλλειψη ως άκρα χαρακτηρίζονται κακίες, ενώ το μέσο αρετή. Η μεν υπερβολή αξιολογείται ως ελαττωματική, η έλλειψη ως αφορμή κατάκρισης και η μεσότητα ως αφορμή επαίνου, επειδή ευκολότερα κάποιος ακολουθεί την κακία και δυσκολότερα την αρετή1.
Η μεσότητα συνιστά είδος, περιεχόμενο και σκοπό της αρετής. Η μεσότητα αποτελεί το εξ αιτίας ενώ η αρετή την αιτία2. Με τη μεσότητα ενεργοποιείται η δυνατότητα της αποδοχής ή της απόρριψης όποιου και όπως πρέπει3. Είναι δηλαδή η λυδία λίθος για να κρίνουμε αν μια πράξη είναι ορθή ή λαθεμένη. Επομένως ταυτίζεται με την αλήθεια.
Ο Αριστοτέλης βέβαια δεν ταυτίζει όλες τις μεσότητες με την αρετή ούτε όλα τα άκρα με την κακία. Η εγκράτεια π.χ. δεν είναι αρετή αλλά κάτι ανάμικτο, επειδή σχετίζεται με πάθη και ηδονές και δεν συνιστά έξη4.
Όταν η αρετή κατορθώνει το άριστο τότε είναι ακρότητα5. Ακρότητα και αρετή ταυτίζονται γιατί η ακρότητα δεν επιδέχεται υπερβολή ή έλλειψη6. Η μεσότητα μπορεί να κατανοηθεί αριθμητικά, όταν το μέσο απέχει ισόποσα από τα δύο άκρα, κυρίως όμως, και αυτό ενδιαφέρει την Ηθική, αναλογικά. Στην περίπτωση αυτή η μεσότητα δεν βρίσκεται αναγκαστικά στο μέσο αλλά κάπου ενδιάμεσα του ούτε υπερβολικού ούτε και του ελλειπτικού7. Διαφορετική π.χ. είναι η ποσότητα φαγητού για έναν που γυμνάζεται χρόνια και διαφορετική για έναν αρχάριο8.
Υπάρχουν δε και περιπτώσεις που το μέσο απέχει πολύ περισσότερο από τα άκρα από όσο τα άκρα μεταξύ τους9, όπως υπάρχουν και περιπτώσεις που η μεσότητα κινείται μεταξύ της ένδειας του αναγκαίου (πένητες) και της ένδειας του περιττού (πλούσιοι)10.
Με τον ίδιο τρόπο αναζητεί τη μεσότητα ο Αριστοτέλης σε όλα σχεδόν τα επίπεδα της ζωής, στην ψυχή, στη γνώση, στην υγεία, στη συμπεριφορά, στην πολιτική, στην κίνηση, στην ενότητα γνώσης και δράσης. Οι υπερβολές του ψυχρού και θερμού για παράδειγμα είναι οι αιτίες των νόσων και της φθοράς11. Το ίδιο συμβαίνει και με το ανθρώπινο σώμα αλλά και με μια οργανωμένη κοινωνία. Αυτό εκφράζει και ο Πλάτων όταν αντιμετώπιζε το μέτρο ως την αιτία σχηματισμού του ωραίου και αγαθού, του νόμου και της τάξης, της αρμονίας και της χαράς12. Και προχωρούμε στην πατερική παράδοση.
Χωρίς καμιά αμφιβολία η μεσότητα είναι «πανταχού καλόν», γράφει ο Χρυσόστομος,13 και γι’ αυτό το λόγο «πανταχού μέτρα δει είναι»14. O ίδιος σημειώνει πως παντού το μεν σύμμετρο είναι ποθεινό ενώ το άμετρο πουθενά15.
Οι Πατέρες χρησιμοποιούν καταρχήν τον όρο μεσότητα για να αποδώσουν ουσία και ενέργειες του Θεού. Ο Μάξιμος ο Ομολογητής από τη μια πλευρά τονίζει ότι στο Θεό δεν υπάρχει «ούτε αρχή, ούτε μεσότης, ούτε τέλος», εννοώντας την ουσία, και από την άλλη ότι «αρχή τών όντων και μεσότης και τέλος εστιν ο Θεός»16, εννοώντας τις ενέργειές του. Ο δε Μάρκος ο Ασκητής χρησιμοποιεί τον όρο για να δηλώσει ότι «Θεόν οίδαμεν παντός αγαθού αίτιον και αρχήν και μεσότητα και τέλος»17. Αλλά και ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος χρησιμοποιεί τον όρο για να αποδείξει ότι ο Χριστός είναι τα πάντα τοις πάσι: «Απαρχή Χριστός, μεσότης και τελειότης»18.
Τη μεσότητα με την έννοια του ενδιάμεσου χρησιμοποιεί ο Ησαΐας ο Αναχωρητής όταν χαρακτηρίζει το νου ως μεσότητα, επειδή βρίσκεται μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού19.
Στο χώρο της Ηθικής έκδηλη είναι η ταύτιση της αρετής με τη μεσότητα και των άκρων με την κακία: «Η αρετή μεσότης», γράφει ο Ιππόλυτος20. Ο δε Μ. Βασίλειος αφού χαρακτηρίζει την αρετή ως μεσότητα και συμμετρία αξιολογεί τις ελλείψεις και τις υπερβολές ως αμετρία και αίσχος: «Μεσότης γαρ και συμμετρία τις η αρετή, αι δε εφ’ εκάτερα την αρετήν εκβαίνουσαι υπερβολαί και ελλείψεις, αμετρία και αίσχος… Ουκούν κάλλος μεν ψυχής, το κατ’ αρετήν σύμμετρον, αίσχος δε, αι από κακίας εγγινόμεναι αμετρίαι»21. Γι’ αυτό και προτρέπει ο λογισμός του ανθρώπου πρέπει να ρέπει στο μέσον της αρετής και όχι στην υπερβολή και την έλλειψη22. Το ίδιο σχήμα επαναλαμβάνει και ο Γρηγόριος Νύσσης: «πάσης αρετής εν μεσότητι θεωρουμένης η επί τα προκείμενα παρεκτροπή κακία εστίν»23, και «πάσα αρετή δύο κακών εστι μέση, τής τε ελλείψεως τού καλού και τής υπερεκπτώσεως… τής δε καθ’ εκάτερον αμετρίας το μέσον αρετήν ονομάζουσιν»24.
Εντυπωσιάζει η αναφορά του Γρηγορίου Σιναΐτη στις ίδιες με εκείνες του Αριστοτέλη αρετές τις οποίες χαρακτηρίζει «μέσες»: την ανδρεία, τη φρόνηση, τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη, από τις οποίες προκύπτουν τέσσερις ελλείψεις και τέσσερις υπερβολές: Από την ανδρεία η θρασύτητα και η δειλία, από τη φρόνηση η πονηρία και η άγνοια, από τη σωφροσύνη η ακολασία και η ηλιθιότητα και από τη δικαιοσύνη η πλεονεξία και η μειονεξία (αδικία)25. Κατά τον Πέτρο Δαμασκηνό, η φρόνηση είναι η μεσότητα μεταξύ υπερ-φροσύνης και αφροσύνης26.
Από τα δύο άκρα η μεν έλλειψη αξιολογείται από τους πατέρες ως επιδεκτική διόρθωσης, σε αντίθεση προς την υπερβολή που αδυνατεί να οδηγήσει στη μεσότητα και γι’ αυτό το λόγο χαρακτηρίζεται ως δαιμονιώδης: «τα υπέρμετρα πάντα τών δαιμόνων εισίν», καθώς γράφει ο αββάς Ποιμήν27.
Στην πρώτη περίπτωση οι συνέπειες της έλλειψης γίνονται ευκολότερα αισθητές και η ανάγκη για την αποκατάσταση της μεσότητας συνειδητοποιείται καλύτερα, σε αντίθεση προς την υπερβολή που οδηγεί στην αυτοδικαίωση και τον εωσφορισμό. Ο Εφραίμ ο Σύρος αφού αντικαθιστά τις έννοιες έλλειψη και υπερβολή με τους όρους «εξ αριστερών» και «εκ δεξιών» επιμένει ιδιαίτερα στο «εκ δεξιών κλέπτειν», εννοώντας το «κατεργάζεσθαι» «το κακόν δια τού αγαθού»28.
Γενικά στους Πατέρες ισχύει ότι «το καλόν ουκ έστι καλόν, όταν ου καλώς γένηται»29. Ο Βασίλειος Αγκύρας χαρακτηρίζει την υπερβολική εγκράτεια ως «αλογώτατη»30, για να συμπληρώσει ο Μ. Βασίλειος ότι κανείς δεν έχει δικαίωμα να αχρηστεύει το σώμα του ούτε με την ένδεια ούτε με την απραξία ούτε με την παραμέλησή του31.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος προτρέπει «μη γίνου δίκαιος πολύ», που σημαίνει ότι η υπερβολή μπορεί να καταστήσει τη δικαιοσύνη κακία. Και συνεχίζει: Τι νόημα έχει το νομιμότερο του νόμου, το λαμπρότερο του φωτός, ή το ευθύτερο του κανόνα ή υψηλότερο της εντολής32. Όποιος επιθυμεί τα περισσότερα, γράφει ο Χρυσόστομος, εκπίπτει από όλα33.
Αυτή η αναφορά στα δεξιά και αριστερά άκρα είναι ήδη γνωστή από την εποχή του Παροιμιαστή: «Μη εκκλίνης εις τα δεξιά, μηδέ εις τα αριστερά»34, το ίδιο γνωστή στην Παλαιά Διαθήκη είναι και η αναφορά στη βασιλική οδό: «οδώ βασιλική πορεύου»35. Την ανάγκη αποφυγής των άκρων υπογραμμίζει και ο Μ. Βασίλειος, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος η αρετή να λογίζεται ως πονηρία και η πονηρία ως αρετή36. Ο δε Πέτρος ο Δαμασκηνός σημειώνει πως και τα δύο άκρα οδηγούν στο ίδιο αρνητικό αποτέλεσμα: Τόσο το πλήθος των τροφών όσο και η εκτεταμένη νηστεία και άσκηση οδηγούν το ίδιο στη θόλωση της διάνοιας37 .
Η ταύτιση της μεσότητας με την αλήθεια είναι έκδηλη στα λόγια του Γρηγορίου του Θεολόγου: «μεσότητα όταν είπω, την αλήθειαν λέγω, προς ην βλέπειν καλώς έχομεν μόνην»38. O ίδιος χαρακτηρίζει την αλήθεια του Χριστού ως αλήθεια του ορθού μέτρου, ενώ την αίρεση ως αμετρία39.
Τον τρόπο και την πορεία προς τα άκρα αλλά και προς τη μεσότητα εξηγεί ο αββάς Δωρόθεος: Το κακό και η εμπάθεια είναι συνέπειες της εγκατάλειψης της βασιλικής οδού που λόγω της εγκατάλειψης εκδικούνται την ψυχή. Ό,τι συμβαίνει με το σκώληκα και το ξύλο, τη σκουριά και το χαλκό, τη φωτιά και το ξύλο, το σκόρο και το ένδυμα, την ασθένεια και το σώμα. Η κακία λοιπόν είναι μια ασθένεια της ψυχής που απομονώνει την υγεία, αποδιώκει δηλαδή την αρετή που είναι η μεσότητα. Έτσι η ανδρεία είναι η μεσότητα της δειλίας και της θρασύτητας, ο σεβασμός της αισχύνης και της αναίδειας, η ταπεινοφροσύνη της υπερηφάνιας και της ανθρωπαρέσκειας. Χρειάζεται δε μεγάλη ετοιμότητα αλλά και συνεχής έλεγχος για να μην υπάρχουν αποκλίσεις προς τα δεξιά η τα αριστερά, την υπερβολή, την έλλειψη, όπου φωλιάζει η κακία40. Η μεσότητα είναι αναγκαία για τη γνώση της εσωτερικής κατάστασης του ανθρώπου, η δε άγνοια του μέτρου είναι η βασική αιτία εσωτερικής ταραχής και έλλειψης πνευματικής προκοπής, που γεννιούνται από την αγνωσία και την υπερηφάνεια41.
Το ίδιο ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά σε ακρότητες των αρετών και ακρότητες των κακιών. Ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης π.χ. αναφέρεται σε διαβαθμίσεις του καλού με όρους όπως «πάγκαλον» ή «υπέρκαλον» ή «υπερούσιον καλόν»42. «Καλόν ο γάμος, κρείσσων η παρθενία», υπογραμμίζει ο Χρυσόστομος43. O δε Γρηγόριος ο Σιναΐτης σημειώνει πως «εισίν αρεταί και εισίν αρετών μείζους, ως περιεκτικαί και συνεκτικαί τών πλειόνων ή και πάντων, ως η θεία αγάπη και η ταπείνωσις και η θεία υπομονή»44
Ο ορθός λόγος αποτελεί μεν κριτήριο ανεύρεσης της μεσότητας όχι όμως το μοναδικό. Η αρετή, δηλαδή η μεσότητα, γράφει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, είναι «σύμφωνος τω λόγω περί όλον τον βίον»45. Αναφερόμενος ο Μ. Βασίλειος στη λειτουργία του θυμού σημειώνει πως όταν συνεργάζεται με τη λογική ενεργεί όταν πρέπει και όπως πρέπει, όπως το φάρμακο, ενώ όταν ενεργεί αντίθετα προς τη λογική γίνεται μανιώδης και καταλήγει στην αμαρτία46. Στην πατερική θεολογία είναι δυνατό ο ορθός λόγος αντί για τη μεσότητα να οδηγεί στα άκρα. Θα τον ονομάζαμε υποκειμενικό λόγο ή αμαρτητικό λόγο που υποτάσσεται στα πάθη και ρέπει προς τις κακίες. Ασφαλής δρόμος προς την ανεύρεση της μεσότητας, δηλαδή της αλήθειας, είναι το άγιο Πνεύμα47.
Καθοριστικό ρόλο στην ανεύρεση της μεσότητας παίζει η διάκριση που αξιολογείται ως «μείζων πασών τών αρετών»48. Χωρίς τη διάκριση «ουκ εισί τα γινόμενα καλά, αν μη γινώσκοντας δοκούμεν ότι καλά εισιν»49 Αυτά που φαίνονται καλά δεν είναι εξαιτίας του «παρά καιρόν», «παρά το δέον», «παρ’ αξίαν»50.
Η χρήση της αναλογικότητας στην ανεύρεση της μεσότητας αποτελεί για τους πατέρες όπως και για τον Αριστοτέλη την ασφαλέστερη μέθοδο, γιατί έτσι απομονώνονται οι κίνδυνοι του απόλυτου, του αντικειμενικού και του καθολικού, καθώς γράφει και ο Γεώργιος Μαντζαρίδης51, ενώ δεν υποτάσσεται ο άνθρωπος στην Ηθική αλλά η Ηθική στον άνθρωπο. Έτσι η μεσότητα δεν αναζητείται στα ίδια τα πράγματα αλλά στον τρόπο που ο άνθρωπος τα χρησιμοποιεί. Ως προς την εγκράτεια π.χ. άλλο είναι το μέτρο για τους υγιείς και άλλο για τους ασθενείς52.
Άλλα πράγματα είναι από τη φύση τους καλά και άλλα κακά, υπογραμμίζει ο Χρυσόστομος, και άλλα ούτε καλά ούτε κακά αλλά βρίσκονται στο μέσο και εξαρτώνται από την προαίρεση, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τον πλούτο και την πενία: «Μη τοίνυν κατηγορώμεν πλούτου, μηδέ κακίζωμεν πενίαν, απλώς, αλλά τους εθέλοντας τούτοις χρήσθαι καλώς. Αυτά γαρ τα πράγματα εν μέσω κείται»53. Επομένως μια αρετή είναι μεσότητα όταν είναι εκούσια54. H πτωχεία π.χ. είναι αρετή όταν γίνεται εκ προαιρέσεως, καθώς σημειώνει ο Μ. Βασίλειος55.
Στο ασυμβίβαστο αγαθού και κακού αναφέρεται ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός: Αγαθό και πονηρό είναι δύο πράγματα αντίθετα που το ένα φθείρει το άλλο. Επομένως δεν μπορούν να συνυπάρχουν. Γιατί το κακό δεν μπορεί να είναι κακό αν είναι αγαθό και το αγαθό δεν μπορεί να είναι αγαθό αν είναι κακό56. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για ακρότητες της αρετής και ακρότητες της κακίας. Έναν πίνακα από τέτοιες αντιθέσεις αρετών και παθών παραθέτει ο Μάρκος ο Ασκητής για να αποδείξει ότι η αρετή είναι «αμαρτίας αποχή»57. Οι αρετές εδώ δεν είναι μεσότητες που προκύπτουν ως ενδιάμεσες μεταξύ έλλειψης και υπερβολής, αλλά είναι αγαθές καθεαυτές, αυτοαξίες.
Με όρους μεσότητας εξισορροπεί ο Μ. Βασίλειος τη σχέση ψυχής και σώματος, πνευματικών και υλικών αναγκών λέγοντας πως «ο τού ετέρου πλεονασμός αναγκαίαν ποιεί την ελάττωσιν τού ετέρου»58. Είναι επομένως πολύ σημαντική η μη απόκλιση από τη βασιλική οδό προς τα δεξιά και τα αριστερά59.
Αναφερόμενος δε στο κάλλος της ψυχής επισημαίνει ότι αυτό εξαρτάται από «την συμμετρίαν και την αρμονίαν τών τής ψυχής θεωρημάτων»60.
Η μεσότητα δεν χαρακτηρίζει μόνο τη σκέψη και το ήθος αλλά και την καθημερινή πράξη. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφερόμενος στους επικήδειους λόγους υπογραμμίζει ότι δεν πρέπει να παρεκκλίνει ούτε προς τον υπερβολικό θρήνο ούτε προς τον άμετρο και άπρεπο έπαινο61. Ο Μ. Βασίλειος προτιμά τον μέτριο τόνο της φωνής κατά τις συζητήσεις αντί της υπερβολικής χαμηλότητας και της μεγάλης έντασης62. O Διάδοχος Φωτικής αναφέρεται στις μεσότητες «εύκαιρη σιωπή» και την «έλλογη ομιλία» αντί των άκρων της πολυλογίας και της άκαιρης σιωπής63. Ο ίδιος αναφέρεται και στη μεσότητα του χαροποιού πένθους για να σημειώσει ότι η υπερβολική λύπη καταλήγει στην απελπισία και την απιστία, ενώ η υπερβολική χαρά στην οίηση64.
Ως προς τις ανάγκες του σώματος η μεσότητα βρίσκεται στο αναγκαίο με τα περιττά να χαρακτηρίζονται «ακοσμία»: «Μέτρον κτήσεως εστίν η χρεία τού σώματος, το δε ταύτην υπερβαίνον, ακοσμία λοιπόν, και ουκέτι χρεία εστίν»65.
Το ίδιο υποστηρίζεται από το σύνολο των ασκητών πατέρων.
Θα μπορούσα, αν είχα το χρόνο, να συμπεριλάβω στην εισήγησή μου και αναφορές στην επίδραση του Αριστοτέλη όχι μόνο στη Θεολογία και την Ηθική αλλά και στην εκκλησιαστική ζωή επικαλούμενος το πλούσιο πατερικό υλικό. Κάτι τέτοιο δεν είναι βέβαια δυνατόν, γι’ αυτό και τελειώνω με τις ευχαριστίες για την υπομονή σας.

Περίληψη
Η μεσότητα αποτελεί το κέντρο αναφοράς τόσο της Θεολογίας όσο και κυρίως του χριστιανικού ήθους. Δεν υπάρχει δε καμιά αμφιβολία ότι αρκετοί Πατέρες της Εκκλησίας όχι μόνο διάβασαν τον Αριστοτέλη αλλά σε μερικά σημεία και τον αντέγραψαν. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι η αναφορά στις ίδιες αρετές-μεσότητες, όπως η ανδρεία, η φρόνηση, η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη.
Μεταξύ των σημείων συνάντησης Πατέρων και Αριστοτέλη είναι η αναφορά στο σχήμα έλλειψη-μεσότητα-υπερβολή, η ταύτιση της μεσότητας με την αρετή και την αλήθεια, η σύνδεση μεσότητας και ορθού λόγου, μεσότητας και εμπειρίας, αλλά και μεσότητας με την προαίρεση, η χρήση ίδιων παραδειγμάτων για την κατανόηση των μεσοτήτων και των άκρων, αλλά και της αναλογικότητας στην κατανόησή της, ο χαρακτηρισμός των άκρων ως κακιών, η αναφορά στην υποκειμενική και αντικειμενική κατανόηση της μεσότητας, σε ακρότητες της μεσότητας και σε ακρότητες της κακίας, αλλά και στις αντιθέσεις των άκρων, όπως και σε αντιθέσεις που προέρχονται από τις υπερβολές και σε αντιθέσεις που προέρχονται από την έλλειψη κ.α.
Είναι ωστόσο αυτονόητο ότι η Πατερική Θεολογία χρησιμοποίησε εν προκειμένω τον Αριστοτέλη, για να δώσει μια άλλη διάσταση και δυναμική στην έννοια της μεσότητας, προσαρμόζοντας το περιεχόμενό της στα δικά της θεολογικά και ηθικά δεδομένα.
Σημειώσεις

1. Ηθικά Νικομάχεια 1106b.
2. Ηθικά Ευδήμεια 1227b.
3. Ηθικά Νικομάχεια 1126b.
4. Ηθικά Νικομάχεια 1128b.
5. Ηθικά Νικομάχεια 1107a.
6. Ηθικά Νικομάχεια 1107a.
7. Ηθικά Ευδήμεια 1234a.
8. Ηθικά Νικομάχεια 1105b.
9. Ηθικά Ευδήμεια 1234b.
10. Ρητορική 1372b.
11. Φυσικά προβλήματα 862b 10 εξ.
12. Πλάτων, Φίληβος 65a/ Τίμαιος 87c.
13. Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις Γέν. 11,1, PG 53,91.
14. Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις Κολ. 11,2, PG 62, 376.
15. Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις Πράξ. 16,4, PG 60, 133.Βλ. και Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εις Ψαλμ. 7,7, PG 29, 244d- 245a.
16. ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Περί Θεολογίας κεφάλαια εκατοντάς πρώτη 2, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Β΄, Σ. 52 και στο ίδιο 10, σ. 53.
17. ΜΑΡΚΟΥ ΑΣΚΗΤΟΥ, Περί νόμου πνευματικού 1, PG 65, 905a.
18. ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κεφάλαια Πρακτικά και θεολογικά 1, SC 51, 80.
19. ΗΣΑΪΟΥ ΑΝΑΧΩΡΗΤΟΥ, Περί τηρήσεως του νοός 9, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Α΄, σ. 31.
20. ΙΠΠΟΛΥΤΟΥ, Εις Παροιμ. 16, ΒΕΠ 6, 177.
21. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εις Ησαΐαν 174, PG 30, 409c.
22. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εις Ψαλμ. 7,7, PG 29 244d.
23. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Περί παρθενίας 7, PG 46, 353bc.
24. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Εις τον βίον Μωυσέως 2, PG 44, 420a. Περί παρθενίας 7, PG 46, 353bc.
25. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κεφάλαια πάνυ ωφέλιμα 83, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Δ΄, σ. 43.
26. ΠΕΤΡΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Περί των τεσσάρων αρετών της ψυχής, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Γ΄, σ. 26.
27. Το Γεροντικόν, εκδ. ΑΣΤΗΡ, Αθήναι 1970, σ. 97ρκθ΄.
28. ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ, Ευεργετινός Δ΄, σ. 50,2.
29. ΠΕΤΡΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Προοίμιον, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Γ΄, σ. 16.
30. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΑΓΚΥΡΑΣ, Περί της εν παρθενία… 11, 30, 692a.
31. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εις Ης. 32, PG 30, 185a.
32. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΛΒ΄, 6-7, PG 36, 180d-181b.
33. Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ότε Σατορνίνος… 3, PG 52, 416- 417.
34. Παρ. 4,27.
35. Αριθμ. 20,17.
36. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εις Ησ. 5, 174, PG 30, 409c.
37. ΠΕΤΡΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Προοίμιον, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Γ΄, σ. 16.
38. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος Κ΄, 5-6, PG 35, 1072a-d.
39. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Θεολογικός Ε΄, Περί του αγίου Πνεύματος PG 36, 154b.
40. Αββά ΔΩΡΟΘΕΟΥ, Διδασκαλία 10, PG 88, 1728a.
41. Αββά ΔΩΡΟΘΕΟΥ, Διδασκαλία 13,7, PG 88, 1764d-1765a.
42. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περί θείων ονομάτων, PG 3, 701- 704.
43. Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ομιλ. 3, 3, PG 48, 539.
44. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κεφάλαια πάνυ ωφέλιμα 84, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Δ΄, σ. 44.
45. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ, Παιδαγωγός 1, 13, ΒΕΠΕΣ 7, 127.
46. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Κατά οργιζομένων 6, PG 31, 368a.
47. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 12, 1, PG 35, 844a.
48. Ι. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Λόγος ψυχωφελής, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Β΄, σ. 237.
49. ΠΕΤΡΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Προοίμιον, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Γ΄, σ. 7.
50. ΠΕΤΡΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Προοίμιον, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Γ΄, σ. 12.
51. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ, Αριστοτελική Ηθική και Χριστιανισμός, σ. 166 εξ.
52. ΑΝΤΙΟΧΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, Μέλισσα, PG 136, 1128b.
53. Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Περί τού μη δημοσιεύειν… 2-3, PG 51, 355- 356.
54. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ, Στρωματείς 4,6, PG 7, 1249b.
55. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εις Ψαλμ. 33,5, PG 29, 361a.
56. Ι. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 4, 93, PG 94, 1193d εξ.
57. ΜΑΡΚΟΥ ΑΣΚΗΤΟΥ, Περί των οιομένων εξ έργων… 25, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Α΄, σ. 111.
58. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εις το «Πρόσεχε σεαυτώ» 3, PG 31, 204c.
59. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εις το «Πρόσεχε σεαυτώ» 4, PG 31, 205c.
60. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εις ΚΘ΄ Ψαλμ. 4,6, PG 29, 317a.
61. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος Ζ΄, 1, PG 35, 756ab.
62. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Επιστ. Γρηγορίω εταίρω 5, PG 32, 229c.
63. ΔΙΑΔΟΧΟΥ ΦΩΤΙΚΗΣ, Τα εκατόν γνωστικά κεφάλαια, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Α΄, σ. 154.
64. Στο ίδιο, σ. 152.
65. ΨΕΥΔΟΝΕΙΛΟΥ, Λόγος ασκητικός 67-68, PG 79, 801b.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου