Πνευματικό
τέκνο του οσίου Γεωργίου διηγήθηκε: «Όταν ο Γέροντας έβγαζε τη θεία
κοινωνία, δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος, τίποτε. Και αν κάτι ήθελε να πει,
ακουμπούσε το άγιο ποτήριο στην αγία τράπεζα, έβγαινε έξω, έκανε τις
παρατηρήσεις και μετά το ξαναέπαιρνε. Ένιωθες μια μεγάλη ευλάβεια και
ένα δέος, όταν ερχόσουν εδώ κοντά του, ζούσες κάτι διαφορετικό.
»Το
διάστημα που ήμουν μέσα στο ιερό, είχε έρθει μία γυναίκα και επειδή
κρατούσε το άγιο ποτήριο και κοινωνούσε, την έκανε νόημα να τραβηχτεί
στην άκρη. Στο τέλος τη φώναξε και ήμασταν στην εκκλησία μόνο οι τρεις
μας: ο Γέροντας, αυτή και εγώ. «Μάνα μου», την είπε σοβαρά, «πού ήρθες
εσύ να μεταλάβεις; Σκότωσες τόσες ψυχές και ήρθες τώρα να μεταλάβεις;»
«Εγώ πάτερ, πότε και πού;» ρώτησε η γυναίκα. «Εσύ δεν κάνεις τη μαμή
εκεί πάνω στο τσελιγγάτο; Εσύ δεν σκότωσες, γιατί σου το ζήτησαν, εφτά
βρέφη; Εφτά χρόνια δεν θα κοινωνήσεις. Θα κάνεις και αυτόν τον κανόνα
που θα σου πω και μετά θα ‘ρθεις, να δούμε αν θα σε μεταλάβω ή όχι». Εγώ
έμεινα άναυδος τότε.»
Πνευματική
του θυγατέρα αναφέρει: «Όταν ερχόμασταν στον Γέροντα, δεν κοινωνούσαμε
πάντοτε. Κάθε φορά που ερχόμουν τον ρωτούσα: «Πάτερ, θα κοινωνήσω;» «Ο
Θεός ξέρει, το πρωί θα σου πω αν θα κοινωνήσεις ή όχι, από τώρα δεν το
ξέρω», απαντούσε. Ο Γέροντας όταν κοινωνούσε δεν μιλούσε, όμως όποιον θα
τον κοινωνούσε τον έχριε. Κάποια φορά εμένα μ’ έχρισε και πήγα στη
σειρά για να κοινωνήσω. Από πίσω μου ήταν μία γυναίκα που ο Γέροντας δεν
την έχρισε, μόνο της είπε: «Πρώτα να πας να εξομολογηθείς». Όμως εκείνη
δεν τον άκουσε και ήρθε μπροστά στη θεία κοινωνία. Τότε ο Γέροντας
κοίταξε μία το άγιο ποτήριο και μία τη γυναίκα. Εκείνη δεν έφευγε από
εκεί και ο κόσμος την πήρε στην άκρη. Μετά, αφού άφησε το άγιο ποτήριο,
της είπε: «Τι ήθελες να πάρεις εσύ; Το άγιο Ποτήριο φωτιά έβγαζε, φωτιά
ήθελες να πάρεις; Να πας να μιλήσεις με τ’ αδέλφια σου, να ταιριάσεις τα
κληρονομικά σου, να εξομολογηθείς και μετά να κοινωνήσεις. Έχεις
δίκαιο, αλλά πρέπει να υποκύψεις». Η γυναίκα εκείνη έμεινε άφωνη με αυτά
που άκουγε.
»Ο
Γέροντας έλεγε: «Αν είσαι μαλωμένος, δεν έχεις δικαίωμα να πας στη Θεία
Κοινωνία, γιατί αν θα κοινωνήσεις, φωτιά θα πάρεις. Θα πας τρεις φορές
να τον βρεις και να συμφιλιωθείς μαζί του. Αν σε δεχθεί, καλά· αν όχι,
μετά έχεις δικαίωμα να κοινωνήσεις».
Η
Θεία Λειτουργία και η Θεία Μετάληψη για τον όσιο Γέροντα ήταν ό,τι το
πιο κεντρικό και σημαντικό στη ζωή του. Από εκεί λάμβανε δύναμη για τη
ζωή του, αλλά και για να ενισχύει τους άλλους στις πολλές και μεγάλες
ανάγκες τους. Η θεία Ευχαριστία, η αγιοπνευματική χάρη, η συλλειτουργία
και συνομιλία του με αγίους τον ενδυνάμωναν στο πλούσιο και ποικίλο έργο
του, της ανορθώσεως ψυχών. Οι ιερές λειτουργικές αυτές ώρες του
ανανέωναν το φρόνημα, τον ανέπαυαν από την κόπωση της αγρυπνίας, της
νηστείας, των δεήσεων και ασκήσεων. Έλεγε στα πνευματικά του τέκνα με
πόνο και αγάπη: «Φροντίστε να δυναμώσετε την πίστη σας και κατά τη Θεία
Λειτουργία να είστε απερίσπαστοι και προσηλωμένοι στα τελούμενα, για ν’
αξιώνεστε να βλέπετε τα μεγαλεία του Θεού… Το Άγιον Πνεύμα κατερχόμενο
στην αγία Τράπεζα…».
Μετά
από μία Θεία Λειτουργία στον ναό του Προφήτη Ηλία, μία γυναίκα
παραπονέθηκε στον όσιο Γέροντα, γιατί δεν της επέτρεψε να μεταλάβει, ενώ
είχε κάνει μεγάλη νηστεία. Ο όσιος τη ρώτησε: «Τι δουλειά κάνεις;»
Απάντησε πως έπλενε ρούχα στα σπίτια. Της είπε τότε ευθέως: «Δεν σου
επέτρεψα να κοινωνήσεις, διότι έβλεπα να σου κρέμονται σεντόνια, γιατί
τ’ αλλάζεις τα καινούργια με παλαιά…». Ομολόγησε το σφάλμα της, της
έθεσε κανόνα και την απέλυσε εν ειρήνη.
Μία
άλλη γυναίκα από το χωριό Χωριστή της Δράμας φιλονίκησε με μία
γειτόνισσά της κι έκρυψε κάτω από ένα καλάθι την κότα της, για να την
εκδικηθεί. Μετά από μερικές ημέρες πήγε στο μοναστήρι και ήθελε να
κοινωνήσει. Όταν όμως πλησίασε το άγιο Ποτήριο, ο όσιος Γέροντας της
έκανε νόημα ν’ απομακρυνθεί. Στο τέλος, όταν τον ρώτησε γιατί δεν της
επέτρεψε να κοινωνήσει, της είπε: «Την κότα που έχεις κάτω από το
κοφίνι, γιατί την έχεις; Θα πας πρώτα να δώσεις την κότα, να ζητήσεις
συγνώμη και μετά να έλθεις να σε κοινωνήσω».
Η
κόρη του προέδρου ενός γειτονικού στο μοναστήρι χωριού, που ήταν
γραμματεύς, διηγήθηκε πως ένα Σάββατο, ενώ ετοιμαζόταν για να
κοινωνήσει, φιλονίκησε με κάποιον συνάδελφό της στο γραφείο, γι’ αυτό
σκεφτόταν αν μπορούσε να προσέλθει στ’ άχραντα μυστήρια. Όταν επέστρεψε
από την εργασία της, η μητέρα της την πληροφόρησε ότι το επόμενο πρωί ο
όσιος Γέροντας θα λειτουργούσε στον Άγιο Σίλα. Θέλησε να εκκλησιασθεί κι
εκείνη εκεί. Τελικώς αποφάσισε να προσέλθει να μεταλάβει, με τη σκέψη
ότι κατόπιν θα εξομολογηθεί στον όσιο το περιστατικό. Όταν ήλθε η σειρά
της, της είπε ο όσιος χαμηλόφωνα: «Όχι, κόρη μου, πρώτα να εξομολογηθείς
και μετά να κοινωνήσεις…». Ντράπηκε λίγο στην αρχή, αλλά τελικά
πείσθηκε ότι έτσι ακριβώς έπρεπε να γίνει.
Μια
κυρία διηγείται: «Ερχόμουν στον Γέροντα τακτικά. Την άλλη χρονιά ζήτησε
ο Γεροντας την Καθαρή Εβδομάδα να κρατήσω και εγώ τριήμερο, την Τετάρτη
να ‘ρθω και μου έδωσε αντίδωρο. «Την Πέμπτη δεν θα φας, ούτε την
Παρασκευή και το Σάββατο πρωί θα ‘ρθεις να σε κοινωνήσω». Ήρθα, εδώ ήταν
και άλλες γυναίκες χωριανές και μία είπε στην άλλη: «Καλά, εμάς μας
είπε να εξομολογηθούμε, γιατί δεν την λέει κι αυτή;» Τότε, χωρίς να έχει
ακούσει τίποτε ο Γέροντας, βγήκε και αυστηρά τις μάλωσε: «Κλείστε το
στόμα σας και μη σας νοιάζει. Εγώ δεν θέλω να την εξομολογήσω, γιατί
είναι εξομολογημένη». Πράγματι με κοινώνησε και με προέτρεψε: «Τώρα θα
πιείς ένα τσάι και δεν θα φας απότομα φαγητό, γιατί το στομάχι σου είναι
άδειο».
Άλλη
κυρία από τη Θαλασσιά Ξάνθης διηγήθηκε: «Όταν παντρεύτηκα, κάποια φορά
με την τετράχρονη κόρη μου πήγα στον Γέροντα να εξομολογηθώ κάτι πολύ
σοβαρό. Εγώ ήμουν αρραβωνιασμένη αλλού, αλλά οι γονείς μου πιεστικά με
χώρισαν, επειδή εκείνος τότε ήταν στρατιώτης και με έδωσαν σε άλλον.
Φυσικά εγώ δεν έφταιγα σ’ αυτό. Όμως όσες φορές πήγαινα να κοινωνήσω,
αισθανόμουν σαν να έπαιρνα φωτιά μέσα μου. Δεν άντεχα, μου ερχόταν
λιποθυμία. Γι’ αυτό ήρθα να το πω και στον Γέροντα. «Δεν φταις εσύ σε
τίποτε. Μόνο θα πας να τον βρεις και θα τον πεις: “Κώστα, (το όνομα του
δεν το ανέφερα καθόλου) να με συγχωρέσεις. Εγώ δεν έφταιγα σε τίποτε, οι
γονείς μου φταίνε”. Μετά ελεύθερα θα πας να μεταλάβεις. Είσαι
συγχωρημένη, εσύ δεν φταις. Να κοινωνάς…» Με παρηγόρησε ο φωτισμένος
καλόγερος.
Μία
νέα ήθελε να μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων. Ζήτησε να τη δει στο
εξομολογητήριο. Μόλις την είδε, τη ρώτησε: «Γονυκλισίες ξέρεις να
κάνεις;». «Ναι, ξέρω» απάντησε. «Θα κάνεις, λοιπόν, εκατόν πενήντα
γονυκλισίες και θα ‘ρθεις αύριο να σε κοινωνήσω». Ήταν και μία φίλη της
εκεί. Τη ρώτησε εκείνη: «Πόσων χρονών είσαι;». Εκείνη απάντησε:
«Δεκαοκτώ ετών». Της είπε: «Εσύ σε άπλυτο πιάτο τρως; Όχι, θα το
πλύνεις, θα το σαπουνίσεις, θα το περιποιηθείς για να φας. Ε, έτσι και ο
Χριστός θέλει να είναι καθαρή η ψυχή σου για να κατοικήσει». Εκείνη
ήθελε να μεταλάβει την επομένη, αλλά ο όσιος δεν της επέτρεψε.
Όταν
μεταλάμβανε τον κόσμο, καταλάβαινε την κατάσταση του καθενός. Ανάλογα,
άλλοτε ήταν χαρούμενος και άλλοτε σκεφτικός. Δίχως εξομολόγηση δεν ήθελε
να μεταλαμβάνει. Πριν το «Μετά φόβου» έλεγε: «Όσοι δεν εξομολογήθηκαν
μη έρθετε να κοινωνήσετε». Όσοι είχαν εξομολογηθεί, πριν τη Θεία
Κοινωνία γονάτιζαν και τους διάβαζε συγχωρητική ευχή.
Ένας
κύριος από τον Καλό Αγρό Δράμας αναφέρει πως μία φορά πήγε μία γυναίκα
να κοινωνήσει και ο όσιος δεν της επέτρεψε. Όταν τον ρώτησαν τον λόγο,
τους είπε: «Είδα ένα σκυλί μ’ Ευαγγέλιο στο στόμα…». Πάλι δεν κατάλαβαν
και κατόπιν τους επεξήγησε: «Ορκίσθηκε ψέματα στο δικαστήριο και αδίκησε
άνθρωπο». Άλλη φορά μία θεία του πήγε στο μοναστήρι, να κοινωνήσει τα
παιδιά της, ενώ τα είχε αφήσει να φάνε αυγά. Ο όσιος Γέροντας με το
χάρισμά του το γνώριζε και δεν ήθελε να τα κοινωνήσει. Της είπε: «Τα
τάϊσες αυγά και ήρθες να τα κοινωνήσεις».
Από
το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας.
Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ.
110, 112, 145, 148, 232, 243, 283, 356 (αποσπάσματα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου