Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Ελληνική φιλοσοφία και Πατέρες τής Εκκλησίας, κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου



Πηγή: Ομιλία τού Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου σε Διεπιστημονικό Συνέδριο στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών που διοργάνωσε η Διεθνής Επιστημονική Εταιρεία Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας και η Ένωση Ελλήνων Φυσικών. Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβασις" Νο 263 Ιούνιος 2018.
Αναδημοσίευση από: http://parembasis.gr


Ευχαριστώ για την πρόσκληση να παραστώ και να ομιλήσω στο παρόν Συνέδριο ανακοινώνοντας το θέμα: «Ελληνική φιλοσοφία και Πατέρες τής Εκκλησίας». Επειδή το θέμα αυτό είναι πολυσύνθετο και πολυεπίπεδο και ο χρόνος τής ανακοινώσεως είναι στενώτατος, γι’ αυτό θα το περιορίσω. Μέσα σε αυτήν την προοπτική θα κάνω μερικές απαραίτητες διευκρινήσεις.
 
Εισαγωγικές διεκρινήσεις
Η πρώτη διευκρίνηση είναι ότι θα γίνη αναφορά στους Πατέρες που έζησαν κατά την πρώτη περίοδο τής Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αυτής που ονομάσθηκε Βυζάντιο μετά την πτώση τής Κωνσταντινουπόλεως, δηλαδή την περίοδο εκείνη που συναντώνταν δύο μεγάλα θεολογικά και πολιτιστικά ρεύματα, ήτοι η ιουδαϊκή-χριστιανική παράδοση και η ελληνική σκέψη και οπωσδήποτε έκανε μεγάλη εντύπωση. Έτσι, έγινε μια θαυμαστή σύνθεση με την έννοια ότι άλλο είναι τα άκτιστα ρήματα τής αποκαλυπτικής εμπειρίας και άλλο είναι τα κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα που είναι τής διατυπώσεως τής εμπειρίας, όπως έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης.
 
Η δεύτερη διευκρίνηση είναι ότι η συνάντηση τού Χριστιανισμού με την ελληνική φιλοσοφία έγινε πρώτα από μερικούς ανατολικούς φιλοσοφικούς θεολόγους, όπως τον Παύλο Σαμοσατέα, τον Λουκιανό, τον Άρειο και άλλους μεταγενέστερους, οι οποίοι συζητούσαν με τους Αριστοτελικούς φιλοσόφους πάνω σε οντολογικά και κοσμολογικά θέματα, εκφράζοντας έτσι τον λεγόμενον από τον Χάρνακ «εξελληνισμένο Χριστιανισμό», με αποτέλεσμα να περιπέσουν σε θεολογικές πλάνες.
Αντίθετα, οι Πατέρες τού 4ου αιώνος, γνωρίζοντας την φιλοσοφία τής εποχής τους, κυρίως την Πλατωνική, την Αριστοτελική και την Νεοπλατωνική, για να απαντήσουν στους φιλοσοφούντας Χριστιανούς θεολόγους, προσέλαβαν την φιλοσοφική ορολογία ως ένδυμα, την οποία αποφόρτισαν από το νόημα που είχε και έδωσαν σε αυτήν άλλο νόημα, με αποτέλεσμα να απαρτισθή αυτό που χαρακτηρίζεται από τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ «εκχριστιανισμένος ελληνισμός». Μέσα από αυτήν την προοπτική πρέπει να δούμε την λεγομένη συνάντηση Χριστιανισμού και Ελληνισμού, θεολογίας και φιλοσοφίας.
 
Και η τρίτη διευκρίνηση είναι ότι επειδή το θέμα που θα σάς ανακοινώσω είναι μεγάλο, προκειμένου να το τιθασεύσω ώστε να γίνη μια σύντομη ανακοίνωση, θα περιορίσω τον λόγο στην παρουσίαση τών βασικών θέσεων τής διδασκαλίας τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη, που προέρχονται κυρίως από προφορικές ομιλίες του στον Πανεπιστημιακό χώρο, ιδιαιτέρως σε μάθημα προς τους φοιτητές και μεταπτυχιακούς. Αυτό σημαίνει ότι το υλικό που θα παρουσιασθή εδώ είναι κατά βάση ανέκδοτο και πρωτότυπο. Έτσι, θα καλυφθή η έννοια τής ανακοίνωσης.
 
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ήταν πρωτίστως πρωτότυπος ερευνητής. Μεγάλωσε στην Αμερική και σπούδασε στην Θεολογική Σχολή τού Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, έπειτα στο Πανεπιστήμιο τού Γέϊλ, στο Ρωσικό Ινστιτούτο τού Αγίου Βλαδιμήρου στην Νέα Υόρκη, ένα διάστημα παρακολούθησε μαθήματα και στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια τής Νέας Υόρκης, στην συνέχεια εργάσθηκε ερευνητικά στο Ρωσικό Ινστιτούτο τού Αγίου Σεργίου στο Παρίσι, όπου εκπόνησε τις πρώτες σημαντικές προδιδακτορικές μελέτες του, στο Μόναχο, στην Θεολογική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου κατέθεσε πρωτότυπη διδακτορική διατριβή, η οποία προκάλεσε θεολογικές αναταράξεις στο όλο κλίμα τής θεολογίας στην Ελλάδα τής εποχής εκείνης, στο Πανεπιστήμιο τού Χάρβαρντ, όπου εκπόνησε σημαντικές μεταδιδακτορικές εργασίες, κάτω από την επίβλεψη τού διάσημου Καθηγητού τού Χάρβαρντ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ. Μετέπειτα ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης εξελέγη Καθηγητής στην Θεολογική Σχολή τού Τιμίου Σταυρού Βοστώνης και Καθηγητής στην Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, δίδαξε δε και στην Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή στο Βόρειο Λίβανο.
Επειδή ασχολήθηκα πολύ με το πρόσωπό του και το έργο του, γι’ αυτό επισημαίνω ιδιαίτερα το ερευνητικό του χάρισμα.
Στις προδιδακτορικές του μελέτες ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την διδασκαλία τού Αποστόλου Παύλου και με την διδασκαλία τών Αποστολικών Πατέρων, οι οποίοι ως διάδοχοι τών Αποστόλων μετέφεραν την Χριστιανική διδασκαλία στον εθνικό κόσμο, όπου επικρατούσε η ελληνική σκέψη.
Στην διδακτορική του διατριβή μελετώντας το προπατορικό αμάρτημα αντιμετώπισε ιδιαιτέρως την διαφορά μεταξύ τής ελληνικής φιλοσοφίας και τών Αποστολικών Πατέρων, κατά τους τρεις πρώτους αιώνες τού Χριστιανισμού.
Στις μετέπειτα μεταδιδακτορικές μελέτες του αφιερώθηκε κυρίως στην μελέτη τής σκέψεως τών Απολογητών Πατέρων και την επίδραση τής ελληνικής φιλοσοφίας σε αυτούς, όπως και τις διαφορετικές προϋποθέσεις μεταξύ τους.
Έτσι, οι μελέτες του πάνω στον άγιο Ιουστίνο τον Μάρτυρα και φιλόσοφο, η κριτική που ασκεί στις απόψεις τού Wolfson σε σχέση με την διδασκαλία τού Φίλωνος τού Ιουδαίου και τών Πατέρων, η ανάλυση τών απόψεων τού Θεοδώρου Μομψουεστίας, παρουσιάζουν τον τρόπο σκέψεως τών πρώτων φιλοσοφούντων θεολόγων πάνω σε Χριστολογικά θέματα. Αλλά και η μελέτη του για την σύγκρουση που έγινε τον 14ο αιώνα μεταξύ τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά και τού Βαρλαάμ, ο οποίος εκφραζόταν με τις απόψεις τού νεοπλατωνικού Αυγουστίνου Επισκόπου Ιππώνος, τον κατέστησαν σοβαρό μελετητή και γνώστη τής σχέσεως και τής διαφοράς μεταξύ τής ελληνικής φιλοσοφίας και τής διδασκαλίας τών Πατέρων τής Εκκλησίας από τον 14ο αιώνα και μετέπειτα.
Αυτό σημαίνει ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης έκανε σημαντική και πρωτότυπη έρευνα στις πηγές κατά τον 3ο και 4ο αιώνα και απέκτησε καθαρή και βασική σκέψη πάνω στην συνάντηση μεταξύ τής ελληνικής σκέψεως, τής ιουδαϊκής παραδόσεως και χριστιανικής αποκαλυπτικής εμπειρίας. Δεν αντέγραφε άλλους μελετητές, ούτε έκανε επιπόλαιες σκέψεις πάνω στα θέματα αυτά ούτε μετέφερε ερευνητικές εργασίες άλλων, αλλά ό,τι δίδασκε ήταν προϊόν δικής του σοβαρής και εξαντλητικής έρευνας. Έτσι, μπορεί να προστεθή ότι τα όσα δίδασκε ήταν πρωτότυπες κριτικές απόψεις προερχόμενες από εξαντλητικές έρευνες στις πηγές. Με αυτές τις σκέψεις στην συνέχεια θα εκτεθούν τα συμπεράσματα τών προσωπικών του ερευνών στο θέμα που μάς απασχολεί.
Στην συνέχεια θα τονισθούν τρία σημεία τής διδασκαλίας τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη για την διαφορά μεταξύ τής διδασκαλίας τών αγίων Πατέρων και τής κλασσικής φιλοσοφίας.
 
1. Φιλοσοφία και θεολογία
Οι Πατέρες τής Εκκλησίας τού 4ου αιώνος είχαν σπουδάσει την φιλοσοφία και την γνώριζαν, αλλά δεν ήταν φιλόσοφοι, ούτε ανέπτυξαν ένα ιδιαίτερο φιλοσοφικό σύστημα. Άλλωστε, σε όλη την περίοδο τής Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιο) διδασκόταν η φιλοσοφία, αλλά έκαναν διάκριση ότι άλλο είναι η φιλοσοφία και άλλο είναι η θεολογία, αφού διακρίνονταν από την διαφορετική μεθοδολογία τους.
Οι Ρωμηοί δεν είχαν πέσει στον μεγάλο πειρασμό τής δυτικής σχολαστικής θεολογίας, που ταύτιζαν την φιλοσοφία με την θεολογία. Μάλιστα, όταν οι αιρετικοί τού 3ου και 4ου αιώνος συνέδεαν την φιλοσοφία με την θεολογία, τότε οι Πατέρες ήταν επικριτικοί και προς τους φιλοσοφούντας θεολόγους και προς την ίδια την φιλοσοφία.
Ακόμη και τον 14ο αιώνα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γνώριζε την αριστοτελική φιλοσοφία, χρησιμοποιούσε μερικές φορές τους όρους της, αλλά διαφωνούσε στις βασικές φιλοσοφικές αρχές. Γράφει κάπου: «Καν εξετάσης ίδοις αν πάσας ή τας πλείστας τών δεινών αιρέσεων εντεύθεν λαβούσας τας αρχάς».
 
2. Οι Πατέρες τής Εκκλησίας ως αντιμεταφυσικοί
Οι Πατέρες τής Εκκλησίας, αν και εγνώριζαν την ελληνική φιλοσοφία, εν τούτοις δεν αποδέχονται την μεταφυσική τής φιλοσοφίας.
Θα αναφερθούν μερικά παραδείγματα, που στηρίζουν αυτήν την θέση.
 
Πρώτον. Βασική αρχή τής μεταφυσικής είναι ότι ο Θεός είναι αντικείμενο τού στοχασμού. Ο φιλόσοφος Πλάτων ισχυριζόταν το «Θεόν νοήσαι μεν χαλεπόν, φράσαι δε αδύνατον», δηλαδή είναι δύσκολο να στοχαστούμε τον Θεό, αλλά αδύνατον να τον εκφράσουμε. Αυτό σημαίνει ότι ο Πλάτων δεν απέκλειε τον στοχασμό για τον Θεό, αφού αυτός ο ίδιος δημιούργησε την θεωρία τών ιδεών, αλλά έλεγε ότι είναι δύσκολο αυτό το έργο για τον καθένα.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον δεύτερο θεολογικό του λόγο, αφού μνημονεύει αυτήν την αρχή τού Πλάτωνος, στην συνέχεια αντιστρέφει τον λόγο του. Γράφει ότι ο Πλάτων με την φράση «Θεόν νοήσαι μεν χαλεπόν, φράσαι δε αδύνατον» ήθελε να πη ότι μπορεί κανείς να στοχαστή αν και είναι δύσκολο, αλλά είναι αδύνατο να το εκφράση. Όμως, στην χριστιανική θεολογία ισχύει ακριβώς το αντίθετο, ότι είναι αδύνατον να ομιλήση κανείς για τον Θεό, αλλά είναι αδυνατότερο να στοχασθή γι' Αυτόν.
Οπότε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αντιστρέφει το ρητό τού Πλάτωνος «Θεόν νοήσαι μεν χαλεπόν, φράσαι δε αδύνατον» και λέγει ότι τον Θεόν «φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον».
Στην συνέχεια εξηγεί ότι αυτό που νοείται (ο Θεός) ίσως ο λόγος θα μπορούσε να το δηλώση, έστω και μη μετρίως, αλλά αμυδρώς, σε εκείνο στον οποίο δεν έχουν καταστραφή τα αυτιά του και δεν είναι νωθρός στην διάνοια. Αλλά το να περιλάβη κανείς ένα τέτοιο πράγμα στην διάνοια είναι παντελώς αδύνατο και ακατόρθωτο όχι μόνον στους αποβλακωμένους και υλόφρονες, αλλά και στους πιο υψηλούς στην σκέψη και στους φιλοθέους. Καθώς επίσης είναι παντελώς αδύνατο και ακατόρθωτο και σε κάθε κτιστή φύση και σε εκείνους στους οποίους ο ζόφος - το σκοτάδι παρεμποδίζει στο παχύ αυτό σαρκίο στην κατανόηση τής αλήθειας.
Επομένως, η διδασκαλία τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου ότι τον Θεόν «φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον» ανατρέπει την φιλοσοφία τού Πλάτωνος που εκφράζεται στην φράση «Θεόν νοήσαι μεν χαλεπόν, φράσαι δε αδύνατον», και έτσι καταρρίπτεται η μεταφυσική που προσπαθεί με τον στοχασμό και την φαντασία να εννοήση τον Θεό.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης θεωρεί ότι αυτό το χωρίο τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου είναι βασικότατο και δείχνει ότι η ορθόδοξη θεολογία δεν είναι μεταφυσική, γι’ αυτό έλεγε ότι ο θεόπτης όταν φθάση στην θέωση βλέπει και ακούει άκτιστα ρήματα, και στην συνέχεια καταγράφει όσον είναι δυνατόν αυτήν την άκτιστη εμπειρία με κτιστά ρήματα ("φράσαι") και κτιστά νοήματα ("νοήσαι") τι είναι ο Θεός.
Έτσι, το χωρίο αυτό τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, με το οποίο διορθώνεται ο Πλάτων, δείχνει ότι η Θεολογία δεν είναι μεταφυσική.
 
Δεύτερον. Άλλη βασική αρχή τής μεταφυσικής είναι ότι όλα τα περί Θεού ερευνώνται με την λογική, που είναι το ευγενέστερο στοιχείο τής ψυχής η οποία είναι εκ φύσεως αθάνατη, ανήκε στον αγέννητο κόσμο τών ιδεών, κατά τον Πλάτωνα.
Κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη «οι Πατέρες δεν δέχονται τους κανόνες τής λογικής, όταν ασχολούνται με τα θεολογικά θέματα. Γιατί; Διότι οι κανόνες τής λογικής ισχύουν μόνον, όσο ισχύουν, για τα κτίσματα. Για τον Θεό δεν ισχύουν οι κανόνες τής λογικής ή τής φιλοσοφίας.
Κανένα φιλοσοφικό σύστημα δεν μπορεί να εφαρμοστή στον Θεό. Και όσοι νομίζουν ότι δια τής καθαράς μαθηματικής μπορούν να βαδίζουν προς τον Θεό, για τους Πατέρες είναι αφελέστατοι. Γιατί; Διότι απλούστατα μεταξύ ακτίστου και κτιστού δεν υπάρχει καμμία ομοιότητα. Αυτά που φαινομενικά ισχύουν για τα κτιστά, δεν ισχύουν για τα άκτιστα. Διότι δεν υπάρχουν κανόνες τών κτισμάτων που εφαρμόζονται στο άκτιστο. Και αυτή είναι η κατάσταση».
Έτσι η ψυχή δεν είναι εκ φύσεως αθάνατη, δεν ανήκε στον αγέννητο κόσμο τών ιδεών, αλλά είναι κτιστή και κατά χάρη αθάνατη. Γι' αυτό δεν κάνουμε διάκριση μεταξύ φύσει αθανάτου ψυχής και φύσει θνητού σώματος. Επίσης δεν κάνουμε διάκριση μεταξύ ποιητικής και παθητικής ψυχής, όπως έκανε ο Αριστοτέλης.
 
Τρίτον. Βασική αρχή τής γνώσεως στον Αριστοτέλη είναι ο νόμος τών αντιθέσεων, που σημαίνει ότι «δεν μπορούμε να αποδώσουμε σε αυτό το ίδιο πράγμα αντιθέσεις. Δεν μπορεί να είναι συγχρόνως άσπρο και μαύρο, δεν μπορεί να είναι συγχρόνως μεγάλο και μικρό, δεν μπορεί να είναι συγχρόνως λογικό και παράλογο, δεν μπορεί να είναι συγχρόνως υπαρκτό και ανύπαρκτο». Αυτός ο νόμος τών αντιθέσεων «είναι το θεμέλιο τού λογικού συστήματος τού Αριστοτέλη».
Κατά τους Πατέρας, όμως, ο Θεός είναι ον και μη ον, είναι γνωστός και άγνωστος, καταληπτός και ακατάληπτος, μεθεκτός και αμέθεκτος, ορατός και αόρατος, έχει ουσία, η οποία είναι υπερούσια. Και αυτό συμβαίνει γιατί οι θεούμενοι βλέπουν την ενέργεια τού Θεού και όχι την ουσία Του, οπότε βλέπουν αοράτως, μετέχουν αμεθέκτως, ακούνε την φωνή τού Θεού ανηκούστως κλπ.
 
Τέταρτον. Άλλη βασική αρχή τής γνώσεως τού Αριστοτέλη είναι ο νόμος μεταξύ διαφοράς και ομοιότητας. Παρατηρώντας την διαφορά και την ομοιότητα μεταξύ δύο πραγμάτων, γίνεται η περιγραφή και παράγεται η γνώση. Όμως, όταν φθάση κανείς στην θέωση και δη τον Θεό «κάνει την διαφοροποίηση, αλλά δεν μπορεί να κάνη την ομοιότητα». Δηλαδή, στην εμπειρία τής θεώσεως «υπάρχει διαφοροποίηση», αλλά «δεν υπάρχει ομοιότητα».
 
Πέμπτον. Βασική αρχή τής μεταφυσικής τού Πλάτωνος είναι ότι όλα τα όντα είναι αντίγραφα τών αρχετύπων που είναι αμετάβλητα. Αυτό όμως δεν ισχύει για τους Πατέρας τής Εκκλησίας, γιατί ο κόσμος δεν είναι αντίγραφο τού κόσμου τών ιδεών, είναι θετικό δημιούργημα τού Θεού και όχι αντιγραφή κάποιων αρχετύπων.
Πάντως, η Εκκλησία έχει δική της γνωσιολογία, δηλαδή δικό της τρόπο και δική της μέθοδο γνώσεως τού Θεού, που δεν έχει σχέση με την μεταφυσική.
Στην συνέχεια θα καταγραφούν οι απόψεις μερικών και σημαντικών Πατέρων τής Εκκλησίας για το θέμα τής φιλοσοφίας.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον πρώτο θεολογικό του λόγο, αφού προσδιορίζει ότι το θεολογείν δεν είναι τού καθενός, αλλά «τών εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων το μετριώτατον», στην συνέχεια ζητά από τους ακροατές του να αποβάλουν τις απόψεις τών φιλοσόφων για τον Θεό.
Γράφει: «Βάλλε μοι Πυθαγόρου την σιωπήν και τους κυάμους τους ορφικούς και την περί το Αυτός έφα καινοτέραν αλαζονείαν. βάλλε μοι Πλάτωνος τας ιδέας, και τας μετενσωματώσεις και περιόδους τών ημετέρων ψυχών, και τας αναμνήσεις, και τους ου καλούς δια τών καλών σωμάτων επί ψυχήν έρωτας· Επικούρου την αθεΐαν και τας ατόμους και την αφιλόσοφον ηδονήν· Αριστοτέλους την μικρολόγον πρόνοιαν και το έντεχνον και τους θνητούς περί ψυχής λόγους και το ανθρωπικόν τών δογμάτων· τής Στοάς την οφρύν, τών Κυνών το λίχνον τε και αγοραίον. βάλλε μοι το κενόν, το πλήρες τών ληρημάτων, όσα περί θεών ή θυσιών, περί ειδώλων, περί δαιμόνων αγαθών τε και κακοποιών, όσα περί μαντείας, θεαγωγίας, ψυχαγωγίας, άστρων δυνάμεως, τερατεύονται».
Η αναφορά αυτή είναι σημαντική, γιατί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αρνείται ολόκληρη την αρχαία ειδωλολατρεία, τον μυστικισμό, την ηδονοκρατία, τον ευδαιμονισμό και γενικά την κλασσική μεταφυσική τού Πλάτωνος, τού Αριστοτέλους και τών Νεοπλατωνικών φιλοσόφων.
Ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος σπούδασε την αρχαία ελληνική σοφία και φιλοσοφία στην Αθήνα, σε κείμενό του αναφέρεται σε αυτήν.
Γράφει: «Πονηρά δε σχολή η τών Αθηναίων, οις "εις ουδέν άλλο ευκαίρουν, ή λέγειν τι και ακούειν καινότερον"· ην και νυν τινες μιμούνται τη τού βίου σχολή προς την αεί τινος καινοτέρου δόγματος εύρεσιν αποχρώμενοι. Η τοιαύτη σχολή φίλη εστίν ακαθάρτοις και πονηροίς πνεύμασιν».
Ο ίδιος σε επιστολή που απέστειλε στον Ευστάθιο τον Σεβαστηνό αναφέρεται στα χρόνια που εδαπάνησε στην ματαιότητα και όπως γράφει: «πάσαν σχεδόν την εμαυτού νεότητα εναφανίσας τη ματαιοπονία, ην είχον προσδιατρίβων τη αναλήψει τών μαθημάτων τής παρά τού Θεού μωρανθείσης σοφίας». Έπειτα, «ώσπερ εξ ύπνου βαθέος διαναστάς», «απέβλεψα μεν προς το θαυμαστόν φως τής αληθείας τού Ευαγγελίου, κατείδον δε το άχρηστον τής σοφίας τών αρχόντων τού αιώνος τούτου τών καταργουμένων, πολλά την ελεεινήν μου ζωήν αποκλαύσας ηυχόμην δοθήναι μοι χειραγωγίαν προς την εισαγωγήν τών δογμάτων τής ευσεβείας». Στην συνέχεια, όπως γράφει, περιήλθε την Αλεξάνδρεια, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την Συρία, την Μεσοποταμία όπου συνήντησε ασκητές που ζούσαν την κατά Θεόν φιλοσοφία, ήτοι την πραγματική θεολογία».
Είναι σημαντικά τα όσα γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, που θεωρείται ως ο φιλοσοφικότερος τών Πατέρων, για την ελληνική φιλοσοφία: «Άγονος γαρ ως αληθώς η έξωθεν παίδευσις, αεί ωδίνουσα και μηδέποτε ζωογονούσα τω τόκω. Τίνα γαρ έδειξε καρπόν τών μακρών ωδίνων η φιλοσοφία, ή τίνα τοσούτων τε και τοιούτων άξιον πόνων; Ου πάντες υπηνέμιοί τε και ατελεσφόρητοι πριν εις το φως ελθείν τής θεογνωσίας αμβλίσκονται, δυνάμενοι ίσως γενέσθαι άνθρωποι, ει μη διόλου τοις κόλποις τής αγόνου σοφίας ενεκαλύπτοντο;».
Στην ίδια προοπτική κινείται και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς όταν γράφη: «Κατά τούτο πάντως η τών Ελλήνων εμωράνθη σοφία, καθότι ουκ εκ Θεού· παν δ’ ό μη θεόθεν, ουκ ον· δια τούτο η σοφία τών Ελλήνων ψευδώνυμος».
Οι Πατέρες δεν δέχθηκαν ποτέ τις βασικές αρχές τής κλασσικής μεταφυσικής.
 
3. Διαφορά μεταξύ Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Νεοπλατωνισμού
Μερικοί ετερόδοξοι αλλά και δικοί μας ορθόδοξοι θεολόγοι διαβάζοντας τα κείμενα τών Πατέρων τού 4ου αιώνος, αλλά και τα κείμενα τού αγίου Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου νομίζουν ότι οι Πατέρες τής Εκκλησίας επηρεάσθηκαν από τον Νεοπλατωνισμό και αλλοίωσαν την αρχέγονη Χριστιανική Παράδοση. Μια τέτοια ερμηνεία διαστρεβλώνει και κακοποιεί την διδασκαλία τών αγίων Πατέρων τής Εκκλησίας.
Όμως, παρά την λεκτική ομοιότητα μεταξύ τών Πατέρων και τών Νεοπλατωνικών σε μερικά σημεία, εν τούτοις υφίσταται μεγάλη διαφορά μεταξύ τους. Γι’ αυτό δεν μπορεί κανείς να κάνη λόγο ότι οι Πατέρες επηρεάσθηκαν από την πλατωνική ή νεοπλατωνική φιλοσοφία και αλλοίωσαν την Χριστιανική πίστη.
Θα τονισθούν μερικά σημεία που δείχνουν την μεγάλη διαφορά στα νοήματα μεταξύ θεολογίας τών Πατέρων τής Εκκλησίας και τής φιλοσοφίας τών Νεοπλατωνικών, όπως φαίνεται στα συγγράμματα τού αγίου Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου.
 
Πρώτη διαφορά ανευρίσκεται στην στασιμότητα και την αιώνια κίνηση. Έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης:
«Ο άγιος Διονύσιος πιστεύει στην αιώνια κίνηση, ότι η τελειότητα είναι η αιώνια κίνηση. Την στασιμότητα την αποβάλλει. Πιστεύει στην τελειότητα, που ακόμα και τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ και οι Κυριότητες και όλοι οι Άγγελοι, πάντα από δόξα σε δόξα και διαρκώς ευρίσκονται σε διαρκή ανοδική πορεία, παρά το γεγονός ότι είναι θεούμενοι και βλέπουν την δόξα τού Θεού, ενώ για την πλατωνική παράδοση η τελείωση είναι η ακινησία και το αμετάβλητο. Οπότε, έχουμε το αμετάβλητο στους Έλληνες φιλοσόφους, ως το τέλος τής ανθρωπίνης τελειότητος. Ενώ, στον κατ’ εξοχήν ελληνίζοντα, δήθεν, φιλόσοφο Πατέρα τής Εκκλησίας έχουμε την αεικινησία, ως το θεμέλιο τής θεώσεως».
 
Δεύτερη διαφορά παρατηρείται στο θέμα τού έρωτος. Έλεγε ο π. Ιωάννης:
«Στους Πλατωνικούς ο έρως είναι η αδυναμία τού ανθρώπου. Ο άνθρωπος έχει έρωτα προς το ακίνητον κινούν κλπ. Και είναι ένδειξη, ότι μάς λείπει κάτι και γι’ αυτό έχουμε ροπή προς τον άλλο, για να συμπληρώσουμε τα ελλείποντα τα ιδικά μας. Δηλαδή έχουμε το φίλτρο μέσα μας, το οποίο είναι ο μαγνητισμός προς το ύψιστο αγαθό κ.ο.κ. Οπότε, έρως είναι τού ανθρώπου προς τον Θεό.  Ενώ ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης συζητεί την διάκριση μεταξύ έρωτος και αγάπης, και λέει ο Διονύσιος ότι έρωτα και αγάπη δεν μπορούμε να τα διαφοροποιήσουμε. Και δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Θεός έχει αγάπη και δεν έχει έρωτα για τον άνθρωπο. Γιατί, φαίνεται, υπήρχαν ορισμένοι θεολόγοι, οι οποίοι κάνανε διάκριση μεταξύ έρωτος και αγάπης και ήθελαν να πουν ότι ο Θεός έχει αγάπη για τον κόσμο, όχι όμως έρωτα, για να μη φανή ότι έχει ο Θεός καμμία αδυναμία, ότι εξαρτάται ο Θεός από τον κόσμο. Και λέει, ότι όχι μόνο ο Θεός έχει αγάπη για τον κόσμο, αλλά ο Θεός έχει έρωτα για τον κόσμο. Αυτό είναι το μεγαλύτερο ″μούντζωμα πού μπορεί να κάνη εναντίον τών νεοπλατωνικών».
 
Τρίτη διαφορά εντοπίζεται στο ότι ο Θεός δεν κινεί μόνον, αλλά είναι και κινούμενος. Έλεγε ο π. Ιωάννης:
«Δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Θεός είναι μόνο ακίνητον κινούν, διότι ο Θεός είναι και κινούμενος. Γι’ αυτό, και στην σχολαστική παράδοση είναι αίρεση ότι είναι και κινούμενος ο Θεός. Λοιπόν, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης καθιέρωσε, ίσως είναι ο πρώτος, ότι ο Θεός είναι και κινούμενος. Μετά τον Διονύσιο, επικρατεί αυτή η άποψη ότι ο Θεός είναι και κινούμενος, δηλαδή Μάξιμος ο Ομολογητής, Γρηγόριος ο Παλαμάς, Μάρκος ο Ευγενικός κλπ. Όταν κανείς λέη ότι το ακίνητον κινούν κινούμενος είναι ο Θεός, μαζί με τον έρωτα τού Θεού προς τον άνθρωπο, υπάρχει μεγαλύτερο μούντζωμα εναντίον τής φιλοσοφίας; Αυτό σημαίνει ότι στην Ορθόδοξη Παράδοση είναι αδύνατον να υπάρχη μεταφυσική. Είναι αδύνατη η προσέγγιση με την μεταφυσική στο δόγμα περί Θεού και στα περί τελειότητος».
«Και στους Πατέρες τής Εκκλησίας, όμως, βλέπουμε έναν Διονύσιο Αρεοπαγίτη ο οποίος κατηγορείται ότι πλατωνίζει και νεοπλατωνίζει κ.ο.κ., να μάς λέει καθαρά ότι ο Θεός δεν είναι μόνον ακίνητο κινούν, αλλά και κινούμενος είναι ο Θεός, δηλαδή ο Θεός όχι μόνον κινεί αλλά κινείται. Αυτά βέβαια τα γράφει εναντίον τών Νεοπλατωνικών και τών Αριστοτελικών. Οπότε, είναι μία τρανή απόδειξη ότι ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης δεν έχει καμμιά σχέση με τον Νεοπλατωνισμό, αν και χρησιμοποιή την γλώσσα τών Νεοπλατωνικών.  Αυτή η ιδέα ότι ο Θεός είναι ακίνητο κινούν, αλλά και κινούμενον, είναι αίρεση για τους Νεοπλατωνικούς και τους Αριστοτελικούς, διότι ποιος Αριστοτελικός μπορεί να δεχθή ποτέ ότι το ακίνητο κινούν είναι και κινούμενο; Διότι τότε αφού είναι κινούμενο δεν είναι ακίνητο. Είναι μια αντίφαση. Είναι αντίφαση, ακίνητον κινούμενον, είναι καθαρά αντίφαση. Αυτό σημαίνει καθαρά ότι οι Πατέρες τής Εκκλησίας δεν φιλοσοφούν».
Αντιφάσεις, όπως λέμε ότι ο Θεός είναι φως, σκότος. Γιατί; Δεν σημαίνει ότι στερείται τού φωτός ο Θεός, ο Θεός υπερβαίνει το φως. Ο Θεός είναι ακίνητο κινούν, είναι και κινούμενος, που σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ανθρώπινα κατηγορήματα τα οποία μπορούμε να αποδώσουμε στον Θεό, καθαρά δηλαδή, αλλά, αυτό δεν προέρχεται από την φιλοσοφία, αυτό προέρχεται από την εμπειρία. Από την εμπειρία προέρχεται. Γιατί; Διότι γνωρίζουν οι Πατέρες ότι χρησιμοποιούμε νοήματα για τον Θεό, τα οποία όμως καταργούνται, όταν αντικρύζουμε την πραγματικότητα που είναι ο Θεός».
 
Τέταρτη διαφορά σημειώνεται στο θέμα τής αποφατικής θεολογίας. Έλεγε ο π. Ιωάννης:
«Υπάρχει η άποψη ότι αυτή η θεολογία που την ονομάζουμε αποφατική, είναι μια φιλοσοφία επηρεασμένη από τους Νεοπλατωνικούς. Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι υπάρχει ομοιότητα στην ορολογία μεταξύ τών Νεοπλατωνικών και τών Πατέρων τής Εκκλησίας, και οι Νεοπλατωνικοί έχουν κι αυτοί μια αποφατική θεολογία, αλλά, εδώ υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά. Στους Νεοπλατωνικούς έχουμε την έκσταση, η οποία είναι μια εμπειρία που για τους Πατέρες τής Εκκλησίας είναι δαιμονική.
Κατά την εμπειρία τής εκστάσεως τού Νεοπλατωνισμού, ο άνθρωπος εξέρχεται από τα διαστήματα και από την αλληλοδιαδοχική σκέψη, υπερβαίνει απλώς τον χρόνο και τα μεταβλητά και ενώνεται με το αμετάβλητο, μέσα σε αυτό το σύστημα. Βέβαια, το σώμα είναι κάτι το κακό ή αρνητικό ή το ένα ή το άλλο δηλαδή. Πάντως, το σώμα δεν μετέχει στην εμπειρία τής εκστάσεως τών Νεοπλατωνικών. Η όλη αποφατική θεολογία τών Νεοπλατωνικών είναι η αφαίρεση από την ανθρώπινη σκέψη όλων τών ελαττωμάτων, -κατ' αυτούς ελαττωμάτων, όχι στην πραγματικότητα ελαττώματα– όλων τών ελαττωμάτων τής περιορισμένης ανθρώπινης σκέψης. Στην πατερική διδασκαλία το σώμα δεν είναι κακό και η έκσταση δεν είναι η αποδέσμευση τού νου από το σώμα, αλλά η επάνοδος τού νου στην καρδιά.
Οπότε, η απαλλαγή από τα ελαττώματα τής ανθρώπινης σκέψης είναι η πηγή τής αποφατικής θεολογίας τών Νεοπλατωνικών, είναι η όλη προσπάθεια να απαλλαγούν, όχι από τα κτιστά, αλλά από τα μεταβλητά, διότι για την Νεοπλατωνική αρχή δεν υπάρχει η ασκητική διάκριση μεταξύ δημιουργίας εκ τού μηδενός και ακτίστου. Το βασικό κατηγόρημα τής Ιουδαιοχριστιανικής σκέψης είναι η σαφής διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Υπάρχουν τα άκτιστα και τα κτιστά. Και μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμμία ομοιότητα. Αυτό είναι βασικό δόγμα, όχι μόνον τής Πατερικής Παραδόσεως, αλλά είναι και τής εβραϊκής παραδόσεως μέχρι σήμερα».
Αυτές τις σημαντικές διαφορές μεταξύ τής Πατερικής διδασκαλίας και τού νεοπλατωνισμού πρέπει να έχη κανείς υπ’ όψη του για να κατανοήση την Πατερική παράδοση και να μη εξάγη εσφαλμένα συμπεράσματα.
 
Το τελικό συμπέρασμα αυτής τής σύντομης ανακοινώσεως είναι ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην δομή τής σκέψεως μεταξύ τών φιλοσόφων που εκφράζουν την κλασσική μεταφυσική, και τών Πατέρων τής Εκκλησίας που εκφράζουν την εμπειρική αποκάλυψη τού Χριστού στους Προφήτας, τους Αποστόλους και σε αυτούς τους ίδιους.
Οι Πατέρες μελετούσαν την ελληνική φιλοσοφία, χρησιμοποιούσαν την ορολογία και ό,τι καλό μπορούσε να γίνη αποδεκτό από αυτήν, χωρίς όμως να αλλοιωθή η αποκαλυπτική εμπειρία, αλλά αντιδρούσαν όταν οι φιλοσοφούντες Χριστιανοί θεολόγοι ανεμείγνυαν την φιλοσοφία με την θεολογία.
Αντίθετα, οι φιλοσοφούντες θεολόγοι που καταδικάστηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους εξέφραζαν τον «εξελληνισμένο Χριστιανισμό», ενώ οι Πατέρες τής Εκκλησίας ήταν φορείς τού «εκχριστιανισμένου ελληνισμού».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου