Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Ηθική και Ηθικισμός Η Ηθική του Ορθόδοξου βιώματος Βασίλης Μπακούρος


Όλη η Ορθόδοξη ηθική με δυο λόγια: «Όποιος αγαπάει είναι κατά αριστοτελική λογική αναγκαιότητα ενάρετος και συνακόλουθα σώζεται!»
Πηγή: Περιοδικό "Τρίτο Μάτι" Νο 140, Απρίλιος 2006, σελ. 58-62.
Μόνο ο ενάρετος μπορεί να είναι ευτυχισμένος! Καμία αρετή δεν είναι κληρονομική και αυθύπαρκτη. Όλες είναι αποτέλεσμα διδασκαλίας και εξάσκησης! Δεν είναι ο ηθικός που πράττει ενάρετες πράξεις. Όποιος πράττει ενάρετες πράξεις είναι ηθικός Αρετή, τελικά, είναι η έξη εκείνη που βοηθά τον εκάστοτε άνθρωπο να πραγματώσει το δικό του έργο («αφ' ης ευ το εαυτού έργον αποδώσει»). Γι' αυτά και μόνο τα λόγια του Αριστοτέλη δικαιούται κάθε Έλληνας να νιώθει περήφανος...
Σ' αυτή την Ηθική βασίστηκε η ηθική της Ορθοδοξίας. Όλες οι άλλες πήγες παράγουν ηθικισμό!

Η μελέτη αυτή δεν θα ασχοληθεί με την καταγραφή των ηθικών κανόνων και κυρίως των απαγορεύσεων στις οποίες υπόκειται ο ορθόδοξος. Αυτές οι απαγορεύσεις/οριοθετήσεις προκύπτουν από ένα σύστημα αρχών, κατά βάσει φιλοσοφικού χαρακτήρα, το οποίο όμως στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού περιέπεσε σε λήθη, για λόγους που θα αναδειχθούν παρακάτω. Η ορθόδοξη ηθική έτσι, σταδιακά εγκλωβίστηκε και κατέληξε σε ένα φορμαλιστικό τυπολατρικό σχήμα, που δημιουργούσε αντιστοίχως βίωμα καθηκοντολογικό, χαρακτηριστικό του ανδράποδου και όχι του ορθόδοξου πιστού...
1. Η αριστοτελική κληρονομιά της ορθόδοξης ηθικής
 Αναφερθήκαμε στο ελληνικό φιλοσοφικό υπόβαθρο της ορθόδοξης ηθικής. Πρόκειται για μία μάλλον φυσιολογική καταγωγή, αφού οι Έλληνες Πατέρες κυρίως οι Καππαδόκες είχαν εντρυφήσει στην αρχαιοελληνική σκέψη και, ιδιαιτέρως, στον Αριστοτέλη. Το αξιοσημείωτο ήταν ότι η σχέση αυτή δεν περιοριζόταν στην απλή αναπαραγωγή του αριστοτελικού σκέπτεσθαι, αλλά αφορούσε τον λογικό τρόπο οργάνωσης και σύλληψης του εαυτού τους, του Κόσμου, αλλά και του χριστιανικού Θεού. Πλήθος όρων π.χ.: δύναμις (δυνατότητα), τέλος (σκοπός), προς ημάς (υποκειμενικά) κατ' αυτό το πράγμα (αντικειμενικά) κ.ά., και μαζί με αυτούς τους όρους τα εννοιολογικά τους φορτία διαμορφώνουν ένα οργανωμένο σύστημα σύλληψης ειδικά του Θεού.
Ασφαλώς  οι  Πατέρες προσεγγίζουν  τον Αριστοτέλη κριτικά. Ωστόσο, το φιλοσοφικό του όργανο ήταν πρόσφορο ως τέτοιο, δηλαδή ως όργανο, γιατί είχε εμπειρικό χαρακτήρα και οι Πατέρες επεδίωκαν ακριβώς μία εμπειρική βιωματική γνώση  του  Θεού, και όχι απλώς τη γνωστική Του ενατένιση, όπως για παράδειγμα οι Νεοπλατωνικοί.
Βέβαια, το βίωμα του Θεού για τους Πατέρες είχε προσωποποιηθεί στον Ιησού και περαιτέρω είχε περιγραφεί στα Ευαγγέλια. Επομένως, η αριστοτελική μέθοδος δεν αποκάλυπτε πλέον κάποια φυσική εμπειρία, αλλά ερμήνευε μία υπερφυσική αποκάλυψη, ώστε αυτή να καταστεί κοινό ανθρώπινο βίωμα. Αυτό ήταν το νόημα του αποφθεγματικού παραδείγματος του Μεγάλου Βασιλείου, ότι η Χριστιανική σκέψη συνιστά οίνο νέο σε ασκούς παλαιούς!
Σε επίπεδο ηθικής (φιλοσοφίας), η αριστοτελική σκέψη είχε ήδη κάνει, από τον 4ο αιώνα π.Χ., σημαντικά βήματα και τα συμπεράσματά της ήταν ευρέως αποδεκτά. Συγκεκριμένα, σε δύο κυρίως έργα του - στα «Ηθικά Νικομάχεια» και στα «Πολιτικά» - ο Αριστοτέλης είχε αναζητήσει και είχε προσδιορίσει όχι μόνο τον όρο αρετή, αλλά και αυτή καθεαυτή τη φύση της ηθικής συμπεριφοράς, Σκοπός, βέβαια, του Αριστοτέλη δεν ήταν να περιγράψει μία δεδομένη συμπεριφορά, αλλά να διαμορφώσει και να καταξιώσει ένα κώδικα δεοντολογίας λογικά κατοχυρωμένο. Αυτός ο κώδικας θα αποτελούσε το πλαίσιο αρχών δράσης του πολίτη και όχι γενικά του Ανθρώπου. Δηλαδή στόχος του Αριστοτέλη ήταν μάλλον η κοινωνικοποίηση και όχι, πρωτίστως, ο εξανθρωπισμός.
Αυτή η διαπίστωση δεν μειώνει διόλου την ανθρωπιστικό χαρακτήρα της αριστοτελικής ηθικής. Και τούτο γιατί έδωσε στον ηθικό κώδικα που συστηματοποίησε, αντικειμενική, δηλαδή λογικά προσδιορισμένη, διάσταση.
Ο Άνθρωπος, για τον Αριστοτέλη, οφείλει να ζει με ένα συγκεκριμένο τρόπο: κατά λογική αναγκαιότητα, και όχι επειδή αναπαράγει μιμητικά μία παράδοση ή υποδουλώνεται σε ένα πρότυπο.
Αν και κατεξοχήν ορθολογιστής, ο Φιλόσοφος έδωσε πρώτος στην Ηθική, βιωματική διάσταση και όχι νοησιαρχική. Με άλλα λόγια, η ηθική δεν αποτελεί ιδεολογικό σύστημα (όσο και αν περιγράφεται συχνά με αφηρημένες έννοιες, π.χ. καλοσύνη, κακία, αρετή, κ.λ.π., αλλά τρόπο ζωής.
Ως σκοπός αυτού του τρόπου ζωής. ορίζεται από τον Αριστοτέλη η ευδαιμονία. Στον όρο αυτό, με την προφανή ετυμολογικά θεολογική καταγωγή (ευ-δαίμων = θεός), παρέχεται πλέον νέο εννοιολογικό φορτίο: "Η ευδαιμονία εστί ψυχής ενέργεια τις κατ' αρετήν τελείαν" [: η ευδαιμονία είναι ενέργεια της ψυχής σύμφωνα με τους κανόνες της τέλειας δηλαδή της ολοκληρωμένης αρετής, (Ηθ. Νικ. Α 9,25-26)].
Η ανθρώπινη λοιπόν ευτυχία δεν εξαρτάται πια από την ανεξιχνίαστη βούληση κάποιου κακοποιού η αγαθοποιού δαίμονος, αλλά είναι προϊόν εκείνης της ψυχικής δυναμικής η οποία συμμορφώνεται με την αρετή και μάλιστα την ολοκληρωμένη αρετή. Με άλλα λόγια ο Αριστοτέλης τονίζει ότι ο μη ενάρετος δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος (ευδαίμων)!

2. Τι είναι η αρετή κατά τον Αριστοτέλη
Όπως εύκολα διαπιστώνεται, το μόνο σκοτεινό ερμηνευτικά σημείο αυτής τοποθέτησης, είναι το περιεχόμενο του όρου: αρετή, γεγονός που δεν ξέφυγε από την προσοχή του Αριστοτέλη. Και σ' αυτό επικεντρώθηκε ο προβληματισμός του με τη μορφή συστηματικού λόγου, ο οποίος θεμελίωσε την Ηθική ως φιλοσοφικό κλάδο επιστημονικού χαρακτήρα.
Καταρχάς, ο φιλόσοφος ταυτίζει την αρετή με το αγαθόν, καθώς την αντιδιαστέλλει προς την κακία, η οποία προφανώς ταυτίζεται με το κακόν. Η ταύτιση αυτή δεν λύνει βέβαια τα μεθοδολογικά προβλήματα, γιατί δεν υπάρχει γενική συμφωνία για το τι είναι καλό ή κακό. Έτσι όμως, διευκολύνθηκε η καίρια διάκριση των αρετών για τον Άνθρωπο, ανάμεσα σε διανοητικές και ηθικές αρετές. Η διάκριση των αρετών σε διανοητικές και ηθικές δεν είναι αυθαίρετη. Έγινε με βάση την επισταμένη παρατήρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Α) Διανοητικές αρετές. Σ' αυτές, ο Αριστοτέλης εντάσσει όσες υπηρετούν το αγαθό με όργανο τον Νου π.χ σωφροσύνη). Οι διανοητικές αρετές είναι στη βάση τους φυσικές δεξιότητες και στοχεύουν σε ένα αγαθό, φυσικά προσδιορισμένο.
Β) Ηθικές αρετές είναι εκείνες που πηγάζουν από το Έργο (= Πράξη). Οι ηθικές, όμως, αρετές είναι επίκτητες (αποτέλεσμα "εξάσκησης") και επομένως η σκοποθεσία τους εξαρτάται άμεσα από τον τρόπο πραγμάτωσής τους. Αυτές απαρτίζουν ό,τι καλούμε γενικά ήθος, το οποίο: «...εξ έθους περιγίγνεται όθεν και τούνομα έσχηκε μικρόν παρεκκλίνον από του έθους» [μετ: γεννιέται από το έθος δηλαδή τη συνήθεια από όπου πήρε και το όνομα, το οποίο (ήθος) μικρή διαφορά παρουσιάζει από το έθος (ΗΘ. Νικ. Β1, 1-3)].
Αυτή η θεώρηση προσδίδει εξαρχής στην ηθική του Αριστοτέλη μία πολιτική διάσταση. Ωστόσο, σε αντίθεση με μία ισχυρή παράδοση από τον Όμηρο έως τον Πλάτωνα, η δυνατότητα της αρετής αποσυνδέεται πλέον από την καταγωγή, το κοινωνικό κύρος και την οικονομική επιφάνεια και διευρύνεται ως πιθανότητα επιλογής οποιουδήποτε ανθρώπου!
Το αριστοκρατικό οικοδόμημα αξιών καταρρέει και η ηθική του δήμου-λαού κατοχυρώνεται λογικά. Όλοι μπορούν να γίνουν ενάρετοι, άρα όλοι μπορούν να προσφέρουν ως πολίτες, όταν μετέχουν του αγαθού.


Το υπνοδωμάτιο του Κωνσταντίνου Καβάφη, στην Αλεξάνδρεια. Πάνω από το κρεβάτι τού κορυφαίου ποιητή δεσπόζει το εικονοστάσι. Με δεδομένες τις σεξουαλικές προτιμήσεις του Καβάφη, η ηθικιστική προσέγγιση θα έβλεπε στον συγκεκριμένο χώρο μεγάλες αντιφάσεις. Όμως, η αυθεντική Ηθική δεν βλέπει καμία!
Χωρίς να ακυρώνει το ηθικό βάρος της αρετής με άλλοθι τον αριστοτελικό υποκειμενισμό της μεσότητας, η ορθόδοξη Ηθική στρέφει κυρίως και πρωτίστως την κριτική διάθεση προς τον εαυτό τού καθενός. Άλλωστε, κανείς δεν μπορεί να ξέρει μέσω ποιου δρόμου φτάνει ο καθένας στον Θεό του και μέσω ποιων έργων καταλήγει κάποιος στον Εαυτό του... (Η φωτογραφία προέρχεται από το αρχείο του Λ. Αποσκίτη).
Συνεχίζοντας τον συλλογισμό του ο Αριστοτέλης παρατηρεί: "Εξ' ου και δήλον ότι ουδεμία των ηθικών αρετών φύσει ημίν εγγίγνεται... ούτ' άρα φύσει ούτε παρά φύσιν εγγίγνονται οι αρεταί, αλλά πεφυκόσι μεν ημίν δέξασθαι αυτάς, τελειουμένοις δε δια του έθους" [μετ: από αυτό γίνεται φανερά ότι καμία από τις ηθικές αρετές δεν υπάρχει σ' εμάς από τη φύση... ούτε λοιπόν φυσικά, ούτε αντίθετα με τη φύση υπάρχουν σ' εμάς οι αρετές, αλλά από τη φύση έχουμε τη δυνατότητα να τις δεχτούμε και τις τελειοποιούμε με τον εθισμό (Ηθ. Νικ., ό.π.)].
Αφού ο Αριστοτέλης κατέστησε κοινή τη δυνατότητα μετοχής στο αγαθό, έδωσε στην Ηθική βιωματική διάσταση και την κατέστησε λογικό αποτέλεσμα της ηθικής πράξης και όχι προϋπόθεση της(!), όπως γενικότερα πιστεύεται ακόμη και σήμερα.
Το αντίθετο ισχύει για τις νοητικές αρετές: Ο Αριστοτέλης δηλαδή παρατήρησε ότι για όσα είμαστε (οι άνθρωποι) φυσικά προδιαγεγραμμένοι, κατέχουμε ήδη τις απαιτούμενες δεξιότητες και κατά περίπτωση τις εφαρμόζουμε (π.χ. αισθήσεις).
Οι ηθικές, όμως, αρετές κατοχυρώνονται μόνο με την εφαρμογή και περαιτέρω με την άσκηση (π.χ. φιλανθρωπία).
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι δεν αποκτήσαμε την αίσθηση της ακοής (φυσική αρετή) επειδή ακούσαμε, αλλά λογικά, ήδη κατέχοντας την ακοή μπορέσαμε να ακούσουμε. Αντίθετα όμως, φιλάνθρωποι λογικά γινόμαστε μόνο όσο και όταν εκτελούμε αγαθοεργίες!
Επειδή λοιπόν ακριβώς το ήθος διαπλάθεται και δεν κληροδοτείται, αποκτάται όχι με τη σκέψη ή το ένστικτο (δύο φυσικές διαδικασίες), αλλά με τον εθισμό, δηλαδή μία κατεξοχήν κοινωνική διαδικασία.
Έτσι, τόσο το «αγαθό ένστικτο» (αν υπάρχει), όσο και η "αγαθή ιδέα" (αν επινοηθεί), δεν έχουν ηθικό βάρος για τον Αριστοτέλη, αφού και τα δύο, χωρίς την ηθική πράξη, απομένουν λογικώς αναπόδεικτα.
Οι ενέργειες (πράξεις) συγκροτούν το ήθος μέσω της συν-ήθειας: «...εκ των ομοίων ενεργειών αι έξεις γίνονται. Διό δει τας ενεργείας ποιας αποδιδόναι. Κατά γαρ τας τούτων διαφοράς αχολουθούσιν αι έξεις. Ου μικρόν ουν διαφέρει το ούτως ή ούτως ευθύς εκ νέων εθίζεσθαι, αλλά πάμπολυ, μάλλον δε το παν» [μετ: από τις όμοιες ενέργειες δημιουργούνται οι έξεις. Γι' αυτό πρέπει να προσδίδουμε μία συγκεκριμένη ποιότητα στις ενέργειες μας. Γιατί σύμφωνα με τις διαφορές τους δημιουργούνται oι έξεις. Δεν έχει, λοιπόν μικρή σημασία ο εθισμός με αυτόν ή τον άλλο τρόπο, αλλά μεγάλη, ίσως τη μεγαλύτερη (Ηθ. Νικ. Β 1, 7-8)]!
Η βιωματική διάσταση του ήθους συνεπάγεται και τη συναισθηματική του φόρτιση. Θεμελιωτής και της Ψυχολογίας, ο Αριστοτέλης υπογραμμίζει ότι ο πραγματικά ηθικός άνθρωπος, αυτός δηλαδή που έχει εθιστεί στην ορθοπραξία, χαίρεται να υλοποιεί το αγαθό. Θεωρεί, μάλιστα, λογική απόδειξη της ηθικής ωριμότητας του ανθρώπου τη συναισθηματική του αντίδραση κατά τη βίωση της αρετής: «Σημείον δει ποιείσθαι των έξεων την επιγιγνωμένην ηδονήν ή λύπην τοις έργοις. Ο μεν γαρ απεχόμενος των σωματικών ηδονών και αυτώ τούτω χαίρων σώφρων, ο δ' αχθόμενος ακόλαστος, και ο μεν υπομένων τα δεινά και χαίρων ή μη λυπούμενός γε ανδρείος, ο δε λυπούμενος δειλός. Περί ηδονάς γαρ και λύπας εστίν η ηθική αρετή. Δια μεν γαρ την ηδονήν τα φαύλα πράττομεν, δια δε την λύπην των καλών απεχόμεθα. Διό δει ήχθαί πως ευθύς εκ νέων, ως ο Πλάτων φησίν. ώστε χαίρειν τε και λυπείσθαι οις δει. Η γαρ ορθή παιδεία αύτη εστίν» [Μετ: Απόδειξη ότι έχουν πια διαμορφωθεί οι έξεις, (είναι η) ευχαρίστηση ή η δυσαρέσκεια που συνοδεύει τις πράξεις μας. Αυτός που απέχει από τις σωματικές ηδονές και χαίρεται γι' αυτό, είναι σώφρων, εκείνος που στεναχωριέται (όταν απέχει) είναι ακόλαστος, και αυτός που υπομένει τα δεινά και χαίρεται ή τουλάχιστον δεν λυπάται είναι ανδρείος, ενώ αυτός που λυπάται είναι δειλός. Η ηθική αρετή, λοιπόν, αφορά την ηδονή και τη λύπη. Γιατί, εξαιτίας της ηδονής κάνουμε τα κακά, ενώ εξαιτίας της λύπης απέχουμε από τα καλά. Γι' αυτό, όπως είπε ο Πλάτων, πρέπει, από την παιδική ηλικία, να έχουμε πάρει εκείνη την αγωγή που θα μας κάνει να χαιρόμαστε και να λυπόμαστε με όσα πρέπει. Αυτή, λοιπόν, είναι η ορθή παιδεία (Ηθ. Νικ. Β 3,12)]!
Πριν ο Αριστοτέλης ορίσει το περιεχόμενο του όρου «αρετή, επιχειρεί να καταδείξει την αναγκαιότητα του αγαθού για τον ανθρώπινο βίο. Η λογική τεκμηρίωση της απάντησης στο ερώτημα: «γιατί να πράττει ο άνθρωπος το αγαθό;» είχε ύψιστη σημασία, καθώς και στην αρχαιότητα (αλλά και στις μέρες μας), συχνά ο ενάρετος υφίσταται ποικίλες ταλαιπωρίες και αντί να τιμάται εξουθενώνεται. Αν δεν κατοχυρωνόταν η λογική αναγκαιότητα της αρετής για τη ζωή του ανθρώπου, τότε οποιοσδήποτε προβληματισμός γι' αυτήν θα ήταν ουτοπικός.

Η ηθική αρετή, λοιπόν, είναι ως βιωματική πραγμάτωση απαραίτητη, γιατί καθιστά τον Άνθρωπο ικανό να επιτελέσει το έργο που του έχει αναθέσει η φύση, όποιο και αν είναι αυτό!
Ας θαυμάσουμε τη συλλογιστική εκείνη που, άπαξ στην ιστορία του παγκόσμιου πνεύματος, προσδίδει λογική κατοχύρωση την Ηθική, χωρίς αξιωματικές φληναφολογίες: «Ρητέον ουν ότι πάσα αρετή, ου αν η αρετή, αυτό τε ευ έχον αποτελεί και το έργον αυτού ευ αποδίδωσιν, οίον η του οφθαλμού αρετή τον τε οφθαλμόν σπουδαίον ποιεί και το έργον αυτού. Τη γαρ του οφθαλμού αρετή ευ ορώμεν. Ομοίως η του ίππου αρετή ίππον τε σπουδαίον ποιεί και αγαθόν δραμείν και ενεγκείν επιβάτην και μείναι, τους πολεμίους. Ει δη τούτ' επί πάντων ούτως έχει και η του ανθρώπου αρετή είη αν η έξις αφ' ης αγαθός άνθρωπος γίγνεται και αφ' ης ευ το εαυτού έργον αποδώσει» [Μετ: Πρέπει, λοιπόν, να πούμε ότι κάθε αρετή, (όποιου πράγματος τυχόν είναι αρετή), και το ίδιο το πράγμα το κάνει να φτάσει στην πιο καλή του κατάσταση και το βοηθά να εκτελέσει με τον σωστό τρόπο το έργο του, αυτό που είναι προορισμένο γι' αυτό. Με την αρετή, δηλαδή, του ματιού βλέπουμε καλά. Όμοια και η αρετή του αλόγου και το άλογο κάνει αξιόλογο και ικανό να τρέχει και να μεταφέρει επιβάτη και να αντιμετωπίζει τους εχθρούς. Αν, λοιπόν, σε όλες τις περιπτώσεις έτσι συμβαίνει, και η ανθρώπινη αρετή θα μπορούσε να είναι η έξη εκείνη, από την οποία ο άνθρωπος γίνεται αγαθός και εξαιτίας της οποίας θα υλοποιήσει το έργο του (Ηθ. Νικ. Β 6, 1-4)].
Η αρετή, λοιπόν, είναι απαραίτητη στον άνθρωπο, γιατί μέσω αυτής δικαιώνεται και αυτοπραγματώνεται!

 

Ο Μέγας Αλέξανδρος, ως μαθητής ταυ Αριστοτέλη, ήταν ο πρώτος ηγεμόνας-φιλόσοφoς που συνέλαβε την ιδέα ότι, αν ενάρετος μπορεί να είναι κάθε άνθρωπος και ο καθένας μπορεί να γίνει χρηστός πολίτης, τότε όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και μπορούν να συμμετέχουν ως ίσοι σε ένα βασίλειο, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους...

3. Η ρέουσα, μεταβαλλόμενη και δυναμική Μεσότητα
Αγγίζει, έτσι, ο Αριστοτέλης τον πυρήνα κάθε ηθικού προβληματισμού: το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «αρετή» και, περαιτέρω, το κριτήριο που διακρίνει το ενάρετο από το αχρείο βίωμα. Ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της αρετής, αναδεικνύεται η μεσότητα. Ασφαλώς, ο όρος αυτός αποτελεί την αριστοτελική εκδοχή της κορυφαίας αρχαιο-ελληνικής αξίας: του μέτρου και αρχικά απασχόλησε τον Πλάτωνα. Ο Αριστοτέλης, όμως, τον συστηματοποίησε και τον κατέστησε φιλοσοφικό όρο, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

Καταρχάς, η μεσότητα ως προσδιοριστικό της αρετής έχει υποκειμενικό χαρακτήρα και δεν είναι ίδια, ούτε για όλους τους ανθρώπους, ούτε για όλες τις κοινωνίες, αλλά ούτε και παραμένει αμετάβλητη στον χρόνο ή ανεπηρέαστη από τις ιστορικές συγκυρίες. Ο χαρακτήρας της, επομένως, δεν είναι μόνο υποκειμενικός, αλλά και δυναμικός, καθώς αποβλέπει πάντοτε στο να αποτελεί το σημείο της τέλειας ισορροπίας ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη, τις δύο δηλαδή όψεις του Κακού.
Μέσα στα πλαίσια της Ηθικής, η υπερβολή και η έλλειψη εκπροσωπούν το Κακό, γιατί οδηγούν σε κατάργηση της αυτάρκειας, δηλαδή της ελευθερίας! Αν για παράδειγμα, ένας άνθρωπος ελλείπει σε κάτι, χρήζει συμπλήρωσης, άρα είναι εξαρτημένος. Αν πάλι πλεονάζει σε κάτι, έχει ανάγκη όχι να πάρει, αλλά να «δώσει», έστω και με τη βία, ειδάλλως το πλεόνασμα είναι πλασματικό. Με ένα σχεδόν ψυχαναλυτικό μοντέλο, ο Αριστοτέλης ερμηνεύει, για παράδειγμα, το πάθος της απληστίας του πλούσιου, ως άγχος αυτοεπιβεβαίωσης!
Το γεγονός ότι η μεσότητα είναι ένα μάλλον δύσκολο επίτευγμα, αποτελεί για τον Αριστοτέλη, μία ακόμη ισχυρή απόδειξη ότι είναι η σωστή ηθική επιλογή και ταυτίζεται με την αρετή. Αξιοποιώντας τις πυθαγόρειες αντιλήψεις, θεωρεί ιδιότητα του Κακού την πολλαπλότητα και την ευκολία, ενώ του Καλού τη δυσκολία και τη μοναδικότητα. Δηλαδή, κακό ή σφάλμα μπορούμε να κάνουμε με πολλούς τρόπους, ενώ το Καλό ή το σωστό με έναν!
Ο Αριστοτέλης, ορίζοντας τη μεσότητα ως προσδιοριστικό όρο της αρετής, εισάγει μία παράμετρο που μετατρέπει τον ηθικό προβληματισμό του σε φιλοσοφικό στοχασμό: "Εστίν άρα η αρετή έξις προαιρετική, εν μεσότητι ούσα τη προς ημάς, ωρισμένη λόγω και ω αν ο φρόνιμος ορίσειεν" [μετ: είναι λοιπόν η αρετή συνήθεια προαιρετική, που εκπροσωπεί την υποκειμενική μεσότητα και καθορίζεται από τη λογική και συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη μου, από τη λογική του φρόνιμου ανθρώπου (Ηθ. Νικ., Β 6,14-16)].
Θεωρώντας τη μεσότητα υποκειμενικό προσδιοριστικό παράγοντα της αρετής, ο Αριστοτέλης προσέδωσε σε αυτήν προσωπικό χαρακτήρα. Η ποικιλομορφία, όμως που συνεπάγετο ένας τέτοιος χαρακτήρας, τελικά ακύρωνε το ηθικό βάρος της αρετής, αφού με το άλλοθι του υποκειμενισμού, κάθε στάση ζωής δυνητικά θα μπορούσε να είναι ηθική...

Ωστόσο, η αριστοτελική μεσότητα και, περαιτέρω, η ελληνική ηθική στο σύνολο της υπακούει στον Λόγο, την πλέον ελληνική αξία. Και, μάλιστα, στη λογική του φρόνιμου ανθρώπου, δηλαδή εκείνου του οποίου ο νους κυβερνάται από τη φρόνηση. Για τον Έλληνα, η φρόνηση είναι αποτέλεσμα απόλυτης και συνολικής ισορροπίας ανάμεσα στο σύνολο και στα μέρη. Η λογική, επομένως, που εκπηγάζει από μία τέτοια ισορροπία, καθορίζει και το ενάρετο βίωμα.

Η ηθική έτσι, έχει πια όχι αξιωματικό, αλλά ορθολογιστικό χαρακτήρα, είναι η βίωση της τέλειας αρμονίας ανάμεσα στο Όλον (Κόσμος - Άνθρωπος), αλλά και ανάμεσα στα μέρη του Ανθρώπου (Σώμα - Ψυχή).

 
4. Η Πατερική Ηθική
Η Ηθική της Ορθόδοξης Εκκλησίας προσωνυμείται με διάφορους όρους: ευαγγελική, πατερική, σωιηριολογική, καινή, κ.λπ. Στην παρούσα μελέτη προτιμάται ο όρος πατερική, γιατί αυτός συγκεφαλαιώνει τις διαφορές που παρουσιάζει από τις ηθικές αντιλήψεις άλλων χριστιανικών δογμάτων. Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι ασφαλώς μόνο περιγραφικός. Στα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας δεν καταγράφονται απλώς οι ηθικοί κανόνες που διέπουν τη ζωή των μελών Της. Στην πραγματικότητα, συστηματοποιείται το εκκλησιαστικό βίωμα, η Εμπειρία της «κατά Χριστόν ζωής" με τη βοήθεια της αριστοτελικής σκέψης.
Για τους όσους εστιάζονται στην αρχαιοελληνική θρησκεία και τους πουριτανούς, μία τέτοια διαπίστωση μοιάζει ανίερη ή και αφύσικη. Η Ιστορία, όμως, κινείται συχνά πιο γρήγορα από τη νοοτροπία, όπως ευφυώς έχει παρατηρήσει ο Καρλ Μαρξ, και η συνθετική της δύναμη συχνά ενοποιεί μία ποικίλη πολλαπλότητα. Έτσι, και στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας στην Ανατολή, η συνάντηση του χριστιανικού αποκαλυπτικού Λόγου με τον ελληνικό ορθό Λόγο ήταν αναπόφευκτη ιστορική συγκυρία.
Συχνά, οι ίδιοι οι Πατέρες αναφέρονται στην ηθική του εκκλησιαστικού βιώματος με το επίθετο δογματική (ηθική). Στα νεότερα χρόνια, κυρίως μετά τον Διαφωτισμό, ο χαρακτηρισμός "δογματική" επαναλαμβάνεται με πρόθεση σαφώς επικριτική και παραπέμπει στην ανορθολογική ηθική, εκείνη δηλαδή που λειτουργεί εξαναγκαστικά και προϋποθέτει τον γνωστικό ακρωτηριασμό του Ανθρώπου.
Ωστόσο, οι Πατέρες με τον όρο δογματική εννοούν το ηθικό βίωμα που εκπηγάζει από το δόγμα, δηλαδή τη συστηματοποιημένη, γνωστικά και συνειδητά, βιωμένη σχέση με τον Θεό.
Οπότε, αν δόγμα είναι η ρηματική διατύπωση της εμπειρίας του θείου:
  • ήθος είναι το καθημερινό βίωμα που παράγει αστή η εμπορία και
  • ηθική είναι η Λογική απόδοση του.
Ο βιωματικοί χαρακτήρας της χριστιανικής ηθικής δεν ήταν δάνειο από το αριστοτελικό σύστημα Αυτός ο χαρακτήρας επιβλήθηκε Ευαγγελικά (δηλαδή πήγασε από τα ευαγγέλια). Αποτελεί στην πραγματικότητα ερμηνεία και αναπαραγωγή του μυστικού βίου του ίδιου του Χριστού. Αφού, λοιπόν, Εκείνος αποκάλυψε τον Θεό στους ανθρώπους, το πως θα ερμηνευθεί αυτή η αποκάλυψη (δογματική) καθορίζει και τον τρόπο της ζωής τους (ηθική).
Ο βιβλικός Ιησούς αποτελεί τον κεντρικό πόλο της ηθικής σκέψης τον Πατέρων. Ο Αριστοτέλης πρόσφερε τη μέθοδο και την ορολογία ερμηνείας αυτής της βιβλικής παρουσίας, ώστε να καταστεί συνειδητή ως συλλογική δυνατότητα. Καταρχάς, ο προαιρετικός χαρακτήρας του ηθικού βιώματος και η αριστοτελική εμμονή στην ελεύθερη επιλογή του αποτέλεσε κύριο χαρακτηριστικό και του χριστιανικού βιώματος, αφού και η ενανθρώπηση αποτέλεσε επιλογή του Θεού και όχι προϊόν Εξαναγκασμού Του.
Αυτός, άλλωστε, ο προαιρετικός χαρακτήρας διασώζει την ευδαιμονία - και στη χριστιανική σκέψη - ως προϊόν της προσωπικής ευθύνης και όχι ως μοιραίο γεγονός καθορισμένο από τεχνικές ή τη Φύση, τον Θεό κ.λπ.
Έτσι, η πατερική ηθική, παρά τον λόγιο χαρακτήρα της, παραμένει ριζικά δημοκρατική, αφού δεν αναγνωρίζει κοινωνικές ή άλλες διαφορές στην κατάκτηση της χριστιανικής ευδαιμονίας.
Και πάλι με παράδειγμα τον Χριστό, οι Πατέρες δικαίωσαν τον Αριστοτέλη στην καίρια επιλογή του, να θεωρήσει δηλαδή το ήθος αποτέλεσμα του έθους, δηλαδή της επαναλαμβανόμενης και συνεπούς πράξης, και όχι αιτιατό ενός ιδεολογικού σχήματος.
Ο Ιησούς δεν θεωρητικολόγησε, δεν σχηματοποίησε το βίωμα του. Έζησε! και η εγκόσμια ζωή Του είχε συνέπεια στην άσκηση ενάρετων πράξεων. Γι' αυτό και υπήρξε δυσχερής και μοναχική. Κατά τους Πατέρες, η ζωή Του δικαιώνει την αριστοτελική (ουσιαστικά πυθαγόρεια, όπως είπαμε) άποψη για τον αντίξοο δρόμο της αρετής, αφού το Καλό που η αρετή απηχεί, είναι ο δύσκολος στόχος και άρα ο πλέον ευχερής για αποτυχία. (Πρόκειται για την ευαγγελική "στενή πύλη" και "τεθλιμμένη οδό"). Παρόλα αυτά, είναι και ο φυσικός δρόμος, αφού, στα πλαίσια του, ο Άνθρωπος κατακτά την ταυτότητα του.
Η φυσικότητα του Καλού, που κατοχύρωσε λογικά ο Αριστοτέλης, απετέλεσε για τους Πατέρες το ερμηνευτικό υπόδειγμα με το οποίο ανέγνωσαν ένα κατεξοχήν ιουδαϊκό κείμενο, όπως η Παλαιά Διαθήκη.
Στη θέση της αφηρημένης έννοιας του Κακού, οι Πατέρες χρησιμοποίησαν τον βιωματικό όρο αμαρτία, αρχικά με το αρχαιοελληνικό της νοηματικό φορτίο (= σφάλμα λογικό). Θεώρησαν δε το Κακό ως μία δεινή κατάσταση αστοχίας, που παρασύρει τον Άνθρωπο από τη φυσική κατάσταση (Παράδεισος) στην αφύσικη εγκόσμια πραγματικότητα.
Ο Αδάμ της Π.Δ. συμβολίζει ακριβώς αυτό το πρότυπο που επιλέγει ελεύθερα και εσφαλμένα το Κακό, διαπράττοντας το λογικό σφάλμα (δηλαδή αμαρτάνοντας) να περάσει από το κατά φύσιν ζην στο παρά φύσει, ενώ ο Χριστός, ο νέος Αδάμ, αποκαθιστά με το δικό του ελεύθερο βίωμα τη φυσική τάξη.
Βέβαια, αυτή η ερμηνευτική προσαρμογή του αριστοτελικού σχήματος στο δεδομένο βιβλικό σώμα επέβαλε και μετασχηματισμούς. Για παράδειγμα, όπως προαναφέραμε, το ηθικό σύστημα του Αριστοτέλη έχει εγκόσμια σκοποθεσία και χαρακτήρα πολιτικό. Με άλλα λόγια, ο Αριστοτέλης σκοπεύει να δημιουργήσει ένα ηθικό πρότυπο που αποτελεί (μπορεί να αποτελέσει) και πολιτικό πρότυπο. Ο Αριστοτέλης δηλαδή συγκροτεί το δεοντολογικό πρότυπο του πολίτη.
Για τους Πατέρες όμως. ο Κόσμος και ο εγκόσμιος βίος είναι στο σύνολό του αμαρτωλός. Ο Ιησούς αποτελεί ένα πρότυπο Ανθρώπου και, περαιτέρω, Πολίτη μιας καινής κοινωνίας, της Εκκλησίας, που στοχεύει να μετασχηματίσει τον Κόσμο. Επομένως, η ευδαιμονία του χριστιανού έχει μεν, όπως και του αριστοτελικού Ανθρώπου, έντονα κοινωνική διάσταση, αλλά όχι εγκόσμια.

5. Ο Θάνατος και η υπέρβασή του
Επί πλέον όμως η ευδαιμονία του Χριστιανού, σύμφωνα με την αριστοτελική ορολογία, εγκλείει ένα αίτημα υπέρβασης του θανάτου, αφού οτιδήποτε διάφορο οδηγεί στη νέκρωση.
Οι Πατέρες προεκτείνουν την αριστοτελική συλλογιστική, θεωρώντας το Θάνατο μέρος του Κακού. Ο Αριστοτέλης, ως ορθολογιστής, δεν είχε ασχοληθεί με τον θάνατο, παρά μόνο ως βιολογική πραγματικότητα, ως φυσική απόληξη της ζωής, αφού συνιστά απαραίτητο όρο της αναγέννησης. Οι Πατέρες αντιμετωπίζουν τον θάνατο ως παρά φύσει κατάσταση, έκπτωση της ζωής. Καθώς, όμως, η αρετή και το Καλό ταυτίζονται με τη ζωή, ο θάνατος συμφύρεται με το Κακό.

Από την ηθικιστική προσέγγιση της αρετής μέχρι την έκδοση συγχωροχάρτου (φωτό), η απόσταση είναι μικρή. Η Ρωμαιο-καθολική —κυρίως— Εκκλησία θεώρησε ότι οι άγιοι εισέρχονται στον παράδεισο με πλεόνασμα αρετής, από αυτό που «κανονικά» απαιτείται. Αυτό ακριβώς το «πλεόνασμα χάρης» υποτίθεται ότι το διαχειρίζεται η Εκκλησία και μπορεί να το παραχωρήσει (πωλήσει) σε όποιον μπορεί να διαθέσει το κατάλληλο αντίτιμο! Αντίθετα, η ορθόδοξη Ηθική -εμποτισμένη από την αριστοτελική «μεσόιητα»- πρεσβεύει ότι η αρετή δεν είναι απόλυτο μέγεθος, μετρήσιμο με το μέτρο, ούτε υπάρχει «πλαφόν αρετής» για να σωθεί κανείς. Αυτό που για κάποιον είναι υπεραρκετό, για κάποιον άλλο είναι ελάχιστο. Ο μεγαλύτερος ασκητής μπορεί να αποτύχει (και, ουσιαστικά, έτσι αισθάνονται οι μεγάλοι άγιοι της Ορθοδοξίας), εκεί που μπορεί να επιτύχει η μεγαλύτερη πόρνη ή ένας ληστής πάνω στο σταυρό.

Στα πλαίσια μιας εγκόσμιας ηθικής, όπως η αριστοτελική, η υπέρβαση του θανάτου δεν ήταν λογικά αναγκαία. Ο Χριστός, όμως, αναστήθηκε και οι Πατέρες όφειλαν να αιτιολογήσουν το ιστορικό αυτό γεγονός με ηθικά επιχειρήματα, λογικά δομημένα, ειδάλλως το βίωμα του Ιησού θα έμενε ανερμήνευτο και άρα ως παράδειγμα, ανενεργό.
Ο λογοκρατούμενος στοχασμός του Αριστοτέλη βέβαια δεν μπορούσε να αποτελέσει σημείο εκκίνησης ενός ηθικού στοχασμού που να ερμηνεύει και, ακολούθως, να καταργεί ως βιωματικό γεγονός τον θάνατο. Γι' αυτό, κυρίως ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης επιστρατεύει το πλατωνικό σκέπτεσθαι. Αποδέχεται την ταύτιση του (πλατωνικού) Αγαθού με τον Θεό, αλλά παράλληλα αποδέχεται και την εκ του μηδενός δημιουργική δράση του Θεού αυτού, όπως περιγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη (Γένεσις).
Αυτή η ταύτιση -Θεού και Αγαθού- οδηγεί λογικά στο συμπέρασμα ότι το Κακό κείται εκτός της Δημιουργίας, είναι δηλαδή κατ' ουσίαν ανύπαρκτο. Αν υφίσταται, είναι αποτέλεσμα αμαρτωλής επιλογής των όντων (αγγέλων, ανθρώπων) που το επέλεξαν. Αποτελεί, δηλαδή, φαινόμενο και όχι πράγμα καθεαυτό. (Ι. Καντ).
Αυτή τη διαδικασία επιλογής σε ανθρωπολογικό επίπεδο, και όχι σε κοσμολογικό, είχε περιγράψει και ο Πλάτωνας στον Λαχέσεως λόγο: "Ανάγκης θυγατρός χάρης Λαχέσεως λόγος. Ψυχαί εφήμεροι, αρχή άλλης περιόδου θνητού γένους θανατηφόρου. Ουχ υμάς δαίμων λήξεται. αλλ' υμείς δαίμονα αιρήσεσθε. Πρώτος δ' ο λαχών πρώτος αφείσθω βίον ω συνέσται εξ ανάγκης. Αρετή δε αδέσποτον, ην ημών και ατιμάζων πλέον και έλαττον αυτής έκαστος έξει. Αιτία ελομένου. Θεός αναίτιος" |Μετ: Αυτός είναι ο λόγος της κόρης Λάχεσης, θυγατέρας της Ανάγκης. Ψυχές εφήμερες, γίνεται η αρχή άλλης γενεάς θνητών. Δεν θα σας διαλέξει η Μοίρα, εσείς θα διαλέξετε μοίρα. Αυτός που κληρώθηκε πρώτος, θα διαλέξει πρώτος τρόπο βίου, με τον οποίο θα ζήσει στο εξής αναπόφευκτα. Η αρετή δεν γνωρίζει κηδεμόνα, αυτήν τιμώντας ή ατιμάζοντας κάποιος θα έχει αντιστοίχως από αυτή περισσότερα ή λιγότερα. Αίτιος είναι αυτός που διαλέγει, ο Θεός είναι αναίτιος (Πολ. 617 C - Ε)].
Αυτός ο τρόπος θεώρησης της ηθικής και ο σχεδόν νομοτελειακός χαρακτήρας της, παρέχει την εντύπωση ότι καταργεί τη βασικότερη αρχή της αριστοτελικής σκέψης, τη μεσότητα, αφού το Κακό, ως υπερβολή ή έλλειψη, κείται ουσιαστικά στην ανυπαρξία. Ωστόσο πρόκειται, ουσιαστικά, για μία πλασματική εντύπωση. Ο Αριστοτέλης είχε θεωρήσει προσδιοριστικό όρο της μεσότητας τη λογική κρίση του φρόνιμου ανθρώπου, δηλαδή του απόλυτα ισορροπημένου. Η βιβλική παρουσία του Χριστού για τους Πατέρες αποτελούσε το πλέον χαρακτηριστικό πρότυπο ενός τέτοιου Ανθρώπου. Άρα, η ερμηνεία του βιώματός Του δεν μπορεί παρά να αποτελεί την καταγραφή της κατεξοχήν μεσότητας. Η φρόνηση, όμως, του Ιησού είχε ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα που δεν καταγράφεται ανάμεσα στις παραμέτρους της αριστοτελικής ηθικής: την Αγάπη.

 

Οι Καππαδόκες Πατέρες της Εκκλησίας, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος και Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Η Ορθοδοξία τους οφείλει, σε μεγάλο ποσοστό, το ελληνικό της (αριστοτελικό κυρίως) φιλοσοφικό υπόβαθρο. Αυτήν την Ελληνική κληρονομιά του Χριστιανισμού, ο Προτεσταντισμός την αντικατέστησε με την εβραϊκή παράδοση. Σήμερα η ελληνική κοινωνία έχει χάσει τις αυθεντικές ελληνοκεντρικές της ρίζες και έχει εγκλωβιστεί σε δυτικόφερτες ηθικιστικές προσεγγίσεις, που δημιουργούv καθηκοντολογίες χαρακτηριστικές του ανδράποδου και όχι του ορθόδοξου πιστού...

6. Η αρετή της Αγάπης
Δυστυχώς, επηρεασμένοι κυρίως από έναν άκρατο και "ψυχολογισμό», θεωρούμε την αγάπη, κατά βάση, συναίσθημα. Για τους Πατέρες, όμως, η αγάπη είναι πρωτίστως βίωμα και μάλιστα με τα χαρακτηριστικά της αρετής με χαρακτήρα πρακτικό, γιατί αποδεικνύεται μόνο με τα έργα και ταυτόχρονα δομεί το ανθρώπινο ήθος μέσω του έθους, δηλαδή, της συνήθειας, αφού πολλαπλασιάζεται με την άσκηση.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι Πατέρες θεώρησαν την Αγάπη βίωμα, όχι μόνο του ανθρώπινου, αλλά και του ίδιου του θεϊκού "ήθους"/τρόπου υπάρξεως του Θεού, ερμηνεύοντας κατά λέξη την ευαγγελική ρήση του Κατά Ιωάννη; "Ο Θεός αγάπη εστί...".
Γίνεται, λοιπόν, φανερό, ότι η ηθική του Αριστοτέλη μετατρέπεται από τους Πατέρες σε φιλοσοφικό προβληματισμό για την ίδια την Ύπαρξη, αφού ο Θεός είναι πηγή της Ζωής. Η ηθική ευδαιμονία αίρει, έτσι με λογική συνέπεια τον Θάνατο, καθώς διασυνδέει το ανθρώπινο βίωμα με το θεϊκό. Όποιος αγαπάει είναι κατά λογική αναγκαιότητα ενάρετος και συνακόλουθα σώζεται!
Από αυτήν την κυριολεκτικά επαναστατική ηθική αντίληψη, τη γνήσια ελληνική αποξενωθήκαμε, πελαγοδρομώντας στις αφελείς κανονιστικές και συνθηματολογικές ηθικολογίες κυρίως του προτεσταντισμού που κατέκλυσαν τον ελληνικό χώρο, ακόμη και τον εκκλησιαστικό, στο πλαίσια της συστηματικής ιδεολογικής απόπλυσης, που υφιστάμεθα από τη Δύση, αφού «...εις αυτήν ανήκομεν» (Αδ. Κοραής)!
Δύση, βέβαια, δεν είναι μόνο ο Προτεσταντισμός, αλλά και ο Παπισμός. Ο ηθικός κώδικας αυτού του χριστιανικού δόγματος κατανοείται, αν γίνει σαφής η επίδραση, που άσκησε στη διαμόρφωσή του ο ιεράς Αυγουστίνος. Πρόκειται για έναν Πατέρα της Εκκλησίας με βαθιά γνώση της αριστοτελικής σκέψης που την αξιοποίησε, όπως και οι Καππαδόκες Πατέρες, στην ερμηνευτική τού χριστιανικού δόγματος. Επειδή, όμως, ο προχριστιανικός νεανικός βίος του Αυγουστίνου υπήρξε, όπως ομολογεί με συντριβή ο ίδιος, έκλυτος, η μετέπειτα ηθική του στάση σημαδεύτηκε από ένα εναγώνιο άγχος αμαρτίας και προέκυψε συχνά, παρά τον ορθολογισμό της (ή ίσως και εξαιτίας του), άκαμπτη. Ο άνθρωπος έτσι σώζεται από την αμαρτία και νεκρώνει τα πάθη του αλλά και ορισμένες φορές απονεκρώνεται και ο ίδιος...
Η περίπτωση του Προτεσταντισμού είναι ριζικά διαφορετική. Το δόγμα αυτό δομήθηκε στα πλαίσια της Αναγέννησης στο περιβάλλον του γερμανικού ορθολογισμού και στο σύνολο του αγνοεί την ελληνική πνευματική παράδοση. Απέρριψε ριζικά τον Αριστοτέλη απλώς και μόνον γιατί ήταν ο φιλόσοφος που προτιμούσε η Παπική Εκκλησία, χωρίς να μπει και στον κόπο να διαλεχθεί μαζί του. Ο Προτεσταντισμός αντικαθιστά την ελληνική κληρονομιά του Χριστιανισμού και την πατερική ερμηνευτική του δόγματος με την εβραϊκή παράδοση και αναζητά σε αυτήν τις πηγές του χριστιανικού βιώματος. Διακρίνοντας το δόγμα από το βίωμα, δημιουργεί ηθικούς κανόνες που δεν αντίκεινται εμφανώς στο δόγμα και προσπαθεί να συμμορφώσει το βίωμα της εκκλησιαστικής κοινότητας με αυτούς.
Αποτέλεσμα αυτή του υβριδικού συμφυρμού χριστιανικής δογματικής και ιουδαϊκής ηθικής είναι ο πουριτανισμός που θεωρεί π.χ. πράξη χριστιανικής αγάπης τις φυλετικές διακρίσεις στον αμερικανικά Νότο, γιατί έτσι τηρείται η αρχή της διάκρισης των εθνών της Π. Διαθήκης!


Πλάτων και Αριστοτέλης. Δύο γίγαντες της ανθρώπινης διανόησης από τους οποίους δανείστηκε πολλά ο Χριστιανισμός για να διατυπώσει τα δόγματα του. Ωστόσο η συμμετοχή του Αριστοτέλη είναι πλέον καθοριστική, αφού οι Πατέρες της Ορθοδοξίας υιοθέτησαν τις δικές του θέσεις περί αρετής και ηθικής. Σε αντιδιαστολή με τον αριστοκρατικό Πλάτωνα, ο δημοκρατικός Αριστοτέλης υποστήριξε ότι η αρετή δεν είναι ζήτημα καταγωγής, οικονομικής επιφάνειας ή κληρονομιάς, αλλά διδασκαλίας και εξάσκησης. Άρα, ενάρετος πολίτης μπορεί να αποβεί ο κάθε άνθρωπος αρκεί να διαπαιδαγωγηθεί κατάλληλα. Ωστόσο ο Αριστοτέλης, ως ορθολογιστής, δεν είχε ασχοληθεί με τον θάνατο, παρά μόνο ως βιολογική πραγματικότητα. Οπότε δεν υπήρχε λόγος να ασχοληθεί με την υπέρβαση ταυ θανάτου, αφού αυτή δεν ήταν λογικά αναγκαία. Ο Χριστιανισμός όμως διδάσκει ότι ο Ιησούς αναστήθηκε. Οι Πατέρες λοιπόν έπρεπε να αιτιολογήσουν αυτή τη νίκη κατά του θανάτου με ηθικά επιχειρήματα, λογικά δομημένα. Εδώ ακριβώς επιστρατεύτηκε η πλατωνική σκέψη για να τεκμηριωθεί η ταύτιση του Θεού με το Αγαθό. Το δε Κακό έχει ως αιτία ύπαρξης μόνο τις κακές και μη ενάρετες επιλογές των ίδιων των όντων... Έτσι, ο θάνατος, που ταυτίζεται με το Κακό, υπάρχει μόνο στον κόσμο της πτώσης.

Βασίλης Μπακούρος
Πηγή: Περιοδικό "Τρίτο Μάτι" Νο 140, Απρίλιος 2006, σελ. 58-62.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου