Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Η Ανθρωπική Αρχή: Θεολογία και Επιστήμη π. Γεώργιος Δ. Δράγας


 
Πηγή: Aντίφωνο
Αναδημοσίευση από: http://antifono.gr
 

1. Η Ανθρωπική Αρχή
Το θέμα μου για την επίσημη αυτή τελετή είναι η λεγόμενη «ανθρωπική αρχή» (anthropicprinciple), που προβάλλεται ιδιαίτερα σήμερα στο χώρο της σύγχρονης επιστήμης, εξ αιτίας της ανάπτυξης της νέας φυσικής που επακολούθησε την επιστημονική επανάσταση του Αϊνστάιν και την ανατροπή της φυσικής του Νεύτωνα και της σχετικής με αυτήν κοσμολογίας.
Ο φυσικός κόσμος του σύμπαντος παρουσιάζεται σήμερα πολύ διαφορετικός, γιατί η θεωρία της σχετικότητας και άλλων συναφών επιστημονικών εξελίξεων έχουν αλλάξει ριζικά τις προοπτικές της επιστήμης. Οι νέες αυτές προοπτικές προξένησαν την εμφάνιση μιας νέας φιλοσοφίας που απορρέει από τη νέα φυσική θεωρία – μιας φιλοσοφίας που αναπτύσσεται όχι μόνο από φιλόσοφους, αλλά και από άλλους επιστήμονες ερευνητές διαφόρων κλάδων, συμπεριλαμβανομένων και θεολόγων. Πρόκειται για τη λεγόμενη «ανθρωπική αρχή» (theanthropicprinciple), η οποία παρουσιάζει πολυμορφία στον καθορισμό της αλλά ξεκινάει από μια κοινή αφετηρία, την σχέση του κόσμου και του ανθρώπου.
Μια πρώτη έρευνα στο διαδίκτυο επάνω στο θέμα αυτό φανερώνει δεκάδες λήμματα και καταχωρήσεις γύρω από την αρχή αυτή. Η όλη αυτή κίνηση άρχισε εδώ και αρκετά χρόνια και διάφοροι επιστήμονες, κυρίως φυσικο-μαθηματικοί, ανάπτυξαν μια νέα φιλοσοφική προοπτική ξεκινώντας από τη θεωρία της σχετικότητας και ιδιαίτερα την αντίληψη ότι το σύμπαν δεν είναι άπειρο αλλά πεπερασμένο και μάλιστα μπορούμε πια να το μετράμε και να το παρακολουθούμε με τρόπο που αποκαλύπτει και τα όριά του και τη σχετικότητά του παρά το φαινομενικά αχανές μεγαλείο του.
 
2. Η Θέση του Stanley Jaki
Ιδού πώς το διατυπώνει ένας σύγχρονος φυσικός και θεολόγος επιστήμων τον οποίο είχα την τύχη να γνωρίσω και προσωπικά σε κάποιο συνέδριο στο Πρίνστον και του οποίου έχω παρακολουθήσει όσο μου επιτρέπουν οι δυνατότητες μου τη πολύπλευρη και ρηξικέλευθη σκέψη του. «Η ανθρωπική αρχή», λέει ο Στάνλεϋ Jaki, «είναι οπωσδήποτε ενδεικτική της δυνατότητας του ανθρώπου να κατακτήσει το σύμπαν σαν γνωστικό αντικείμενο... και όχι μόνο. Η γνωστική αυτή ικανότητα που έχει αναπτύξει ο άνθρωπος σε σχέση με το σύμπαν που τον περιβάλλει αποτελεί απόδειξη ότι δεν μπορεί το σύμπαν να κατακτήσει τον άνθρωπο.» Τους ορισμούς αυτούς τους παρέχει ο Jaki σε ένα κεφάλαιο που έχει τον τίτλο «Ο ακατανίκητος άνθρωπος» και ανοίγει με τα λόγια του Γάλλου διανοητού Πασκάλ: «Το σύμπαν με περικυκλώνει και με καταβροχθίζει σαν μια κηλίδα μέσα στο αχανή χώρο του. Κι εγώ όμως το περικυκλώνω με τη σκέψη μου».[1] Λέει επίσης ο Jaki ότι «Η ανθρωπική αρχή είναι αντιδιαμετρικά αντίθετη από τον ανθρωποκεντρισμό...επειδή εξοβελίζει και τον πιο εξεζητημένο και σοφιστικέ τύπο υποκειμενισμού, που εμπεδώνεται στις a priori θεωρίες του ανθρώπου περί του κόσμου.
Άλλο είναι το να σερβίρεις ιδεαλισμό μέσῳ κάποιας επιστημονικής κοσμολογίας και άλλο, πολύ διαφορετικό, να αντιμετωπίζεις τα δεδομένα του σύμπαντος στην τεράστια ιδιομορφία και ιδιαιτερότητά τους... όπως πράττει η σημερινή επιστήμη.» «Η ιδιαιτερότητα του σύμπαντος» (στη μικροκοσμική ή μακροκοσμική προοπτική του) «σαν ποσοτικό γνώρισμα», που είναι μετρήσιμο και αναγνωρίσιμο, «είναι μια πολύ εντυπωσιακή άποψη της κοσμικής ύπαρξης. Δεν μας λέει τίποτε λιγότερο από το ότι ο άνθρωπος μπορεί κυριολεκτικά να μετρήσει το σύμπαν. Γι αυτό το λόγο η ανθρωπική αρχή έχει μια συμπαντικά σπουδαία επιστημολογική σημασία και, για τον ίδιο λόγο, ένα μεγαλεπήβολο μήνυμα για την ανθρωπολογία που έχει το θάρρος να θέσει το ερώτημα: Μα τι είναι τελικά αυτός ο άνθρωπος;»[2]
 
3. Η Θέση του T. F. Torrance
Στην διάλεξή του για το Αριστείο Templeton για την Προαγωγή της Σχέσης Θρησκείας και Επιστήμης, ο περιφανής καθηγητής μου Θωμάς Τόρρανς του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου της Σκωτίας έδωσε τον ακόλουθο ορισμό, ή μάλλον περιγραφή, της ανθρωπικής αρχής με το χαρακτηριστικό ύφος της σαφήνειας που τον διακρίνει: «Αυτό το αχανές σύμπαν είναι αυτό που είναι επειδή είναι αναγκαίο για την ύπαρξη του ανθρώπου: για κάποιο λόγο άνθρωπος και σύμπαν είναι αλληλένδετα και ταξινομούνται μαζί. Εδώ και αρκετά χρόνια όταν ο Αϊστάϊν διατύπωσε τη γενική θεωρία της σχετικότητας ο Χέρμαν Weyl έβγαλε το συμπέρασμα ότι ... το φως έχει μια μοναδική μεταφυσική θέση μέσα στο σύμπαν. Σήμερα όμως από τον τρόπο που η αστροφυσική επιστήμη αναπτύσσεται βγαίνει ένα άλλο εκπληκτικό συμπέρασμα, ότι και ο άνθρωπος κατέχει μια μοναδική μεταφυσική θέση μέσα στο ίδιο σύμπαν».[3] Η ανθρωπική αρχή, λοιπόν, έχει να κάνει με την υπαρξιακή σχέση ανθρώπου και κόσμου και ιδιαίτερα με την διακριτική θέση, τη θέση κλειδί, που κατέχει ο άνθρωπος μέσα στον κόσμο συμπαντικά.[4]
 
4. Η Θεολογική Άποψη
Αυτά όσον αφορά στον ορισμό της ανθρωπικής αρχής. Θέλω όμως τώρα σαν θεολόγος να υπογραμμίσω ότι η σύγχρονη αυτή επιστημονική και φιλοσοφική προοπτική όχι μόνο δεν αντίκειται στη Ορθόδοξη Θεολογία αλλά ήταν πάντα εμπεδωμένη σ’ αυτά τα σπλάγχνα της. Το σύμπαν έχει σε τελική ανάλυση μια ανθρώπινη μορφή! Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι το κλειδί του σύμπαντος, όπως οι Πατέρες της Εκκλησίας έχουν ήδη αποφανθεί. Εγώ προσωπικά πρωτοαντιλήφθηκα το ζήτημα αυτό στις σπουδές μου στο Εδιμβούργο εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Ήταν τότε πρώιμη η διατύπωση της ανθρωπικής αρχής και η συζήτηση γύρω από αυτήν. Από τότε και μετά άρχισα να ασχολούμαι με την αρχή αυτή στις έρευνές μου στην πατερική θεολογία. Την εξερεύνησα λοιπόν και διαμόρφωσα ορισμένες θέσεις που αποφάσισα να παρουσιάσω στην παρούσα επίσημη περίσταση.
 
5. Σχέση Ανθρώπου και Σύμπαντος
Το πρώτο σημείο που θέλω να τονίσω έχει να κάνει με τη σχέση ανθρώπου και σύμπαντος: με το γεγονός ότι ο άνθρωπος όχι μόνο είναι αλληλένδετος με το σύμπαν αλλά αποτελεί και το ανώτατο ον μέσα στο είναι του, το αποκορύφωμά του. Αυτό αποτελεί σαφή θέση στη διδασκαλία της Βίβλου και των Πατέρων της Εκκλησίας και κατά κάποιο τρόπο επικροτεί αλλά και υπερβαίνει τη σημερινή επιστημονική προοπτική της ανθρωπικής αρχής. Είναι αλήθεια ότι υπήρξαν και υπάρχουν αρκετές θεωρίες σχετικά με την πιθανή ύπαρξη όντων ανώτερων του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν. Τίποτε όμως σχετικό δεν έχει αποδειχθεί. Η ανώτερη μορφή ύπαρξης που γνωρίζουμε είναι η ανθρώπινη και αυτό φαίνεται όχι μόνο στην ανθρώπινη νοημοσύνη και γνωστική ικανότητα αλλά και στην εφαρμογή της συνεχώς αυξανόμενης και εξελισσόμενης γνώσης.
Το σύμπαν ως γνωστικό αντικείμενο σχετίζεται άμεσα με την γνωστική ικανότητα του ανθρώπου. Ο νους του σύμπαντος είναι ο νους του ανθρώπου. Βέβαια θα μπορούσε κάποιος να αντικρούσει τη δήλωση αυτή χαρακτηρίζοντάς την εγωιστική και αλαζονική. Μπορεί ο μικρός άνθρωπος να προβάλλει τέτοιες αξιώσεις μέσα στο αχανές σύμπαν που τον περιβάλλει σαν να είναι αυτός το κλειδί του είναι του; Αυτό θα ίσχυε αν δεν υπήρχε το δεδομένο της Ενανθρώπησης του Θεού: το γεγονός ότι ο Λόγος σαρξ εγένετο, ότι δηλ. ο Θεός που δημιούργησε το σύμπαν όχι μόνον έπλασε τον άνθρωπο κατ εικόνα και καθ’ ομοίωσή Του αλλά έγινε ο ίδιος άνθρωπος αναλαμβάνοντας υποστατικά την ανθρώπινη φύση. Εάν ο Θεός έγινε ανθρώπινη ύπαρξη, τότε ο άνθρωπος όχι μόνο εμπεδώνεται ως η ανώτατη ύπαρξη στο σύμπαν, αλλά και αναβαθμίζεται προς ανώτερο ακόμη επίπεδο ύπαρξης! Το ότι αποτελεί το αποκορύφωμα και το κλειδί του σύμπαντος βεβαιώνεται από το γεγονός της Ενανθρώπησης του Δημιουργού.
 
6. Η Ενανθρώπηση του Θεού Λόγου
Τα ανωτέρω είναι θεολογικά συμπεράσματα που βγαίνουν αβίαστα από τη θεολογική επιστήμη. Μιλώντας θεολογικά, είναι αδύνατο να σκεφθούμε περί ανθρώπου και κόσμου ανεξάρτητα από το γεγονός της Ενανθρώπησης. Δεν επιτρέπεται στους θεολόγους να παραβλέπουν το θεανδρικό και ζωαρχικό πρόσωπο του Χριστού και να ψάχνουν πίσω από αυτό για να ανακαλύψουν το Θεό. Στην Επιστολή προς Εβραίους διαβάζουμε ότι οι διάφορες αποκαλύψεις του Θεού, οι Θεοφάνιες, βρήκαν το εσχατολογικό, τελικό νόημά τους στην αποκάλυψη του Υιού Του. Ο Υιός του Θεού αποκαλύφθηκε στην Ενανθρώπησή Του, ως Υιός ανθρώπου, χωρίς να παύσει να είναι Υιός Θεού, δηλ. ο Λόγος του Θεού και Δημιουργός του κόσμου. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε αρχικά κατ’ εικόνα Του Λόγου και Υιού του Θεού, τώρα όμως στην Ενσάρκωση αυτό το κατ’ εικόνα το πήρε επάνω Του ο ίδιος ο Λόγος που είναι η απαράλλακτη Εικόνα του Θεού, για να απελευθερώσει την ανθρώπινη ύπαρξη, να την ανακαινίσει και να αποκαταστήσει τη υπερέχουσα θέση της μέσα στο σύμπαν. Ώστε λοιπόν, όταν σκεπτόμαστε με αφετηρία το πρόσωπο του Χριστού, τότε απαραβίαστα και δίκαια αναγνωρίζουμε και ομολογούμε τι εννοούμε όταν λέμε ότι ο άνθρωπος είναι το κλειδί του κόσμου. Μιλάμε κυριολεκτικά για την ανθρωπότητα του Χριστού και την ανθρωπότητά μας «εν Χριστώ», τον «εν Χριστώ άνθρωπο.» Εδώ ακριβώς βρίσκεται η καρδιά της Θεολογίας. Δεν είναι ο άνθρωπος perse, αυτός καθ’ αυτός, ούτε ο άνθρωπος του σύμπαντος, αλλά ο ένθεος άνθρωπος ο «εν Χριστώ». Αυτός αποτελεί το κλειδί του Σύμπαντος.
 
7. Η Πατερική Παράδοση
Η Χριστοκεντρική αυτή ερμηνεία της ανθρωπικής αρχής είναι η βάση της πατερικής κοσμολογίας.[5] Το κέντρο βάρους στην πατερική κοσμολογία είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος του Θεού, που την διαφοροποιεί από τις θέσεις των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων και διανοητών, των Ιουδαίων και των εξελληνισμένων Ιουδαίων που πρόβαλλαν ένα συγκερασμό ελληνικής και ιουδαϊκής κοσμολογίας. Η πατερική αντίληψη χαρακτηρίζεται από μια ριζοσπαστική μεταλλαγή στη κοσμολογία που γίνεται από κοσμοκεντρική ανθρωποκεντρική. Αυτό οφείλεται στην Ενανθρώπηση του Δημιουργού, μέσῳ της οποίας αποκαταστάθηκε η θέση της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στον κτιστό κόσμο. Η Ενανθρώπηση του Θεού επιβεβαίωσε τη θεολογική διάσταση στην ανθρώπινη ύπαρξη που σχετίζεται με την ικανότητα του ανθρώπου να επικοινωνεί και να διαλέγεται με το Θεό, αλλά και να μετέχει στις άκτιστες ενέργειές και τελειοποιητικές ιδιότητές Του. Αυτός είναι ο λόγος που κάνει τον άνθρωπο να κατέχει την ανώτατη θέση μέσα στο κτιστό σύμπαν και να αποτελεί η δική του ζωτική και ζωαρχική ανέλιξη το κλειδί της ανέλιξης, εξέλιξης και επέκτασης του σύμπαντος κόσμου.
 
8. Η Εσχατολογική Διάσταση
Η Ενσάρκωση και Ενανθρώπηση του Δημιουργού Θεού, που αποτελεί το βασικό κεφάλαιο της Θεολογίας, φανερώνει τον κόσμο ως το πλαίσιο της αποκάλυψης του Θεού και της ανακαινιστικής δραστηριότητάς Του μέσα στο σύμπαν που επαναφέρει το τελευταίο στη φυσική του πορεία προς την τελική του εξέλιξη. Μιλώντας θεολογικά, θα λέγαμε ότι ο κόσμος έχει εισέλθει στην εσχατολογική του τροχιά, στην τελική του φάση, γιατί το γεγονός της Ενανθρώπησης, που έχει εγκεντριστεί ή μεταμοσχευτεί (τρόπος του λέγειν) μέσα του, αποκαλύπτει την εσχατολογική εικόνα του που είναι η αναστημένη ανθρώπινη ύπαρξη. Ο Χριστός είναι «ο έσχατος Αδάμ», ο τελικός άνθρωπος, προς τον οποίον κατευθύνεται ολόκληρη η ανθρωπότητα και μαζί της ολόκληρο το σύμπαν. Οι μέρες μας χαρακτηρίζονται ως «έσχατες» καθώς μετακινούμαστε από την παλαιότητα του πρώτου στην καινότητα του έσχατου Αδάμ. Η μετακίνηση αυτή είναι, κατά τη διατύπωση του αποστόλου Παύλου, η «ανακεφαλαίωση» των πάντων «εν Χριστώ», η οποία οδεύει προς την τελική «αποκατάστασή» τους. Αυτό τονίζει η Πατερική και Ορθόδοξη Θεολογία και αυτό είναι η ανθρωπική αρχή από την άποψη της θεολογικής επιστήμης.
Η ανθρωπότητα του Χριστού και η ανθρωπότητά μας «εν Χριστώ», δηλ. η απολυτρωμένη (δικαιωμένη) και τελειοποιούμενη (αγιαζόμενη) ανθρώπινη φύση είναι η βάση για το μέλλον του κόσμου που ήδη ενεργείται. Ο κόσμος ανασυγκροτείται από το Θεό, αν και εμείς δεν μπορούμε να το δούμε αυτό ξεκάθαρα, διότι βρισκόμαστε στην πορεία της ανακαίνισης μας από την παλαιά στην καινή ανθρωπική αρχή. Υπάρχει ακόμη για μάς η σκιά του θανάτου, αν και ο θάνατος έχει κατανικηθεί. Βρισκόμαστε ακόμη στην πορεία προς την ανάσταση του σώματος ενώ ήδη εισήλθαμε στην ανάσταση της ψυχής μας. Μπαίνουμε στην πρώτη ανάσταση όταν πεθαίνουμε σωματικά. Δηλαδή ο σωματικός μας θάνατος σηματοδοτεί την πρώτη πνευματική μας ανακαίνιση και ανάσταση που αποβλέπει και οδηγεί στην έσχατη και ολοκληρωμένη ανάσταση.
Αυτή είναι η προοπτική που χαράσσουν οι Πατέρες της Εκκλησίας και έτσι μας βοηθούν να δούμε το σύμπαν σε μια διαφορετική, ανθρωπική προοπτική. Είναι η εσχατολογική προοπτική της τελικής ανάστασης του ανθρώπου η οποία εισάγει τον άνθρωπο στις ουράνιες μονές. Ο θάνατος δεν είναι πια ένα οδυνηρό και ανεξιχνίαστο γεγονός. Οι Πατέρες το βλέπουν σαν ένα βήμα που φέρνει τον άνθρωπο πλησιέστερα στη Δόξα του Κυρίου, που είναι ο Αναστημένος έσχατος Αδάμ, η «απαρχή», δηλ. ο τελικός καρπός της Ενανθρώπησης, η τελική και ειδοποιός μορφή της αναστημένης και αποκαταστημένης ανθρωπότητας.[6] Αυτή είναι η ανθρωπική αρχή από θεολογικής σκοπιάς με βάση τη διδασκαλία των Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όπως είπαμε, δεν συνδέεται με τον άνθρωπο perse, αυτόν καθ’ αυτόν, αλλά με τον άνθρωπο τον «εν Χριστώ». Σ’ αυτήν ανήκουμε επειδή είμαστε φτιαγμένοι κατ’ εικόνα του Χριστού και με αυτήν θα τελειωθούμε με την ομοίωσή μας μαζί Του. Στο βαθμό που ομοιωνόμαστε με την ανθρωπική αυτή αρχή που αποτελεί το κλειδί του σύμπαντος, γινόμαστε και εμείς προκαταβολικές εκφάνσεις της και μαρτυρίες της.
 
9. Η Αποκαραδοκία του Σύμπαντος
Αν η ανθρώπινη ύπαρξη είναι πράγματι αξιοθαύμαστη στη παρούσα κατάστασή της, τότε πόσο αξιοθαυμαστότερη θα είναι όταν αναπτύξει το πλήρωμα της δυνατότητάς της που έχει φανερωθεί εν Χριστώ; Το πλήρωμα αυτό είναι η «μέλλουσα δόξα» για την οποία μιλάει ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους,[7] η οποία γίνεται πιο αντιληπτή όταν γίνει αποδεκτό ότι το σύμπαν έγινε για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το σύμπαν· ότι ο άνθρωπος είναι το κλειδί του σύμπαντος, και όχι το αντίθετο· ότι ολόκληρο το σύμπαν ανυπομονεί να φθάσει ο άνθρωπος στο πλήρωμά του για να τελειοποιηθεί κι εκείνο μαζί του, και όχι το αντίθετο. Αυτό εννοεί ο Απόστολος Παύλος όταν μιλάει για «την αποκαραδοκία (ελπίδα) της κτίσεως η οποία απεκδέχεται (αναμένει) την αποκάλυψη των υιών του Θεού»,[8] ή όταν λέει «ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν των τέκνων του Θεού».[9] Και συνεχίζει: «Οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν».[10]
Η αποτυχία μας να το δούμε αυτό οφείλεται στο ότι έχουμε εκούσια υποδουλωθεί στο σύμπαν και ότι δεχόμαστε ανεξέλεγκτα ότι γίναμε από το σύμπαν για το σύμπαν (κοσμικότητα). Το αποτέλεσμα είναι ότι υποτάξαμε και τον εαυτό μας και το σύμπαν στη φθορά και στο θάνατο. Η θεολογική όμως επιστήμη μας διαβεβαιώνει ότι το αντίθετο συμβαίνει. Όπως λέει το Ευαγγέλιο «το Σάββατο δια τον άνθρωπον εγένετο και ουχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον».[11] Δηλαδή, δεν έγινε ο άνθρωπος για τον κόσμο, αλλά ο κόσμος για τον άνθρωπο. Και ο λόγος γι αυτό, πάλι σύμφωνα με τη θεολογική επιστήμη, είναι ότι τον άνθρωπο τον έπλασε ο Θεός για το Θεό, και μάλιστα του έδωσε τη θέση και τη δυνατότητα να ανοίγει τον κόσμο στη ευεργετική και τελειωτική ενέργεια του Θεού.
Ο άνθρωπος είναι η ψυχή, το ηγεμονικό του κόσμου. Η βασική αυτή αλήθεια απορρέει από το κυριότερο δεδομένο της θεολογικής επιστήμης: την Ενανθρώπηση. Την ανθρωπότητα και τη θέση της στο σύμπαν ή τη σχέση της με το σύμπαν, την έχει πλέον καθορίσει ο ενανθρωπήσας Θεός και δημιουργός της, ο Χριστός. Όπως το δηλώνει ο ίδιος: «Κύριος γαρ ο Υιός του ανθρώπου και του Σαββάτου».[12] Ο Χριστός, λοιπόν, εκφράζει τον αληθινό άνθρωπο και ταυτόχρονα και την αληθινή εικόνα του κόσμου που είναι η Εκκλησία, το σώμα Του. Η Εκκλησία, λοιπόν, είναι το πραγματικό πρόσωπο του σύμπαντος, ενώ η ψυχή του είναι η ανθρωπότητά μας όπως αποκαταστάθηκε στη φυσική δυνατότητά της από τον ίδιο τον Δημιουργό στην Ενανθρώπηση.[13]
 
10. Η θεολογική και η επιστημονική θεώρηση
Πιστεύω ότι η θεολογική αυτή άποψη είναι η ανθρωπική αρχή την οποία ανακάλυψε πρόσφατα η φυσική επιστήμη στη φυσική κοσμική της διάσταση με την θεωρία της σχετικότητας. Ο Αϊνστάιν απόδειξε με την ριζοσπαστική και ρηξικέλευθη εξίσωσή του Ε=mXc² ότι η ενέργεια (το πνεύμα) δεν είναι απλά ανώτερη από την ύλη, αλλά ότι σε τελική ανάλυση η ύλη είναι ενέργεια, ενέργεια συμπυκνωμένη που μπορεί να διασπαστεί και, κατά συνέπεια, να μεταστοιχειωθεί. Όσο συμπαγές και αν φαίνεται ότι είναι το σύμπαν, με το «στερέωμά» του (όπως το λέμε στα ελληνικά) στην τελευταία ανάλυση αποδεικνύεται ότι είναι σε διαρκή κίνηση και αναμονή για ανέλιξη και αναμορφοποιητική επέκταση, όπως απόδειξε η σύγχρονη αστροφυσική. Οι θεολόγοι το λένε αυτό συνεχιζόμενη δημιουργία, αναδημιουργία, creatiocontinua. Επίσης, όσο αχανείς και αν φαίνονται οι υλικές χωρο-χρονικές διαστάσεις του, τελικά είναι πεπερασμένες, μετρήσιμες και αναγνωρίσιμες (όπως λέει ο Stanley Jaki), και, το σπουδαιότερο, είναι υποδεέστερες του πνευματικών διαστάσεων της ανθρώπινης ύπαρξης. «Ο νοητός τόπος», όπως λέει ο Δαμασκηνός, «ου σωματικώς περιέχεται, αλλά νοητώς».[14]
Είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο και συναφές αυτό που λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «ο Θεός εν τόπῳ ουκ έστιν, αυτός γαρ εαυτού τόπος εστί, τα πάντα πληρών, και υπέρ τα πάντα ων, και αυτός συνέχων τα πάντα. Λέγεται δε και εν τόπῳ είναι, και λέγεται τόπος Θεού ένθα έκδηλος η ενέργεια αυτού γίνεται. Αυτός γαρ δια πάντων αμιγώς διήκει, και πάσι δια της εαυτού ενεργείας κατά την εκάστου επιτηδειότητα και δεκτικήν δύναμιν».[15] Με άλλα λόγια, ο νοητός τόπος του Θεού που υπερβαίνει τον σωματικό χώρο των κτιστών όντων του σύμπαντος είναι η θεία ενέργεια. Γι αυτό το λόγο, συνεχίζει ο Δαμασκηνός: «Τόπος Θεού είναι ο πλέον μετέχων της ενεργείας και της χάριτος αυτού».[16] Και ποίοι μετέχουν της ενεργείας και χάριτος του Θεού; Είναι οι άγγελοι στον ουρανό, εξ ου και «θρόνος Θεού» ο ουρανός ως ο «τόπος» όπου επιτελείται το θέλημα Αυτού από τους αγγέλους. Τόπος Θεού είναι η Γη όπου παρέστη και πάτησε με σάρκα ο Θεός, εξ ου και «υποπόδιο των ποδών αυτού». Επίσης είναι η Εκκλησία όπου υμνείται, δοξάζεται και γίνεται μεθεκτός ο Θεός μέσῳ της άκτιστης ενέργειας Του και χάριτος.»[17]
Γενικά, λέει ο άγιος Δαμασκηνός, «τόποι Θεού λέγονται εν οις έκδηλος ημίν η αυτού ενέργεια.»[18] Με άλλα λόγια, η νοητή (η νοερά, δηλ. μη σωματική) ενέργεια του Θεού εμπεριέχει και υπερβαίνει τις σωματικές χωροχρονικές συνισταμένες του σύμπαντος κόσμου και τις αναπλάθει. Αυτήν την αρχή βεβαιώνει και η ανθρώπινη ύπαρξη που θεώνεται με την Ενσάρκωση. Αυτή την αρχή βεβαιώνει και η εξίσωση του Αϊνστάιν και η γενική θεωρία της σχετικότητας την οποία εισάγει. Γι αυτό και είναι μετρήσιμη η όλη ύλη του σύμπαντος κι το σύμπαν στη σωματική του υπόσταση είναι περιορισμένο αν και φαίνεται αχανές.
Στο σημείο αυτό θα υπενθυμίσω ότι οι αρχαίοι πίστευαν ότι το σύμπαν είναι άπειρο και αιώνιο και εμπεριέχει τα πάντα. Οι χριστιανοί θεολόγοι πρώτα και οι σύγχρονοι επιστήμονες έπειτα απέδειξαν ότι αυτό είναι ανακριβές. Το σύμπαν είναι και πεπερασμένο και σχετικό. Το μυστήριό του δεν είναι η έκτασή του αλλά η επέκτασή του και πιο πολύ και πάνω απ’ όλα η βάση του. Όσον αφορά στη βάση του, φαίνεται, ιδιαίτερα σήμερα, σαν να κρέμεται στον αέρα, η να επιπλέει στο κενό, δηλ. να βασίζεται σε ένα ανυπόστατο και κενό χώρο, στο μηδέν. Αυτό δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε γιατί το ον και το μη ον είναι λογικά αντίθετα και αντινομιακά. Για τη θεολογία όμως, βάση του σύμπαντος είναι η άκτιστη ενέργεια και το θέλημα του Θεού που υπερβαίνει το μηδέν, τον ανυπόστατο και κενό χώρο πάνω στον οποίο οικοδομείται και επιπλέει η πεπερασμένη υπόσταση του κτιστού σύμπαντος.
Αυτό βεβαιώνεται από το εκπληκτικό γεγονός της Ενανθρώπησης του Δημιουργού Λόγου, με το οποίο όχι μόνο επικοινωνεί ο Θεός με τον άνθρωπο αλλά η επικοινωνία αυτή εισέρχεται στον κτιστό χώρο της ανθρώπινης ύπαρξης και εκφράζεται μυστικά με ανθρώπινους όρους, ανθρώπινη σκέψη, γλώσσα, συμβολισμό. Με αυτήν την εκπληκτική σύνδεση Θεού και ανθρώπου θέλω να κλείσω την ομιλία μου αυτή, προσφέροντας τρία παραδείγματα από την αγιογραφία και την πατερική θεολογική διδασκαλία, από τα πάμπολλα που υπάρχουν στην Ορθόδοξη παράδοση.
 
11. Η μαρτυρία της αγιογραφίας
Στον εξωνάρθηκα της Εκκλησίας της Χώρας (14ος αιών) στην Κωνσταντινούπολη υπάρχουν δύο εικόνες (μωσαϊκά) που φανερώνουν τις δύο βασικές διαστάσεις της ανθρωπικής αρχής, στις οποίες αναφέρθηκα πάρα πάνω.[19] Η πρώτη εικόνα απεικονίζει τον Χριστό πάνω από την είσοδο του εσωνάρθηκα και φέρει την επιγραφή «Η Χώρα των Ζώντων» (από το Ψαλμ. 114:9).[20] Η άλλη εικόνα, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι, πάνω από την είσοδο στον εξωνάρθηκα (εσωτερικά) και απεικονίζει την Παναγία φέρει την επιγραφή «Η Χώρα του Αχωρήτου».[21] Η πρώτη εικόνα συμβολίζει το γεγονός ότι ο Χριστός ως ο ενανθρωπήσας Δημιουργός είναι η ενσάρκωση της Ζωής η οποία αποτελεί το κλειδί της ζωής των ανθρώπων και του σύμπαντος κόσμου. Η δεύτερη εικόνα συμβολίζει το όργανο μέσῳ του οποίου επιτεύχθηκε η Ενανθρώπηση, δηλ. την ανθρώπινη φύση, η οποία στο πρόσωπο της υπερευλογημένης Θεοτόκου αποδέχθηκε την έλευση του Θεού και εξασφάλισε την ανθρώπινη βάση για την προσχώρηση της υπερβατικής ύπαρξης του Θεού μέσα στην ενδοκοσμική και κτιστή φύση του ανθρώπου μέσῳ της γεννήσεως του Χριστού. Εδώ δηλαδή ομολογείται αγιογραφικά το άνοιγμα του σύμπαντος κόσμου στη θεία ενέργεια από τον άνθρωπο και η συγκατάβαση του Θεού στον άνθρωπο και μέσῳ αυτού στον σύμπαντα κόσμο. Πρόκειται δηλαδή για την εδραίωση της εσχατολογικής τροχιάς που οδηγεί στην ανακεφαλαίωση και αποκατάσταση των πάντων σύμφωνα με την αγαθή, τέλεια και αγαπητική βουλή του Θεού.
 
12. Η Μαρτυρία του Μεγ. Αθανασίου και του Μεγ. Βασιλείου
Η αγιογραφική παρουσίαση της ανθρωπικής αρχής είναι από θεολογική εκκλησιαστική άποψη μια αντανάκλαση της πατερικής δογματικής που αφορά στην οικονομία του Χριστού, του σαρκωθέντος και ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού, με όλες τις ανθρωπικές και συμπαντικές εσχατολογικές απόρροιές της.
Ο άγιος Αθανάσιος, ακολουθώντας προγενέστερους θεολόγους, διατύπωσε την ανθρωπική αρχή διακριτικά και περιεκτικά σε διάφορα σημεία των συγγραμμάτων του.[22] Σε ένα από αυτά την διατυπώνει ως εξής: «ότι ο Υιός του ανθρώπου προ του αιώνος τεθεμελίωτο, αναδεξάμενος την υπέρ ημών οικονομίαν... ίνα ημείς ως επ’ αυτόν οικοδομούμενοι, μεταλάβωμεν, της παρ’ αυτού ζωής τε και χάριτος...» Και καταλήγει: «η ζωή ημών ετεθεμελίωτο και ητοιμάσατο εν Χριστώ Ιησού», το οποίο βέβαια εννοεί την Ενσάρκωση, δηλ. την ανάληψη της ανθρώπινης ύπαρξης από τον δημιουργό.[23] Σαν Σωτήρας αποκαλείται ο Χριστός «η Ζωή πάντων... καν όμοιος κατά φύσιν τοις ανθρώποις»· και τελικά καταλήγει ο άγιος στο γνωστό: «και δια της Ενανθρωπήσεως του Λόγου η των πάντων εγνώσθη πρόνοια και ο ταύτης χορηγός και δημιουργός αυτός ο του Θεού Λόγος. Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν ίνα ημείς θεοποιηθώμεν».[24]
Ο άλλος μεγάλος πατέρας της Εκκλησίας μας, ο Μέγας Βασίλειος, προσφέρει σημαντικές διατυπώσεις της ανθρωπικής αρχής, χωρίς βέβαια να αναφέρει αυτόν τον όρο στο περίφημο έργο του την Εξαήμερο.[25] Οι εννιά Ομιλίες του αγίου Βασιλείου στις Έξι ημέρες της Δημιουργίας που αναφέρονται στη Γένεση είναι ένα από τα πιο σημαντικά πατερικά συγγράμματα που αναφέρεται στη χριστιανική κοσμολογία. Συνδυάζει το έργο αυτό την εν Χριστώ αποκάλυψη και την ελληνική (κοσμική) σοφία, ενώ η θεολογική προοπτική με το ανθρωπολογικό επακόλουθό της παραμένουν οι βασικοί παράμετροι της σειράς αυτής των ομιλιών. Η θεολογία και η ανθρωπολογία συνδυάζονται μέσῳ της επιστήμης με την κοσμολογία. Το μεγαλείο του σύμπαντος και ιδιαίτερα το μεγαλείο του Δημιουργού εξηγούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να παραμένει ο άνθρωπος σε θέση ζωτικής σπουδαιότητας και υπέρτατης αξίας ως ο συνδετικός κρίκος μεταξύ Θεού και κόσμου.
Η προτεραιότητα του Θεού και του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν είναι η ιδιαίτερη κληρονομιά του αγίου Βασιλείου στην Χριστιανική θεολογία και σκέψη. Αυτό είναι σε τελευταία ανάλυση η ανθρωπική αρχή, η οποία περιλαμβάνει τη θεία πρόνοια αλλά και την εν Χριστώ σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου. Όπως το διατυπώνει στην Εξαήμερον «ουδέν απρονόητον, ουδέ ημελημένον παρά Θεού, πάντα σκοπεύει ο ακοίμητος οφθαλμός πάσιν πάρεστι, εκπορίζων εκάστω την σωτηρίαν».[26]
Η όλη διδασκαλία του αγίου Βασιλείου έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα για τη σχέση θεολογίας και επιστήμης. Αποδεικνύει ότι όχι μόνο δεν είναι η θεολογία αρνητική έναντι της επιστήμης, αλλά επιβάλλεται από τον θεανθρωπικό της χαρακτήρα να ασχοληθεί δραστικά και αποφασιστικά με τις επιστημονικές έρευνες. Πράγματι ο άνθρωπος είναι θεολόγος στη σχέση του με το Θεό και επιστήμων στη σχέση του με το σύμπαν, το δε σύμπαν είναι το εργαστήριο του Θεού στο οποίο έχει τοποθετηθεί ως επιστάτης ο άνθρωπος. Ο συνδυασμός αυτός θεολόγου και επιστήμονα, δηλ. θεολογίας και επιστήμης, είναι κρίσιμος και πολύ σημαντικός, διότι επιτρέπει στον άνθρωπο να ξεπεράσει το ψεύδος και να ανακαλύψει την αλήθεια. Για παράδειγμα ξεπερνάει ο θεολόγος-επιστήμων την ψευδή γενεθλιαλογία (ζώδια, αστρολογία) με την αληθινή αστρονομία, ή είναι σε θέση να διακρίνει τη φύση του φωτός από το φως των αστέρων και να κατανοήσει τις ιδιότητες του πρώτου. Με άλλα λόγια καλείται να απομυθοποιήσει το κόσμο από φανταστικές θεωρίες που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και να κατανοήσει την διαφάνεια του σύμπαντος κόσμου που υποδεικνύει την υπερβατική βάση της ύπαρξής του που είναι η ακατάλυτη και ανεξάντλητη ενέργεια του δημιουργού Λόγου.
Αυτό επιτυγχάνεται όταν ο άνθρωπος δεν βασίζεται στο τι φαίνεται αλλά στο τι εξηγείται λογικά, όταν, όπως το διατυπώνει ο άγιος Βασίλειος, δεν μετράει κανείς τη σελήνη με τον οφθαλμό αλλά με τον λογισμό,[27] και όταν ο νους, όπως διδάσκει η αγία Γραφή δεν φαντασιώνεται με το να ξεπερνάει τα όρια που έχει θέσει ο Δημιουργός στην κτιστή ύπαρξη.[28] Έτσι λοιπόν καταλήγει ο επιστήμων να γίνεται θεολόγος διότι ανακαλύπτει την πρόνοια του Θεού που προσφέρει στο κάθε τι τη σωτηρία του.[29] Ο άγιος Βασίλειος μας δίνει δύο βασικά μηνύματα στη Εξαήμερο: α) ότι καμιά σωστή κοσμολογία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να θέσει το Δημιουργό ως την απώτατη και υπερβατική αρχή των πάντων και χωρίς να θέσει τον άνθρωπο ως τον λογικό ανιχνευτή και ερμηνευτή της· και β) ότι ο άνθρωπος έχει τη θεόδοτη κλήση να είναι ο επιστήμων του κόσμου, όχι σαν να ήταν ο κόσμος ο απώτερος σκοπός της ύπαρξής του, αλλά ως το μέσον για την επικοινωνία του και συμβίωσή του με τον Δημιουργό του και Θεό. Με άλλα λόγια μας παραδίδει ο άγιος με τη θεολογική και επιστημονική του εξήγηση την ανθρωπική αρχή της δημιουργίας.
 
Επιτρέψτε μου να κλείσω την ομιλία μου με μια μικρή σύνοψη της προοπτικής μου. Το κύριο σημείο που θέλω να τονίσω είναι ότι από θεολογικής πλευράς η ανθρωπική αρχή που προσφέρει σήμερα μια συγκλίνουσα προοπτική στις διάφορες επιστήμες προς την Θεολογία έχει βάση της την Ενσάρκωση του Δημιουργού, την Ενανθρώπηση. Η Ενανθρώπηση, δηλ. η ένωση της θείας και της ανθρώπινης ύπαρξης εν Χριστώ, είναι το κλειδί για την εξερεύνηση και κατανόηση του σύμπαντος. Μας φανερώνει ότι το σύμπαν έχει ανθρώπινο πρόσωπο, ότι είναι ο φυσικός οίκος και το φυσικό περιβάλλον του ανθρώπου μέσα από το οποίο μπορεί και οφείλει να επικοινωνεί ο άνθρωπος με το Θεό.
Οι πατέρες της Εκκλησίας θεωρούν τον άνθρωπο στη συνάφεια αυτή ως τον ιερέα του κόσμου που προσκομίζει το σύμπαν στον Δημιουργό ευχαριστιακά. Με αυτή την έννοια ο άνθρωπος είναι η φωνή του σύμπαντος κόσμου που συνάγει και προσφέρει τον κόσμο στο Θεό ζητώντας Του όχι μόνο να τον συντηρεί αλλά και να τον ανακαινίζει και να το τελειοποιεί με τη θεία χάρη Του και ενέργεια. Χωρίς αυτή την προοπτική δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο και τη θέση μας μέσα σ’ αυτόν, γιατί τότε η ύπαρξή μας δεν έχει νόημα αλλά περιβάλλεται με ένα πέπλο άγνοιας και απελπισίας. Την βεβαιότητα για την προοπτική αυτή μας την προσφέρει όχι μόνο η πρόνοια που διέπει το σύμπαν και την οποία εξερευνούμε και αναγνωρίζουμε με την επιστήμη, αλλά κυρίως και πρωτίστως (και εδώ ομιλώ σαν θεολόγος) όταν ζήσουμε βιωματικά το μυστήριο της Ενσάρκωσης και Ενανθρώπησης του Δημιουργού και Θεού μας στο πρόσωπο του Αναστάντος Κυρίου ημών Ιησού Χριστού όπως οι πατέρες και οι άγιοι. Αυτοί οι πραγματικοί θεολόγοι της Εκκλησίας είναι εκείνοι που φανερώνουν αυτό το εκπληκτικό γεγονός που δίνει στην ανθρωπική αρχή, δηλ. στη σύνδεση ανθρώπου και σύμπαντος κόσμου, την πραγματική της υπόσταση και προοπτική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου